Tράπεζα Kύπρου Λτδ. ν. Dynacon Limited (1998) 1 ΑΑΔ 1978

(1998) 1 ΑΑΔ 1978

[*1978]26 Οκτωβρίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟ, ΚΕΦ. 4,

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ.,

Εφεσείοντες,

ν.

DYNACON LIMITED,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9891)

 

Διαιτησία — Κατά πόσο η συμμετοχή διαιτητή στην πρωτόδικη διαδικασία (σε αίτηση των εφεσειόντων για μετακίνησή του) και την έφεση, χωρίς προηγουμένως να συνενωθεί ως διάδικος, συνιστά εκτροπή της δίκης από το παραδεκτό δικονομικό πλαίσιο.

Διαιτησία — Αίτηση για απομάκρυνση διαιτητή που ορίζεται σε συμφωνηθείσα διαιτησία και για αποκήρυξη συμφωνίας για την παραπομπή διαφοράς σε διαιτησία — Ο περί Διαιτησίας Νόμος, Κεφ. 4, (ο “Νόμος”) Άρθρο 14(2) — Εφαρμογή των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, Δ.48 βάσει του Άρθρου 30 του Νόμου.

Λέξεις και Φράσεις —  “Αγωγή” στο Άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και στον Κ. 2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Λέξεις και Φράσεις —  “Ενάγων” και “Εναγόμενος” σε πολιτική διαδικασία, στο Άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (N.14/60).

Πολιτική Δικονομία — Διάδικοι — Eναγόμενος — Επίδοση αίτησης η οποία υποβάλλεται βάσει των προνοιών της Δ.48 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας — Προσδίδει στο άτομο προς το οποίο απευθύνεται την ιδιότητα του εναγομένου.

Οι εφεσείοντες με αίτησή τους, η οποία επιδόθηκε στο Διαιτητή, επεδίωξαν την απομάκρυνσή του, και επίσης την αποκήρυξη της συμφωνίας για παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία.  Ο Διαιτητής υπέβαλε ένσταση, συνοδευόμενη από ένορκη ομολογία και έλαβε μέρος στη διαδικασία ως διάδικος.

[*1979]Το Εφετείο, κατά την προδικασία, ασκώντας την εξουσία του να επιλαμβάνεται κάθε θέματος το οποίο άπτεται της έφεσης, ζήτησε να ακούσει τους διαδίκους ως προς το κατά πόσο ο Διαιτητής αποτελεί διάδικο στην έφεση, ο τίτλος της οποίας φέρει ως διαδίκους τους εφεσείοντες και τους εφεσίβλητους.

Οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι η συμμετοχή του Διαιτητή όχι μόνο στην έφεση αλλά και στην πρωτόδικη διαδικασία, στην οποία αυτός συμμετείχε ως διάδικος, εξέτρεψε τη δίκη από τα θέσμια ώστε να επιβάλλεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης. Επίσης, αναγνώρισαν ότι η επίδοση της αίτησης στον Διαιτητή είναι αναγκαία, αυτό όμως εισηγήθηκαν ότι δεν τον καθιστά διάδικο.

Οι εφεσίβλητοι και ο Διαιτητής υπέβαλαν ότι ορθά θεωρήθηκε ως διάδικος ο Διαιτητής και σύννομα μετείχε στην πρωτόδικη διαδικασία, υπό αυτή την ιδιότητα.  Αυτή του η θέση τον καθιστά επίσης διάδικο στην έφεση, αποδοχή της οποίας θα επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του.  Επίσης, η δυνατότητα που υπάρχει σε διαδικασία, στην οποία επιδιώκεται η μετακίνηση διαιτητή για απρεπή διαγωγή, να διαταχθεί ο ίδιος να καταβάλει τα έξοδα, συνιστά ένα ακόμη λόγο για την αναγκαιότητα συνένωσής του ως διαδίκου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η Δ.48, θ.3, επιβάλλει την επίδοση αίτησης, η οποία υποβάλλεται βάσει των προνοιών της Δ.48, σε κάθε πρόσωπο, το οποίο επηρεάζεται από τη θεραπεία η οποία επιζητείται.

2.  Με την επίδοση της αίτησης στο Διαιτητή, ο τελευταίος κατέστη διάδικος, ο οποίος είχε το δικαίωμα να υπερασπιστεί με τον προκρινόμενο από τους Θεσμούς τρόπο, όπως και έπραξε, με την υποβολή ένστασης, και να ακουστεί στη δίκη, όπως και ακούστηκε.  Η έφεση, επίσης, επηρεάζει άμεσα το Διαιτητή.  Επομένως, ορθά επιδόθηκε σ’ αυτόν (Δ.35, θ.5) καθιστώντας τον έναν των εφεσιβλήτων.  Και υπ’ αυτή την ιδιότητα θα ακουστεί στην έφεση.

     Διαπιστώνεται ότι ο Διαιτητής ήταν διάδικος στην πρωτόδικη διαδικασία και παραμένει στην έφεση.  Έχει λόγο στη διαδικασία, τον οποίο δικαιούται να προβάλει στο πλαίσιο των Θεσμών που διέπουν το δικαίωμα ακρόασης των διαδίκων ενώπιον του Εφετείου.

Διαταγή ως ανωτέρω.

 

[*1980]Aναφερόμενη υπόθεση:

Lendon v. Keen [1916] 1 K.B. 994.

Έφεση.

Eνδιάμεση απόφαση κατά το στάδιο της προδικασίας αναφορικά με τη νομιμοποίηση Διαιτητή, ο οποίος ήταν διάδικος στην πρωτόδικη διαδικασία, για συμμετοχή του και στη διαδικασία ενώπιον του Eφετείου.

Στ. Πολυβίου, για τους Eφεσείοντες.

Γ. Χαραλαμπίδης, για τους Eφεσίβλητους.

N. Zωμενής, για το Διαιτητή - Παύλο Παυλίδη.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Κατά την προδικασία, το Εφετείο επιλαμβάνεται κάθε θέματος το οποίο άπτεται της έφεσης.  Ασκώντας αυτή την εξουσία, ζητήσαμε να ακούσουμε τους διαδίκους σε σχέση με τα μέρη της παρούσας έφεσης και, ειδικά, κατά πόσο ο Διαιτητής, του οποίου επιδιώκεται η απομάκρυνση, αποτελεί διάδικο στην έφεση, ο τίτλος της οποίας φέρει ως διαδίκους την Τράπεζα Κύπρου Λτδ. (εφεσείουσα) και την Dynacon Limited (εφεσίβλητη).

Οι εφεσείοντες, οι οποίοι προέβησαν στο διάβημα για την απομάκρυνση του Διαιτητή, υποστήριξαν ότι το εγερθέν από το Δικαστήριο θέμα, όντως, πρέπει να αντιμετωπιστεί. Aφορά τη συμμετοχή του Διαιτητή όχι μόνο στην έφεση αλλά και στην πρωτόδικη διαδικασία, στην οποία μετείχε ως διάδικος.  Αυτό, κατά την εισήγησή τους, ήταν σφάλμα, το οποίο εξέτρεψε τη δίκη από τα θέσμια, ώστε να επιβάλλεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης. 

Η Dynacon Limited, υπέβαλε ότι ο Διαιτητής ορθά θεωρήθηκε ως διάδικος και σύννομα μετείχε στην πρωτόδικη διαδικασία, υπό αυτή την ιδιότητα.  Αυτή του η θέση τον καθιστά επίσης διάδικο στην έφεση, αποδοχή της οποίας θα επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του. 

[*1981]Ανάλογη υπήρξε και η θέση του ίδιου του Διαιτητή.  Ο δικηγόρος του μας παρέπεμψε στη 19η έκδοση του Russell on the Law of Arbitration, στην οποία υιοθετείται η θέση, αντίθετα με προηγούμενες εκδόσεις του Συγγράμματος, ότι η επίδοση αίτησης, με την οποία επιδιώκεται η απομάκρυνση διαιτητή, στον ίδιο είναι επιβεβλημένη.  Σ’ αυτό κατατείνει η σύγχρονη πρακτική των Αγγλικών Δικαστηρίων. Η αίτηση επιδίδεται στο διαιτητή, οποτεδήποτε αποδίδεται σ’ αυτό απρεπής διαγωγή, για ουσιαστικούς ή τεχνικούς λόγους.

Στην προκείμενη περίπτωση, οι εφεσείοντες, με την αίτησή τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο, ζήτησαν την “εξαίρεση” του Διαιτητή, δηλαδή την απομάκρυνσή του, για σχόλια στα οποία, κατ’ ισχυρισμό, προέβη σε βάρος τους, μετά το πέρας της ακρόασης αίτησής τους για περισσότερες και καλύτερες λεπτομέρειες.

Η αναγκαιότητα για τη συνένωση του Διαιτητή ως διαδίκου επιβάλλεται και για άλλο λόγο, υποστήριξαν τόσο η Dynacon Limited όσο και ο Διαιτητής. Ενυπάρχει η δυνατότητα σε διαδικασία, στην οποία επιδιώκεται η μετακίνηση διαιτητή για απρεπή διαγωγή, να διαταχθεί ο ίδιος να καταβάλει τα έξοδα - (βλ. Lendon v. Keen [1916] 1 K. B. 994).

Το δικαίωμα του διαιτητή να ακούεται, οποτεδήποτε του προσάπτεται μομφή για απρεπή διαγωγή, συνιστά, όπως σημειώνεται στο Russell (ανωτέρω), απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης.

Οι εφεσείοντες αναγνωρίζουν, παρά τις διακυμάνσεις που εμφανίζει η νομολογία επί του θέματος - (βλ. Atkin’s Encyclopaedia of Court Forms in Civil Proceedings, Second Edition, Volume 6, σελ. 58-59) - ότι η επίδοση της αίτησης στο διαιτητή είναι αναγκαία.  Αυτό, όμως, εισηγήθηκαν, δεν τον καθιστά διάδικο.  Για να γίνει διάδικος, πρέπει να κινηθεί ο μηχανισμός που προβλέπουν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας για τη συνένωσή του ως μέρους στη διαδικασία.  Η δικηγόρος των εφεσειόντων παρέπεμψε στη Δ.9, θ.10, και στη νομολογία, διαφωτιστική ως προς την άσκηση της εξουσίας του δικαστηρίου να μεριμνά για τη συνένωση όλων των επηρεαζομένων μερών ως διαδίκων στη δίκη.

Σ’ αυτή την υπόθεση, ο Διαιτητής υπέβαλε ένσταση, συνοδευόμενη από ένορκη ομολογία, και έλαβε μέρος στη διαδικασία ως διάδικος.  Αυτό έγινε, κατά την εισήγηση των εφεσειόντων, χωρίς να συνενωθεί ως διάδικος, γεγονός που εξέτρεψε τη δίκη από το παραδεκτό δικονομικό πλαίσιο, καθιστώντας τη διαδικασία αντι[*1982]κανονική και το αποτέλεσμά της άκυρο. Μπορεί, επομένως, η απόφαση που εκδόθηκε και αποτελεί το αντικείμενο της έφεσης να παραμεριστεί σ’ αυτό το στάδιο, άνευ ετέρου. 

Κατέστη ή όχι ο Διαιτητής διάδικος στην αίτηση των εφεσειόντων για τη μετακίνησή του;  Αυτό είναι το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί. 

Καθίσταται αναγκαίο να προσδιορίσουμε τα μέσα, που προκρίνουν οι Θεσμοί, για την υποβολή αιτήματος για την απομάκρυνση διαιτητή, που ορίζεται σε συμφωνηθείσα διαιτησία.  Εξουσία για τη μετακίνησή του παρέχεται από τις διατάξεις του περί Διαιτησίας Νόμου, ΚΕΦ. 4, (ο “Νόμος”). προβλέπεται, ειδικά, από τις πρόνοιες του Άρθρου 14(2).  Το ίδιο εδάφιο παρέχει εξουσία για την αποκήρυξη συμφωνίας για την παραπομπή διαφοράς σε διαιτησία, που αποτελεί το δεύτερο σκέλος του αιτήματος των εφεσειόντων.  Και οι δύο θεραπείες μπορεί, όπως το Άρθρο 14(2) ορίζει, να ζητηθούν με “αίτηση” (“application”), που υποβάλλεται από πρόσωπο που αποτελεί μέρος στη συμφωνία διαιτησίας. 

Εφόσον δεν εκδοθεί Διαδικαστικός Κανονισμός, ρυθμιστικός των διαβημάτων που μπορεί να ληφθούν βάσει του Νόμου, το Άρθρο 30 του Νόμου καθιστά, τηρουμένων των αναλογιών, τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας εφαρμοστέους για την υποβολή και εκδίκαση αιτημάτων, θεμελιωμένων στις προνοιές του. Η υποβολή αίτησης, βάσει των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, διέπεται από τη Δ.48.  Η Δ.48 είναι, κατ’ εξοχήν, προσαρμοσμένη στην υποβολή ενδιάμεσων αιτήσεων. Όπως προκύπτει από τους τύπους, οι οποίοι θεσμοθετούνται (Τύπος 45, Τύπος 46), η αίτηση υποβάλλεται στο πλαίσιο υφιστάμενης δικαιοδοσίας.  Παρέχεται, όμως, η δυνατότητα προσαρμογής της σε εναρκτήρια αίτηση.  Γίνεται πρόνοια σ’ αυτούς (τύπους) για τον προσδιορισμό της επιζητούμενης θεραπείας και των γεγονότων στα οποία βασίζεται το αίτημα.  Δεν έχει διατυπωθεί οποιαδήποτε αμφισβήτηση ως προς το δικονομικό μέσο, το οποίο επιλέγηκε για την έγερση και τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων. 

Ο Διαδικαστικός Κανονισμός περιλαμβάνει, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60), και τύπους δικογράφων, οι οποίοι, όπως ορίζεται στον Κ.5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, είναι δεκτικοί προσαρμογών, ανάλογα με την περίπτωση. 

Στην προκείμενη περίπτωση, η αίτηση υποβλήθηκε στον προ[*1983]βλεπόμενο από τους Θεσμούς Τύπο, με τις προσαρμογές εκείνες, που της προσδίδουν το χαρακτήρα εναρκτήριου δικονομικού μέτρου. Δε γίνεται αναφορά στο εισαγωγικό μέρος σε υφιστάμενη διαδικασία, αλλά στο θέμα, το οποίο εγείρεται προς εξέταση στη συγκεκριμένη διαιτησία, και στον ίδιο το Νόμο, οι πρόνοιες του οποίου διέπουν την επίλυση των επιδίκων θεμάτων.  Οι διάδικοι καθορίζονται στο τέλος.  Είναι τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνεται η αίτηση:  (α) η Dynacon Limited και (β) ο Παύλος Παυλίδης, ο Διαιτητής.

Ο όρος “αγωγή” περιλαμβάνει, σύμφωνα με τον ορισμό ο οποίος παρέχεται τόσο στο Άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου όσο και στον Κ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, κάθε πολιτική διαδικασία, η οποία αρχίζει με κλητήριο ένταλμα ή με άλλο τρόπο που καθορίζεται από το Διαδικαστικό Κανονισμό· σ’ αυτή την περίπτωση, τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. 

Το Άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου προσδιορίζει, επίσης, τα πρόσωπα τα οποία ενέχουν την ιδιότητα του ενάγοντα και του εναγομένου σε πολιτική διαδικασία.  Ενάγων είναι κάθε πρόσωπο, το οποίο αξιώνει την παροχή θεραπείας από το δικαστήριο εναντίον άλλου προσώπου, σε διαδικασία η οποία εγείρεται με κλητήριο ένταλμα, αίτηση, ή με αναφορά, ή με άλλη εναρκτήρια διαδικασία.  Εναγόμενος είναι κάθε πρόσωπο, στο οποίο επιδίδεται το ένταλμα ή άλλο εναρκτήριο διαδικαστικό έγγραφο.

Η Δ.48, θ.3, επιβάλλει την επίδοση αίτησης, η οποία υποβάλλεται βάσει των προνοιών της Δ.48, σε κάθε πρόσωπο, το οποίο επηρεάζεται από τη θεραπεία η οποία επιζητείται. 

Στην προκείμενη περίπτωση, η αίτηση επιδόθηκε στο Διαιτητή, ο οποίος, αναμφισβήτητα, επηρεάζεται από τη θεραπεία την οποία εξαιτείται η Τράπεζα Κύπρου Λτδ.

Το διαδικαστικό μέσο, το οποίο προβλέπουν οι Θεσμοί για την υποβολή της υπεράσπισης επηρεαζομένου προσώπου, όπως ορίζεται από τη Δ.48, θ.4, είναι η ένσταση, η οποία, όπως ρητά καθορίζεται, μπορεί να υποβληθεί από κάθε πρόσωπο, στο οποίο επιδίδεται η αίτηση και το οποίο φέρει ένσταση σ’ αυτή.  Αυτό έπραξε ο Διαιτητής στη διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. 

Το σφάλμα στην επιχειρηματολογία των εφεσειόντων έγκειται, κατά τη γνώμη μας, στην εξομοίωση εναρκτήριας αίτησης με ενδιάμεση αίτηση που υποβάλλεται στο πλαίσιο υφιστάμενης αγω[*1984]γής.  Η αίτηση των εφεσειόντων ήταν, αφ’ εαυτής, προσδιοριστική των μερών στην αντιδικία και των επιδίκων θεμάτων. Τόσο η Dynacon Limited όσο και ο Διαιτητής προσέλαβαν την ιδιότητα του εναγομένου, από το γεγονός ότι η αίτηση απευθύνθηκε προς και επιδόθηκε σ’ αυτούς.

Με την επίδοση της αίτησης στο Διαιτητή, ο τελευταίος κατέστη διάδικος, ο οποίος είχε το δικαίωμα να υπερασπιστεί με τον προκρινόμενο από τους Θεσμούς τρόπο, όπως και έπραξε, με την υποβολή ένστασης, και να ακουστεί στη δίκη, όπως και ακούστηκε.  Η έφεση, επίσης, επηρεάζει άμεσα το Διαιτητή.  Επομένως, ορθά επιδόθηκε σ’ αυτό (Δ.35, θ.5), καθιστώντας τον έναν των εφεσιβλήτων.  Και υπ’ αυτή την ιδιότητα θα ακουστεί στην έφεση. 

Διαπιστώνουμε ότι ο Διαιτητής ήταν διάδικος στην πρωτόδικη διαδικασία και παραμένει στην έφεση.  Έχει λόγο στη διαδικασία, τον οποίο δικαιούται να προβάλει, στο πλαίσιο των Θεσμών που διέπουν το δικαίωμα ακρόασης των διαδίκων ενώπιον του Εφετείου.

Διαταγή ως ανωτέρω.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο