Στυλιανού Δώρος, ανήλικος διά του πατρός και πλησιέστερου φίλου του Σωτήρη Στυλιανού ν. Πανίκου Xαραλάμπους (1998) 1 ΑΑΔ 1969

(1998) 1 ΑΑΔ 1969

[*1969]26 Οκτωβρίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΔΩΡΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, ΑΝΗΛΙΚΟΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ

ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΟΥ ΦΙΛΟΥ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Εφεσείων-Eνάγων,

ν.

ΠΑΝΙΚΟY ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσιβλήτου-Eναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10126)

 

Έφεση — Εναντίον της απόρριψης αιτήματος για αναβολή ακρόασης παλαιάς αγωγής και επίσης εναντίον της απόφασης για απόρριψη της ίδιας της αγωγής λόγω μη προώθησής της — Η αναβολή υπόθεσης εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Αρχές με βάση τις οποίες επεμβαίνει το Εφετείο.

Η αγωγή καταχωρήθηκε στις 3.3.1989. Έκτοτε αναβλήθηκε αρκετές φορές για διάφορους λόγους.  Στις 20.10.1997, ημέρα κατά την οποία η υπόθεση ήταν ορισμένη για οδηγίες, οι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να δοθεί προτεραιότητα στην υπόθεση και το Δικαστήριο την όρισε για ακρόαση στις 26.11.1997, παρά το βεβαρυμένο του πρόγραμμα. Την ημέρα εκείνη ο δικηγόρος του εφεσείοντα, χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη ειδοποίηση, υπέβαλε προφορικό αίτημα για αναβολή της ακρόασης για το λόγο ότι ο εφεσείων, μόλις τρεις μέρες προηγουμένως, τον είχε εφοδιάσει με ιατρικό πιστοποιητικό ημερ. 23.3.1995, το οποίο για προσωπικούς του λόγους δεν το παρουσίασε προηγουμένως.  Ο δικηγόρος δήλωσε, επίσης, ότι το πιστοποιητικό θα εδίδετο και στην άλλη πλευρά ούτως ώστε, αν αυτή επιθυμούσε, να διευθετήσει την εξέταση του ενάγοντα και από δικό της γιατρό με σκοπό τον ενδεχόμενο συμβιβασμό.

Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου δεν έφερε ένσταση στην αναβολή που ζητήθηκε.  Ο πρωτόδικος Δικαστής, με ενδιάμεση απόφασή του, απέρριψε το αίτημα για αναβολή και κάλεσε το δικηγόρο του εφεσείοντα, στην παρουσία του εφεσείοντα, να προχωρήσει στην ακρόαση της αγωγής.  Αυτός δήλωσε ότι δεν ήταν έτοιμος.  Κατόπιν αυτού ο [*1970]Δικαστής απέρριψε την αγωγή λόγω μη προώθησής της με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.

Οι αποφάσεις αυτές είναι το αντικείμενο της έφεσης.

Αποφασίστηκε ότι:

Το θέμα κατά πόσο θα δοθεί ή όχι αναβολή είναι θέμα που εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της υπόθεσης.  Η διακριτική αυτή ευχέρεια ασκείται δικαστικά και πάντοτε κάτω από το φως των περιστατικών που περιβάλλουν τη συγκεκριμένη υπόθεση.  Τα Δικαστήρια δεν αναβάλλουν υποθέσεις για να διευκολύνουν τους δικηγόρους ούτε η συγκατάθεση των δικηγόρων δικαιολογεί από μόνη της τη χορήγηση αναβολής.  Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου ελέγχεται από το Εφετείο με καθαρά αντικειμενικά κριτήρια που περιορίζουν την ευχέρεια επέμβασης σε δύο μόνο περιπτώσεις:  όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας έγινε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο, και όπου η άσκησή της οδηγεί σε πασιφανή αδικία.

Στην παρούσα περίπτωση δεν συντρέχει κανένας από αυτούς τους λόγους.  Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε μέσα σε εύλογα πλαίσια και με βασικό κριτήριο την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Τσουλόφτας v. Μιχαήλ (Aρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 228,

Χατζηκυριάκου v. Κουλέρμου κ.ά. (1997) 1(B) A.A.Δ. 699,

Αρέστη v. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Παρπαρίνος, A.E.Δ.), που δόθηκε στις 26 Nοεμβρίου, 1997 (Aρ. Aγωγής 1060/89), με την οποία απορρίφθηκε αίτημα του δικηγόρου του ενάγοντα για αναβολή της ακρόασης της αγωγής με αποτέλεσμα την απόρριψη αυτής λόγω μη προώθησής της.

[*1971]Στ. Στυλιανού, για τον Eφεσείοντα.

Γ. Μιχαηλίδης, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.:  Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστή με την οποία απορρίφθηκε αίτημα του δικηγόρου του εφεσείοντα για αναβολή της ακρόασης της Αγωγής 1060/89 Ε.Δ. Λεμεσού και της απόφασης για απόρριψη της αγωγής λόγω μη προώθησης που ακολούθησε εξ’ αιτίας της αδυναμίας του δικηγόρου του εφεσείοντα να προχωρήσει στην ακρόαση.

Το πραγματικό υπόβαθρο που οδήγησε στην απόρριψη του αιτήματος για αναβολή και, ακολούθως, στην απόρριψη της αγωγής είναι το ακόλουθο. 

Η αγωγή καταχωρήθηκε στις 3/3/1989. Έκτοτε αναβλήθηκε αρκετές φορές για διάφορους λόγους.  Τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή στις 10/9/1997 ύστερα από επιστολή του δικηγόρου του εφεσείοντα με την οποία παρακαλούσε να ορισθεί ημερομηνία ακροάσεως.  Ορίστηκε αρχικά για οδηγίες στις 6/10/1997.  Τη μέρα εκείνη, όμως, αναβλήθηκε λόγω απουσίας του Δικαστή στη Λευκωσία για την εκδίκαση άλλης υπόθεσης.  Την χειρίστηκε άλλος Δικαστής ο οποίος την όρισε για τις 13/10/1997 και πάλι για οδηγίες.  Στις 13/10/1997  αναβλήθηκε ξανά για τις 20/10/1997 για τον ίδιο λόγο. Στις 20/10/1997 ο πρωτόδικος Δικαστής όρισε την αγωγή για ακρόαση στις 26/11/1997 ύστερα από αίτημα των δικηγόρων των διαδίκων να δοθεί προτεραιότητα στην υπόθεση επειδή ήταν παλαιά.  Το Δικαστήριο έδωσε την προτεραιότητα παρά το βεβαρυμένο του πρόγραμμα και, μάλιστα, αφού διευθέτησε ώστε άλλες συνεχιζόμενες ακροάσεις να μην οριστούν την ίδια μέρα προκειμένου να εκδικασθεί η αγωγή του εφεσείοντα.

Στις 26/11/1997 ο δικηγόρος του εφεσείοντα, χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη ειδοποίηση, υπέβαλε προφορικό αίτημα για αναβολή της ακρόασης για το λόγο ότι, όπως είπε, ο εφεσείων πελάτης του, μόλις τρεις μέρες προηγουμένως, τον είχε εφοδιάσει με ιατρικό πιστοποιητικό, ημερομηνίας 23/3/1995, με το οποίο βεβαιώνετο ότι είχε υποστεί στειρότητα συνεπεία του δυστυχήματος που ήταν [*1972]αντικείμενο της αγωγής.  Ο δικηγόρος εξήγησε ότι ο λόγος για τον οποίο το ηλικίας 2½ ετών πιστοποιητικό δεν παρουσιάστηκε προηγουμένως ήταν γιατί ο εφεσείων είχε μόλις τότε παντρευτεί και γι’ αυτό το λόγο το απέκρυψε.  Τώρα, όμως, αποφάσισε να το παρουσιάσει επειδή ήδη εκκρεμούσε αγωγή διαζυγίου μεταξύ του και της συζύγου του ακριβώς λόγω αυτού τούτου  του γεγονότος της στειρότητας. Ο δικηγόρος δήλωσε, επίσης, ότι το  πιστοποιητικό θα εδίδετο και στην άλλη πλευρά ούτως ώστε, αν αυτή επιθυμούσε, να διευθετήσει την εξέταση του ενάγοντα και από δικό της γιατρό με σκοπό τον ενδεχόμενο συμβιβασμό.  Σε περίπτωση που δεν θα επιτυγχάνετο συμβιβασμός, συνέχισε ο δικηγόρος, θα προχωρούσε στην υποβολή αιτήματος για τροποποίηση της εκθέσεως απαιτήσεως ώστε να  να περιληφθούν σε αυτή και τα ευρήματα που περιείχε το πιστοποιητικό.

Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου δεν έφερε ένσταση στην αναβολή που ζητήθηκε.

Ακολούθως ο πρωτόδικος Δικαστής, με εμπεριστατωμένη ενδιάμεση απόφαση του, απέρριψε το αίτημα για αναβολή και κάλεσε το δικηγόρο του εφεσείοντα, στην παρουσία του εφεσείοντα, να προχωρήσει στην προώθηση της αγωγής.  Αυτός, όμως, δήλωσε ότι δεν ήταν έτοιμος να προχωρήσει με την ακρόαση.  Κατόπιν τούτου ο Δικαστής απέρριψε την αγωγή λόγω μη προώθησης με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.

Οι αποφάσεις αυτές είναι, όπως σημειώσαμε, το αντικείμενο της έφεσης.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου το κατά πόσο θα δοθεί ή όχι αναβολή είναι θέμα που εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της υπόθεσης.  Η διακριτική αυτή ευχέρεια ασκείται δικαστικά και, πάντοτε, κάτω από το φως των περιστατικών που περιβάλλουν τη συγκεκριμένη υπόθεση.  Τα Δικαστήρια δεν αναβάλλουν τις υποθέσεις για να διευκολύνουν τους δικηγόρους ούτε η συγκατάθεση των δικηγόρων δικαιολογεί από μόνη της τη χορήγηση αναβολής.  (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Τσουλόφτας ν. Μιχαήλ (1992) 1 Α.Α.Δ. 228 και Γεώργιος Χατζηκυριάκου ν. Φρίξου Κουλέρμου, Πολιτική Έφεση 9612 [απόφαση ημερ. 17/6/1997]).  Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου ελέγχεται από το Εφετείο με καθαρά αντικειμενικά κριτήρια που, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, περιορίζουν την ευχέρεια επέμβασης σε δύο μόνο περιπτώσεις:  (α) όπου διαπιστώνεται ότι [*1973]η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες, και (β) όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση απόφασης στην οποία δεν θα μπορούσε να καταλήξει κανένα δικαστήριο.

Στην προκείμενη περίπτωση δεν συντρέχει κανένας από αυτούς τους λόγους. Η ημερομηνία της ακρόασης της υπόθεσης, κατά προτεραιότητα, δόθηκε ύστερα από αίτημα του δικηγόρου του εφεσείοντα. Όπως φαίνεται από το φάκελο της υπόθεσης, σε κανένα στάδιο, από τη μέρα που η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση, έγινε οποιαδήποτε προετοιμασία για την ακρόαση αφού δεν εκδόθηκαν οποιεσδήποτε μαρτυρικές κλήσεις.  Ούτε, μέχρι τη μέρα της ακρόασης, ειδοποιήθηκε το Δικαστήριο για την πρόθεση του δικηγόρου του εφεσείοντα να υποβάλει αίτημα για αναβολή.  Ο εφεσείων κατείχε το ιατρικό πιστοποιητικό  από το 1995 και, για λόγους δικούς του, άφησε τη διαδικασία να προχωρεί αποκρύβοντας το από το δικηγόρο του. Όταν το Δικαστήριο ήταν έτοιμο να προχωρήσει στην ακρόαση, και πάλιν για λόγους δικούς του, τρεις μόνο μέρες πριν την ακρόαση, αποκάλυψε στο δικηγόρο του το ιατρικό πιστοποιητικό. Πέραν τούτου, ο εφεσείων ήταν παρών στο Δικαστήριο τη μέρα της ακρόασης.  Η υπόθεση θα μπορούσε να ξεκινήσει με τη μαρτυρία του.

Βρίσκουμε ότι, υπό τις περιστάσεις, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε μέσα σε εύλογα πλαίσια και με βασικό κριτήριο  την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο