Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας κ.ά. ν. Pentaliotis & Papapetrou Estates Limited κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 1931

(1998) 1 ΑΑΔ 1931

[*1931]23 Oκτωβρίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9062)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΩΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΑΙ/ Ή ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ/ Ή ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ

ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ΚΑΙ/ Ή ΤΩΝ ΦΥΤΩΡΕΙΩΝ ΤΟΥ

ΓΕΩΡΓΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,

Εφεσείοντες - Eναγόμενοι,

ν.

PENTALIOTIS & PAPAPETROU ESTATES LIMITED,

Εφεσιβλήτων - Eναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9067)

PENTALIOTIS & PAPAPETROU ESTATES LIMITED,

Εφεσείοντες - Eνάγοντες,

ν.

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΩΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΑΙ/ Ή ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ/ Ή ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ

ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ΚΑΙ/ Ή ΤΩΝ ΦΥΤΩΡΕΙΩΝ ΤΟΥ

ΓΕΩΡΓΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,

Εφεσιβλήτων - Eναγομένων.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 9062, 9067)

 

Πώληση αγαθών — Πώληση διά περιγραφής — Εξυπακουόμενος όρος ότι τα αγαθά κατά την πώλησή τους είναι εμπορεύσιμης ποιότητας — [*1932]Κατά πόσο θεμελιώθηκε παράβαση του εξυπακουόμενου όρου στην παρούσα υπόθεση — Ο περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμος, Κεφ. 267, Άρθρο 16(β) — Εφαρμοστέες αρχές.

Αστικά Αδικήματα — Αμέλεια — Ποίες οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση καθήκοντος επιμέλειας — Αμέλεια η οποία προκάλεσε οικονομική ζημιά στους ενάγοντες λόγω της παράλειψης των εναγομένων, ως των κατ’ εξοχήν αρμοδίων, να τους προειδοποιήσουν ότι τα δένδρα που αγόρασαν διέτρεχαν τον κίνδυνο να προσβληθούν από ίωση.

Μαρτυρία — Αξιολόγηση μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο —  Είχε αξιολογηθεί και αιτιολογηθεί σωστά και δεν παρεχόταν οποιοδήποτε έρεισμα για επέμβαση του Εφετείου.

Έφεση — Αντικείμενο έφεσης — Έφεση επί θέματος που δεν εγέρθηκε στην έκθεση απαιτήσεως και δεν υπήρξε αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας.

Έφεση — Επίδικα θέματα — Κατά πόσο η κοινή δήλωση των διαδίκων ως προς το ύψος της αποζημίωσης συνιστούσε διεύρυνση των επίδικων θεμάτων.

Το επίδικο θέμα της παρούσας υπόθεσης αφορά θέμα ευθύνης για την καταστροφή πέραν από το 70% των δένδρων στο αγρόκτημα των εναγόντων, τα οποία προμηθεύτηκαν από το τμήμα Γεωργίας.  Οι ενάγοντες διεκδίκησαν την επιδίκαση σ’ αυτούς αποζημιώσεων για παράβαση των διατάξεων του περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμου, Kεφ. 267 ή διαζευκτικά για αμέλεια.  Οι εναγόμενοι ισχυρίσθηκαν ότι η υπόθεση αφορούσε διοικητική πράξη ή διοικητική σύμβαση στον τομέα του δημοσίου δικαίου για την οποία δεν είχε δικαιοδοσία το Δικαστήριο.  Ο ισχυρισμός αυτός δεν έγινε αποδεκτός.

Κατά πόσο υπήρξε παράβαση των διατάξεων του περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμου:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η πώληση ήταν πώληση διά περιγραφής, που είχε ως εξυπακουόμενο όρο ότι τα φυτά θα ήταν εμπορεύσιμης ποιότητας (Άρθρο 16(β) του Νόμου). Δηλαδή, ότι θα ήταν απαλλαγμένα από ασθένεια η οποία δεν θα μπορούσε εύλογα να εντοπιστεί.  Απέρριψε όμως την αξίωση στην έκταση που στηρίκτηκε σ’ αυτή τη βάση, γιατί δεν είχε αποδεικτεί πως τα 294 δενδρύλλια που αγόρασαν αρχικά οι ενάγοντες και στα οποία αφορούσε ο ισχυρισμός, ήταν προσβεβλημένα από τον ιό της σιάρκας.  Δεν θεμελιώθηκε παράβαση του εξυπακουόμενου όρου και αυτή η διαπίστωση παρέσυ[*1933]ρε το σύνολο της αξίωσης.

Κατά πόσο υπήρξε αμέλεια:

1.  Οι διάδικοι συμφώνησαν πως αν αποδεικνυόταν ότι οι εναγόμενοι υπείχαν ευθύνη για την εκδήλωση της ασθένειας στα 294 δενδρύλλια, οι αποζημιώσεις θα ήταν £9.000, ενώ για την εκδήλωση της ασθένειας στο υπόλοιπο κτήμα οι αποζημιώσεις θα ήταν £150.000.

2.  Κατά την επιστημονική μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η προσβολή προϋπήρχε και δεν μπορούσε να ήταν το αποτέλεσμα μόλυνσης από άλλα δένδρα της περιοχής.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν απρόθυμο να διατυπώσει εύρημα ότι τα 294 δενδρύλλια έφεραν την ίωση μαζί τους.  Πιθανό ήταν να είχε μεταφερθεί από γειτονικό κτήμα, να υπήρχε στο αγρόκτημα των εναγόντων ο ιός πριν από το χρόνο φύτευσης των 294 δενδρυλλίων χωρίς οι ενάγοντες να το γνωρίζουν. Η μαρτυρία των δύο λειτουργών που διαπίστωσαν σιάρκα στο γειτονικό κτήμα έγινε αποδεκτή.

Αποφασίστηκε ότι το Τμήμα Γεωργίας όφειλε να είχε προειδοποιήσει τους ενάγοντες για τους κινδύνους της σιάρκας που ελλόχευαν.  Η παράλειψή του να το κάμει συνιστούσε αμέλεια για την οποία ήταν υπόλογοι οι εναγόμενοι σε σχέση με τα πρώτα 294 δενδρύλλια που είχαν αγοράσει οι ενάγοντες.  Δεν είχε αποδειχθεί πως η πηγή μόλυνσης των υπολοίπων δένδρων ήταν εκείνα τα δενδρύλλια, αφού μάλιστα ήταν άγνωστη η πηγή μόλυνσης και εκείνων.

Η αμέλεια των εναγομένων αφορούσε σε οικονομική ζημιά που προκλήθηκε λόγω της πιο πάνω παράλειψής τους.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε υπέρ των εναγόντων αποζημιώσεις ύψους £9.000.

Ασκήθηκαν εφέσεις και από τις δύο πλευρές.  Κατά τους ενάγοντες θα έπρεπε να είχαν επιδικαστεί αποζημιώσεις ύψους £150,000,  ενώ κατά τους εναγόμενους τίποτε.

Οι ενάγοντες προσβάλλουν τις εκτιμήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τον τρόπο μετάδοσης του ιού της σιάρκας στα δενδρύλλια και ορισμένες από τις διαπιστώσεις που τις στήριξαν.  Επίσης, αμφισβητούν τη χρονική περίοδο της εμφάνισης της σιάρκας στην Κύπρο.

[*1934]Οι δύο πλευρές αμφισβητούν την ορθότητα της προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το Άρθρο 16 του Κεφ. 267.  Οι ενάγοντες υποστήριξαν ότι υπήρχαν τα δεδομένα για τη θεμελίωση του εξυπακουόμενου όρου και με βάση την παράγραφο (α) του άρθρου και οι εναγόμενοι ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε εξυπακουόμενος όρος ούτε δυνάμει της παραγράφου (β) του άρθρου.

Αναφορικά με το θέμα της αμέλειας, οι εναγόμενοι εισηγήθηκαν ότι δεν ήταν εφαρμόσιμη στην παρούσα περίπτωση η αρχή της προειδοποίησης.

Οι ενάγοντες υποστήριξαν ότι στοιχειοθετήθηκε αμέλεια λόγω ακριβώς της παράλειψης της προειδοποίησης από πλευράς των αντιδίκων τους ως προς το ενδεχόμενο προσβολής των δενδρυλλίων από σιάρκα.

Οι ενάγοντες εγείρουν στην έφεση και θέμα ευθύνης των εναγομένων για τα άλλα δενδρύλλια που αγοράστηκαν μετά τα πρώτα 294.  Ισχυρίστηκαν ότι το καθήκον της προειδοποίησης θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι εκτεινόταν και ως προς αυτά αφού οι ίδιοι τελούσαν και τότε υπό άγνοια.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Επιστημονικά ήταν δυνατό να είχαν προσβληθεί τα 294 δενδρύλλια διά μέσου αφίδων.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο πίστεψε τους δύο λειτουργούς που διαπίστωσαν σιάρκα στο γειτονικό κτήμα, παρόλο ότι υπήρξε κάποια ασυμφωνία μεταξύ τους ως προς ορισμένες λεπτομέρειες αναφορικά με την επίσκεψή τους. Την ευθύνη για την αξιολόγηση της μαρτυρίας την έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν διαπιστώνεται αιτία παρέμβασης στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

     Το πρωτόδικο Δικαστήριο με πλήρη επίγνωση της δυσκολίας που παρουσίαζε το ερώτημα κατά πόσο τα δενδρύλλια ήταν προσβεβλημένα κατά την αγορά τους από τους εναγομένους, κινήθηκε στο πλαίσιο της μαρτυρίας που προσάχθηκε και την αξιολόγησε.  Η αξιολόγηση αυτής της μαρτυρίας είναι ορθή, όπως ορθή είναι και η τελική κρίση ως προς την αιτία προσβολής των 294 δενδρυλλίων.  Οι λόγοι έφεσης που αναφέρονται σ’ αυτό το θέμα δεν ευσταθούν.

2.  Δεν έχει αποδειχθεί πως τα δενδρύλλια ήταν προσβεβλημένα κατά την αγορά τους.  Ως εκ τούτου ελλείπει το πραγματικό υπόβαθρο της εισήγησης για παράβαση εξυπακουόμενου όρου.  Η διαπίστω[*1935]ση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν στοιχειοθετείται ευθύνη των εναγομένων πάνω σε συμβατική βάση είναι ορθή.

3.  Ο ισχυρισμός για έλλειψη μαρτυρίας ως προς την εκδήλωση και την εξάπλωση της σιάρκας πριν την πώληση των 294 δενδρυλλίων, είναι αστήρικτος.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λεπτομερή αναφορά στη μαρτυρία σε σχέση με την εξέλιξη της κατάστασης από το 1982 ως τον ουσιώδη χρόνο.  Επίσης αστήρικτος είναι και ο ισχυρισμός πως δεν υπήρχε μαρτυρία ότι δεν προειδοποιήθηκαν οι ενάγοντες. Ήταν δε αδύνατο να αποδοθεί στους ενάγοντες έστω δυνατότητα γνώσης κατά το χρόνο της αγοράς, όταν τότε, και μάλιστα κατά τη μαρτυρία των εναγομένων, δεν υπήρχαν σημεία στα νεαρά δενδρύλλια που θα μπορούσαν να στρέψουν προς τέτοια κατεύθυνση.

4.  Η εισήγηση των εναγομένων ότι δεν είχαν υποχρέωση να δώσουν προειδοποίηση, αφού η σύμβαση αφορούσε πώληση αγαθών και δεν ήταν σύμβαση uberrimae fidei, δεν έχει σχέση με το θέμα που εξετάζεται στην παρούσα υπόθεση και αφορά την πρόκληση οικονομικής ζημιάς στους ενάγοντες λόγω της παράλειψης των εναγομένων ως των κατ’ εξοχήν αρμοδίων συμβουλευτικών φορέων στους οποίους εύλογα εστηρίζοντο οι ενάγοντες, να τους προειδοποιήσουν για τον κίνδυνο και τις επιπτώσεις που θα είχαν από την έλευση της σιάρκας.

5.  Η αξίωση των εναγόντων σε σχέση με τη ζημιά που προέκυψε στα υπόλοιπα δενδρύλλια δεν ηγέρθη στην έκθεση απαιτήσεώς τους και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και κατά συνέπεια δεν ενομιμοποιούντο (οι ενάγοντες) να την εγείρουν στην έφεση.  Η κοινή δήλωση των διαδίκων και σε ευθύνη “σε οποιαδήποτε βάση” ως προς τα υπόλοιπα δενδρύλλια, δεν διεύρυνε τα επίδικα θέματα αλλά, αντίθετα, στόχευε στον περιορισμό τους ως προς το ζήτημα του ύψους της αποζημίωσης στην οποία θα εδικαιούντο οι ενάγοντες, εάν βέβαια θεμελίωναν βάση αγωγής.

Οι εφέσεις απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Henry Kendal & Sons v. William Lillico & Sons Ltd [1968] 2 All E.R. 444,

Caparo Industries Plc v. Dickman [1989] 1 All E.R. 798,

Van Oppen v. Bedford Charity Trustees [1989] 3 All E.R. 389,

[*1936]

Banque Financiere de la Cite v. Westgate Insurance Co. Ltd  [1989] 2 All E.R. 952,

Caparo Industries Plc v. Dickman [1990] 1 All E.R. 568,

Donoghue v. Stevenson [1932] All ER Rep.1,

Hedley Byrne & Co. Ltd v. Heller & Partners [1963] 2 All E.R. 575,

Anns v. London Borough of Merton [1977] 2 All E.R. 492,

Ancell v. McDermott [1993] 4 All E.R. 355,

Marc Rich & Co. v. Bishop Rock Marine Co. [1994] 3 All E.R. 686,

Thake v. Maurice (C.A.) [1986] 2 W.L.R. 337,

Φραγκεσκίδης & Σία Λτδ v. Μάμα (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 70,

Nissis v. Republic (No.2) (1967) 3 C.L.R. 671.

Eφέσεις.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Nικολάου, Π.E.Δ. και Kληρίδης, E.Δ.), που δόθηκε στις 15 Oκτωβρίου, 1993 (Aρ. Aγωγής 721/88), με την οποία επιδικάσθηκαν υπέρ τους αποζημιώσεις ύψους £9.000 και έφεση από τους εναγομένους, αναφορικά με την πιο πάνω απόφαση, με την οποία οι εναγόμενοι κρίθηκαν ένοχοι αμέλειας γιατί παρέλειψαν να προειδοποιήσουν τους ενάγοντες για τους κινδύνους προσβολής από σιάρκα των 294 δενδρυλλίων που είχαν πωλήσει σ’ αυτούς.

Φ. Πιτσιλλίδης, Ρ. Μιχαηλίδης και Μ. Κυπριανού, για την Eταιρεία.

Χρ. Ιωαννίδης, για τη Δημοκρατία.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με επιδίωξη το προσδιορισμό της αι[*1937]τίας της προσβολής μεγάλου αριθμού δένδρων και δενδρυλλίων χρυσομηλιάς από την ασθένεια σιάρκα (το επιστημονικό της όνομα είναι Plum Pox Virus) και την ευθύνη γι’ αυτή, προσάχθηκε όγκος μαρτυρίας σε σχέση με ζητήματα ιδιότυπα, ενταγμένα κατά μεγάλος μέρος στη σφαίρα ειδικών γνώσεων. Το πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού που εξεδίκασε πρωτοδίκως την υπόθεση εξονύχισε τη μαρτυρία,ταξινόμησε τα θέματα, κατέγραψε τις διαπιστώσεις του και κατέληξε ως προς τις νομικές επιπτώσεις τους.  Σ’ αυτό το συστηματοποιημένο πλαίσιο ανέλυσε και αποσαφήνισε σειρά τεχνικών και άλλων ζητημάτων συσχετίζοντας τα ταυτόχρονα προς τις διάφορες εκφάνσεις τις αντιδικίας. Αυτή η συγκρότηση της πρωτόδικης απόφασης μας επιτρέπει τώρα να επικεντρωθούμε σε όσα απολήγουν να είναι η ουσία και να δούμε τους λόγους των εφέσεων που ασκήθηκαν από τις δύο πλευρές στη σωστή τους διάσταση.

Θα αρχίσουμε με τη διαπίστωση πως το μεγαλύτερο μέρος, πέραν από το 70% των δένδρων στο αγρόκτημα των εναγόντων, (θα τους αποκαλούμε έτσι για να αποφύγουμε σύγχυση αφού έχουμε δύο εφέσεις) προσβλήθηκε από σιάρκα.  Σε στοιχεία σε σχέση με ακριβείς αριθμούς δεν παρέστη ανάγκη επέκτασης.  Κοινή δήλωση των δύο πλευρών, που εμπεριέχει και αναγνώριση του γεγονότος της προσβολής των δένδρων, καθόρισε τις οικονομικές επιπτώσεις ανάλογα με την κατάληξη του μόνου ουσιαστικά ζητήματος που χώριζε τους διαδίκους.  Δηλαδή, εκείνου της ευθύνης.

Οι ενάγοντες στράφηκαν κατά της Δημοκρατίας.  Είχαν προμηθευτεί τα φυτά από το Τμήμα Γεωργίας και ήταν η θέση τους πως δικαιούνταν αποζημιώσεις για δύο διαζευκτικές αιτίες.  Κατά την πρώτη, διείπαν την περίπτωση, ως πώληση, οι διατάξεις του περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμου Κεφ. 267. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέκτηκε πως έτσι ήταν και απέρριψε όσα αντέτειναν οι εναγόμενοι περί πράξης ή διοικητικής σύμβασης στο τομέα του δημοσίου δικαίου για την οποία δεν θα είχε δικαιοδοσία το Δικαστήριο. Έκρινε πως ήταν πώληση διά περιγραφής, που είχε ως εξυπακουόμενο όρο, ενόψει του άρθρου 16(β) του πιο πάνω νόμου και της υπόθεσης Ηenry Kendal & Sons v. William Lillico & Sons Ltd [1968] 2 All E.R. 444, ότι τα φυτά θα ήταν εμπορεύσιμης ποιότητας.  Δηλαδή ότι θα ήταν απαλλαγμένα από ασθένεια όσο και αν η ύπαρξη ασθένειας δεν θα μπορούσε εύλογα να εντοπιστεί.  Απέρριψε όμως την αξίωση στην έκταση που στηρίκτηκε σ’ αυτή τη βάση γιατί δεν είχε αποδεικτεί πως τα 294 δενδρύλλια που είχαν αρχικά αγοράσει οι ενάγοντες από το Τμήμα Γεωργίας και στα οποία αφορούσε ο ισχυρισμός, ήταν προσβεβλημένα από τον ιό της σιάρκας.  Δεν θεμελιώ[*1938]θηκε παράβαση του εξυπακουόμενου όρου και αυτή η διαπίστωση παρέσυρε το σύνολο της αξίωσης, ως προς όλα δηλαδή τα φυτά, αφού ήταν η θέση των εναγόντων πως η επέκταση της ασθένειας και στα υπόλοιπα οφειλόταν στα πρώτα 294.

Κατά τη δεύτερη αιτία αγωγής οι εναγόμενοι ήταν ένοχοι αμέλειας σε δυο διαζευκτικούς τομείς. Ένα ευρύτερο, με αναφορά στην ευθύνη της Δημοκρατίας για την εμφάνιση και εξάπλωση της σιάρκας στην Κύπρο, με παράλληλη αναφορά και στα καθήκοντα που προέκυπταν από τον περί Προλήψεως και Καταπολεμήσεως των Φυτικών Ασθενειών και Εχθρών Νόμο, Κεφ. 49.  Και ένα στενότερο, με αναφορά στα ιδιαίτερα καθήκοντα των εναγομένων έναντι των εναγόντων.  Ενδιαφέρει μόνο η δεύτερη θεμελίωση. Την πρώτη την απέρριψε το πρωτόδικο δικαστήριο και αυτή η κρίση του δεν αμφισβητήθηκε με λόγο έφεσης. Με αναφορά στην απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση Caparo Industries PLC v. Dickman [1989] 1 All E.R. 798 εκτεταμένο απόσπασμα της οποίας παρέθεσε και στις υποθέσεις Van Oppen v. Bedford Charity Trustees [1989] 3 All E.R. 389 που την ακολούθησε και Βanque Financiere de la Cite v. Westgate Insurance Co Ltd [1989] 2 All E.R. 952 κατέληξε πως το Τμήμα Γεωργίας όφειλε να είχε προειδοποιήσει τους ενάγοντες για τους κινδύνους της σιάρκας που ελλόχευαν.  Η παράλειψή του να το κάμει συνιστούσε αμέλεια για την οποία ήταν υπόλογοι οι εναγόμενοι σε σχέση με τα πρώτα 294 δενδρύλλια που είχαν αγοράσει οι ενάγοντες.  Δεν είχε αποδειχθεί πως η πηγή μόλυνσης των υπόλοιπων δένδρων στο αγρόκτημα των εναγόντων ήταν εκείνα τα δενδρύλλια, αφού μάλιστα ήταν άγνωστη η πηγή μόλυνσης και εκείνων.

Η κοινή δήλωση των διαδίκων κάλυψε δυο βασικά ενδεχόμενα.  Αν φαινόταν ότι οι εναγόμενοι υπείχαν ευθύνη σε οποιαδήποτε βάση για την εκδήλωση της σιάρκας στα πρώτα 294 δενδρύλλια, οι ενάγοντες θα δικαιούνταν σε αποζημίωση ύψους £9.000.  Και αν φαινόταν πως υπείχαν ευθύνη σε οποιαδήποτε βάση για την εκδήλωση της ασθένειας στο υπόλοιπο κτήμα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των δένδρων στα οποία εκδηλώθηκε η ασθένεια, θα δικαιούνταν σε αποζημιώσεις £150.000.  Οι διευκρινίσεις που έγιναν ως προς επιμέρους ενδεχόμενα δεν ενδιαφέρουν.  Πάνω στη βάση των διαπιστώσεων του, των συμπερασμάτων του και του πρώτου σκέλους της κοινής δήλωσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε υπέρ των εναγόντων αποζημιώσεις ύψους  £9.000.

Όπως σημειώσαμε, ασκήθηκαν εφέσεις και από τις δυο πλευρές. Κατά τους ενάγοντες θα έπρεπε να είχαν επιδικαστεί [*1939]£150.000.  Κατά τους εναγόμενους, τίποτε.  Αναπτύχθηκαν από τις δυο πλευρές πολυάριθμοι λόγοι έφεσης που υποστηρίχτηκαν από εκτεταμένη αιτιολόγηση.  Προβάλλει ως πρώτο το ζήτημα της αιτίας εκδήλωσης της σιάρκας στο αγρόκτημα των εναγόντων. Αν δηλαδή τα δενδρύλλια, ποιά ακριβώς θα δούμε μετά, ήταν προσβεβλημένα κατά την αγορά τους από τους εναγομένους. Το τελευταίο θα προσδιορίσει και το πλαίσιο εξέτασης των λόγων έφεσης που αναφέρονται στην ευθύνη των εναγομένων.

Κατά τις αρχές του 1984 οι ενάγοντες αγόρασαν από τους εναγομένους 294 δενδρύλλια χρυσομηλιάς ποικιλίας Πρώϊμης Τυρίνθου.  Κατά τον πρώτο ισχυρισμό τους ήταν ήδη προσβεβλημένα με σιάρκα την οποία και μετέδωσαν και “εις άλλα δένδρα του αγροκτήματος” τους. Το διαζευκτικό ισχυρισμό τους για αμέλεια, όπως αυτός συγκεκριμενοποιήθηκε, θα το δούμε μετά.  Σημειώνουμε τώρα πως αναφερόταν στο ενδεχόμενο να μή ήταν προσβεβλημένα τα αναφερθέντα δενδρύλλια κατά την αγορά τους, αλλά να προσβλήθηκαν μεταγενέστερα ενόψει της εξάπλωσης της σιάρκας.

Κατευθείαν μαρτυρία πως τα 294 δενδρύλλια ήταν μολυσμένα εξ αρχής, δεν υπήρξε.  Οι ενάγοντες υποστήριξαν πως αυτό προέκυπτε ως αναγκαίο συμπέρασμα.  Κυρίως ενόψει του γεγονότος ότι είχαν εντοπιστεί κρούσματα σιάρκας στην κυβερνητική έπαυλη Σαϊττά από την οποία προέρχονταν τα 294 δενδρύλλια και η προσβολή των δενδρυλλίων με σιάρκα διαπιστώθηκε με την έκπτυξη των πρώτων φύλλων κατά την άνοιξη του 1984.  Επομένως, κατά την επιστημονική μαρτυρία που προσάχθηκε, η προσβολή προϋπήρχε και δεν μπορούσε να ήταν το αποτέλεσμα μόλυνσης από άλλα δένδρα της περιοχής.

Η σιάρκα περιγράφεται ως φυτική ίωση που προσβάλλει, ίσως με ορισμένες εξαιρέσεις, πυρηνόκαρπα. Μεταδίδεται με τον  εμβολιασμό μολυσμένου πολλαπλασιαστικού υλικού ή με αφίδες που τρέφονται από μολυσμένο φυτό και όταν στη συνέχεια τραφούν από υγιές του μεταδίδουν τον ιό.  Αυτός ο τρόπος μετάδοσης προϋποθέτει εγγύτητα των φυτών. Τρίτος τρόπος μετάδοσης στον οποίο έγινε αναφορά, με μηχανικά μέσα όπως είναι τα μολυσμένα εργαλεία, δεν συζητήθηκε ως ενδεχόμενο στην περίπτωση. Το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν, όπως το έθεσε, απρόθυμο να διατυπώσει εύρημα ότι τα 294 δενδρύλλια έφεραν την ίωση μαζί τους.  Η κατάσταση όπως την αποκάλυπτε η μαρτυρία είχε ως κυρίαρχο στοιχείο την αβεβαιότητα και ήταν παρακινδυνευμένη η κατάληξη υπέρ του ενός ή του άλλου ενδεχομένου.  Ήταν ανοικτή η δυνατότητα να είχαν προσβληθεί με αφίδες.  Κοντά στο αγρόκτημα των εναγόντων [*1940]υπήρχε άλλο και στις 8.6.1984 διαπιστώθηκε πως όλες οι χρυσομηλιές του, επίσης ποικιλίας Πρώϊμης Τυρίνθου, ηλικίας 6-8 χρόνων, ήταν προσβεβλημένες από σιάρκα.  Αυτό σήμαινε πως ήταν προσβεβλημένες από πριν αφού σε δένδρα κάποιας ηλικίας, κατά την επιστημονική μαρτυρία που δέκτηκε, η εκδήλωση των συμπτωμάτων καθυστερεί. Ήταν λοιπόν πιθανό να είχε μεταφερθεί, τουλάχιστον από εκείνο το κτήμα η ασθένεια, να υπήρχε στο αγρόκτημα των εναγόντων ο ιός πριν από το χρόνο που οι ενάγοντες φύτευσαν τα 294 δενδρύλια, χωρίς βέβαια να ήταν σε θέση να το γνωρίζουν. Τη δυνατότητα εκδήλωσης συμπτωμάτων μετά από τέτοια μόλυνση από την πρώτη βλαστική περίοδο των 294 δενδρυλλίων, τη βεβαίωσαν οι ειδικοί, τη μαρτυρία των οποίων δέκτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Θα αποκλειόταν η μετάδοση με αφίδες μόνο αν καταδεικνυόταν ότι τα συμπτώματα εμφανίστηκαν κατά την πρώτη έκπτυξη των φύλλων τους. Δεν υπήρχε όμως τέτοια μαρτυρία.  Ο ίδιος ο διευθυντής των εναγόντων αναφέρθηκε, όπως σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, με γενικότητα στην εμφάνιση συμπτωμάτων κατά την άνοιξη του 1984 όταν του τα υπέδειξε υπάλληλος των εναγόντων.  Εκείνος δε ο υπάλληλος τοποθετούσε την εμφάνιση των συμπτωμάτων κατά το Μάϊο και Ιούνιο του 1984.

Οι ενάγοντες προσβάλλουν αυτές τις εκτιμήσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου και ορισμένες από τις διαπιστώσεις που τις στήριξαν. Αμφισβητούν πρώτα πως το γειτονικό τους κτήμα είχε πράγματι σιάρκα. Υποστηρίζουν πως οι δύο λειτουργοί που κατέθεσαν ότι το διαπίστωσαν είπαν ψέματα.  Αλλά και στην αντίθετη περίπτωση, δεν ήταν ορθό πως τα δένδρα εκεί ή  οποιαδήποτε άλλα στην περιοχή μπορούσε να ήταν προσβεβλημένα από τον προηγούμενο χρόνο.  Και πάντως, η απόσταση των 600 μέτρων που χώριζε το αγρόκτημά τους από το άλλο κτήμα ήταν ασφαλής.  Κατά την επιστημονική μαρτυρία δεν θα μπορούσε να μεταφερθεί ο ιός σε τέτοια απόσταση. Υποστήριξαν επιπλέον πως παρέλειψε να προσδώσει την οφειλόμενη βαρύτητα στο γεγονός ότι είχε διαπιστωθεί σιάρκα στην κυβερνητική έπαυλη Σαϊττά και πως το γεγονός ότι δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξή της από το μακροσκοπικό έλεγχο κατά την παράδοση των 294 δενδρυλλίων, δεν απέκλειε τη μόλυνση.  Επίσης, δεν συνυπολόγισε πως βρέθηκαν προσβεβλημένα όλα τα 294 δενδρύλλια ενώ δεν ήταν φυτευμένα στο ίδιο σημείο του αγροκτήματος.  Ενώ δεν συνέβη το ίδιο με άλλα δένδρα σ’ αυτό. Και, δεν προσδόθηκε η πρέπουσα βαρύτητα στο γεγονός ότι όμοια δενδρύλλια που αγόρασαν άλλοι καλλιεργητές την ίδια εποχή από την ίδια πηγή επίσης είχαν σιάρκα ενώ φυτεύθηκαν σε διάφορες απομακρυσμένες περιοχές.

Δεν μπορούμε να συμμεριστούμε αυτές τις απόψεις.  Το πρω[*1941]τόδικο δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του προς κάθε κατεύθυνση και ανέλυσε κάθε πτυχή της μαρτυρίας.  Και δεν πρέπει να διαφεύγει πως δεν είχε προβεί, όπως σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται να αντιλαμβάνονται οι ενάγοντες, σε θετικές διαπιστώσεις αναφορικά με την αιτία μόλυνσης των δενδρυλλίων. Εκείνο δε που παίρνουν ως δεδομένο οι ενάγοντες, πως δηλαδή η σιάρκα εκδηλώθηκε με την πρώτη έκπτυξη των φύλλων, εξετάστηκε ειδικά από το πρωτόδικο δικαστήριο. Σημειώσαμε την αναφορά του σ’ αυτά και δεν χρειάζεται να την επαναλάβουμε. Επιστημονικά ήταν δυνατό να είχαν προσβληθεί τα 294 δενδρύλλια δια μέσου αφίδων.  Το πρωτόδικο δικαστήριο πίστεψε τους δυο λειτουργούς που διαπίστωσαν σιάρκα στο γειτονικό κτήμα.  Υπήρχε κάποια ασυμφωνία μεταξύ τους ως προς ορισμένες λεπτομέρειες αναφορικά με την επίσκεψή τους αλλά ήταν θετικό το πρωτόδικο δικαστήριο πως ως πραγματικό γεγονός, η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε και πως κατέληξε στα συμπεράσματα που εξήγησαν οι μάρτυρες.  Είναι κοινοτοπία πως την ευθύνη για την αξιολόγηση της μαρτυρίας την έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Δεν διαπιστώνουμε αιτία παρέμβασης και δεν μπορούμε να ανατρέψουμε τις πιο πάνω διαπιστώσεις.

Κάθε άλλο παρά το πρωτόδικο δικαστήριο παραγνώρισε τα στοιχεία που προσδιόρισαν οι ενάγοντες.  Θα δούμε και στη συνέχεια τη σημασία που πρόσδωσε, ιδιαίτερα στο γεγονός της διαπίστωσης σιάρκας στην κυβερνητική έπαυλη Σαϊττά αλλά και αλλού.  Το ζήτημα ήταν πως ως προς το προκείμενο, αυτό υποδήλωνε μόνο ενδεχόμενο, όχι περισσότερο πιθανό από άλλα.  Ούτε το στοιχείο της απόστασης του γειτονικού προσβεβλημένου κτήματος οδηγούσε αφ’ εαυτού προς μία κατεύθυνση. Όπως σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο υπήρχαν εκεί και άλλα πυρηνόκαρπα δένδρα και ξενιστές δια μέσου των οποίων θα ήταν δυνατή η προσβολή με αφίδες. Και αυτά, και πάλιν, όχι για να καταλήξει σε συγκεκριμένη διαπίστωση αλλά για να εξηγήσει τα ενδεχόμενα που αναδείκνυε η μαρτυρία, όταν η θέση των εναγόντων ήταν πως το αγρόκτημά τους ήταν με τέτοιο τρόπο απομονωμένο ώστε θα ήταν αδύνατο να υπήρχαν εξωτερικές εστίες μόλυνσης.

Ισχύουν τα ίδια και σε σχέση με τους άλλους δενδροκαλλιεργητές.  Υπήρχαν μεταξύ τους περιπτώσεις  στις οποίες η σιάρκα εκδηλώθηκε όχι με την έκπτυξη των πρώτων φύλλων αλλά σε κατοπινό στάδιο.  Δεν είχε λοιπόν καταδειχθεί “μια συγκεκριμένη τάση, μονολιθικότητα, πρόσφορη για την εξαγωγή συμπεράσματος”.  Και εξήγησε περαιτέρω το πρωτόδικο δικαστήριο πως “θα ήταν νομίζουμε παρακινδυνευμένο να ταυτίσουμε την περίπτωση οποι[*1942]ουδήποτε τρίτου, με την περίπτωση των εναγόντων ιδιαίτερα όταν στην περίπτωση των εναγόντων ο χρονικός προσδιορισμός δεν καταδείχθηκε να συμπίπτει με την έκπτυξη των πρώτων φύλλων”.  Το πρωτόδικο δικαστήριο με πλήρη επίγνωση, όπως σημειώνει, της δυσκολίας που παρουσίαζε το ερώτημα κινήθηκε στο πλαίσιο της μαρτυρίας που προσάχθηκε όπως την αξιολόγησε.  Δεν έχουμε πειστεί πως πάσχει είτε η αξιολόγηση αυτής της μαρτυρίας είτε η τελική κρίση ως προς την αιτία της προσβολής των 294 δενδρυλλίων.  Οι λόγοι έφεσης που αναφέρονται σ’ αυτό το θέμα, πρέπει να απορριφθούν.

Οι δυο πλευρές αμφισβητούν την ορθότητα της προσέγγισης του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με το άρθρο 16 του Κεφ. 267.  Οι ενάγοντες για να υποστηρίξουν πως υπήρχαν τα δεδομένα για τη θεμελίωση εξυπακουόμενου όρου και με βάση την παράγραφο (α) του άρθρου.  Οι εναγόμενοι για να υποστηρίξουν πως δεν υπήρχε οποιοσδήποτε εξυπακουόμενος όρος ούτε δυνάμει της παραγράφου (β) του άρθρου.

Θα ήταν ακαδημαϊκή πλέον η ενασχόληση με αυτά τα ζητήματα.  Δεν αποδείχθηκε πως τα δενδρύλια ήταν προσβεβλημένα κατά την αγορά τους και ελλείπει το πραγματικό υπόβαθρο της εισήγησης για παράβαση εξυπακουόμενου όρου.  Εισήγηση που θεμελιωνόταν στη θέση πως τα δενδρύλλια έφεραν μαζί τους την ίωση.  Ορθά οι ενάγοντες δεν πρότειναν με τους λόγους έφεσης την ύπαρξη άλλης πορείας ενόψει των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου και μπορούμε να καταλήξουμε ως προς αυτή την πτυχή με τη διατύπωση της συμφωνίας μας προς την πρωτόδικη απόφαση πως δεν στοιχειοθετείται ευθύνη των εναγομένων πάνω σε συμβατική βάση. Οι ενάγοντες υποστήριξαν πως το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί και αναφορικά με το κατά πόσο ήταν ή δεν ήταν μολυσμένα και τα άλλα δενδρύλλια που αγόρασαν από τους εναγόμενους σε μεταγενέστερο στάδιο, αλλά αυτό θα το δούμε μετά. Συνδέεται και με παρεμφερή ισχυρισμό τους σε σχέση με τις προεκτάσεις που, κατά τη γνώμη τους, θα έπρεπε να έχει η κρίση πως οι εναγόμενοι ήταν αμελείς.

Σημειώσαμε ήδη πως το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τους εναγομένους ένοχους αμέλειας γιατί παρέλειψαν, όπως θεώρησε ότι είχαν καθήκον κάτω από τις περιστάσεις, να τους προειδοποιήσουν για τους κινδύνους προσβολής των 294 δενδρυλλίων από σιάρκα.  Εφεσιβάλλουν αυτή την πτυχή της πρωτόδικης απόφασης οι εναγόμενοι. Με προεξάρχουσα εισήγησή τους το ότι δεν ήταν εφαρμόσιμη στην περίπτωση η αρχή, όπως την ονομάζουν, τις [*1943]προειδοποίησης. Αυτή ισχύει, όπως επεξηγούν, σε συμβάσεις uberrimae fidei που κατά τον Chitty on Contracts, 24η έκδοση σελ. 195 §411, στον οποίο παρέπεμψαν, μπορεί να είναι μεταξύ άλλων, συμβάσεις ασφάλισης ή απόκτησης μετοχών, όχι όμως συμβάσεις πώλησης αγαθών.  Και, όπως αντελήφθησαν, αυτό ήταν που καθόρισε το αποτέλεσμα στις τρεις υποθέσεις στις οποίες παρέπεμψε το πρωτόδικο δικαστήριο.  Η Van Oppen δεν ανήκε σ’ αυτές τις κατηγορίες των συμβάσεων γι’ αυτό και απορρίφθηκε η αξίωση μαθητή που ζήτησε αποζημιώσεις για τον τραυματισμό του σε παιγνίδι ράκμπυ.  Eνώ στις Capparo και Βαnque Financiere εφαρμόστηκε η αρχή αφού η μία αφορούσε σε αγορά μετοχών και η άλλη σε ασφαλιστική σύμβαση.

Δεν έχει γίνει κατανοητό το θέμα.  Δεν έχει καμιά σχέση με την αρχή που πραγματεύεται ο Chitty (ανωτέρω).  Ό,τι εξηγείται εκεί είναι η υποχρέωση πλήρους αποκάλυψης στις περιπτώσεις συμβάσεων uberimae fidei μή εκπλήρωση της οποίας καθιστά τη σύμβαση ακυρώσιμη. Αναφέρεται σ’ αυτά και η υπόθεση Banque Financiere (ανωτέρω) αλλά εντελώς ανεξάρτητα από το ξεχωριστό ζήτημα της αμέλειας που, όπως αναγνώρισε, θα μπορούσε, κάτω από τις περιστάσεις, να θεμελιωθεί όχι μόνο πάνω στη βάση ψευδούς δήλωσης αλλά και πάνω στη βάση απλής παράλειψης κάποιου να μιλήσει.  Που δεν θεωρήθηκε, εν πάση περιπτώσει, ότι θεμελιώθηκε στην πιο πάνω υπόθεση.  Ούτε οι άλλες υποθέσεις που αναφέρθηκαν δικαιολογούσαν τέτοια αντίληψη από τους εναγόμενους.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως σημειώσαμε, παρέθεσε εκτεταμένο απόσπασμα από την απόφαση του αγγλικού εφετείου στην υπόθεση Caparo. Διέλαθε το γεγονός ότι αυτή η απόφαση ανετράπη από την Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων (βλ. Caparo Industries Plc v. Dickman [1990] 1 All E.R. 568)  πράγμα που δεν επεσήμαναν ούτε και ενώπιόν μας οι διάδικοι. Δεν ενδιαφέρει όμως αυτή καθ’ εαυτή η κατάληξη. Τα γεγονότα εκεί ήταν εντελώς διαφορετικά.  Υπό συζήτηση ήταν το κατά πόσο ελεγκτές δημόσιας εταιρείας είχαν καθήκον επιμέλειας έναντι των μετόχων της σε σχέση με ζημιά που υπέστησαν επειδή στηρίχτηκαν σε ανακριβείς λογαριασμούς που ετοίμασαν. Εκείνο που κρίθηκε χρήσιμο από το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν η σύνοψη των αρχών που επιχείρησε το εφετείο και πράγματι δια μέσου του όγκου της αγγλικής νομολογίας από την Donoghue v. Stevenson [1932] All ER Rep. 1 ως την Hedley Byrne & Co Ltd v. Heller & Partners [1963] 2 All E.R. 575 και την Αnns v. London Borough of Merton [1977] 2 All E.R. 492 προσδιόρισε όσα περιγράφηκαν ως προϋποθέσεις για τη θεμελίωση καθήκοντος επιμέλειας.  Θα αναφερθούμε σ’ αυ[*1944]τά επιγραμματικά.  Δεν αρκεί η ύπαρξη δυνατότητας εύλογης πρόβλεψης (reasonable foreseeability) πως θα επέλθει ζημιά.  Απαιτείται και θεμελίωση εγγύτητας (proximity) στις σχέσεις των διαδίκων και, επιπλέον, να ικανοποιείται το Δικαστήριο πως είναι δίκαιο και εύλογο να επιβληθεί το ορισμένο καθήκον επιμέλειας.

Η δικαστική επιτροπή της Βουλής των  Λόρδων δεν συμμερίστηκε ό,τι θα μπορούσε να εμφανιστεί ως στεγανοποίηση των προϋποθέσεων.  Όχι γιατί πίσω απο την κάθε μια δεν βρίσκονταν θεμελιωμένες αρχές του δικαίου της αμέλειας. Σύμφωνα με το Lord Bridge δεν μπορεί να αναγνωριστεί μια γενική αρχή που θα μπορούσε να αποτελέσει πρακτικό κριτήριο που θα κάλυπτε κάθε περίπτωση προς προσδιορισμό του κατά πόσο οφείλεται καθήκον επιμέλειας και αν ναι την έκτασή του (scope). Έχοντας πάντα υπόψη πως δεν είναι ποτέ αρκετό να απαντηθεί αν κάποιος αφηρημένα οφείλει καθήκον επιμέλειας σε άλλο.  Απαιτείται ταυτόχρονα να καθοριστεί η έκταση αυτού του καθήκοντος με αναφορά στο είδος της συγκεκριμένης ζημιάς την οποία ο πρώτος θα έπρεπε να προσέξει ώστε να μή υποστεί ο δεύτερος. Οι προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν, χαρακτηρίστηκαν ως βολικές ετικέττες προσαρτημένες σε διαφορετικές ειδικές καταστάσεις οι οποίες, μετά από λεπτομερή εξέταση όλων των περιστατικών, ο νόμος αναγνωρίζει στην πράξη ως δημιουργούσες καθήκον επιμέλειας ορισμένης έκτασης.  Ο δε Lord Oliver, συμφωνώντας όπως και τα άλλα μέλη του Δικαστηρίου, υπέδειξε πως θα μπορούσε να εξαχθεί το συμπέρασμα πως όσα προσεγγίστηκαν ως τρεις ξεχωριστές προϋποθέσεις συνιστούσαν στην πραγματικότητα, τουλάχιστον στις πλείστες περιπτώσεις, απλές όψεις του ίδιου πράγματος.  Η υπόθεση Caparo ακολουθήθηκε έκτοτε κατ’ επανάληψη και θα παραπέμπαμε στην εξήγηση της στις υποθέσεις Αncell v. Mc Dermott [1993] 4 All 355 και Μarc Rich & Co v. Bishop Rock Marine Co [1994] 3 All ER 686.

H παρούσα υπόθεση αφορούσε σε οικονομική ζημιά που, ως προς τη διεκδίκηση της κατ’ επίκληση αμέλειας, προκλήθηκε λόγω παράλειψης των εναγομένων.  Δεν διέφυγε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου αυτή η ιδιαιτερότητα.  Ανεφέρθηκε σ’ αυτή ρητά και παρέπεμψε στην υπόθεση Βanque Financiere (ανωτέρω), ιδιαίτερα στις παραγράφους 3 και 4 της σελ. 1015:

“We accept that even a pure omission consisting of a failure to speak would be capable of giving rise to a liability in negligence under Hedley Βyrne principles provided that there had on the facts been a voluntary assumption of responsibility by the insurer and [*1945]there had been reliance on that assumption by the banks...............

We accept that in some cases (if rare) of pure economic loss the court may, even in the absence of any evidence of such assumption and of any such reliance, be prepared to find the existence of a duty of care and to treat the defendant in law as having assumed a responsibility or duty to the plaintiff which is capable of giving rise to a claim for damages for such loss.”

“Aποδεχόμαστε πως ακόμα και απλή παράλειψη που συνίσταται σε παράλειψη κάποιου να μιλήσει θα μπορούσε να δημιουργήσει ευθύνη εξ αμελείας σύμφωνα με τις αρχές της Hedley Byrne νοουμένου ότι, πάνω στα γεγονότα, υπήρξε εκούσια ανάληψη ευθύνης από τον ασφαλιστή και στήριξη σ’ αυτή από τις τράπεζες.....

Αποδεχόμαστε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις (έστω σπάνιες) απλής οικονομικής ζημιάς το δικαστήρο μπορεί, ακόμα και στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας για τέτοια ανάληψη και τέτοια στήριξη, να είναι έτοιμο να διαπιστώσει την ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας και να μεταχειριστεί τον εναγόμενο ως να έχει κατά νόμο αναλάβει τέτοια ευθύνη ή καθήκον προς τον ενάγοντα που να μπορεί να δημιουργήσει αξίωση για αποζημίωση για τέτοια ζημιά”.

Παραθέτουμε τώρα ολόκληρο το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση που αναφέρεται στη στοιχειοθέτηση αμέλειας.

“Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι γνώριζαν περί της εμφάνισης της σιάρκας στην Κύπρο το 1982.  Και μέχρι τον Ιανουάριο του 1984 που διέθεσαν τα 294 δενδρύλλια στους ενάγοντες, κατείχαν σαφή στοιχεία περί εξάπλωσης της ασθένειας.  Υπενθυμίζουμε συναφώς ότι ενώ τα πρώτα κρούσματα παρουσιάστηκαν στην επαρχία Πάφου, κατά τον επόμενο χρόνο διαπιστώθηκε και στον πάνω κάμπο της Έπαυλης Σαϊττά, της επαρχίας Λεμεσού, προσβολή από σιάρκα σε μερικά δέντρα χρυσομηλιάς ενώ σε μερικά δέντρα δαμασκηνιάς εντοπίστηκαν συμπτώματα που προκαλούσαν υποψία για προσβολή από σιάρκα. Άλλωστε, οι εναγόμενοι ήταν που εισήγαγαν και διέδωσαν στην Κύπρο την ποικιλία χρυσομηλιάς Πρώιμης Τυρίνθου.  Καθώς προκύπτει, οι ενάγοντες, όπως και άλλοι δενδροκαλλιεργητές, εναπέθεταν στο Τμήμα Γεωργίας εμπιστοσύνη ότι δενδρύλλια χρυσομηλιάς αυτής της ποικιλίας δεν υπόκειντο σε οποιοδήποτε πρωτόφαντο κίνδυνο. Όμως, κατά τον Ιανουάριο [*1946]του 1984, το Τμήμα Γεωργίας γνώριζε ότι διέθετε μια όλως ιδιαίτερα ευαίσθητη ποικιλία ευάλωτη στην πρόσφατα παρουσιασθείσα και εξαπλωθείσα σοβαρή και ανίατη ίωση της σιάρκας αναφορικά με την οποία οι ενάγοντες παρέμεναν ακόμα εντελώς ανύποπτοι.  Δεν όφειλε λοιπόν το Τμήμα Γεωργίας να προειδοποιήσει τους ενάγοντες περί του κινδύνου;  Κατά την άποψή μας όφειλε.  Όπως προκύπτει, το Τμήμα Γεωργίας εμφανιζόταν ως ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος συμβουλευτικός φορέας σε ό,τι αφορούσε, ανάμεσα σε άλλα, και τις προοπτικές της εν λόγω ποικιλίας.  Οι ενάγοντες εύλογα στηρίζονταν στο Τμήμα Γεωργίας προκειμένου να πληροφορηθούν περί του όποιου παράγοντα που προκαλούσε δυσμενή διαφοροποίηση από ό,τι πρέπει να ήταν η ως τότε τοποθέτηση του Τμήματος Γεωργίας, μια τοποθέτηση που ισοδυναμούσε με σήμα πράσινου φωτός προς τους δενδροκαλλιεργητές, χωρίς καμιά επιφύλαξη.  Κάτω από αυτές τις περιστάσεις θεωρούμε ότι πρώτο, οι επιπτώσεις στους ενάγοντες από την έλευση του κινδύνου της σιάρκας ήταν προβλεπτές· δεύτερο, υπήρχε μεταξύ των εναγόντων και των εναγομένων εγγύτητα σχέσης τέτοια ώστε οι εναγόμενοι να έπρεπε να αναλογιστούν τις επιπτώσεις προς τους ενάγοντες από την έλευση σιάρκας·  και τρίτο, όσο και αν είναι μεγάλη η εφεκτικότητα προκειμένου να καταλογιστεί καθήκον άσκησης επιμέλειας όπου αυτό αφορά σε παράλειψη και όχι σε πράξη και μάλιστα όταν πρόκειται περί της πρόκλησης οικονομικής ζημιάς αντί άλλου είδους ζημιάς, εντούτοις στην υπό κρίση υπόθεση καταδεικνύεται λογικά και νομίζουμε δίκαια, χώρος για ύπαρξη τέτοιου καθήκοντος άσκησης επιμέλειας δεδομένου ότι, όπως συνάγεται, οι εναγόμενοι, με τη στάση που τηρούσαν εμφανίζονταν να είχαν αναλάβει συμβουλευτικό ρόλο αναφορικά με το θέμα.  Σε σχέση με αυτό το τρίτο στοιχείο αντλήσαμε βοήθεια από την απόφαση στην υπόθεση Βanque Financiere de la Cite v. Westgate Insurance Co. Ltd [1989] 2 All E.R. 952:  βλ. ιδιαίτερα τις αναφορές υπ’ αρ. 3 και 4 της συγκεφαλαίωσης στις σελ. 1014 - 1015.

Ενόψει των όσων αναφέραμε καταλήγουμε ότι οι εναγόμενοι ήταν αμελείς διότι όταν τον Ιανουάριο του 1984 πώλησαν τα 294 δενδρύλλια στους ενάγοντες δεν τους παρέσχαν προειδοποίηση για τους κινδύνους που συνεπαγόταν πια η φύτευση τέτοιων δενδρυλλίων.  Ως εκ τούτου, οι εναγόμενοι υπέχουν ευθύνη προς τους ενάγοντες σε σχέση με τα εν λόγω δενδρύλλια.  Ως εδώ όμως είναι που εκτείνεται η ευθύνη των εναγομένων.  Σε σχέση με τα υπόλοιπα δέντρα στη φυτεία των εναγόντων η πηγή μόλυνσης τους από σιάρκα παραμένει το ίδιο άγνωστη όπως [*1947]άλλωστε και η πηγή μόλυνσης των εν λόγω δενδρυλλίων.”

Έχουμε αναφερθεί στη λανθασμένη αντίληψη των εναγομένων αναφορικά με ό,τι περιέγραψαν ως “αρχή της προειδοποίησης”.  Σ’ αυτήν εξαντλήθηκε και η αναφορά τους στις αρχές που διέπουν το καθήκον τέτοιας προειδοποίησης.  Δεν έχουμε ενώπιόν μας τίποτε άλλο.  Κατά τα άλλα  αμφισβήτησαν τη χρονική στιγμή της εμφάνισης της σιάρκας στην Κύπρο. Κατά τη μαρτυρία, όπως υποστήριξαν, δεν ήταν γνωστό στο Τμήμα Γεωργίας πριν το καλοκαίρι του 1984 πως η σιάρκα είχε εξαπλωθεί ώστε να ήταν εύλογο να προειδοποιηθούν οι εναγόμενοι αφού, μάλιστα, δεν ήταν γνωστό κατά τον ουσιώδη χρόνο πως τα δενδρύλλια που πωλήθηκαν ήταν όλως ιδιαιτέρως ευαίσθητη ποικιλία ευάλωτη στη σιάρκα. Ενώ από την άλλη οι ενάγοντες ήταν έμπειροι δενδροκαλλιεργητές.  Υποστήριξαν επιπρόσθετα πως δεν υπήρχε μαρτυρία ότι οι εναγόμενοι δεν προειδοποίησαν τους ενάγοντες.  Αμφισβήτηση ως προς το συμβουλευτικό ρόλο που διαδραμάτισε το Τμήμα Γεωργίας και σε όσα εξειδικεύθηκαν αναφορικά με τη στήριξη των εναγόντων σ’ αυτό και τις επιπτώσεις τους, δεν διατυπώθηκε.

Οι ενάγοντες υποστήριξαν αυτή την πτυχή της πρωτόδικης απόφασης. Αναφέρθηκαν στις λεπτομέρειες της μαρτυρίας που δικαιολογούσε τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου και επιπρόσθετα επικαλέστηκαν ως παράδειγμα στοιχειοθέτησης αμέλειας λόγω παράλειψης προειδοποίησης την υπόθεση Τhake v. Maurice (C.A.) [1986] 2 WLR 337 στην οποία κρίθηκε πως η παράλειψη ιατρού να προειδοποιήσει για ενδεχόμενο κινδύνου, έστω μικρού, συνιστούσε αμέλεια.  Δεν έχει γίνει αναφορά από τα μέρη σε κυπριακή νομολογία αλλά μπορούμε να σημειώσουμε εδώ την υπόθεση Φραγκεσκίδης & Σία Λτδ ν. Μάμα [1989] 1(Ε) Α.Α.Δ. σελ. 70 στην οποία, με αναφορά στην υπόθεση Τhake (βλ. την απόφαση του Πική Δ., όπως ήταν τότε) θεωρήθηκε ότι στοιχειοθετήθηκε αμέλεια και για παράλειψη προειδοποίησης από προβλεπτό κίνδυνο (εκεί ήταν τραυματισμός), όσο και αν η πιθανότητα  εκδήλωσης του ήταν μικρή. 

Έχουμε μελετήσει τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιόν μας.  Οι ισχυρισμοί για έλλειψη μαρτυρίας ως προς την εκδήλωση και την εξάπλωση της σιάρκας πριν την πώληση των 294 δενδρυλλίων, είναι αβάσιμοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφιέρωσε στο θέμα ολόκληρη ενότητα, με λεπτομερή αναφορά στη μαρτυρία σε σχέση με την εξέλιξη της κατάστασης από το 1982 ως τον ουσιώδη χρόνο.  Δεν προτιθέμεθα να επαναλάβουμε τη μαρτυρία. Κάθε λέξη από το απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης που παραθέσαμε είναι [*1948]στηριγμένη σε μαρτυρία που προσάχθηκε, κατ’ εξοχήν από τους ίδιους τους εναγόμενους.  Και είναι εσφαλμένη η εντύπωση των εναγομένων πως το πρωτόδικο δικαστήριο επηρεάστηκε από μαρτυρία σε σχέση με την εμφάνιση της σιάρκας σε άλλα κτήματα κατά τον ουσιώδη χρόνο της πώλησης των 294 δενδρυλλίων. Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε μόνο σε όσα ήταν γνωστά τότε και ξεχώρισε όσα αφορούσαν σε επακολουθήσασες διαπιστώσεις.  Ήταν γνωστά όσα σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως ήταν γνωστή στο Τμήμα Γεωργίας και η μεγάλη ευαισθησία των δενδρυλλίων κατά το χρόνο της πώλησης.  Ενώ πράγματι, οι εναγόμενοι ήταν τότε εντελώς ανύποπτοι. Είναι αστήρικτος εν προκειμένω ο ισχυρισμός πως δεν υπήρχε μαρτυρία ότι δεν προειδοποιήθηκαν.  Το πρωτόδικο δικαστήριο περιέγραψε τη διαδικασία πώλησης που ακολουθείτο. Δεν είχαν προειδοποιηθεί οι ενάγοντες.  Ο διευθυντής τους ήταν πολύ αργότερα που άκουσε για τέτοια ασθένεια που ορθά περιγράφηκε στην πρωτόδικη απόφαση ως πρωτόφαντη.  Ήταν δε αδύνατο να αποδοθεί στους ενάγοντες έστω δυνατότητα γνώσης κατά το χρόνο της αγοράς, όταν τότε, και κατά τη μαρτυρία των εναγομένων, δεν υπήρχαν σημεία στα νεαρά δενδρύλλια που θα μπορούσαν να στρέψουν προς τέτοια κατεύθυνση.

Όσα προβλήθηκαν ως σφάλματα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν στοιχειοθετήθηκαν και, ενόψει των διαπιστώσεων του ως προς τα πραγματικά γεγονότα της συγκεκριμένης περίπτωσης, δεν δικαιολογείται παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης.

Για να τελειώσουμε πρέπει να επανέλθουμε στους λόγους έφεσης των εναγόντων.  Μένει το θέμα που εγείρουν σε σχέση με ευθύνη των εναγομένων για τα άλλα δενδρύλλια που αγοράστηκαν μετά τα πρώτα 294. Οι ενάγοντες εισηγούνται πως ενόψει των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου και της κοινής δήλωσης θα έπρεπε να είχε επιδικαστεί το ποσόν των £150.000.  Με το ακόλουθο σκεπτικό:  Διαπιστώθηκε μόλυνση όχι μόνο των 294 δενδρυλλίων αλλά και άλλων 500 που επίσης είχαν αγοράσει, στις αρχές του 1985, από τους εναγόμενους.  Το καθήκον της προειδοποίησης θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι εκτεινόταν και ως προς αυτά αφού οι ίδιοι τελούσαν και τότε υπό άγνοια. Η διάγνωση της σιάρκας, όπως τονίζουν, ακολούθησε την επίσκεψη, στις 2.7.85, του ιολόγου Δρα Dunez.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέγραψε ως εξής την εισήγηση των εναγόντων σε σχέση με την παράλειψη προειδοποίησης:

“Εδώ η θέση των εναγόντων επικεντρώνεται στην έλλειψη προειδοποίησης από τους εναγομένους προς τους ενάγοντες για [*1949]τον κίνδυνο προσβολής των εν λόγω 294 δενδρυλλίων από σιάρκα”.

Παράπονο για ανακρίβεια ως προς τη διατύπωση της θέσης τους δεν έχει υποβληθεί.  Θα προσθέταμε ότι θα ήταν παράξενο αν υποβαλλόταν τέτοια εισήγηση.  Όχι απλώς γιατί το πρωτόδικο δικαστήριο που με μεγάλη προσοχή ενδιάτριψε στις διάφορες πτυχές της υπόθεσης, δεν θα αναμενόταν να  αφήσει έξω από τον προβληματισμό του τέτοιο θέμα, αν εγειρόταν. Στην έκθεση απαίτησης οι ενάγοντες συνάρτησαν τη θέση τους για αμέλεια, έστω με την γενικότητα που έθεσαν το θέμα, πράγμα που σχολίασε το πρωτόδικο δικαστήριο, προς τα πρώτα 294 δενδρύλλια και μόνο.  Δεν αναφέρθηκαν καν στην αγορά, πολύ λιγότερο στις συνθήκες αγοράς των υπόλοιπων δενδρυλλίων.  Η αξίωσή τους σε σχέση προς τη ζημιά που προέκυψε από τη μόλυνση των υπολοίπων, ήταν στηριγμένη στον ισχυρισμό τους πως από τα πρώτα μολυσμένα 294 δενδρύλλια, η ασθένεια επεκτάθηκε και “εις άλλα δένδρα του αγροκτήματος”.  Και έτσι ήταν, όπως είδαμε, που προώθησαν το θέμα ως το τέλος.

Ισχύουν τα ίδια και σε σχέση με την παρεμφερή εισήγηση των εναγόντων, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει, στο πλαίσιο της συζήτησης για συμβατική ευθύνη, αν ήταν ή όχι προσβεβλημένα κατά την αγορά τους και τα 500 δενδρύλια που αγόρασαν το 1985.  Δεν πρόβαλαν, δηλαδή, τέτοιο ισχυρισμό στην έκθεση απαίτησης και το πρωτόδικο δικαστήριο, και ως προς αυτά, σημειώνει ως εισήγηση των εναγόντων το ότι ο ισχυρισμός για παράβαση συμβατικού όρου αφορούσε στα 294 δενδρύλλια.

Δεν δικαιούνται να εγείρουν τώρα τέτοια θέματα οι ενάγοντες.  Θα ήταν ακάλυπτα από την έκθεση απαίτησης και πάντως δεν θα νομιμοποιούνταν στην έγερση κατ’ έφεση τέτοιων ζητημάτων αφού δεν τα είχαν εγείρει πρωτόδικα.  (βλ. Christodoulos Nissis (No. 2) v. Republic (1967) 3 C.L.R. 671).

Διαφαίνεται πως οι ενάγοντες θεωρούσαν ότι προέκυπτε ανάγκη εξέτασης αυτών των θεμάτων από τη κοινή δήλωση των διαδίκων. Επειδή το δεύτερο σκέλος αναφέρεται όχι μόνο στα 294 δενδρύλλια αλλά και σε ευθύνη “σε οποιαδήποτε βάση” ως προς τα υπόλοιπα.  Η δήλωση δεν διεύρυνε τα επίδικα θέματα αλλά, αντίθετα, στόχευσε στον περιορισμό τους ως προς το ζήτημα του ύψους της αποζημίωσης στην οποία θα εδικαιούντο οι ενάγοντες.  Εννοείται, αν θεμελίωναν βάση αγωγής, όχι αφηρημένη και γενική, [*1950]αλλά από εκείνες που διατύπωσαν και προώθησαν.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.  Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Oι εφέσεις απορρίπτονται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο