Λοΐζου Aντωνάκης ν. Stylson Engineering Co. Ltd. (1998) 1 ΑΑΔ 2077

(1998) 1 ΑΑΔ 2077

[*2077]12 Νοεμβρίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ ΛΟΪΖΟΥ,

Αιτητής - Eφεσίβλητος,

ν.

STYLSON ENGINEERING CO. LTD.,

Καθ’ ης η αίτηση - Eφεσείουσας.

(Υπόμνημα Αρ. 323)

 

Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών — Έφεση δι’ υπομνήματος — Χωρεί μόνο επί νομικού σημείου — Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν έχει δικαιοδοσία να κρίνει αν το προβαλλόμενο σημείο είναι νομικό ή όχι — Η απόφαση πάνω στο νομικό σημείο που εγείρεται ή αν το σημείο είναι νομικό ή όχι επαφίεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Λέξεις και Φράσεις — “Νομικό σημείο” ή “νομικό ερώτημα” — Δεν περιλαμβάνει ευρήματα πρωτογενών γεγονότων.

Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έκρινε ότι η εφεσείουσα-καθ’ ης η αίτηση, τερμάτισε την απασχόληση του εφεσίβλητου-αιτητή τον οποίο εργοδοτούσε για πολλά χρόνια, χωρίς να στηριχθεί στο Άρθρο 5 του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου (Νόμος 24/67 όπως τροποποιήθηκε). Η εφεσείουσα είχε ισχυριστεί ότι ο εφεσίβλητος δεν τηρούσε το ωράριο εργασίας του όπως το προνοούσε η σχετική συλλογική σύμβαση εργασίας.

Η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση για έφεση υπό μορφή υπομνήματος (appeal by way of case stated) κατά της πιο πάνω απόφασης, επισυνάπτοντας και πίνακα με εννέα κατ’ ισχυρισμό νομικά σημεία.  (Ο πλήρης πίνακας των ερωτημάτων αυτών εκτίθεται στην απόφαση του Δικαστηρίου).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να παραπέμψει τα σημεία, με το αιτιολογικό ότι δεν ήσαν “νομικά”. Η άρνηση του Προέδρου να συντάξει και υποβάλει το υπόμνημα στο Ανώτατο [*2078]Δικαστήριο ακυρώθηκε με Διατάγματα Certiorari και Mandamus και διατάχθηκε η σύνταξη και παραπομπή του υπομνήματος με την εξαίρεση του σημείου 8 το οποίο είχε εν τω μεταξύ αποσυρθεί από την εφεσείουσα. Το υπόμνημα με τα ερωτήματα υποβλήθηκε με την εξαίρεση του ερωτήματος 8, σύμφωνα με το Διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Το πρώτο ζήτημα που εγείρεται είναι κατά πόσον τα ερωτήματα του πίνακα που ζητήθηκε να παραπεμφθούν στο Ανώτατο Δικαστήριο είναι “νομικά σημεία” ή όχι.

Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου υποστήριξε ότι μερικά από τα σημεία δεν ήταν νομικά για τον λόγο ότι τα όσα αναφέρονται σ’ αυτά ανάγονται σε ευρήματα και συμπεράσματα αναφορικά με πρωτογενή γεγονότα.

Το Εφετείο έκρινε ότι η θέση αυτή του εφεσίβλητου δεν ήταν εντελώς αδικαιολόγητη.  Επειδή, όμως, στα υπό συζήτηση σημεία, ο δικηγόρος της εφεσείουσας διατύπωσε τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ευρήματα του χωρίς μαρτυρία, το Εφετείο προχώρησε στην εξέταση όλων των σημείων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι νομοθετικές πρόνοιες που ρυθμίζουν την έφεση με υπόμνημα από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών περιέχονται στο Άρθρο 12(13)(β)(ιι) των περί Ετησίων Αδειών Μετ’ Απολαβών Νόμων (Νόμος 8/67 όπως τροποποιήθηκε), με βάση τους οποίους ιδρύθηκε και λειτουργεί το Δικαστήριο και, σύμφωνα με το Άρθρο 7 του Νόμου 5/73, τηρουμένων των αναλογιών, στον Κανόνα 17 των Δικονομικών Κανόνων που περιέχονται στο Παράρτημα των περί Διαιτητικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1968.

2.  Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η παραπομπή νομικού σημείου στο Ανώτατο Δικαστήριο είναι επιτακτική και υποχρεωτική για το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο δεν έχει διακριτική εξουσία να παραπέμψει ή όχι. Η απόφαση πάνω στο νομικό σημείο που εγείρεται, ή αν το σημείο είναι νομικό ή όχι βρίσκεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η φράση “νομικό σημείο” δεν περιορίζεται, “μόνο αν το Δικαστήριο καταλήξει στην απόφασή του ύστερα από λανθασμένη καθοδήγηση του νόμου”.  Δεν υπάρχει πλήρης και εξαντλητικός ορισμός της φράσης “νομικό σημείο” ή “νομικό ερώτημα”, συμπεριλαμβάνει όμως εφαρμογή του νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, ζή[*2079]τημα ερμηνείας και οριοθέτησης του σκοπού του νόμου, λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας ή άσκηση διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία, συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία, λανθασμένη αποδοχή ή απόρριψη αποδεικτικού υλικού και άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί. Δεν περιλαμβάνει ευρήματα πρωτογενών γεγονότων, τα οποία δεν μπορούν να προσβληθούν με υπόμνημα.

3.  Κανένα από τα ερωτήματα του πίνακα δεν συνιστά “νομικό σημείο” εντός της έννοιας του όρου “νομικό σημείο” ή “νομικό ερώτημα” όπως έχει καθιερωθεί στη σχετική νομολογία και κατά συνέπεια δεν μπορούσαν να προσβληθούν με υπόμνημα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

HadjiCostas (1984) 1 C.L.R. 513,

Alouet Clothing Manufacturers Ltd. v. Athanasiou a.o. (1988) 1 C.L.R. 626,

Louis Tourist Agency Ltd (Αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 143,

Κυριακίδης (1992) 1(A) Α.Α.Δ. 26,

Ηλιάδης (1994) 1 Α.Α.Δ. 184,

Ελευθερίου (1996) 1(A) A.A.Δ. 490.

Yπόμνημα.

Yπόμνημα από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου Eργατικών Διαφορών σχετικά με απόφασή του ημερομηνίας 13 Mαρτίου, 1997, με την οποία επιδικάστηκαν στον αιτητή αποζημίωση και ημερομίσθια αντί προειδοποίησης, πλέον έξοδα.

Α. Μάγος, για την Eφεσείουσα-Kαθ’ ης η αίτηση.

Π. Σπανός, για τον Eφεσίβλητο-Aιτητή.

Cur. adv. vult.

[*2080]ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ:  Ο εφεσίβλητος, που ήταν εργοδοτούμενος της εφεσείουσας για πολλά χρόνια, απολύθηκε από την εργασία του τον Ιανουάριο του 1994. Η εφεσείουσα στήριξε τον τερματισμό της απασχόλησής του στο άρθρο 5 του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου (Νόμος 24/67 όπως τροποποιήθηκε - ο Νόμος) για το λόγο ότι, όπως ήταν ο ισχυρισμός της, ο εφεσίβλητος είχε επανειλημμένα παραβεί το ωράριο εργασίας του όπως το προνοούσε η σχετική συλλογική σύμβαση εργασίας.

Ο εφεσίβλητος πρόσβαλε τον τερματισμό της απασχόλησής του με αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (το πρωτόδικο Δικαστήριο) το οποίο, με απόφασή του που εκδόθηκε στις 13/3/1997, αφού έκρινε ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσίβλητου μπορούσε να στηριχθεί στο άρθρο 5 του Νόμου, του επιδίκασε τις ανάλογες θεραπείες, ήτοι αποζημίωση και ημερομίσθια αντί προειδοποίησης, δυνάμει των άρθρων 3 και 9 του Νόμου, αντίστοιχα, και, επιπλέον, δικηγορικά έξοδα.

Στις 2/4/1997 η εφεσείουσα καταχώρησε, μέσω του δικηγόρου της, αίτηση για έφεση υπό μορφή υπομνήματος (appeal by way of case stated) κατά της εν λόγω απόφασης, επισυνάπτοντας και πίνακα με εννέα κατ’ ισχυρισμό νομικά σημεία.

Στις 15/4/1997 ο τότε Πρόεδρος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφού μελέτησε την αίτηση, την απέρριψε με το αιτιολογικό ότι τα σημεία που εγείρονταν δεν ήσαν “νομικά”. 

Η άρνηση του Προέδρου να συντάξει και υποβάλει το υπόμνημα στο Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με την αίτηση, προσβλήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο, στις 25/11/1997, με Διατάγματα Certiorari και Mandamus, ακύρωσε την άρνηση και διέταξε τη σύνταξη και παραπομπή του υπομνήματος ενώπιόν του, με την εξαίρεση του σημείου 8 το οποίο είχε εν τω μεταξύ αποσυρθεί από την εφεσείουσα.

Στις 11/12/1997 ο νέος Πρόεδρος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συμμορφούμενος με το Διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπέβαλε τον πίνακα με τα ερωτήματα όπως τα είχε συντάξει ο δικηγόρος της εφεσείουσας αφού έκρινε, ορθά, ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να συντάξει το υπόμνημα εφόσον δεν ήταν αυτός που είχε [*2081]εκδικάσει την υπόθεση.  Από τον πίνακα αφαίρεσε μόνο το ερώτημα 8 το οποίο, όπως σημειώσαμε, είχε ήδη αποσυρθεί.

Ο πίνακας έχει ως ακολούθως:-

“Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξήσκησε την απόλυτον διακριτική ευχέρεια, την οποία του παρέχει το άρθρο 5 του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/67 ως ετροποποιήθη ουχί με γνώμονα τα ενώπιον του δεδομένα, ήτοι:

[α] Το Πρωτόδικο Δικαστήριον εσφαλμένα και χωρίς ενώπιον του μαρτυρία έφθασε στο συμπέρασμα ότι οι ώρες αναχωρήσεως από τον συνήθη τόπον εργασίας [το εργοστάσιο της Αιτητρίας ευρίσκεται εις τον Παλαιόν δρόμο Λευκωσίας - Λεμεσού] για τα εκάστοτε εργοτάξια εγένετο κατόπιν συνεννοήσεως τόσον των εργοδοτουμένων μεταξύ των, όσο και του Μηχανολόγου ως υπεύθυνου για την Εταιρεία.

[β] Το Πρωτόδικον Δικαστήριον εσφαλμένα και χωρίς ενώπιον του μαρτυρία έφθασε στο συμπέρασμα ότι οι ώρες αναχώρησης από τον συνήθη τόπον εργασίας για τα εκάστοτε εργοτάξια εγένετο κατόπιν συνεννοήσεως τόσον των εργοδοτουμένων μεταξύ των, όσο και του Μηχανολόγου και από τους προηγουμένους κατά νόμο εργοδότες του αιτητή.

[γ] Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και χωρίς μαρτυρία ενώπιον του έφθασε στο συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια εσκεμμένα επέδιδε επιστολές κατά καιρούς, με τους εις αυτές ισχυρισμούς της και μόνον προς τον Αιτητή, που ήτο και τοπικός επίτροπος, θέλοντας να δημιουργήσει ανατροπή της ακολουθημένης πρακτικής εφαρμόζοντας μονομερώς την συλλογική σύμβαση, όπως η ίδια την ερμήνευσε.

2. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο νομικώς εσφαλμένα δεν ακολούθησε την Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσον αφορά την ερμηνεία των Συμβάσεων που σύμφωνα με την Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου “ότι οδηγός για την ερμηνεία σύμβασης είναι η γραμματική έννοια της φράσης η λέξης που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο όπου απαντάται κρινόμενη υπό το πρίσμα των σκοπών της συμφωνίας, όπως αυτοί αποκαλύπτονται από τη συμφωνία στο σύνολο της”.

[*2082]3. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο που σύμφωνα με την Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι το μόνο αρμόδιο να ερμηνεύσει όρο της σύμβασης, συλλογικής ή ατομικής καθ’ ότι συνιστά “Νομικό Θέμα” απέτυχε να πράξει τούτο, να ερμηνεύσει το Άρθρο 10 της Συλλογικής Σύμβασης Τεκμ.1 που ήτο το επίμαχο θέμα της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας “Χρόνος Μεταφοράς για εργασία εκτός έδρας βαρύνει τον εργοδότη ή την επιχείρηση εξ ολοκλήρου αλλά δεν θεωρείται ως υπερωριακή εργασία”.

4. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρά την υπάρχουσα Νομολογία ερμήνευσε ότι οι Συλλογικές Συμβάσεις πρέπει να ερμηνεύονται υπέρ των εργοδοτουμένων ως οικονομικά ασθενέστερους στην γραμματική ερμηνεία αυτών, πιθανώς να καταλήγει σε δυσμενείς για τους εργαζομένους καταστάσεις.

5. Κατά παράβαση του άρθρου 5 του Νόμου 24/67 το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έφθασε στο συμπέρασμα ότι δεν απέσυρε το φερόμενο βάρος απόδειξης η καθ’ ης η αίτηση στο ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του αιτητή έγινε για λόγους που καθορίζονται στο άρθρο 5 του Νόμου 24/67 είτε λόγου παράβασης της μεταξύ των προσωπικής σύμβασης που δεν απεδέχθη ότι υπήρχε, είτε κατά παράβαση όρου συλλογικής σύμβασης τόσο η μαρτυρία των καθ’ ων η αίτηση, η μαρτυρία που ευρίσκεται στα τεκμήρια που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου, ιδιαίτερα η επιστολή ημερ. 8/6/93 και το Τεκμήριο 16 επιστολή των συντεχνιών. Με θέμα “Απαράδεκτο πλαίσιο ημερησίου ωραρίου” ότι ο αιτητής απελύθη σύμωνα με το άρθρον 5 του Νόμου 24/67 γιατί παρέβηκε το άρθρο 10 του Τεκμηρίου 1 που αφορούσε το “Οτκάωρο Εργασίας”.

6. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς να έχει ενώπιόν του μαρτυρία ότι υπάρχει μεταξύ των διαδίκων ατομική σύμβαση απεφάνθη ότι η ανύπαρκτος ατομική σύμβαση είναι υπεράνω των συλλογικών συμβάσεων.

7. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρά την διαπίστωση του ότι υπήρχε διαφορά αναφορικά με την ερμηνεία της μεταξύ των συλλογικής σύμβασης Τεκμ.1 που ήτο το επίμαχο θέμα ενώπιον του δεν διαπραγματεύεται τούτο, αλλά λέει ότι ήτο θέμα καλής πίστεως και συνεννοήσεων όταν επρόκειτο ο χρόνος μεταφοράς σε εργοτάξιο εκτός Λευκωσίας, ερυθμίζετο μεταξύ των και ελαμβάνετο υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες των εργοδοτουμένων, που τέτοιος ισχυρισμός δεν υπήρχε ενώπιον [*2083]του.

8.    . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .”

Οι νομοθετικές πρόνοιες που ρυθμίζουν την έφεση με υπόμνημα από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών περιέχονται στο άρθρο 12(13)(β)(ιι) των περί Ετησίων Αδειών Μετ’  Απολαβών Νόμων (Νόμος 8/67 όπως τροποποιήθηκε), με βάση τους οποίους ιδρύθηκε και λειτουργεί το Δικαστήριο και, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Νόμου 5/73, τηρουμένων των αναλογιών, στον Κανόνα 17 των Δικονομικών Κανόνων που περιέχονται στο Παράρτημα των περί Διαιτητικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1968.  (Βλέπε Παράρτημα Τρίτον της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας του 1968.)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η παραπομπή νομικού σημείου στο Ανώτατο Δικαστήριο είναι επιτακτική και υποχρεωτική για το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο δεν έχει διακριτική εξουσία να παραπέμψει ή όχι.  Η απόφαση πάνω στο νομικό σημείο που εγείρεται, ή αν το σημείο είναι νομικό ή όχι βρίσκεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Η φράση “νομικό σημείο” δεν περιορίζεται, “μόνο αν το Δικαστήριο καταλήξει στην απόφασή του ύστερα από λανθασμένη καθοδήγηση του νόμου”. Δεν υπάρχει πλήρης και εξαντλητικός ορισμός της φράσης “νομικό σημείο” ή “νομικό ερώτημα”, συμπεριλαμβάνει όμως εφαρμογή του νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα· ζήτημα ερμηνείας και οριοθέτησης του σκοπού του νόμου· λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας ή άσκηση διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές· δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία· συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία· λανθασμένη αποδοχή ή απόρριψη αποδεικτικού υλικού· άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί. Δεν περιλαμβάνει ευρήματα πρωτογενών γεγονότων.  Αυτά δεν μπορούν να προσβληθούν με υπόμνημα.  (Βλέπε, μεταξύ άλλων, In re HadjiCostas (1984) 1 C.L.R. 513 στη σελίδα 519, Alouet Clothing Manufacturers Ltd. v. Athanasiou and Another (1988) 1 C.L.R. 626 στη σελίδα 634 και Louis Tourist Agency Ltd. (Αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 143 στις σελίδες 151 έως 152 Κυριακίδης (1992) 1(A) Α.Α.Δ. 26, Ηλιάδης (1994) 1 Α.Α.Δ. 184, Φάνης Ελευθερίου (1996) 1(A) A.A.Δ. 490, Atlas Corpo Cyprus Ltd., Αίτηση Αρ. 52/98, απόφαση ημερ. 22/7/1998 και [*2084]Χαραλάμπους, Αίτηση Αρ. 68/98, απόφαση ημερ. 31/7/1998.)

Ενόψει των πιο πάνω το πρώτο ζήτημα που εγείρεται είναι κατά πόσον τα ερώτηματα του πίνακα που ζητήθηκε να παραπεμφθούν στο Ανώτατο Δικαστήριο για γνωμοδότηση είναι “νομικά σημεία” ή όχι.

Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου υποστήριξε ότι, αντίθετα με τα υπόλοιπα, που όντως είναι νομικά σημεία, τα σημεία (α), (β), (γ) και (7) δεν είναι νομικά σημεία για το λόγο ότι, σύμφωνα με την εισήγησή του, τα όσα αναφέρονται σε αυτά ανάγονται σε ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με πρωτογενή γεγονότα. Η θέση αυτή του δικηγόρου του εφεσίβλητου δεν είναι εντελώς αδικαιολόγητη. Επειδή, όμως, στα υπό συζήτηση σημεία, ο δικηγόρος της εφεσείουσας διατυπώνει τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ευρήματα και συμπεράσματά του “χωρίς ενώπιον του μαρτυρία” θα προχωρήσουμε να τα εξετάσουμε.

Θα γνωμοδοτήσουμε πάνω σε όλα τα ερωτήματα με τη σειρά που τέθηκαν στον πίνακα.

(α)       Δεν είναι ορθό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, χωρίς μαρτυρία, στο συμπέρασμα ότι “οι ώρες αναχωρήσεως από το συνήθη τόπο εργασίας για τα εκάστοτε εργοτάξια εγένοντο κατόπιν συνεννοήσεως” των ενδιαφερομένων. Το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του τη σχετική μαρτυρία των Π. Ρήγα, Θ. Θεοφάνους, Χρ. Καλογήρου, και, επίσης, τις επιστολές Τεκμήρια 7 και 8, οι οποίες επιβεβαίωναν ότι τα ωράρια καθορίζονταν ύστερα από συνεννόηση μεταξύ του εργοδότη και των εργοδοτουμένων.

(β)       Δεν είναι ορθό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, χωρίς μαρτυρία, στο συμπέρασμα ότι η υπό (α) πιο πάνω πρακτική ακολουθείτο και από τους προηγούμενους εργοδότες του εφεσίβλητου. Το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του σχετική μαρτυρία.  Ήταν εκείνη του εφεσίβλητου, του Π. Ρήγα και του Γ. Κημήτρη.

(γ)        Δεν είναι ορθό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, χωρίς μαρτυρία, στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα “εσκεμμένα επέδιδε επιστολές κατά καιρούς με τους σε αυτές ισχυρισμούς της και μόνο προς τον αιτητή, που ήταν και τοπικός επίτροπος, θέλοντας να δημιουργήσει ανατροπή της ακολουθούμε[*2085]νης πρακτικής εφαρμόζοντας μονομερώς τη συλλογική σύμβαση όπως η ίδια την ερμήνευσε”. Το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και των Π. Ρήγα, Θ. Θεοφάνους, Γ. Κημήτρη και Χρ. Καλογήρου. Με βάση αυτή τη μαρτυρία μπορούσε εύλογα να καταλήξει, όπως και κατέληξε, στο υπό αναφορά συμπέρασμα.

(2)       Ο λόγος αυτός είναι εντελώς αβάσιμος.  Η συλλογική σύμβαση, Τεκμήριο 1, δεν περιείχε οποιαδήποτε συμβατική πρόνοια ως προς το κατά πόσο οι εργοδοτούμενοι είχαν υποχρέωση να εργάζονται το χρόνο μεταφοράς στο εργοτάξιο πέραν του οκτάωρου. Επομένως, εφόσον δεν υπήρχε καν τέτοια πρόνοια, εκ προοιμίου δεν ετίθετο ζήτημα ορθής ή όχι εφαρμογής των κανόνων ερμηνείας των συμβάσεων. Οι σχετικές αναφορικά με το χρόνο εργασίας πρόνοιες της συλλογικής σύμβασης ήταν το άρθρο 4, που καθόριζε τις ώρες εργασίας σε 40 την εβδομάδα, και τα άρθρα 5 και 10, που ρύθμιζαν τον τρόπο πληρωμής των εργοδοτουμένων όταν εργάζονταν πέραν του οκτάωρου είτε ως υπερωρία (άρθρο 5) είτε ως χρόνο μεταφοράς (άρθρο 10).  Δεν υπήρχε πουθενά οποιαδήποτε αναφορά ως προς το κατά πόσο οι εργοδοτούμενοι είχαν υποχρέωση να εργάζονται πέραν του οκτάωρου είτε ως υπερωρία είτε ως χρόνο μεταφοράς.  Επομένως, ελλείψει συμβατικής ρύθμισης, πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέφυγε στην ισχύουσα πρακτική για να διαπιστώσει τον τρόπο με τον οποίο καθορίζετο το ωράριο των εργοδοτουμένων όταν εργάζονταν σε εργοτάξιο εκτός Λευκωσίας.

(3)       Και ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος.  Το άθρο 10 της συλλογικής σύμβασης, που προνοούσε ότι “ο χρόνος μεταφοράς για εργασία εκτός έδρας βαρύνει τον εργοδότη ή την επιχείρηση εξ’ ολοκλήρου αλλά δεν θεωρείται ως υπερωριακή εργασία”, απλώς ρύθμιζε τον τρόπο πληρωμής του χρόνου μεταφοράς των εργοδοτουμένων εάν και όταν εργάζονταν πέραν του οκτάωρου.  Δεν επέβαλλε οποιαδήποτε υποχρέωση στους εργοδοτούμενους να εργάζονται το χρόνο μεταφοράς πέραν του οκτάωρου. Επομένως, η διαφορά που υπήρχε μεταξύ των μερών ως προς το κατά πόσον υπήρχε υποχρέωση εργασίας του χρόνου μεταφοράς πέραν του οκτάωρου, δεν ήταν θέμα ερμηνείας του άρθρου 10, αφού αυτό δεν πρόβλεπε για τέτοια υποχρέωση, αλλά ήταν θέμα εξακρίβωσης της ισχύουσας πρακτικής.

(4)       Σύμφωνα με τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ερ[*2086]μήνευσε οποιαδήποτε συγκεκριμένη πρόνοια της συλλογικής σύμβασης ώστε να εγείρεται θέμα ορθής ή εσφαλμένης ερμηνείας συμβατικού όρου.  Το Δικαστήριο, ελλείψει συμβατικής ρύθμισης, απλώς προχώρησε και εξακρίβωσε την ισχύουσα πρακτική υπό το φως της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν του.  Η δε αναφορά του στον ερμηνευτικό κανόνα ότι, σε περιπτώσεις αμφιβολίας, οι συλλογικές συμβάσεις πρέπει να ερμηνεύονται υπέρ των εργοδοτούμενων, αν και ορθή, εντούτοις, για τους σκοπούς της ενώπιόν του υπόθεσης, ήταν obiter dictum εφόσον, κατά τα λεχθέντα, δεν είχε να ερμηνεύσει οποιαδήποτε αμφισβητούμενη συμβατική πρόνοια.

(5)       Ο λόγος αυτός, όπως είναι διατυπωμένος στον πίνακα, είναι ακατανόητος.

     Από το περίγραμμα της αγόρευσης του δικηγόρου της εφεσείουσας φαίνεται ότι στρέφεται κατά του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσίβλητου έγινε για τους λόγους που καθορίζονται στο άρθρο 5 του Νόμου αφού, πρώτα, δεν ικανοποιήθηκε και απέρριψε, ως μη πειστικό, το μαρτυρικό υλικό που προσκόμισε η εφεσείουσα.  Προς υποστήριξη της θέσης του ο δικηγόρος παραπέμπει στη φράση “η αποδοχή ή η απόρριψη μαρτυρικού υλικού από το Δικαστήριο είναι αμιγές νομικό ζήτημα” που αναφέρεται στην υπόθεση Ηλιάδη (πιο πάνω).  Έχουμε την άποψη ότι υπάρχει κάποια παρανόηση ως προς το νόημα αυτής της φράσης.  Εκείνο που εννοεί το Δικαστήριο είναι ότι η αποδοχή ή απόρριψη μαρτυρικού υλικού, ως θέμα παραδεκτότητας (admissibility), είναι νομικό ζήτημα κατ’ αντιδιαστολή προς την αποδοχή ή  απόρριψη μαρτυρικού υλικού, ως θέμα πειστικότητας (credibility), που είναι καθαρά πραγματικό ζήτημα. Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως παραδεκτό το μαρτυρικό υλικό που προσκόμισε η εφεσείουσα. Στη συνέχεια, όμως, το απέρριψε ως μη πειστικό.

     Από την ενώπιόν μας αγόρευση του δικηγόρου της εφεσείουσας αντιληφθήκαμε ότι, με τον ίδιο πάντοτε λόγο (5), εννοεί ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αναιτιολόγητη.  Η θέση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε και αξιολόγησε τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του, προχώρησε στα ευρήματα και συμπεράσματά του και κατέληξε σε πλήρως αιτιολογημένη από[*2087]φαση.

(6)       Η σχετική παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι “υπεράνω των συλλογικών συμβάσεων ή συγκρούσεως τούτων υπερισχύει η ατομική σύμβαση εργασίας”, αν και obiter, όπως προκύπτει και από την εισαγωγική φράση “το Δικαστήριο δράττεται της ευκαιρίας να τονίσει ...”, είναι, εν πάση περιπτώσει, ορθή.

(7)       Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Η απάντηση δίδεται από τη γνωμοδότησή μας αναφορικά με τις παραγράφους (α), (β), (3) και (4) πιο πάνω.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

           

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο