(1998) 1 ΑΑΔ 2173
[*2173]23 Noεμβρίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]
MINERVA FINANCE & INVESTMENT LIMITED,
Εφεσείοντες-Eναγόμενοι,
ν.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,
Εφεσιβλήτου-Eνάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9493)
Συμβάσεις — Σχέσεις που προσομοιάζουν με τις Συμβατικές — Έχουν στη ρίζα τους τις αρχές ως προς την αποκατάσταση και τον αδικαιολόγητο πλουτισμό — Ο περί Συμβάσεων Νόμος Κεφ. 149, Άρθρα 70-72 — Aνεπιτυχής επίκλησή τους από τον ενάγοντα για στοιχειοθέτηση νομικής βάσης για επιστροφή χρημάτων που πλήρωσε στους εναγομένους.
Συμβάσεις — Λάθος ουσιαστικού γεγονότος — Αγωγή για επιστροφή χρηματικού ποσού που πλήρωσε ο ενάγων στους εναγομένους — Ισχυρισμός στην έκθεση απαιτήσεως για λάθος που προκάλεσε την πληρωμή — Ο εν λόγω ισχυρισμός δε στοιχειοθετείτο από τη μαρτυρία του ενάγοντα ούτε από τα γεγονότα στο σύνολό τους — Η πρωτόδικη απόφαση ότι το ποσό πληρώθηκε από “λάθος ουσιαστικού γεγονότος”, ακυρώθηκε κατ’ έφεση.
Συμβάσεις — Λάθος — Πρόσωπο στο οποίο καταβλήθηκαν χρήματα από λάθος οφείλει να τα επιστρέψει — Άρθρο 72 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 — Ανεξάρτητα από το κατά πόσο είναι λάθος γεγονότος ή νομικό λάθος.
Συμβάσεις — Σχέσεις που προσομοιάζουν με τις Συμβατικές (Quasi contracts) — Χρήματα του ενάγοντα που λήφθηκαν από τον εναγόμενο και χρήματα που πληρώθηκαν κατά λάθος.
Συμβάσεις — Αδικαιολόγητος πλουτισμός — Οιονεί συμβάσεις — Ο περί Συμβάσεων Νόμος Κεφ. 149, Άρθρο 7 — Προβλέπει για ανταπόδοση έξω και ανεξάρτητα από οποιοδήποτε συμβατικό πλαίσιο — [*2174]Εφαρμοστέες αρχές ως προς τον άδικο πλουτισμό (unjust enrichment) στο Αγγλικό και Κυπριακό Δίκαιο.
Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Το Δικαστήριο μπορεί να παράσχει οποιαδήποτε θεραπεία στοιχειοθετείται από τα γεγονότα στα δικόγραφα, έστω και αν η συγκεκριμένη θεραπεία δεν έχει ζητηθεί.
Λέξεις και Φράσεις — “Money had and received” (Χρήματα του ενάγοντα που λήφθηκαν από τον εναγόμενο) στο Άρθρο 72 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.
Ο εφεσίβλητος κατέβαλε στους εφεσείοντες το ποσό των £20.000 και με την αγωγή του αξίωσε την επιστροφή του. Στην έκθεση απαιτήσεως ισχυρίσθηκε πως κατέβαλε το ζητηθέν ποσό υπό διαμαρτυρία, πως η πληρωμή έγινε κατά λάθος ή και υπό περιστάσεις που συνιστούσαν, μεταξύ άλλων, δόλο και απάτη, εκβιασμό, και εξυπακουόμενο ή/και αδικαιολόγητο πλουτισμό των εναγομένων.
Ο εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι αγόρασε, από συγκεκριμένη εταιρεία πώλησης αυτοκινήτων, ένα αυτοκίνητο Mercedes αντί του ποσού των £20.150, το οποίο εξόφλησε με τμηματικές δόσεις. Ένα χρόνο μετά την παραλαβή του αυτοκινήτου, συμφώνησε να το πωλήσει σε τρίτο. Αλλά το όχημα δεν ήταν ακόμα εγγεγραμμένο επ’ ονόματί του και για να γίνει η εγγραφή, όπως διαπίστωσε τότε, έπρεπε να έχει το τελωνειακό έντυπο C72A, το οποίο κατείχαν οι εφεσείοντες οι οποίοι δεν ήταν διατεθειμένοι να του το παραδώσουν. Στην έκθεση απαιτήσεως ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι οι εφεσείοντες πρόβαλαν τον ψευδή ισχυρισμό ότι ήταν ιδιοκτήτες ή συνιδιοκτήτες του αυτοκινήτου, με αποτέλεσμα να πραγματοποιήσει την πληρωμή, κάτω από την πίεση της απειλής πως θα κατακρατούσαν το έντυπο επειδή “εκ λάθους ήταν με την εντύπωση ότι οι εναγόμενοι ήταν οι πραγματικοί ιδιοκτήτες”. Παρέλαβε το έντυπο και πραγματοποίησε την πώληση του αυτοκινήτου.
Η μαρτυρία του εφεσίβλητου ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν διαφορετική. Ισχυρίστηκε πως του λέχθηκε από υπάλληλο των εφεσειόντων πως το έντυπο το κρατούσαν ως ενέχυρο προς εξασφάλιση δανείου £20.000 που παραχώρησαν στην πιο πάνω εταιρεία πώλησης αυτοκινήτων και θα του το έδιδαν μόνο αν τους κατέβαλλε το εν λόγω ποσό.
Η εκδοχή των εφεσειόντων-εναγομένων ήταν ότι η πληρωμή δεν έγινε υπό διαμαρτυρία. Επίσης ισχυρίστηκαν ότι:
[*2175](α) το αυτοκίνητο τους είχε ενεχυριαστεί, (β) με την παράδοση του εντύπου ζήτησαν από τον εφεσίβλητο την πληρωμή του ποσού των £20.000 που διασφάλιζε προκειμένου να του το παραδώσουν, και (γ) ο εφεσίβλητος πλήρωσε το ποσό εκουσίως ενόψει των νομίμων δικαιωμάτων τους. Ως εκ τούτου δεν εστοιχειοθετείτο οποιαδήποτε αιτία αγωγής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το ποσό πληρώθηκε από “λάθος ουσιαστικού γεγονότος το οποίο συνίστατο στην ύπαρξη ενεχύρου το οποίο στην πραγματικότητα δεν υφίστατο”.
Οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν στην έφεση ότι η αιτιολογική βάση της πρωτόδικης απόφασης είναι ανύπαρκτη. Ο εφεσίβλητος επικαλέσθηκε διαζευκτικά τις διατάξεις των Άρθρων 70-72 του Κεφ. 149, και εισηγήθηκε πως στη βάση των διαπιστώσεων που έγιναν, οι εφεσείοντες υποχρεούνται να επιστρέψουν το ποσό κατά τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της επιείκειας. Πλούτισαν (enriched) από όφελος (benefit) εξόδοις (at the expense) του εφεσίβλητου και η διατήρηση αυτού του πλουτισμού είναι άδικη (unjust).
Αποφασίστηκε ότι:
1. Τα όσα αναφέρονται στην έκθεση απαιτήσεως ως προς το λάθος που προκάλεσε την πληρωμή δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία του εφεσίβλητου. Αντίθετα, η μαρτυρία του εφεσίβλητου σύμφωνα με την οποία πλήρωσε υπό διαμαρτυρία και επιφύλαξη για επαναδιεκδίκηση του ποσού, ήταν ασυμβίβαστη προς λάθος. Δεν ισχυρίστηκε ποτέ ο εφεσίβλητος πως κατέβαλε το ποσό επειδή για οποιοδήποτε λόγο νόμισε ότι όφειλε ή έστω ότι οι εφεσείοντες δικαιούνταν στην είσπραξή του. Ο ισχυρισμός του ήταν ότι το πλήρωσε γιατί μόνο έτσι θα αποκτούσε το έντυπο. Με δηλωμένη, κατά την εκδοχή του, πρόθεση επαναδιεκδίκησής του, ακριβώς επειδή δεν θεωρούσε ότι υπήρχε νόμιμη αιτία πληρωμής του.
2. Ο άδικος πλουτισμός (unjust enrichment), τον οποίο επικαλέσθηκε ο δικηγόρος του εφεσίβλητου, δεν αποτέλεσε και δεν αποτελεί ακόμα στο Αγγλικό Δίκαιο, παρά τον προβληματισμό που εκδηλώνεται, αυτόνομη αιτία αγωγής. Αναγνωρίζεται όμως πλέον πως, ως έννοια βρίσκεται στον πυρήνα της αξίωσης για αποκατάσταση (restitution) ως συνιστώσα την αρχή που την υποστυλώνει. Η αποκατάσταση αποκλείεται, μεταξύ άλλων, όταν ο ενάγων ενεργεί εκουσίως προς δικό του όφελος ή κατ’ αποδοχή ή συμβιβασμό έντιμης αξίωσης.
[*2176]3. Το Άρθρο 71 του Κεφ. 149, το οποίο ο εφεσίβλητος επικαλέσθηκε, είναι εντελώς άσχετο. Το Άρθρο 70 (δυνάμει του οποίου αν κάποιος πράξει κάτι νόμιμα για λογαριασμό άλλου, χωρίς πρόθεση να το πράξει χαριστικά, ο τελευταίος, εφόσον ήθελε προσποριστεί όφελος, υποχρεούται να αποζημιώσει τον πρώτο σε σχέση με την πράξη αυτή) δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις στις οποίες η πράξη για την οποία επιδιώκεται αποκατάσταση, που περιλαμβάνει και την πληρωμή χρημάτων, τελείται μετά από ρητή απαίτηση (express request) του εναγομένου.
Το Άρθρο 72 καλύπτει την πληρωμή λόγω λάθους ή εξαναγκασμού (coercion). Ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου για ύπαρξη coercion, ως μίας από τις διαζευκτικές αιτίες αγωγής, δεν στοιχειοθετήθηκε από τη μαρτυρία, όπως αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
4. Ο εφεσίβλητος δεν άσκησε αντέφεση ούτε έθεσε οποιοδήποτε θέμα με ειδοποίηση δυνάμει της Δ.35, θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ώστε να παρέχεται η δυνατότητα θεώρησης της υπόθεσης από άλλη άποψη.
5. Το Δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα να παράσχει θεραπεία στηριγμένη στο Νόμο, αφού τέτοια θεραπεία δεν στοιχειοθετείται από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως αυτά προβάλλονται στις γραπτές προτάσεις.
Η έφεση επιτρέπεται. Tα έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Moses v. McFerlan [1558 - 1774] A.M.E.R. Rep 581,
Orakpo v. Manson Investments [1977] 3 All E.R. 1,
Woolwich Building Society v. I.R.C. (H.L.(E)) [1993] A.C. 167,
Portsmouth v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1967) 1 C.L.R. 87,
C.T.C. Consultants v. Grindlays Bank (1988) 1 C.L.R. 294,
Kyriakou v. Estate of The Late Katina Petrou (1961) C.L.R. 300,
[*2177]HadjiLoizi a.o. v. Iona (1963) 2 C.L.R. 11,
Orphanides v. Michaelides (1967) 1 C.L.R. 309,
Charalambous v. Kazanou a.o. (1982) 1 C.L.R. 326,
Theodoulou v. Theodoulou (1987) 1 C.L.R. 101,
Sekavin S.A. v. Ship “Platon Ch.” (1987) 1 C.L.R. 297,
Stylianou a.o. v. Papakleovoulou a.o. (1982) 1 C.L.R. 542,
Αριστοδήμου v. Χαραλάμπους (1990) 1 Α.Α.Δ. 319,
Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 A.A.Δ. 400.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγομένους κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λαούτας, Π.E.Δ., Kολατσή, E.Δ.), που δόθηκε στις 16 Mαΐου, 1995 (Aρ. Aγωγής 3288/90), με την οποία αφού κρίθηκε πως η πληρωμή ποσού £20.000 από τον ενάγοντα προς τους εναγομένους έγινε εκ λάθους επιδικάσθηκε το εν λόγω πoσό υπέρ του ενάγοντα.
Χρ. Μελίδης για Γ. Σαββίδη, για τους Eφεσείοντες.
Ι. Αβρααμίδης, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: O εφεσίβλητος (ενάγων) κατέβαλε στους εφεσείοντες (εναγομένους) το ποσό των £20.000 και με την αγωγή του αξίωσε την επιστροφή του. Αναφέρεται στην έκθεση απαίτησης πως “κατέβαλε το ζητηθέν ποσό υπό διαμαρτυρία και ισχυρίζεται ότι η πληρωμή έγινε εκ λάθους ή και υπό περιστάσεις που συνιστούσαν δόλον ή και απάτην ή/και εκβιασμόν ή/και εξυπακουομένου ή/και αδικαιολογήτου πλουτισμού των εναγομένων ή/και ουχί χαριστικώς”.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως η πληρωμή έγινε εκ λά[*2178]θους και επεδίκασε το ποσό υπέρ του εφεσιβλήτου. Όσα καταγράφηκαν ως διαζευκτικές αιτίες αγωγής τα απέρριψε. Όπως κατέληξε, “δεν προσκομίστηκε καθόλου ή σχεδόν καθόλου αποδεικτικό υλικό το οποίο να αποδεικνύει τις υπόλοιπες θεραπείες όπως η διεκδίκηση αποζημιώσεων για δόλον ή απάτην ή εκβιασμόν”. Εγείρεται ως θέμα της έφεσης η ορθότητα των διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα και, εν πάση περιπτώσει, το κατά πόσο, έστω στη βάση των διαπιστώσεων αυτών, προέκυπτε θέμα λάθους.
Συνοψίζουμε τον ισχυρισμό του εφεσιβλήτου. Αγόρασε από την εταιρεία Τheodorides & Angelides Motors Ltd ένα αυτοκίνητο Mercedes αντί του ποσού των £20.150. Η αγορά πραγματοποιήθηκε πριν την εισαγωγή του αυτοκινήτου στην Κύπρο και όταν του παραδόθηκε, το εξόφλησε με τμηματικές δόσεις. Ένα χρόνο περίπου μετά την παραλαβή του αυτοκινήτου συμφώνησε να το πωλήσει σε τρίτο. Δεν ήταν ακόμα εγγεγραμμένο στο όνομά του. Για να εγγραφεί, όπως διαπίστωσε τότε, ήταν απαραίτητο το τελωνειακό έντυπο C72A και δεν είχε τέτοιο έγγραφο στην κατοχή του. Η έρευνά του τον οδήγησε στους εφεσείοντες. Πράγματι το κατείχαν και τέθηκε το θέμα της παράδοσης του. Οι εφεσείοντες δεν ήταν διατεθειμένοι να του το παραδώσουν. Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης πρόβαλαν το ψευδή ισχυρισμό πως ήταν ιδιοκτήτες ή συνιδιοκτήτες του αυτοκινήτου. Επειδή, όπως του παρέστησαν, “αυτοί πλήρωσαν για την αγορά του αυτοκινήτου”. Με αποτέλεσμα να πραγματοποιήσει την πληρωμή, κάτω από την πίεση της απειλής πως θα κατακρατούσαν το έντυπο επειδή “εκ λάθους ήταν με την εντύπωση ότι οι εναγόμενοι ήταν οι πραγματικοί ιδιοκτήτες”. Παρέλαβε το έντυπο και πραγματοποίησε την πώληση του αυτοκινήτου.
Η μαρτυρία του εφεσίβλητου ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν διαφορετική. Ισχυρίστηκε πως σε τηλεφωνική επικοινωνία του με υπάλληλο των εφεσειόντων του λέχθηκε πως το έντυπο το κρατούσαν ως ενέχυρο προς εξασφάλιση δανείου £20.000 που παραχώρησαν στην εταιρεία Theodorides & Angelides Motors Ltd. Θα του το παρέδιδαν, επομένως, μόνο αν τους κατέβαλλε το ποσό. Ο τρίτος στον οποίο συμφώνησε να πωλήσει το αυτοκίνητο ήταν δικηγόρος, ο ίδιος ανήκε στο διευθυντικό προσωπικό τράπεζας, φοβήθηκε πως θα θεωρείτο αναξιόπιστος με επιπτώσεις στη σταδιοδρομία του αν δεν πραγματοποιείτο η πώληση και πλήρωσε το ποσό. Υπό διαμαρτυρία όμως και επιφύλαξη του δικαιώματός του να το διεκδικήσει με αγωγή. Ας σημειωθεί πως πραγματοποίησε την πληρωμή με μεταχρονολογημένη επιταγή. Επίσης πως η αγωγή του καταχωρίστηκε 18 μήνες μετά την πλη[*2179]ρωμή. Όπως υποστήριξε, ανέθεσε αμέσως την υπόθεση στους δικηγόρους του, πριν δηλαδή την εξαργύρωση της επιταγής, αλλά δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τί έκαμαν εκείνοι εκ μέρους του.
Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν πως η πληρωμή έγινε κάτω από οποιαδήποτε διαμαρτυρία. Πράγματι, όπως ήταν εξ αρχής στην Υπεράσπιση ο ισχυρισμός τους, τούς είχε ενεχυριαστεί το αυτοκίνητο, με την παράδοση του εντύπου ζήτησαν την πληρωμή του ποσού των £20,000 που διασφάλιζε προκειμένου να του το παραδώσουν, ο εφεσίβλητος πλήρωσε το ποσό εκουσίως ενόψει των νόμιμων δικαιωμάτων τους, και δεν στοιχειοθετείτο οποιαδήποτε αιτία αγωγής.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δέκτηκε πως η πληρωμή του ποσού έγινε υπό διαμαρτυρία γιατί, όπως εξήγησε, οποιαδήποτε άλλη κατάληξη θα ήταν εκτός λογικής. Αμφισβητείται αυτή η κρίση του πρωτόδικου δικαστήριου και προβάλλεται ισχυρισμός και για άλλη λογική κατάληξη αλλά, όπως θα δούμε, είναι σημαντικά όσα συντέλεσαν από εκεί και πέρα στην αποδοχή της αξίωσης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε πως το ουσιαστικότερο ερώτημα συνίστατο στο “κατά πόσο υπήρξε νομικά δεσμευτική ενεχυρίαση του επιδίκου”. Εξέτασε, λοιπόν, τις διατάξεις των άρθρων 130 και 136 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 αναφορικά με το θεσμό του ενεχύρου. Δεν είχε διευκρινιστεί η ακριβής φύση του εντύπου αλλά “για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας” θα δεχόταν πως αποτελεί έγγραφο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 136. Δια της παραδόσεως των οποίων συντελείται ενέχυρο παρά τη μή φυσική παράδοση της κατοχής του ίδιου του αντικειμένου. Κατέληξε όμως πως δεν συνετελέσθη ενέχυρο εδώ ενόψει της επιφύλαξης του άρθρου 136. Κάτω από τις περιστάσεις, κυρίως αφού στο έντυπο αναφερόταν ο εφεσίβλητος ως ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου, οι εφεσείοντες ήταν αμελείς. Όφειλαν να είχαν διερευνήσει πληρέστερα το θέμα και, συνεπώς, “οι περιστάσεις του ενεχύρου ήταν τέτοιες που θα μπορούσαν να εγείρουν εύλογα το τεκμήριο ότι ο ενεχυριάσας ενεργούσε χωρίς δικαίωμα”. Aκολούθησε η τελική κρίση. Το ποσό πληρώθηκε από “λάθος ουσιαστικού γεγονότος το οποίο συνίστατο στην ύπαρξη ενεχύρου το οποίο στην πραγματικότητα δεν υφίστατο”.
Καταφαίνεται κατ’ ευθείαν σύγκρουση προς ό,τι προβλήθηκε με την έκθεση απαίτησης ως το λάθος που προκάλεσε την πληρωμή. Ήταν ρητός και σαφής ο ισχυρισμός στην έκθεση απαίτησης πως το ποσό πληρώθηκε επειδή εκλήφθηκε πως οι εφεσείοντες [*2180]ήταν οι ιδιοκτήτες ή έστω οι συνιδιοκτήτες του αυτοκινήτου. Δεν περιέχεται στην έκθεση απαίτησης οτιδήποτε για λάθος με αναφορά σε ισχυρισμό ή αντίληψη περί ενεχύρου. Οι εφεσείοντες ξεπερνούν αυτή τη διάσταση. Με τους λόγους έφεσης συζητούν το θέμα πάνω στη βάση της μαρτυρίας που προσάχθηκε και ακόμα των διαπιστώσεων στις οποίες κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο. Ο εφεσίβλητος υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση. Είναι η θέση του πως πράγματι υπήρχε λάθος αφού, όπως διαπιστώθηκε, δεν είχε συσταθεί νόμιμο ενέχυρο.
Ουδέποτε ο εφεσίβλητος, με τη μαρτυρία του, επικαλέστηκε οποιοδήποτε λάθος. Ούτε ήταν δικαιολογημένο τέτοιο συμπέρασμα από τα γεγονότα στο σύνολό τους. Αντίθετα, η μαρτυρία του εφεσίβλητου σύμφωνα με την οποία πλήρωσε υπό διαμαρτυρία και επιφύλαξη για επαναδιεκδίκηση του ποσού ήταν ασυμβίβαστη προς λάθος. Δεν ήταν ποτέ ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου πως κατέβαλε το ποσό επειδή για οποιοδήποτε λόγο νόμισε ότι όφειλε ή έστω ότι οι εφεσείοντες δικαιούνταν στην είσπραξη του. Ο ισχυρισμός του ήταν πως το πλήρωσε γιατί μόνο έτσι θα αποκτούσε το έντυπο. Με δηλωμένη, κατά την εκδοχή του, πρόθεση επαναδιεκδίκησης του, ακριβώς επειδή δεν θεωρούσε ότι υπήρχε νόμιμη αιτία πληρωμής του. (βλ. σχετικά Pollock and Mulla India Contract and Specific Relief Acts 9 έκδοση σελ. 519). Ακολουθεί πως η αιτιολογική βάση της πρωτόδικης απόφασης είναι ανύπαρκτη και πως ο σχετικός λόγος έφεσης είναι βάσιμος.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσιβλήτου επικαλέστηκε διαζευκτικά τις διατάξεις των άρθρων 70 - 72 του Κεφ. 149 και επίσης την υπόθεση Moses v. McFerlan [1558 - 1774] A.M.E.R. Rep 581 όπως τη συνοψίζει ο Chitty on Contracts 24η έκδοση § 1789. Εισηγείται πως στη βάση των διαπιστώσεων που έγιναν οι εφεσείοντες υποχρεούνται να επιστρέψουν το ποσό κατά τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της επιείκειας. Πλούτισαν (enriched) από όφελος (benefit) εξόδοις (at the expense) του εφεσίβλητου και η διατήρηση αυτού του πλουτισμού είναι άδικη (unjust).
Ο άδικος πλουτισμός (unjust enrichment) δεν αποτέλεσε και δεν αποτελεί ακόμα στο Αγγλικό Δίκαιο, παρά τον προβληματισμό που εκδηλώνεται, αυτόνομη αιτία αγωγής. Αναγνωρίζεται όμως πλέον πως, ως έννοια βρίσκεται στον πυρήνα της αξίωσης για αποκατάσταση (restitution) ως συνιστώσα την αρχή που την υποστυλώνει. Το θέμα αναπτύσσεται στον Chitty On Contracts 27η Έκδοση, ειδικά από την παράγραφο 29-007 κ.ε. Και το σύγγραμμα The Law Of Restitution των Goff & Jones, 2η Έκδοση, αρχίζει ακρι[*2181]βώς με την επεξήγηση πως το δίκαιο της αποκατάστασης είναι το δίκαιο που αφορά σε όλες τις αξιώσεις, οιονεί συμβατικές ή άλλως, που θεμελιώνονται στην αρχή του άδικου πλουτισμού. (Βλ. επίσης σελ. 11 κ.ε.). Και είναι με την πιο πάνω έννοια που και τα δύο συγγράμματα αναφέρονται στα τρία στοιχεία του άδικου πλουτισμού στα οποία αναφέρθηκε ο εφεσίβλητος. (Βλ. παράγραφος 29-011 και σελ. 13 αντίστοιχα).
Εκδίδοντας την πρώτη απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Orakpo v. Manson Investments [1977] 3 All E.R. σελ.1, στη σελίδα 7, ο Lord Diplock τόνισε ακριβώς πως δεν υπάρχει γενικός θεσμός περί άδικου πλουτισμού αναγνωρισμένος στο Αγγλικό Δίκαιο. Παρέχονται, συνεχίζει, ειδικές θεραπείες σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που θα μπορούσαν να ταξινομηθούν ως άδικος πλουτισμός σε νομικό σύστημα που βασίζεται στο αστικό δίκαιο.
“Τhere is no general doctrine of unjust enrichment recognised in English law. What it does is to provide specific remedies in particular cases of what might be classified as unjust enrichment in a legal system that is based on the civil law.”
Θεωρήσαμε αναγκαία αυτή τη σύντομη εισαγωγή γιατί, όπως είδαμε, έχει γίνει, πέραν από την αναφορά σε λάθος, και γενική αναφορά στον άδικο πλουτισμό και σε όρους υπό τους οποίους στοιχειοθετείται. Χωρίς εξειδίκευση του κανόνα, κατά το δίκαιο της αποκατάστασης ή την Κυπριακή Νομοθεσία στην έκταση που το ενσωματώνει, που κάλυπτε την περίπτωση.
Θα προσθέταμε εδώ πως αρκετά πρόσφατα, στην υπόθεση Woolwich Building Society v. I.R.C. (H.L.(E)) [1993] A.C. 167 αποφασίστηκε πως όπου έχει πληρωθεί ποσό χρημάτων αχρεωστήτως αλλά ο πληρώσας δεν μπορεί να θεμελιώσει κάποια βάση για επιστροφή του, το ποσό δεν μπορεί να επιστραφεί. Τέτοια βάση θα μπορούσε να είναι το λάθος, ως πτυχή της ευρύτερης έννοιας που συνοπτικά αποδίδεται με τον όρο “money had and received”. (Xρήματα του ενάγοντα που λήφθηκαν από τον εναγόμενο). Όρος που στην Κύπρο, στο πλαίσιο του Άρθρου 72 του Κεφ.149 καλύπτει και το νομικό λάθος (βλ. George William Portsmouth v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1967) 1 C.L.R. 87 και συναφώς C.T.C. Consultants ν. Grindlays Bank (1988) 1 C.L.R. 294). Όπως και η πληρωμή συνεπεία εξαναγκασμού (duress ή compulsion ή coercion) που επίσης συνιστά βασικό κεφάλαιο του δικαίου που διέπει την αποκατάσταση. Συνο[*2182]ψίζoυν την αγγλική νομολογία πάνω στο θέμα τα δυο συγγράμματα στα οποία έχουμε αναφερθεί, ο Chitty on Contracts από την παράγραφο 29-056 και οι Goff & Jones από τη σελιδα 161. Αναγνωρίζονται εν προκειμένω όσα περιγράφονται ως όρια στο δικαίωμα για αποκατάσταση. Αποκλείεται, μεταξύ άλλων, η αποκατάσταση όταν ο ενάγων ενεργεί εκουσίως προς δικό του όφελος. Ή κατ’ αποδοχή ή συμβιβασμό έντιμης αξίωσης. (Βλ. Chitty ανωτέρω παράγραφος 29-011 κ.ε., Goff & Jones σελ. 24 κ.ε.).
Στην Κύπρο, οι ρυθμίσεις του Κεφ.149 κάτω από τον τίτλο “Σχέσεις που Προσομοιάζουν με τις Συμβατικές” έχουν στη ρίζα τους τις αρχές ως προς την αποκατάσταση και τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, επεκτείνοντας τις μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις. Είδαμε ότι ο εφεσίβλητος αναφέρθηκε στα Άρθρα 70-72. Το Άρθρο 71 είναι εντελώς άσχετο. Αναφέρεται στα δικαιώματα που προκύπτουν από την ανεύρεση αγαθών. Οι προϋποθέσεις για την ένταξη ορισμένης περίπτωσης στο άρθρο 70, εξηγήθηκαν σε αριθμό υποθέσεων. (Βλ. Polyxeni Demou Kyriakou v. The Estate of Τhe Late Katina Petrou (1961) C.L.R. 300, Ismini Kyriakou Hji Loizi and Others v. Irini Iona (1963) 2 C.L.R. 11, Stelios P. Orphanides v. Vyron K. Michaelides (1967) 1 C.L.R. 309, Charalambous v. Kazanou & Another (1982) 1 C.L.R. 326, Theodoulou v. Theodoulou (1987) 1 C.L.R. 101, Sekavin S.A. v. Ship “Platon Ch.” (1987) 1 C.L.R. 297). Όπως έχει τονισθεί, δεν εφαρμόζεται το άρθρο στις περιπτώσεις στις οποίες η πράξη για την οποία επιδιώκεται αποκατάσταση, που περιλαμβάνει και την πληρωμή χρημάτων, τελείται μετά από ρητή απαίτηση (express request) του εναγομένου.
Το άρθρο 72 καλύπτει την πληρωμή λόγω λάθους ή εξαναγκασμού (coercion) και είναι σχετική η ανάλυση στον Pollock and Mulla (ανωτέρω) από τις σελίδες 514 και 524. Στο λάθος ως τη μια αιτία αποκατάστασης που επικαλέστηκε ο εφεσίβλητος έχουμε αναφερθεί. Ο εξαναγκασμός που θα ήταν η άλλη πιθανή είχε εξειδικευθεί πρωτόδικα ως μια από τις διαζευκτικές αιτίες αγωγής. Ο εφεσίβλητος ρητά αναφέρθηκε σε coercion, με τη διαφορά ότι τον απέδωσε ως εκβιασμό. Το πρωτόδικο δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του σε όσα διαζευκτικά είχαν προταθεί και ρητά κατέληξε πως από τη μαρτυρία δεν είχε στοιχειοθετηθεί δόλος, απάτη ή εκβιασμός.
Ο εφεσίβλητος δεν άσκησε αντέφεση ούτε έθεσε οποιοδήποτε θέμα με ειδοποίηση δυνάμει της Δ.35 θ.10 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας ώστε να παρέχεται η δυνατότητα θεώρησης της [*2183]υπόθεσης από άλλη άποψη. Πρέπει μάλιστα να προσθέσoυμε ότι ούτε και στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας του ενώπιόν μας ανέφερε οτιδήποτε σε σχέση με πληρωμή λόγω εξαναγκασμού.
Στη βάση των γεγονότων όπως αυτά προβάλλονται στις γραπτές προτάσεις είναι δυνατή η παροχή θεραπείας στηριγμένης στο Νόμο, όσο και αν αυτή δεν εξειδικεύεται. (βλ. Stylianou v. Papakleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542, Αριστοδήμου ν. Χαραλάμπους (1990) 1 Α.Α.Δ. 319, Κennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 A.A.Δ. 400). Δεν παρέχεται τέτοια ευχέρεια εν προκειμένω. Δεν είναι δυνατό να παραμεριστεί μέρος της πρωτόδικης απόφασης προσδιοριστικό του βάσιμου αιτίας αγωγής που εξειδικεύθηκε, χωρίς αυτό να έχει προσβληθεί με οποιοδήποτε τρόπο. Ούτε, συναφώς, να επεκταθούμε σε άλλες διαζευκτικές αναζητήσεις. Στη βάση μάλιστα μαρτυρίας που εκφεύγει του πλαισίου των ισχυρισμών που προβάλλονται στην έκθεση απαίτησης, όπως έχουμε επισημάνει.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων.
H έφεση επιτρέπεται. Tα έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο