Xατζηπαύλου Xρίστος και Yιοί Λτδ. ν. Δήμου Λεμεσού (1998) 1 ΑΑΔ 2046

(1998) 1 ΑΑΔ 2046

[*2046]6 Νοεμβρίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]

XΡΙΣΤΟΣ Χ” ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΥΙΟΙ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

ν.

ΔΗΜΟY ΛΕΜΕΣΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 8867)

 

Aκίνητη ιδιοκτησία — Αποζημιώσεις — Αγωγή δυνάμει του Άρθρου 23 του Συντάγματος, για ισχυριζόμενη ουσιώδη μείωση της αξίας ακινήτων που προκλήθηκε από τον περιορισμό στην ανάπτυξή τους, με την έκδοση διοικητικών πράξεων που περιόριζαν τον αριθμό των επιτρεπομένων για ανέγερση ορόφων — Εσφαλμένη εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας και απόρριψη της αγωγής — Ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση.

Με την έκδοση των Κ.Δ.Π. 250/83 και Κ.Δ.Π. 328/87, η δυνατότητα ανάπτυξης των τεμαχίων των εναγόντων μειώθηκε, λόγω περιορισμού στον αριθμό των ορόφων που μπορούσε να οικοδομηθεί σε κάθε τεμάχιο.

Οι ενάγοντες αξίωσαν την καταβολή αποζημιώσεων £200.000 για τρία τεμάχια και £210.000 για άλλο ένα που επηρεάζονταν από τις πιο πάνω διοικητικές πράξεις.

Οι εναγόμενοι, με αίτησή τους που έγινε με βάση τη Δ.27, θ.θ.1, 2 και 3, ζήτησαν να εκδικασθεί το νομικό σημείο που είχε εγερθεί από τους εναγόμενους στην παραγρ. 1 της υπεράσπισης, κατά πόσο οι ενάγοντες - εφεσείοντες είχαν αγώγιμο δικαίωμα που μπορούσαν να προωθήσουν σε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το Άρθρο 68(1) και (2) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72) προνοεί ότι, σε περιπτώσεις πρόκλησης ουσιώδους ζημιάς από την εφαρμογή των προνοιών του νόμου, πρέπει να καταβάλλεται δίκαιη αποζημίωση, μόνο όταν αποδειχθεί ότι επήλθε ουσιώδης μείωση της [*2047]αξίας του συγκεκριμένου ακινήτου, ως αποτέλεσμα πολεοδομικής απόφασης που επηρεάζει την ιδιοκτησία.  Στην παρούσα περίπτωση, αφού δεν εκδόθηκε καμιά πολεοδομική απόφαση μετά τη δημοσίευση των πιο πάνω Κ.Δ.Π., οι ενάγοντες δεν δικαιούνται οποιασδήποτε αποζημίωσης.

Στην έφεση κατά της πιο πάνω απόφασης προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι ο περί Πολεοδομίας και Xωροταξίας Nόμος του 1972 (N. 90/72) ήταν εφαρμοστέος στη συγκεκριμένη περίπτωση και ότι το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι ο Νόμος 90/72 είχε αναδρομική ισχύ.  Επίσης, τέθηκε το ερώτημα κατά πόσο το δικαίωμα αποζημίωσης, δυνάμει του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος, μπορεί να αφαιρεθεί ή περιοριστεί από οποιοδήποτε νόμο.

Αποφασίστηκε ότι:

Το Άρθρο 68 στο οποίο βασίστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο τέθηκε σε ισχύ μόλις την 1.12.1990 και συνεπώς δεν ίσχυε στις 12.9.1990, ημερομηνία έγερσης της αγωγής.  Ως εκ τούτου, η αναφορά του Δικαστηρίου στον πιο πάνω νόμο ήταν λανθασμένη και η απόφασή του πρέπει να ανατραπεί.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου.

Per Curiam:

2.  Από το φάκελο της υπόθεσης δεν φαίνεται να είχε ικανοποιηθεί η προϋπόθεση των εναγόντων (στην ένστασή τους) ότι δέχονται όπως τα νομικά σημεία που εγείρονται εξεταστούν προδικαστικά δυνάμει του Θεσμού 27, μόνο αν καταστεί σαφές ότι το πραγματικό υπόβαθρο είναι τα γεγονότα όπως εκτίθενται στην έκθεση απαίτησης.  Ως εκ τούτου, παραμένει ασαφές ποιά γεγονότα αποτέλεσαν τη βάση της αίτησης.

2.  Το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει αρχικά κατά πόσο θα επέτρεπε ή όχι την εκδίκαση με βάση το Θεσμό 27 και ακολούθως να προχωρούσε στην εκδίκαση της ουσίας της αίτησης.  Αντίθετα, το Δικαστήριο προχώρησε αμέσως στην εξέταση της ουσίας, με την υποτιθέμενη συναίνεση των μερών, συναίνεση όμως που δεν είναι φανερή από το τηρηθέν πρακτικό.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Eπαρχια[*2048]κού Δικαστηρίου Λεμεσού (Παμπαλλής, E.Δ.), που δόθηκε στις 18 Iανουαρίου, 1993 (Aρ. Aγωγής 4520/90), με την οποία κρίθηκε ότι οι ενάγοντες στερούντο αγώγιμου δικαιώματος να συνεχίσουν τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και αποφασίσθηκε η διακοπή της αγωγής.

I. Νικολάου με Α. Δημητρίου για Mαρκίδη, Mαρκίδη & Σία, για τους Eφεσείοντες.

Φ. Ποταμίτης, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Oι εφεσείοντες-ενάγοντες είναι εταιρεία ιδιοκτήτρια συγκεκριμένων τεμαχίων στην περιοχή του μεσαιωνικού κάστρου της Λεμεσού.  Σύμφωνα με το υφιστάμενο μέχρι την 7.10.1993 νομικό καθεστώς επιτρεπόταν η ανέγερση πενταόροφων οικοδομών με κάλυψη 90%.

Στις 7.10.1983 δημοσιεύτηκε η Κ.Δ.Π. 250/83 με την οποία ο αριθμός των ορόφων που μπορούσε να οικοδομηθεί σε κάθε τεμάχιο μειώθηκε στους τέσσερις. Στη συνέχεια με την έκδοση της Κ.Δ.Π. 328/87, ημερ. 31.12.1987, η δυνατότητα ανάπτυξης των τεμαχίων αυτών μειώθηκε περαιτέρω σε τρεις ορόφους.

Στις 12.9.1990 οι εφεσείοντες καταχώρησαν γενικώς οπισθογραφημένο ένταλμα με το οποίο αξίωναν την καταβολή αποζημιώσεων £200.000 για τρία τεμάχια και £210.000 για άλλο ένα που επηρεάζονταν από τις πιο πάνω διοικητικές πράξεις.

Η αξίωση των εφεσειόντων βασίζεται στο Άρθρο 23 του Συντάγματος και στηρίζεται στην κατά τον ισχυρισμό τους ουσιώδη μείωση της οικονομικής αξίας των ακινήτων τους που προκλήθηκε από τον περιορισμό στην ανάπτυξη των τεμαχίων που επιβλήθηκε με τις ρηθείσες διοικητικές πράξεις. 

Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, με αίτηση των εναγομένων που έγινε με βάση τη Δ.27, θ.θ.1, 2 και 3, ζητήθηκε η εκδίκαση του νομικού σημείου που είχε εγερθεί από τους εναγόμενους στην παραγρ. 1 της Υπεράσπισης, κατά πόσο οι ενάγοντες-εφεσείοντες είχαν αγώγιμο δικαίωμα που μπορούσαν να προωθήσουν σε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.

[*2049]Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού κατέληξε ότι άν και το Άρθρο 23 του Συντάγματος παρέχει δικαίωμα αποζημίωσης, ο περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος του 1972, Ν. 90/72, καθορίζει πώς και πότε ασκείται το δικαίωμα αυτό. Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, το άρθρο 68 (1) (2) του νόμου προνοεί ότι σε περιπτώσεις πρόκλησης ουσιώδους ζημιάς από την  εφαρμογή των προνοιών του νόμου, πρέπει να καταβάλλεται δίκαιη αποζημίωση, η οποία όμως καταβάλλεται μόνο όταν αποδειχθεί ότι έχει επέλθει ουσιώδης μείωση της αξίας του συγκεκριμένου ακινήτου, ως αποτέλεσμα πολεοδομικής απόφασης που επηρεάζει την ιδιοκτησία.  Έτσι καταλήγει ότι, αφού μετά τη δημοσίευση των Κ.Δ.Π. 250/83 και 328/87 καμιά πολεοδομική απόφαση δεν εκδόθηκε σχετικά με τα ακίνητα, οι ενάγοντες δεν δικαιούνται οποιασδήποτε αποζημίωσης.

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε έφεση το αντικείμενο της οποίας είναι ουσιαστικά διττό.  Από τη μια προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι ο Νόμος 90/72 ήταν εφαρμοστέος στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού στην πραγματικότητα δεν ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης των δύο διοικητικών πράξεων ή κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής.  Αναφέρεται επίσης ότι το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι ο Νόμος 90/72 είχε αναδρομική ισχύ. 

Τέλος προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι παρερμηνεύθηκε το Άρθρο 23 του Συντάγματος γιατί το Δικαστήριο έπρεπε να απαντήσει κατ’ αρχήν το ερώτημα αν η κάθε μια από τις ρηθείσες διοικητικές πράξεις συνιστούν όρο, δέσμευση ή περιορισμό της άσκησης του δικαιώματος της ιδιοκτησίας όπως αυτή προσδιορίζεται στο Άρθρο 23.1 του Συντάγματος και αν η απάντηση ήταν καταφατική, να εξετάσει κατά πόσο οι ενάγοντες-εφεσείοντες ισχυρίζονται στην έκθεση απαίτησής τους ότι έχουν υποστεί ουσιώδη μείωση της αξίας των επίδικων ιδιοκτησιών.  Αν έτσι είναι τα πράγματα, συνεχίζουν οι εφεσείοντες, το επόμενο ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο υπάρχει δικαίωμα αποζημίωσης που εκπηγάζει κατ’ ευθείαν βάσει του Άρθρου 23.3. του Συντάγματος και αν ένα τέτοιο δικαίωμα υπάρχει, κατά πόσο οποιοσδήποτε νόμος μπορεί να το αφαιρέσει, περιορίσει ή εξαρτήσει από προϋπόθεση.

Ο περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος του 1972, Ν.90/72, δεν ίσχυσε αμέσως μετά τη ψήφισή του.  Ορισμένα άρθρα του (άρθρα 1-9, 35, 60-66, 80, 81 και 83-88) άρχισαν να ισχύουν στις 15.6.1973 (βλέπε Κ.Δ.Π. 123/73, ημερ. 31.5.1973), ενώ το σύνολο των διατάξεων του ισχύει από την 1.12.1990 (Κ.Δ.Π. 292/90, ημερ. [*2050]25.10.1990). 

Οι Κ.Δ.Π. 250/83 και 328/87 επέβαλαν συγκεκριμένους περιορισμούς.  Δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι οι πιο πάνω διοικητικές πράξεις εκδόθηκαν όχι με βάση το Νόμο 90/72, αλλά τις πρόνοιες του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96.  Σύμφωνα με το άρθρο 14(1) του Κεφ. 96, η αρμόδια αρχή δύναται, ύστερα από έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να ορίζει ζώνες για τις οποίες προβλέπονται διάφοροι περιορισμοί. Ένας από τους περιορισμούς αυτούς είναι και η ρύθμιση του ανώτατου αριθμού των ορόφων, το ανώτατο ύψος των οικοδομών ή το ανώτατο συνολικό εμβαδόν όλων μαζί των ορόφων οικοδομών (βλέπε άρθρο 14(1)(δ) όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Νόμου 38/69).

Οι εφεσείοντες εγείρουν με τον πρώτο λόγο έφεσης θέμα λανθασμένης εφαρμογής του Νόμου 90/72, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν ίσχυε.  Όπως είδαμε το άρθρο 68 πάνω στο οποίο βασίστηκε το πρωτόδικο δικαστήριο τέθηκε σε ισχύ μόλις την 1.12.1990 και συνεπώς δεν ίσχυε στις 12.9.1990, ημερομηνία έγερσης της αγωγής.  Λανθασμένα λοιπόν το Δικαστήριο αναφέρθηκε στον πιο πάνω νόμο και έτσι η απόφασή του θα πρέπει να ανατραπεί.

Ο εφεσίβλητος πρόβαλε μεταξύ άλλων και τις θέσεις ότι οι συγκεκριμένες διοικητικές πράξεις δεν εκδόθηκαν βάσει του Νόμου 90/72, αλλά με βάση τις πρόνοιες του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ.96 ή ότι το Άρθρο 23 του Συντάγματος δεν δημιουργεί στο στάδιο αυτό το συγκεκριμένο αγώγιμο δικαίωμα.  Τα επιχειρήματα όμως αυτά δεν μπορούν να εξεταστούν από το παρόν Δικαστήριο εν όψει του γεγονότος ότι δεν έχει καταχωρηθεί αντέφεση.

Έτσι, εν όψει όσων είπαμε προηγουμένως θα πρέπει να ακυρώσουμε την απόφαση του Δικαστηρίου γιατί λανθασμένα εφάρμοσε νομοθετικές πρόνοιες που δεν είχαν μέχρι τον ουσιώδη χρόνο τεθεί σε ισχύ.

Πριν καταλήξουμε θα θέλαμε να σχολιάσουμε ακόμα ένα σημείο. Έναυσμα της παρούσας διαδικασίας αποτέλεσε η καταχώρηση αίτησης από τον εναγόμενο στις 2.7.1992.  Οι ενάγοντες-καθ’ ών η αίτηση καταχώρησαν ειδοποίηση πρόθεσης ένστασης στις 7.10.1992.

[*2051]Στην ένσταση αναφέρεται ότι τα νομικά σημεία που εγείρονται με την παράγραφο 1 της Υπεράσπισης δεν μπορούν να τεθούν προς εκδίκαση. Η ένσταση καταλήγει ότι οι ενάγοντες δέχονται όπως τα νομικά σημεία που εγείρονται εξεταστούν προδικαστικά δυνάμει του Θεσμού 27, μόνο αν καταστεί σαφές ότι το πραγματικό υπόβαθρο είναι τα γεγονότα όπως εκτίθενται στην Έκθεση Απαίτησης. Από το φάκελλο της υπόθεσης δεν φαίνεται να ικανοποιήθηκε η τελευταία προϋπόθεση. Το μόνο που συμφωνήθηκε στις 8.12.1992, ημερομηνία εκδίκασης της αίτησης, είναι ότι οι δύο πλευρές δεν θα αντεξετάσουν επί των ενόρκων δηλώσεων και ότι το επίδικο θέμα της αίτησης ήταν κατά πόσο οι ενάγοντες έχουν βάση αγωγής.  Με αυτά τα δεδομένα παραμένει ασαφές ποιά γεγονότα αποτέλεσαν τη βάση της αίτησης.

Περαιτέρω κάποιος θα ανέμενε ότι, αφού είχε καταχωρηθεί ένσταση, το αντικείμενο της διαδικασίας της αίτησης θα ήταν κατ’ αρχάς κατά πόσο το Δικαστήριο θα επέτρεπε ή όχι την εκδίκαση με βάση το Θεσμό 27 και ακολούθως να προχωρούσε στην εκδίκαση της ουσίας της αίτησης. Αντίθετα το Δικαστήριο προχώρησε αμέσως στην εξέταση της ουσίας, υποθέτουμε με τη συναίνεση των μερών, συναίνεση όμως που δεν είναι φανερή από το τηρηθέν πρακτικό.

Εν όψει όλων όσων λέχθηκαν προηγουμένως, η παρούσα έφεση επιτυγχάνει και η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ακυρώνεται με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου.

H έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο