Φενερίδης Aλέκος (1998) 1 ΑΑΔ 2101

(1998) 1 ΑΑΔ 2101

[*2101]13 Νοεμβρίου, 1998

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ ΦΕΝΕΡΙΔΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΧΗΓΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ.

(Αίτηση Αρ. 104/98)

 

Προνομιακά εντάλματα — Habeas Corpus — Αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus για ακύρωση διατάγματος κράτησης του αιτητή μέχρι την εκδίκαση από το Κακουργιοδικείο των κατηγοριών διάρρηξης και κλοπής τις οποίες αντιμετώπιζε — Ύπαρξη εναλλακτικής διαδικασίας — Απόρριψη της αίτησης.

Προνομιακά εντάλματα — Habeas Corpus — Ποία η εμβέλεια του εν λόγω προνομιακού εντάλματος — Η διαδικασία έκδοσής του δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για αμφισβήτηση της ορθότητας απόφασης αρμόδιου Δικαστηρίου, όπου είναι διαθέσιμη η εναλλακτική λύση της έφεσης.

Συνταγματικό Δίκαιο — Πότε είναι επιτρεπτή δυνάμει του Συντάγματος η σύλληψη ή κράτηση ατόμου —  Άρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος — Αντιστοιχεί προς το Άρθρο 5(1)(γ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κυρώθηκε με το Νόμο 39/62.

Ποινική Δικονομία — Απόλυση υπόδικου με εγγύηση — Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155, Άρθρο 157(1) — Διακριτική ευχέρεια.

Διάταγμα προσωποκράτησης — Ποιοι παράγοντες διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο ως προς την έκδοση του εν λόγω διατάγματος — Δεν είναι απαραίτητη η συρροή όλων των παραγόντων — Διακριτική ευχέρεια.

Ο αιτητής, που αντιμετώπιζε κατηγορίες διάρρηξης και κλοπής, διετάχθη να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την εκδίκασή του από [*2102]το Κακουργιοδικείο. Το Δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα κράτησης αφού διαπίστωσε ότι τα αδικήματα που ο αιτητής αντιμετώπιζε ήταν πολύ σοβαρά, ότι υπήρχε πιθανότητα καταδίκης του και επίσης πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος.  Ο αιτητής καταχώρησε αίτηση για έκδοση εντάλματος habeas corpus αξιώνοντας ακύρωση του διατάγματος κράτησής του και ισχυρίστηκε ότι το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να διατάξει την κράτησή του, αφού όλα τα άρθρα των σχετικών νόμων είναι αντισυνταγματικά, στο μέρος που επιτρέπουν κράτηση διαρκούσης της δίκης.  Περαιτέρω, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια κατά τρόπο μη δικαστικό, υπερβαίνοντας έτσι τη δικαιοδοσία του.

Στην ένσταση που καταχωρήθηκε προβλήθηκε κατ’ αρχήν ο ισχυρισμός ότι αφού ο αιτητής διαθέτει την υπαλλακτική λύση της έφεσης, δεν δικαιούται να ζητήσει την έκδοση προνομιακού εντάλματος.

Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν διαθέτει δικαίωμα έφεσης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο αιτητής διαθέτει δικαίωμα έφεσης.  Το θέμα αυτό έχει αποφασιστεί από πολύ παλιά.

2.  Το προνομιακό ένταλμα habeas corpus εκδίδεται δικαιωματικά και παρέχεται ex debito justitiae, αλλά όχι σαν θέμα ρουτίνας.  Σχετική αίτηση μπορεί να απορριφθεί όπου υπάρχει άλλη θεραπεία με την οποία η εγκυρότητα της κράτησης μπορεί να αμφισβητηθεί αποτελεσματικά.

3.  Η διαδικασία των προνομιακών ενταλμάτων δεν υποκαθιστά το ένδικο μέσο της έφεσης. Η αίτηση για έκδοση habeas corpus δεν μπορεί γενικά να απορριφθεί απλώς και μόνο γιατί υπάρχει άλλη εναλλακτική διαδικασία με την οποία μπορεί να αμφισβητηθεί η εγκυρότητα της κράτησης.  Παρά ταύτα, το δικαστήριο δεν θα επιτρέψει όπως η διαδικασία του habeas corpus χρησιμοποιηθεί για αμφισβήτηση της ορθότητας απόφασης αρμόδιου δικαστηρίου, όπου είναι διαθέσιμη η εναλλακτική λύση της έφεσης.

4.  Ο ισχυρισμός του αιτητή, ότι η απουσία από το Σύνταγμά μας μέρους του Άρθρου 5(3) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (το οποίο αναφέρεται στην υποχρέωση προσαγωγής σε δίκη εντός ευλόγου χρόνου [*2103]ή στην απόλυση μέχρι τη δίκη) καθιστά την κράτηση μέχρι τη δίκη παράνομη, δεν ευσταθεί.  Κι’ αυτό ανεξάρτητα από το ότι πρόνοια για εκδίκαση σε εύλογο διάστημα περιέχεται στο Σύνταγμά μας αλλού.  Η Κυπριακή νομολογία επί του θέματος είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

5.  Οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση ενδεχόμενου κράτησης του κατηγορουμένου είναι: α) η πιθανότητα μη προσέλευσής του στη δίκη β) η πιθανότητα διάπραξης του ίδιου ή άλλου αδικήματος και γ) ο επηρεασμός της πορείας της δικαιοσύνης.  Δεν είναι απαραίτητο όλοι οι παράγοντες να συνυπάρχουν, ένας ή περισσότεροι από αυτούς μπορεί να αποτελέσουν αποφασιστικό παράγοντα.

6.  Πρωταρχικό μέλημα είναι η διασφάλιση της παρουσίας του κατηγορουμένου στο Δικαστήριο στον καθορισμένο χρόνο και τόπο. Αυτό εξαρτάται από τρεις παράγοντες.  Τη φύση του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης και την αυστηρότητα της ποινής που προβλέπεται.

7.  Η εξουσία του Δικαστηρίου για απόλυση του υπόδικου με εγγύηση προβλέπεται από το Άρθρο 157(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και επαφίεται στη διακριτική του ευχέρεια.

8.  Στην παρούσα περίπτωση, το Δικαστήριο ορθά εξέτασε την πιθανότητα κινδύνου μη προσέλευσης του αιτητή, ενώ στη συνέχεια αναφέρθηκε στην πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων.  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ορθή.

Η αίτηση απορρίπτεται.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Georghadji a.ο. v. Republic (1971) 2 C.L.R. 229,

Corke [1954] 2 All E.R. 440,

Annander v. Annander (1982) 1 C.L.R. 479,

R. v. Secretary of State for the Home Department, ex parte Mughal [1973] 3 All E.R. 796,

[*2104]R. v. Commanding Officer of Morn Hill Camp, ex parte Ferguson [1917] 1 K.B. 176,

Χατζησάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102,

Wemhoff v. FRG, A 7, 21-22 [1968],

Stogmuller v. Austria, A9, 32-33 [1969],

Letellier v. France, A 207, para 35 [1991],

Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 A.A.Δ. 130,

Rodosthenous a.o. v. Police, 1961 C.L.R. 50,

Tsouka v. Police, 1962 C.L.R. 261,

Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 A.A.Δ. 45,

Κωνσταντινίδης v. Δημοκρατίας (1997) 2 A.A.Δ. 109,

Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 2 A.A.Δ. 7,

Attorney-General v. Mehmet (1966) 2 C.L.R. 12.

Aίτηση.

Aίτηση με την οποία ο αιτητής ζητά την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus το οποίο να ακυρώνει το διάταγμα κράτησης που εκδόθηκε εναντίον του στις 23 Oκτωβρίου, 1998.

Σ. Δράκος, για τον Aιτητή.

E. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

NIKOΛAΪΔHΣ, Δ.: Στις 23.10.1998 εκδόθηκε εναντίον του αιτητή διάταγμα κράτησής του μέχρις ότου οι κατηγορίες διάρρηξης και κλοπής που αντιμετώπιζε εκδικαστούν από το Κακουργιοδικείο. H παρούσα αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος habeas corpus αξιώνει ακύρωσή του.

[*2105]Mε την αίτηση προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να διατάξει την κράτησή του, αφού όλα τα άρθρα των σχετικών νόμων, περιλαμβανομένης και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, είναι αντισυνταγματικά στο μέρος που επιτρέπουν κράτηση διαρκούσης της δίκης.  Περαιτέρω ο αιτητής ισχυρίζεται ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια κατά τρόπο μη δικαστικό, υπερβαίνοντας έτσι τη δικαιοδοσία του.  Το Δικαστήριο προέβη στη διαπίστωση ότι τα αδικήματα που ο αιτητής αντιμετώπιζε είναι πολύ σοβαρά, ότι υπήρχε πιθανότητα καταδίκης του και ότι υπήρχε πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος.  Και οι τρεις λόγοι πάσχουν, είναι η θέση του αιτητή, για τους λόγους που θα αναλύσουμε στη συνέχεια.

Στην ένσταση που καταχωρήθηκε προβάλλεται κατ’ αρχήν ο ισχυρισμός ότι αφού ο αιτητής διαθέτει την υπαλλακτική λύση της έφεσης, δεν δικαιούται να ζητήσει την έκδοση προνομιακού εντάλματος.

Ο αιτητής από την άλλη ισχυρίστηκε ότι δεν διαθέτει δικαίωμα έφεσης.  Βάσισε την επιχειρηματολογία του στο συνδυασμό του άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60 και του Άρθρου 11.6 του Συντάγματος με το οποίο δεν παρέχεται δικαίωμα έφεσης παρά μόνο στις περιπτώσεις σύλληψης και κράτησης. 

Η θέση αυτή δεν ευσταθεί. Αναμφίβολα ο αιτητής διαθέτει δικαίωμα έφεσης. Ήδη το θέμα έχει αποφασιστεί από πολύ παλιά (βλέπε Photini Georghadji and Another v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 229, 234-235) και νομίζω ότι δεν υπάρχει λόγος να επεκταθώ περισσότερο επ’ αυτού.

To προνομιακό ένταλμα habeas corpus  είναι ένταλμα που εκδίδεται δικαιωματικά και παρέχεται ex debito justitiae,  αλλά όχι σαν θέμα ρουτίνας (Ex parte Corke [1954] 2 All E.R. 440, Annander v. Annander (1982) 1 C.L.R. 479). Σχετική αίτηση μπορεί να απορριφθεί όπου υπάρχει άλλη θεραπεία με την οποία η εγκυρότητα της κράτησης μπορεί να αμφισβητηθεί αποτελεσματικά.

Έχει λεχθεί επανειλημμένα ότι η διαδικασία των προνομιακών ενταλμάτων δεν υποκαθιστά το ένδικο μέσο της έφεσης.  Τα Δικαστήρια επανειλημμένα στο παρελθόν απέρριψαν αιτήσεις για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων γι’ αυτό ακριβώς το λόγο.  [*2106]Η αίτηση για έκδοση habeas corpus δεν μπορεί γενικά να απορριφθεί απλώς και μόνο γιατί υπάρχει άλλη εναλλακτική διαδικασία με την οποία μπορεί να αμφισβητηθεί η εγκυρότητα της κράτησης (R. v. Secretary of State for the Home Department, ex parte Mughal [1973] 3 All E.R. 796, (C.A.). Παρά ταύτα το δικαστήριο δεν θα επιτρέψει όπως η διαδικασία του habeas corpus χρησιμοποιηθεί για αμφισβήτηση της ορθότητας απόφασης αρμόδιου δικαστηρίου, όπου είναι διαθέσιμη η εναλλακτική λύση της έφεσης (R. v. Commanding Officer of Morn Hill Camp, ex parte Ferguson [1917] 1 K.B. 176, 179 D.C. Βλέπε επίσης ex parte Corke, ανωτέρω).

Η διαδικασία του habeas corpus είναι μια διαδικασία που διασφαλίζει την ελευθερία του πολίτη, παρέχοντας ένα αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση (Επί τοις αφορώσι το Δημητράκη Χατζησάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102, 106).  Κάτω από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και παρά το γεγονός ότι ο αιτητής διαθέτει άλλη εναλλακτική διαδικασία την οποία μπορούσε να χρησιμοποιήσει, αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να αρνηθώ την εξέταση των λόγων που προβάλλονται, απλώς και μόνο για το λόγο αυτό.

Είναι η θέση του αιτητή ότι η κράτησή του είναι παράνομη και ότι διατάχθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 11.2(γ) του Συντάγματος.  Το Άρθρο 11.2 (γ) προβλέπει μια από τις περιπτώσεις που επιτρέπεται από το Σύνταγμα η σύλληψη ή κράτηση ατόμου.  Σύλληψη ή κράτηση είναι, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, νόμιμη όταν ενεργείται προς το σκοπό προσαγωγής του προσώπου ενώπιον της αρμόδιας κατά νόμο αρχής με την εύλογη υπόνοια ότι διέπραξε αδίκημα ή όταν η σύλληψη ή κράτηση θεωρηθεί ευλόγως αναγκαία προς παρεμπόδιση διάπραξης αδικήματος ή απόδρασης μετά τη διάπραξή του.

Η πιο πάνω διατύπωση είναι πανομοιότυπη με τη διατύπωση του άρθρου 5(1)(γ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κυρώθηκε και στην Κύπρο με το Νόμο 39/62.  Το άρθρο 5(1)(γ) της Σύμβασης, σύμφωνα πάντα με το δικηγόρο του αιτητή, έχει ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ότι δεν δικαιολογεί κράτηση μετά την προσαγωγή κατηγορίας στον ύποπτο. Η κράτηση μετά την απαγγελία της κατηγορίας δικαιολογείται μόνο με βάση το άρθρο 5(3) της Σύμβασης, του οποίου όμως ένα μέρος δεν έχει επαναληφθεί στο δικό μας Σύνταγμα.  Το μέρος που ελλείπει αναφέρεται στην υποχρέωση προσαγωγής σε δίκη [*2107]εντός ευλόγου χρόνου ή στην απόλυση μέχρι τη δίκη. Η απόλυση μπορεί να υπόκειται σε εγγυήσεις.

Νομίζω ότι γίνεται παρερμηνεία τόσο της δικής μας νομολογίας όσο και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.  Το Άρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος επιτρέπει την κράτηση ατόμου που ενεργείται προς το σκοπό προσαγωγής του ενώπιον της αρμόδιας αρχής για διάφορους λόγους, ένας από τους οποίους είναι και η εύλογη υπόνοια ότι διέπραξε αδίκημα.

Το Άρθρο 5(3) της Σύμβασης προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο που συλλαμβάνεται ή κρατείται θα πρέπει να παραπεμφθεί ενώπιον δικαστηρίου σύντομα, έχει δε το δικαίωμα να δικαστεί εντός λογικής προθεσμίας ή να απολυθεί μέχρι τη διαδικασία. 

Η γραμματική διατύπωση του άρθρου υποχρεώνει ένα κράτος είτε να εκδικάσει τον κρατούμενο κατηγορούμενο εντός ευλόγου χρόνου ή αν δεν το πράξει, να τον ελευθερώσει. Η πιο πάνω ερμηνεία όμως απορρίφθηκε στην υπόθεση Wemhoff v. FRG, A 7, 21-22 [1968] (βλέπε επίσης Law of the European Convention on Human Rights by D. J. Harris, M. O’ Boyle και C. Warbrick, 1995, σελ. 136 και επ.). 

Σημειώνεται ότι η διαπίστωση εύλογης υπόνοιας ότι ο συλληφθείς έχει διαπράξει αδίκημα παραμένει όρος της συνέχισης της κράτησης του κατηγορούμενου σύμφωνα με το άρθρο 5(1)(γ) της Σύμβασης, αλλά όταν το άρθρο 5(3) αρχίζει να τυγχάνει εφαρμογής η υπόνοια αυτή δεν είναι αρκετή (Stogmuller v. Austria, A9, 32-33 [1969]). 

Το άρθρο 5(3) της Σύμβασης προϋποθέτει την ύπαρξη σχετικών και ικανοποιητικών λόγων δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν περαιτέρω επέμβαση στο δικαίωμα ελευθερίας του κατηγορούμενου ο οποίος συνεχίζει να θεωρείται αθώος.  Στην υπόθεση Letellier v. France, A 207, para 35 [1991] παρέμεινε ανοικτό το ερώτημα κατά πόσο η νομική βάση για τη συνεχιζόμενη κράτηση μετατίθεται από το άρθρο 5(1)(γ) στο  άρθρο 5(3) όταν το τελευταίο εφαρμόζεται. Η θέση που φαίνεται να επικρατεί είναι ότι το άρθρο 5(1)(γ) θα πρέπει να διαβάζεται μαζί με το άρθρο 5(3). Εξ άλλου στην υπόθεση Wemhoff v. FRG ανωτέρω, αποφασίστηκε ότι το άρθρο 5(3) της Σύμβασης καλύπτει την περίοδο από τη σύλληψη του κατηγορούμενου επί τη υπονοία ότι έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα μέχρι την αθώωσή του ή την καταδίκη του από το εκδικάζον δικαστήριο.

[*2108]Έχει παγιωθεί ότι κάθε πρόσωπο ενώ εκκρεμεί εκδίκαση της υπόθεσής του θα πρέπει να απολύεται, εκτός αν η πολιτεία μπορεί να δείξει ότι υπάρχουν σχετικοί και ικανοποιητικοί λόγοι που δικαιολογούν τη συνέχιση της κράτησής του (Wemhoff v. FRG ανωτέρω). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναγνώρισε τέσσερις λόγους για τους οποίους η απόρριψη του αιτήματος για απόλυση με εγγύηση μπορεί να δικαιολογείται.  Οι λόγοι αυτοί είναι ο κίνδυνος διαφυγής, η επέμβαση στην πορεία της δικαιοσύνης, η πρόληψη του εγκλήματος και η διατήρηση της δημόσιας τάξης. 

Δεν συμφωνώ ότι η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μπορεί να ερμηνευθεί με τον τρόπο που εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, ούτε και παρέχεται έρεισμα στη θέση ότι λόγω της έλλειψης από το Σύνταγμά μας της συγκεκριμένης πρόνοιας, η κράτηση μέχρι τη δίκη είναι παράνομη.  Κι’ αυτό ανεξάρτητα από το ότι πρόνοια για εκδίκαση σε εύλογο διάστημα περιέχεται στο Σύνταγμά μας αλλού.  Θα πρέπει μάλιστα στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι η Κυπριακή νομολογία επί του θέματος είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Ο αιτητής ισχυρίζεται επίσης ότι το Δικαστήριο δίδει ως λόγο συνέχισης της κράτησης του αιτητή την πιθανότητα καταδίκης του, προϋπόθεση την οποία δεν είχε δικαίωμα να λάβει υπ’ όψιν. Ο αιτητής συνεχίζοντας αναφέρει ότι οι λόγοι που ανέφερε το Δικαστήριο δεν θεμελιώνονται από το Σύνταγμα, αφού μόνο η πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος θα μπορούσε να ληφθεί υπ’ όψιν και επ’ αυτού δεν αποδείχθηκε ο,τιδήποτε.  Ούτε και με αυτή τη θέση συμφωνώ για τους λόγους που θα εξηγήσω.

Όπως έχει τονιστεί και στην υπόθεση Χαράλαμπος Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 A.A.Δ. 130, η πιθανότητα μη προσέλευσης των κατηγορουμένων στη δίκη είναι ο βασικός παράγοντας που εξετάζεται από το Δικαστήριο κατά την εξέταση ενδεχόμενου κράτησής του.  Κατά τη στάθμιση του παράγοντα αυτού λαμβάνονται υπ’ όψιν διάφορες παράμετροι μεταξύ των οποίων η σοβαρότητα του αδικήματος, η πιθανότητα καταδίκης στο βαθμό που μπορεί να προβλεφθεί από τις καταθέσεις των μαρτύρων και το ύψος της ποινής που προβλέπεται.

Όμως ο κίνδυνος μη προσέλευσης δεν αποτελεί και τον μοναδικό ουσιώδη παράγοντα. Άλλοι παράγοντες είναι η πιθανό[*2109]τητα διάπραξης του ίδιου ή άλλου αδικήματος καθώς και ο επηρεασμός της πορείας της δικαιοσύνης. Δεν είναι απαραίτητο όλοι οι παράγοντες να συνυπάρχουν, ένας ή περισσότεροι απ’ αυτούς μπορεί να αποτελέσουν τον αποφασιστικό παράγοντα (Rodosthenous and Another v. The Police 1961 C.L.R. 50 και Μichael Apostolou Tsouka v. The Police 1962 C.L.R. 261.  Βλέπε επίσης Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 A.A.Δ. 45 και Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 A.A.Δ. 109.)

H πρόβλεψη αναφορικά με την ύπαρξη ή αποτίμηση των διάφορων κινδύνων που σταθμίζουν τελικά την εξέταση του ενδεχόμενου κράτησης, όπως είναι η πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων, δεν μπορεί παρά να στηρίζεται είτε σε στοιχεία που προέρχονται από το ιστορικό του υπόδικου ή της υπόθεσης είτε σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της (Φώτος Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

Όσον αφορά δε την πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία, αρκεί να δημιουργείται ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει μια τέτοια πιθανότητα (Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

Πρωταρχικό μέλημα είναι η διασφάλιση της παρουσίας του κατηγορουμένου στο Δικαστήριο στον καθορισμένο χρόνο και τόπο.  Αυτό εξαρτάται από τρεις παράγοντες. Τη φύση του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης και την αυστηρότητα της ποινής που προβλέπεται (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 A.A.Δ. 7).

Η εξουσία του Δικαστηρίου για απόλυση του υπόδικου με εγγύηση προβλέπεται από το άρθρο 157(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (βλέπε The Attorney General v. Mehmet (1966) 2 C.L.R. 12  και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

Στην παρούσα υπόθεση είναι φανερό ότι το Δικαστήριο εξετάζει στην απόφασή του την πιθανότητα μη προσέλευσης του κατηγορούμενου στη δίκη και κατά τη στάθμιση του λόγου αυτού εξετάζει διάφορες  παραμέτρους, μεταξύ των οποίων και τη σοβαρότητα των αδικημάτων που ο αιτητής αντιμετωπίζει.  Μέσα στα ίδια πλαίσια το Δικαστήριο εξετάζει και την πιθανότητα καταδίκης του.  Τέλος το Δικαστήριο έχοντας υπ’ όψιν την ενώπιόν του μαρτυρία καταλήγει ότι υπάρχει πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος.

[*2110]Το Δικαστήριο ορθά εξέτασε την πιθανότητα κινδύνου μη προσέλευσης του αιτητή, ενώ στη συνέχεια αναφέρθηκε στην πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων.  Δεν βρίσκω ότι η απόφασή του πάσχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο και η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί και επ’ αυτού του σημείου. Η αίτηση απορρίπτεται.

H αίτηση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο