(1998) 1 ΑΑΔ 1924
[*1924]23 Οκτωβρίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΦΩΤΟΥΛΛΑ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
ΔΙΟΜΗΔΗΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΝΑΓΙΔΗΣ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΕΦΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΩΝ ΣΤΡΟΒΟΛΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9850)
Συμβάσεις — Σύμβαση υπό αίρεση — Σύμβαση για την παράδοση της κατοχής των κυλικείων από Σχολική Εφορεία στους επιτυχόντες προσφοροδότες, υπό τον όρο ανάκτησής τους από το δικαιούχο που τα κατείχε — Αυτό δεν έγινε κατορθωτό και η υποχρέωση της Εφορείας για παράδοση της κατοχής των κυλικείων στους νέους δικαιούχους ουδέποτε ενεργοποιήθηκε.
Συμβάσεις — Σύμβαση υπό αίρεση — Ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149, Άρθρα 31, 32 και 34 — Εφαρμοστέες αρχές.
Συμβάσεις — Έγγραφη σύμβαση — Ερμηνεία — Ρήτρα εξαίρεσης ή περιορισμού ευθύνης — Πρέπει να διατυπώνεται ξεκάθαρα αν πρόκειται να θεωρηθεί ότι εκτείνεται και στις περιπτώσεις θεμελιώδους παράβασης ή παράβασης ουσιώδους όρου της σύμβασης.
Το θέμα που εγείρεται αφορά την ευθύνη της εφεσίβλητης για τη μη παράδοση της κατοχής των κυλικείων στους ενάγοντες-εφεσείοντες, στους οποίους είχε κατακυρωθεί προσφορά για την εκμετάλλευση των κυλικείων σε σχολεία και υπογράφηκαν την 1.9.89 οι συμβάσεις με εναρκτήριο σημείο την ίδια την ημέρα της υπογραφής τους.
Οι εφεσείοντες γνώριζαν ότι η παράδοση της κατοχής των κυλικείων δεν ήταν τότε δυνατή λόγω της κατοχής τους από προηγούμενο προσφοροδότη που θεωρούσε ότι απέκτησε συμβατικό δικαίωμα για την εκμετάλλευσή τους. Στις συμβάσεις υπήρχε όρος ότι η εφεσίβλητη [*1925]δεν θα είχε καμιά ευθύνη έναντι του αδειούχου για τυχόν καθυστέρηση στην παράδοση του κυλικείου σ’ αυτόν λόγω άρνησης του προηγούμενου αδειούχου να αποχωρήσει ή να απομακρύνει τα περιουσιακά του στοιχεία από το κυλικείο.
Οι εφεσείοντες, με τρεις ξεχωριστές αγωγές που συνεκδικάστηκαν, διεκδίκησαν αποζημιώσεις για παράβαση των συμβάσεων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι συμβάσεις που συνάφθηκαν τελούσαν υπό τον όρο της ανάκτησης της κατοχής των κυλικείων. Το επιχείρημα που προβλήθηκε εκ μέρους των εφεσειόντων ότι ο όρος που αναφέρεται σε “καθυστέρηση” στην παράδοση, δεν περιλαμβάνει και τη “ματαίωση” της σύμβασης που επήλθε με τη μη παράδοση οποτεδήποτε μέσα στο χρονικό όριο της ισχύος της, δεν έγινε αποδεκτό. Οι αγωγές απορρίφθηκαν.
Τα θέματα που εγείρονται στην έφεση αφορούν:
1. Την έννοια και τις επιπτώσεις του πιο πάνω όρου της σύμβασης· και
2. Την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκαν οι προσδιορισθείσες ή οποιεσδήποτε ζημιές.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από το περιεχόμενο των συμβάσεων προκύπτει σαφώς ότι οι διάδικοι αντιλαμβάνονταν ότι δεν ήταν δυνατή η ανάληψη της κατοχής των κυλικείων την ημέρα της υπογραφής τους. Ο όρος ως προς τις αντίστοιχες ευθύνες και δικαιώματα είχε στη βάση του ακριβώς το γεγονός ότι την ημέρα της υπογραφής των συμβάσεων τα κυλικεία κατείχοντο από τρίτο. Επιπρόσθετα, η χρήση του όρου “καθυστέρηση” είχε στόχο την κάλυψη του ενδεχομένου να μη παραδιδόταν η κατοχή των κυλικείων από τον προηγούμενο προσφοροδότη οπόταν δεν μπορούσε να ήταν δυνατή η πρόβλεψη ως προς το πότε θα επιτυγχανόταν η ανάληψη της κατοχής. Η αναφορά σε “καθυστέρηση” δεν μπορούσε παρά να σημαίνει το όποιο διάστημα απαιτείτο, που δεν ήταν δυνατό να προσδιοριστεί κατά την υπογραφή των συμβάσεων. Φτάνει να ανταποκρινόταν η εφεσίβλητη στην υποχρέωση που ανέλαβε να προωθήσει τα κατάλληλα δικαστικά μέτρα. Αυτό το έκαμε, με την αγωγή της για ανάκτηση της κατοχής. Από κει και πέρα οι εξελίξεις δεν ήταν κάτω από τον έλεγχο της. Αυτή τη συναντίληψη την επιμαρτυρούσε και η επιπρόσθετη πρόνοια αναφορικά με τη δυνατότητα των εφεσειόντων να τερματίσουν τη σύμβαση μετά την πάροδο τεσσάρων μηνών.
[*1926]2. Κατά το Άρθρο 31 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, σύμβαση υπό αίρεση είναι η σύμβαση για πράξη ή αποχή από πράξη αν γεγονός συνακόλουθο της σύμβασης επέλθει ή δεν επέλθει. Τέτοια σύμβαση δεν είναι νομικά εκτελεστή μέχρι την επέλευση του γεγονότος. Το μελλοντικό γεγονός από το οποίο εξαρτάται η σύμβαση μπορεί να είναι ο τρόπος συμπεριφοράς τρίτου. Στην παρούσα υπόθεση η υποχρέωση της εφεσίβλητης για παράδοση της κατοχής των κυλικείων εξαρτάτο από την εκκένωσή τους από τον τρίτο. Δεν επετεύχθη η εκκένωση των κυλικείων και ουδέποτε ενεργοποιήθηκε η υποχρέωση της εφεσίβλητης για παράδοση της κατοχής.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Eφορεία Eλληνικών Eκπαιδευτηρίων Στροβόλου v. Χατζηπαύλου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 267,
Suisse Atlant. etc. v. N.V. Rotterdam etc [1966] 2 All E.R. 61,
Photo Production Ltd v. Securicor [1980] 1 All E.R. 556,
Graig v. Malvern Fishing [1983] 1 All E.R. 101,
Λαζούρας v. Σκυλλουριώτου (1992) 1 Α.Α.Δ. 168,
Georghiades v. Georghiades (1988) 1 C.L.R. 428,
Οικονόμου κ.ά. v. Ττοφινή κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 436,
Γεωργική Eταιρεία Δ. Γ. Φούτας v. Εταιρείας Έμποροι Γεωργικών Προϊόντων Βάσος Λτδ (1993) 1 Α.Α.Δ. 168,
Λάμπρου v. Παράσχου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 397,
Amazon Holdings v. Ioannidou (1983) 1 C.L.R. 49,
Courtis a.o. v. Iasonides (No. 2) (1972) 1 C.L.R. 83,
Cyprus Import Corporation Ltd v. Kaisis (1974) 1 C.L.R. 16.
Έφεση.
[*1927]
Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαδοπούλου, Π.E.Δ., Γιασεμής, E.Δ.), που δόθηκε στις 7 Nοεμβρίου, 1996 (Aρ. συνεκδικαζομένων Aγωγών 5105/90, 5106/90 και 5107/90) με την οποία απορρίφθηκαν οι συνεκδικαζόμενες αγωγές γιατί οι ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν απαιτήσεις τους για αποζημιώσεις για παράβαση συμβάσεων.
Π. Αγγελίδης, για τους Eφεσείοντες.
Α. Λαδάς, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η Εφορεία Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Στρoβόλου (εναγόμενη - εφεσίβλητη) προκήρυξε δημόσιο διαγωνισμό σε σχέση με την εκμετάλλευση των κυλικείων σε σχολεία, συνάφθηκαν κατ’ ακολουθίαν συμβάσεις με τους επιτυχόντες προσφοροδότες (ενάγοντες-εφεσείοντες) και το θέμα που εγείρεται αφορά στην ευθύνη της εφεσίβλητης για τη μη παράδοση της κατοχής των κυλικείων.
Οι συμβάσεις υπογράφηκαν την 1.9.89 και αφορούσαν σε τρεις σχολικές περιόδους, με εναρκτήριο σημείο την ίδια την ημέρα της υπογραφής τους. Δεν ήταν όμως δυνατή η παράδοση της κατοχής των κυλικείων τότε. Τα κυλικεία κατέχονταν από προηγούμενο προσφοροδότη που θεωρούσε ότι απέκτησε συμβατικό δικαίωμα για την εκμετάλλευσή τους. Και, σύμφωνα με τη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου, που ας σημειωθεί δεν προσβάλλεται, οι εφεσείοντες γνώριζαν το πρόβλημα εξ αρχής. Στις συμβάσεις, λοιπόν, που υπογράφηκαν περιλήφθηκε ο ακόλουθος όρος.
“Ειδικώτερα και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του πιο πάνω όρου η Εφορεία δεν θα έχει καμιά ευθύνη έναντι του αδειούχου για τυχόν καθυστέρηση στην παράδοση του κυλικείου σ’ αυτόν λόγω άρνησης του προηγούμενου αδειούχου να αποχωρήσει ή να απομακρύνει τα περιουσιακά του στοιχεία από το κυλικείο.
Νοείται όμως ότι,
[*1928]
(α) Η Εφορεία οφείλει, το συντομώτερο δυνατό, να λάβει τα ενδεικνυόμενα δικαστικά μέτρα για την απομάκρυνση του προηγούμενου αδειούχου·
(β) σε περίπτωση που η καθυστέρηση της παράδοσης του κυλικείου παραταθεί για περισσότερο από 4 μήνες ο αδειούχος θα έχει το δικαίωμα τερματισμού της παρούσας συμφωνίας χωρίς οποιαδήποτε άλλη απαίτηση εναντίον της Εφορείας· και
(γ) γι’ οποιοδήποτε χρόνο που απωλέσθηκε λόγω της καθυστέρησης παράδοσης του κυλικείου ο αδειούχος θα απαλλάσσεται από τη πληρωμή του αναλογούντος ποσού δυνάμει των όρων 1 και 2 ανωτέρω.”
Η εφεσίβλητη ενήγαγε τον προηγούμενο προσφοροδότη και εκείνος την εφεσίβλητη. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας θεώρησε πως συνάφθηκε σύμβαση μεταξύ της εφεσίβλητης και του προηγούμενου προσφοροδότη, ασκήθηκε έφεση και το Ανώτατο Δικαστήριο δικαίωσε την εφεσίβλητη. Κρίθηκε πως η κοινοποίηση κατακύρωσης προσφοράς δεν ισοδυναμεί με αποδοχή στην έννοια του δικαίου των συμβάσεων. (Βλ. Εφ. Ελλ. Εκπ. Στροβόλου ν. Χ”Παύλου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 267).
Οι εφεσείοντες, με τρεις ξεχωριστές αγωγές που συνεκδικάστηκαν, διεκδίκησαν αποζημιώσεις για παράβαση των συμβάσεων και το πρωτόδικο δικαστήριο τις απέρριψε. Η έφεση αφορά πρώτα στην έννοια και στις επιπτώσεις του όρου της σύμβασης που παραθέσαμε. Μετά, στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως, ούτως ή άλλως, δεν αποδείχθηκαν οι προσδιορισθείσες ή οποιεσδήποτε ζημιές.
Ως προς τη συμβατική ευθύνη, όπως και πρωτόδικα, οι εφεσείοντες συζήτησαν ένα συγκεκριμένο σημείο. Στην σύντομη αλλά περιεκτική αγόρευσή του ευπαιδεύτου συνηγόρου τους υποστηρίζεται πως ο όρος της σύμβασης που παραθέσαμε συνιστά ρήτρα εξαίρεσης (exclusion clause) η οποία, όπως είναι διατυπωμένη, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι καλύπτει και την παράβαση από την εφεσίβλητη του θεμελιώδους όρου της σύμβασης αναφορικά με την καθόλου παράδοση της κατοχής των κυλικείων. Ο όρος αναφέρεται σε “καθυστέρηση” στην παράδοση, δεν περιλαμβάνει και την “ματαίωση” της σύμβασης που επήλθε με τη μη παράδοση οποτεδήποτε μέσα στο χρονικό όριο της ισχύος της και, στην απουσία τέτοιας ολοκά[*1929]θαρης συμφωνίας, η εφεσίβλητη πρέπει να θεωρηθεί υπόλογη. Επικαλέστηκε συναφώς την υπόθεση Suisse Atlant. etc v. N.V. Rotterdam etc [1966] 2 All E.R. 61. Επίσης τις υποθέσεις Photo Production Ltd v. Securicor [1980] 1 All ER 556 και Alisa Graig v. Malvern Fishing [1983] 1 All ER 101 που την ακολούθησαν.
Στην υπόθεση Swisse Atlant. etc., (ανωτέρω) αποδοκιμάστηκε η αντίληψη πως, ως θέμα νόμου, αποκλειόταν η συνομολόγηση ρήτρας εξαίρεσης ή περιορισμού της ευθύνης σε σχέση με θεμελιώδη παράβαση σύμβασης (fundamental breach) ή παράβαση θεμελιώδους όρου της σύμβασης (fundamental term). Aναγνωρίστηκε πως οι συμβαλλόμενοι, ως έχοντες την ελευθερία του συμβάλλεσθαι, διατηρούν πάντα τη δυνατότητα να συνομολογήσουν τέτοια ρήτρα και επεξηγήθηκε πως η ουσία της νομολογίας σε σχέση με το ανίσχυρο της, είχε στη βάση της όχι κάποιο κανόνα δικαίου αλλά μόνο την εμβέλεια της συγκεκριμένης ρήτρας, ενόψει της διατύπωσης της στο πλαίσιο του συνόλου της σύμβασης. Ρήτρες τέτοιας μορφής χρειάζεται να είναι ξεκάθαρα διατυπωμένες αν πρόκειται να θεωρηθεί ότι εκτείνονται και στις περιπτώσεις θεμελειώδους παράβασης ή παράβασης θεμελειώδους όρου της σύμβασης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά στις αρχές ως προς την ερμηνεία των συμβάσεων, σε σχέση με τις οποίες παρέπεμψε στις υποθέσεις Λαζούρας ν. Σκυλλουριώτου (1992) 1 Α.Α.Δ. 168, Georghiades v. Georghiades (1988) 1 C.L.R. 428, Oικονόμου κ.α. ν. Ττοφινή κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 436, Φούτας ν. Εταιρεία Βάσος Λτδ (1993) 1 Α.Α.Δ. 168 και Λάμπρου ν. Παράσχου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 397, έκρινε πως η σύμβαση που συνάφθηκε τελούσε υπό τον όρο της ανάκτησης της κατοχής των κυλικείων. Όπως και στην περίπτωση της υπόθεσης Amazon Holdings v. Ioannidou (1983) 1 C.L.R. 49. H εφεσίβλητη υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση.
Ήταν στη σκέψη των διαδίκων το ενδεχόμενο να μήν παραδιδόταν η κατοχή των κυλικείων από τον προηγούμενο προσφοροδότη. Ήταν γνωστές οι διεκδικήσεις του προηγούμενου προσφοροδότη, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο αλλά και όπως προκύπτει από το ίδιο το περιεχόμενο των συμβάσεων. Ενυπάρχει σ’ αυτές σαφής αντίληψη πως δεν ήταν δυνατή η ανάληψη της κατοχής την ημέρα της υπογραφής τους. Ο όρος ως προς τις αντίστοιχες ευθύνες και δικαιώματα είχε στη βάση του ακριβώς το γεγονός ότι την ημέρα της υπογραφής των συμβάσεων τα κυλικεία κατέχονταν από τρίτο. Επιπρόσθετα, εφόσον εκδηλωνόταν άρνηση του τρίτου να τα παραδώσει, ενδεχόμενο που προδήλως θέλησαν να καλύψουν, δεν μπορούσε να ήταν δυνατή η πρόβλεψη ως προς το πότε [*1930]θα επιτυγχανόταν η ανάληψη της κατοχής. Η αναφορά σε “καθυστέρηση” δεν μπορούσε παρά να σημαίνει το όποιο διάστημα, που δεν ήταν δυνατό να προσδιοριστεί τότε, απαιτείτο. Φτάνει να ανταποκρινόταν η εφεσίβλητη στην υποχρέωση που ανέλαβε να προωθήσει τα κατάλληλα δικαστικά μέτρα. Αυτό το έκαμε, με την αγωγή της αξίωσε την ανάκτηση της κατοχής και, από εκεί και πέρα, δεν ήταν ούτε θα μπορούσε να ήταν κάτω από τον έλεγχο της οι εξελίξεις. Αυτή τη συναντίληψη την επιμαρτυρούσε και η επιπρόσθετη πρόνοια αναφορικά με τη δυνατότητα των εφεσειόντων να τερματίσουν τη σύμβαση μετά την πάροδο τεσσάρων μηνών.
Το χρονικό σημείο έναρξης της ισχύος των συμβάσεων ήταν στοιχειώδες μέρος τους. Ήταν αδύνατο να προσδιοριστεί κατά την υπογραφή τους και κατά την αληθινή έννοια των συμφωνηθέντων θα προσδιοριζόταν ανάλογα με τις μελλοντικές εξελίξεις αναφορικά με την ανάληψη της κατοχής των κυλικείων.
Κατά το άρθρο 31 του περι Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 σύμβαση υπό αίρεση είναι η σύμβαση για πράξη ή αποχή από πράξη αν γεγονός συνακόλουθο της σύμβασης επέλθει ή δεν επέλθει. Κατά το άρθρο 32 σύμβαση για πράξη ή αποχή από πράξη υπό την αίρεση της επέλευσης μελλοντικού και αβέβαιου γεγονότος δεν είναι νομικά εκτελεστή μέχρι την επέλευση του γεγονότος. Το μελλοντικό γεγονός από το οποίο εξαρτάται η σύμβαση μπορεί να είναι ο τρόπος συμπεριφοράς τρίτου. (βλ. συναφώς το άρθρο 34 του Νόμου και Pollock and Mulla Indian Contract and Specific Relief Acts, 9η έκδοση σελ. 322, Omiros Τh. Courtis and Another (No. 2) v. Panos Iasonides (1972) 1 C.L.R. 83 και Cyprus Import Corporation Ltd v. Aristos Kaisis (1974) 1 C.L.R. 16).
Στην παρούσα υπόθεση η υποχρέωση της εφεσίβλητης για παράδοση της κατοχής των κυλικείων εξαρτάτο από την αβέβαιη, ως προς το χρόνο αλλά και ως προς την επέλευση της, εκκένωσης τους από τον τρίτο. Δεν επετεύχθη η εκκένωση των κυλικείων και ουδέποτε ενεργοποιήθηκε η υποχρέωση των εφεσιβλήτων για παράδοσή της κατοχής. Η συζήτηση υπό το πρίσμα της νομολογίας ως προς τις ρήτρες εξαίρεσης ή περιορισμού της ευθύνης, δεν έχει πραγματικό υπόβαθρο. Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και η έφεση πρέπει να απορριφθεί. Επομένως, δεν θα μας απασχολήσει το δεύτερο ζήτημα ως προς τις αποζημιώσεις. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο