(1998) 1 ΑΑΔ 1951
[*1951]26 Οκτωβρίου, 1998
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
PREMIER CHEMICAL CO. LTD.,
Εφεσείουσα,
ν.
1. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ.,
2. KENTPIKHΣ TPAΠEZAΣ THΣ KYΠPOY,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9224)
Αστικά αδικήματα — Αμέλεια — Αμέλεια η οποία προκαλεί οικονομική απώλεια (economic loss) — Αρχή της υπόθεσης Hedley Byrne & Co. v. Heller & Partners όπως αναλύθηκε και επεξηγήθηκε στη νεώτερη νομολογία — Δεν προέκυψε από τη προσαχθείσα μαρτυρία ότι μεταξύ των διαδίκων, στην παρούσα υπόθεση, είχε δημιουργηθεί η σχέση μέσα στα πλαίσιά της οποίας θα μπορούσε να λειτουργήσει η αρχή της υπόθεσης Hedley Byrne.
Η εφεσείουσα εταιρεία ασχολείται με την κατασκευή και εξαγωγή φυτοφαρμάκων σε διάφορες χώρες του εξωτερικού, μεταξύ των οποίων και το Ιράκ. Για τις εξαγωγές της στη χώρα αυτή πληρωνόταν σε δολλάρια Αμερικής. Η πληρωμή γινόταν μέσω τράπεζας του Ιράκ προς την εφεσίβλητη για λογαριασμό της εφεσείουσας.
Για προστασία των συναλλαγών της εφεσείουσας γινόταν προπώληση δολλαρίων στην Κεντρική Τράπεζα, μέσω της εφεσίβλητης τράπεζας.
Περί τα μέσα του 1986 η εφεσείουσα φόρτωσε φυτοφάρμακα με προορισμό το Ιράκ και παρουσίασε τα φορτωτικά έγγραφα με τα τιμολόγια στην εφεσίβλητη Τράπεζα ζητώντας την προπώληση του αναμενόμενου συναλλάγματος στην Κεντρική Τράπεζα. Η εφεσείουσα, αφού θεώρησε ότι τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν δεν συνιστούσαν “βέβαιη συμβατική δέσμευση”, προχώρησε στη σύναψη τριών συμβολαίων με την Κεντρική Τράπεζα έχοντας ως βάση “την τροποποιητική αρ. 2” Εγκύκλιο, με την οποία καλυπτόταν ο εξαγωγέας που δεν είχε “βέβαιη συμβατική δέσμευση” για την καταβολή του συναλλάγματος.
[*1952]Η εμπορική πράξη με το Ιράκ ματαιώθηκε.
Η εφεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι, αν η προπώληση γινόταν με τη “βασική” Εγκύκλιο, όπως έπρεπε, θα οφελείτο τη διαφορά του δολλαρίου του οποίου η ισοτιμία έναντι της κυπριακής λίρας είχε εκπέσει, κατά την ημέρα λήξης των συμβολαίων. Τον ισχυρισμό αυτό στήριξε στη θέση ότι οι φορτωτικές και τα τιμολόγια συνιστούσαν, αντίθετα απ’ ότι θεώρησε η εφεσίβλητη, “βέβαιη συμβατική δέσμευση”. Την απαίτησή της για αποζημίωση τη στήριξε πάνω στη βάση παράβασης καθήκοντος εμπιστοσύνης (fiduciary duty) και ή παράβασης εμπιστεύματος (breach of trust) και ή αμέλειας (negligence) της εφεσίβλητης κατά την αγοραπωλησία συναλλάγματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει αγώγιμο δικαίωμα. Η έφεση στρέφεται κατά του ευρήματος αυτού του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από τη μαρτυρία που προσκομίστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν προκύπτει ότι μεταξύ της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης είχε δημιουργηθεί η σχέση μέσα στα πλαίσια της οποίας θα μπορούσε να λειτουργήσει η αρχή της υπόθεσης Hedley Byrne & Co v. Heller & Partners, την οποία επικαλέσθηκε η εφεσείουσα για να στηρίξει την ισχυριζόμενη αμέλεια εκ μέρους της εφεσίβλητης και την πρόκληση σε αυτή οικονομικής απώλειας (economic loss). Από κανένα μέρος της μαρτυρίας διαφάνηκε ότι δόθηκαν πληροφορίες ή συμβουλές προς την εφεσείουσα αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να προχωρήσει στην προπώληση του συναλλάγματος ή ότι η εφεσίβλητη είχε αναλάβει οποιαδήποτε υποχρέωση ή ευθύνη (assumed responsibility) να πληροφορεί ή συμβουλεύει τους πελάτες της πάνω στην εκάστοτε ακολουθητέα Εγκύκλιο της Κεντρικής Τράπεζας. Αντίθετα, υπάρχει μαρτυρία από αρμόδιο λειτουργό της ίδιας της Κεντρικής Τράπεζας, σύμφωνα με την οποία, υπό τις περιστάσεις, ορθά ακολουθήθηκε η “τροποποιητική αρ.2” Εγκύκλιος σε σχέση με τα επίδικα τρία συμβόλαια.
2. Τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υπό το φως του αποδεικτικού υλικού που τέθηκε ενώπιόν του, ήταν εύλογα επιτρεπτά. Εύλογα επιτρεπτή ήταν επίσης και η αξιολόγηση της μαρτυρίας του διευθύνοντα συμβούλου της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
[*1953]Aναφερόμενες υποθέσεις:
Hedley Byrne & Co. Ltd v. Heller & Partners [1963] 2 All E.R. 575,
Caparo Industries Plc v. Dickman [1990] 2 A.C. 605,
Henderson v. Merret Syndicates [1994] 3 All E.R. 506,
White v. Jones [1995] 1 All E.R. 691.
Έφεση.
Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λαούτας, Π.E.Δ.., Kολατσή, E.Δ.), που δόθηκε στις 27 Mαΐου, 1994 (Aρ. Aγωγής 8265/88), με την οποία αποφασίστηκε ότι η ενάγουσα απέτυχε να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, οποιαδήποτε από τις ισχυριζόμενες παραβάσεις και ή αμέλεια εκ μέρους της εφεσίβλητης.
Γ. Κολοκασίδης, για την Eφεσείουσα.
Π. Πολυβίου, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ: Η παρούσα έφεση στρεφόταν αρχικά εναντίον και των δύο εφεσιβλήτων. Κατά το στάδιο, όμως, της προδικασίας διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος έφεσης που να αφορά την εφεσίβλητη 2 Κεντρική Τράπεζα Κύπρου και, επιπλέον, ότι δεν υπήρχε ενδεχόμενο αυτή να επηρεαστεί από το αποτέλεσμα της έφεσης εφ’ όσον το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποκαλύφθηκε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της δεν εφεσιβάλλετο. Ύστερα από τη διαπίστωση αυτή η έφεση εναντίον της εφεσίβλητης 2 απορρίφθηκε και η έφεση περιορίστηκε μεταξύ της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης 1 Τράπεζας Κύπρου Λτδ..
Η εφεσείουσα εταιρεία ασχολείται με την κατασκευή και εξαγωγή φυτοφαρμάκων σε διάφορες χώρες του εξωτερικού. Μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της συνεργαζόταν με την εφεσίβλητη εμπορική τράπεζα.
[*1954]Για πολλά χρόνια η εφεσείουσα είχε εμπορικές συναλλαγές με το Ιράκ. Για τις εξαγωγές της στη χώρα αυτή πληρωνόταν σε δολλάρια Αμερικής. Η πληρωμή γινόταν μέσω τράπεζας του Ιράκ προς την εφεσίβλητη για λογαριασμό της εφεσείουσας.
Το 1984 η πληρωμή γινόταν με αμετάκλητη βεβαίωση των κρατικών πιστώσεων εκ μέρους της εκδότριας τράπεζας του Ιράκ. Παρόλο, όμως, που η βεβαίωση αυτή εδίδετο στην εφεσίβλητη, η πληρωμή δεν ήταν άμεση αλλά γινόταν μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες. Το 1985 ο τρόπος πληρωμής διαφοροποιήθηκε. Η εκδότρια τράπεζα του Ιράκ δεν έδιδε αμετάκλητη βεβαίωση. Τον ίδιο χρόνο, λόγω του πολέμου Ιράν-Ιράκ, παρατηρήθηκαν μεγάλες διακυμάνσεις στη συναλλαγματική ισοτιμία του δολλαρίου έναντι της κυπριακής λίρας.
Για προστασία των συναλλαγών της εφεσείουσας γινόταν προπώληση των δολλαρίων στην Κεντρική Τράπεζα. Με τη μέθοδο αυτή η εφεσείουσα ήταν καλυμμένη και γνώριζε εκ των προτέρων το ποσό που θα εισέπραττε σε κυπριακές λίρες μέσα σε δώδεκα μήνες από την εμπορική πράξη. Η προπώληση γινόταν μέσω της εφεσίβλητης τράπεζας.
Η διαδικασία της προπώλησης ρυθμιζόταν από την Κεντρική Τράπεζα η οποία είχε εισάξει το θεσμό της προθεσμιακής κάλυψης ως μέτρο προστασίας των εμπορευομένων έναντι των διακυμάνσεων στις ισοτιμίες των διαφόρων νομισμάτων έναντι της κυπριακής λίρας. Οι εμπορευόμενοι γνώριζαν εκ των προτέρων τι ποσό θα εισέπρατταν σε κυπριακές λίρες από τις εξαγωγές τους για διάστημα μέχρι και δώδεκα μηνών από τη συνομολόγηση της εμπορικής πράξης ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις στην ισοτιμία του νομίσματος της πράξης έναντι της κυπριακής λίρας.
Η προθεσμιακή κάλυψη λειτουργούσε μέσα στα πλαίσια που διαγράφοντο από τις σχετικές Εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας. Μιας Εγκυκλίου που εκδόθηκε στις 29/12/1972 (η “βασική”), μιας που εκδόθηκε στις 5/4/1983 (η “τροποποιητική αρ. 1”) και μιας που εκδόθηκε στις 27/6/1984 (η “τροποποιητική αρ. 2”).
Με τη “βασική” Εγκύκλιο ο εξαγωγέας που είχε βέβαιη συμβατική δέσμευση (firm contractual commitment) για την καταβολή του συναλλάγματος παρουσίαζε μέσα σε ένα μήνα από την εμπορική πράξη, τα έγγραφα που συνιστούσαν τη “βέβαιη συμβατική δέσμευση” στην εμπορική τράπεζα της οποίας ήταν πελάτης. Ακολούθως η εμπορική τράπεζα συνήπτε συμφωνία προπώλησης του [*1955]συναλλάγματος με την Κεντρική Τράπεζα βάσει της οποίας ο εξαγωγέας γνώριζε εκ των προτέρων το ακριβές ποσό κυπριακών λιρών που θα ελάμβανε όταν εμβάζετο το συνάλλαγμα και παραδίδετο από την εμπορική τράπεζα του στην Κεντρική Τράπεζα για να πάρει κυπριακές λίρες. Αν τα σχετικά έγγραφα παρουσιάζονταν στην εμπορική τράπεζα μετά την πάροδο ενός μηνός από την εμπορική πράξη ο εξαγωγέας έπαιρνε μια άλλη ειδική ισοτιμία ελαφρά δυσμενέστερη από την κανονική.
Με την “τροποποιητική αρ. 2” Εγκύκλιο καλυπτόταν ο εξαγωγέας που δεν είχε “βέβαιη συμβατική δέσμευση” για την καταβολή του συναλλάγματος, διότι, λόγου χάριν, είχε προβεί σε πρόταση (offer) κάποιας διάρκειας και ανέμενε την αποδοχή της (acceptance) ώστε να συναφθεί σύμβαση. Στην περίπτωση αυτή η Κεντρική Τράπεζα έπαιρνε ως βάση την καλύτερη ισοτιμία της ημέρας και όταν η πρόταση μετατρέπετο σε “βέβαιη συμβατική δέσμευση” ο εξαγωγέας παρουσίαζε το συμβόλαιό του, μέσω της τράπεζάς του, στην Κεντρική Τράπεζα οπότε γινόταν νέα ισοτιμία με διάφορες διευθετήσεις που βασιζόταν στη “βασική” Εγκύκλιο. Αν δεν παρουσιαζόταν το συμβόλαιο η Κεντρική Τράπεζα υπολόγιζε τη χειρότερη ισοτιμία κατά το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα των δώδεκα μηνών με αποτέλεσμα η διαφορά να επιβαρύνει, σε τελευταία ανάλυση, τον πελάτη της εμπορικής τράπεζας.
Περί τα μέσα του 1986 η εφεσείουσα φόρτωσε φυτοφάρμακα με προορισμό το Ιράκ και, ακολούθως, παρουσίασε τα φορτωτικά έγγραφα με τα τιμολόγια στην εφεσίβλητη Τράπεζα ζητώντας την προπώληση του αναμενόμενου συναλλάγματος στην Κεντρική Τράπεζα. Η εφεσείουσα, αφού θεώρησε ότι τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν δεν συνιστούσαν “βέβαιη συμβατική δέσμευση”, προχώρησε στη σύναψη τριών συμβολαίων με την Κεντρική Τράπεζα έχοντας ως βάση “την τροποποιητική αρ.2” Εγκύκλιο. Για τα συμβόλαια ενημερώθηκε και ο διευθύνων σύμβουλος της εφεσίβλητης ο οποίος και τα υπέγραψε.
Τελικά η εμπορική πράξη με το Ιράκ ματαιώθηκε.
Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι λόγω της παράλειψης της εφεσίβλητης να χρησιμοποιήσει, όπως έπρεπε, τη “βασική” Εγκύκλιο και, αντ’ αυτής, να χρησιμοποιήσει την “τροποποιητική αρ.2” υπέστη οικονομική απώλεια (economic loss) την οποία υποχρεούται να αποκαταστήσει προς όφελός της η εφεσίβλητη. Η οικονομική αυτή απώλεια αναλογεί στη διαφορά της ισοτιμίας του δολλαρίου έναντι της κυπριακής λίρας που προκύπτει από την ημερομηνία [*1956]κατάθεσης των τριών συμβολαίων και την ημερομηνία λήξης τους, ήτοι £33.000,00 χωρίς να περιλαμβάνονται τόκοι και £900,00 πρόστιμο. Κατά την εφεσείουσα, η απώλεια οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν ακολουθήθηκε, όπως έπρεπε, η “βασική” Εγκύκλιος με αποτέλεσμα αυτή να μην οφεληθεί τη διαφορά του δολλαρίου του οποίου η ισοτιμία έναντι της κυπριακής λίρας, κατά την ημέρα λήξης των συμβολαίων, είχε εκπέσει. Αν η προπώληση γινόταν με τη “βασική” Εγκύκλιο θα σήμαινε ότι η διαφορά που θα προέκυπτε θα επιστώνετο στην εφεσίβλητη και, κατ’ επέκταση, σε αυτή. Επειδή τα συμβόλαια έγιναν με την “τροποποιητική αρ. 2” Εγκύκλιο κατά το χρόνο της λήξης τους (close out) η συναλλαγματική ισοτιμία κινήθηκε σε βάρος της εφεσείουσας ενώ θα ίσχυε το αντίθετο εάν τα συμβόλαια γίνονταν με τη “βασική” Εγκύκλιο.
Τον ισχυρισμό της ότι η εφεσίβλητη έπρεπε να εφαρμόσει τη “βασική” και όχι την “τροποποιητική αρ. 2” Εγκύκλιο η εφεσείουσα τον στηρίζει στη θέση ότι οι φορτωτικές και τα τιμολόγια συνιστούσαν, αντίθετα απ’ ότι θεώρησε η εφεσίβλητη, “βέβαιη συμβατική δέσμευση”. Την απαίτησή της για αποζημίωση την στηρίζει πάνω στη βάση παράβασης καθήκοντος και ή παράβασης σύμβασης αντιπροσωπείας (agency) και ή παράβασης καθήκοντος εμπιστοσύνης (fiduciary duty) και ή παράβασης εμπιστεύματος (breach of trust) και ή αμέλειας (negligence) της εφεσίβλητης κατά την αγοραπωλησία συναλλάγματος.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν του, και ύστερα από ενδελεχή αξιολόγηση της μαρτυρίας που δόθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, οποιαδήποτε από τις ισχυριζόμενες παραβάσεις και ή αμέλεια εκ μέρους της εφεσίβλητης. Ότι, δηλαδή, απέτυχε να αποδείξει αγώγιμο δικαίωμα (cause of action).
Το εύρημα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι και το αντικείμενο της έφεσης.
Αφού διεξήλθαμε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και μελετήσαμε τις θέσεις των δύο πλευρών όπως εκτίθενται στις γραπτές και τις προφορικές τους αγορεύσεις ενώπιόν μας καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι απόλυτα ορθό. Από τη μαρτυρία που προσφέρθηκε ούτε σύμβαση αντιπροσωπείας αποδείχθηκε ούτε καθήκον, θέσμιο ή εμπιστοσύνης, θεμελιώθηκε ούτε εμπίστευμα προέκυψε. Ούτε, βέβαια, παράβαση σύμβασης, καθήκοντος ή εμπιστεύματος στοιχειο[*1957]θετήθηκε. Το ίδιο ισχύει και για την ισχυριζόμενη αμέλεια. Δεν αποδείχθηκε καν καθήκον επιμέλειας ώστε να εγείρεται θέμα ενδεχόμενης ευθύνης της εφεσίβλητης για αμέλεια.
Ειδικότερα όσον αφορά το θέμα της αμέλειας, γύρω από το οποίο περιστρέφεται κατά κύριο λόγο η έφεση, η εφεσείουσα επεδίωξε να στηρίξει την ισχυριζόμενη αμέλεια εκ μέρους της εφεσίβλητης πάνω στη βάση της αρχής που διατυπώθηκε από τη Βουλή των Λόρδων στην υπόθεση Hedley Byrne & Co. v. Heller & Partners [1963] 2 All E.R. 575, όπως αναλύθηκε και επεξηγήθηκε με τις νεότερες αποφάσεις, επίσης της Βουλής των Λόρδων, στις υποθέσεις Caparo Industries Plc v. Dickman [1990] 2 A.C. 605, Henderson v. Merret Syndicates [1994] 3 All E.R. 506, και White v. Jones [1995] 1 All E.R. 691. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, αν κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών του ένα πρόσωπο ζητήσει πληροφορίες ή συμβουλές από ένα άλλο πρόσωπο, το οποίο δεν υπέχει έναντί του συμβατική ή άλλη ευθύνη να του δώσει πληροφορίες ή συμβουλές, κάτω από τέτοιες συνθήκες που ένας λογικός άνθρωπος θα έπρεπε εύλογα να γνωρίζει ότι του δίδεται εμπιστοσύνη, ότι, δηλαδή, εκείνος που επιζητεί τις πληροφορίες ή τις συμβουλές βασίζεται στην εξειδικευμένη κατάρτιση και κρίση του, και αποφασίζει να παράσχει τις πληροφορίες ή τις συμβουλές, χωρίς να καθιστά σαφές ότι πληροφορεί ή συμβουλεύει χωρίς ανάληψη οποιασδήποτε ευθύνης, τότε το πρόσωπο αυτό έχει νομική υποχρέωση να επιδείξει την υπό τις περιστάσεις απαιτούμενη επιμέλεια προτού δώσει τις απαντήσεις του. Η δε τυχόν παράλειψή του να επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια στοιχειοθετεί το αδίκημα της αμέλειας αν, λόγω των απαντήσεων που έδωσε, το άλλο άτομο ενήργησε με αποτέλεσμα να υποστεί οικονομική απώλεια (economic loss).
Το ερώτημα που κλήθηκε να απαντήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν κατά πόσο στην ενώπιόν του υπόθεση η εφεσείουσα πέτυχε να προσκομίσει ικανοποιητική μαρτυρία από την οποία να προκύπτει ότι μεταξύ αυτής και της εφεσίβλητης είχε δημιουγηθεί η σχέση μέσα στα πλαίσια της οποίας θα μπορούσε να λειτουργήσει η αρχή της υπόθεσης Hedley Byrne. Τέτοια μαρτυρία, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με το οποίο και συμφωνούμε, δεν προσφέρθηκε. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του διευθύνοντα συμβούλου της εφεσείουσας, που ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας πάνω στο ζήτημα, η σχετική συνομιλία που ανταλλάχθηκε, μέσω τηλεφώνου, μεταξύ του και της αρμόδιας υπαλλήλου της εφεσίβλητης, προτού ετοιμαστούν τα τρία συμβόλαια, ήταν απλή. Του λέχθηκε ότι θα ακολουθείτο η “τροποποιητική αρ. 2” Εγκύκλιος της Κεντρικής Τράπεζας, όπως είχε γίνει τον προηγούμενο χρόνο, [*1958]και συμφώνησε. Αργότερα όταν ετοιμάστηκαν τα συμβόλαια τα υπέγραψε χωρίς συζήτηση. Από κανένα μέρος της μαρτυρίας που προσκομίστηκε διαφάνηκε ότι δόθηκαν πληροφορίες ή συμβουλές προς την εφεσείουσα αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να προχωρήσει στην προπώληση του συναλλάγματος. Άλλωστε, από την όλη μαρτυρία προκύπτει, όπως εύλογα διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ο διευθύνων σύμβουλος της εφεσείουσας είχε, λόγω επανειλημμένης εμπειρίας, πλήρη γνώση τόσο του περιεχομένου όσο και των επιπτώσεων των Εγκυκλίων και δεν είχε την ανάγκη να ζητήσει, όπως και δεν ζήτησε, οποιαδήποτε πληροφορία ή συμβουλή από την εφεσίβλητη. Πέραν τούτου, δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας ότι η εφεσίβλητη είχε αναλάβει οποιαδήποτε υποχρέωση ή ευθύνη (assumed responsibility) να πληροφορεί ή συμβουλεύει τους πελάτες της πάνω στην εκάστοτε ακολουθητέα Εγκύκλιο της Κεντρικής Τράπεζας. Αν είχε κάποια υποχρέωση αυτή συνίστατο στην απλή επεξήγηση των Εγκυκλιών στον πελάτη και τίποτε περισσότερο. Η επιλογή ήταν θέμα του πελάτη. Αλλά και αν ακόμα ήθελε θεωρηθεί ότι, υπό τις περιστάσεις, υπήρχε καθήκον επιμέλειας έναντι της εφεσείουσας, και ότι δόθηκε συμβουλή, και πάλιν δεν υπάρχει κατάλληλη μαρτυρία ότι η συμβουλή ήταν εσφαλμένη και δόθηκε αμελώς. Αντίθετα, υπάρχει μαρτυρία από αρμόδιο λειτουργό της ίδιας της Κεντρικής Τράπεζας, τον Μ.Υ.1 Ιορδάνη Ελευθερίου, Ανώτερο Λειτουργό στο Τμήμα Εξωτερικών Συναλλαγών, σύμφωνα με την οποία, υπό τις περιστάσεις, ορθά ακολουθήθηκε η “τροποποιητική αρ. 2” Εγκύκλιος σε σχέση με τα υπό συζήτηση τρία συμβόλαια.
Όσον αφορά τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υπό το φως του αποδεικτικού υλικού που τέθηκε ενώπιόν του, βρίσκουμε ότι αυτά ήταν εύλογα επιτρεπτά. Όπως εύλογα επιτρεπτή ήταν και η αξιολόγηση της μαρτυρίας του διευθύνοντα συμβούλου της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο