A. N. Stasis Estates Co. Ltd. ν. G.M.P. Katsambas Ltd. (1998) 1 ΑΑΔ 2195

(1998) 1 ΑΑΔ 2195

[*2195]25 Νοεμβρίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]

A. N. STASIS ESTATES CO LTD,

Eφεσείοντες,

ν.

G.M.P. KATSAMBAS LTD,

Eφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9710)

 

Διαιτησία — Αίτηση για ακύρωση απόφασης διαιτητή για ισχυριζόμενη πλημμέλεια — Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέλεξε να επιληφθεί της αίτησης στο στάδιο της έκδοσης της τελικής του απόφασης — Η διαδικασία που ακολουθήθηκε κρίθηκε ανεπίτρεπτη από το Εφετείο και οδήγησε σε διαταγή για επανεκδίκαση.

Συνταγματικό Δίκαιο — Αιτιολογία δικαστικών αποφάσεων — Τι περιλαμβάνει — Σύνταγμα, Άρθρο 30.2.

Δικαστική απόφαση — Aιτιολογία — Aποτελεί συστατικό στοιχείο για την έγκυρη άσκηση της δικαστικής λειτουργίας — Δεν είναι αιτιολόγηση η καταγραφή ευρημάτων μετά την απλή επανάληψη αλληλοσυγκρουόμενης μαρτυρίας και η παραπομπή σ’ αυτή.

Οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι αξιώνουν από τους εναγομένους-εφεσείοντες συνολικά ποσό άνω των £250.000 για επιπλέον εργασίες που εξετέλεσαν κατά την ανέγερση ξενοδοχειακής μονάδας που ανήκε στους εφεσείοντες.  Μετά τη συμπλήρωση της αντεξέτασης του Μ.Υ. 1, οι διάδικοι συμφώνησαν να διορισθεί διαιτητής και εκδόθηκε σχετικό διάταγμα στις 7.2.1994, με το οποίο όλα τα τεχνικά θέματα που προέκυπταν από τη μεταξύ τους διαφορά και που αναφέρονταν στα δικόγραφα παραπέμπονταν σε διαιτησία για τελεσίδικη απόφαση.  Η έκθεση του διαιτητή θα έπρεπε να κατατεθεί στο Δικαστήριο μέσα σε έξι μήνες από την επίδοση του διατάγματος σ’ αυτόν, αλλά εκδόθηκε στις 2.5.1995 μετά την παραχώρηση αλλεπάλληλων αναβολών που ο ίδιος ζήτησε.  Οι εναγόμενοι καταχώρησαν αίτηση ημερ. 7.7.1995, με την οποία αξίωναν απόφαση του Δικαστηρίου για ακύρωση της από[*2196]φασης του διαιτητή τον οποίο κατηγορούσαν για πλημμελή συμπεριφορά.

Οι δικηγόροι των εναγόντων καταχώρησαν στις 24.7.1995 ειδοποίηση πρόθεσης ένστασης στην αίτηση των εναγομένων και την ίδια μέρα καταχώρησαν αίτηση με την οποία αξίωναν διάταγμα του Δικαστηρίου όπως η απόφαση του διαιτητή καταχωρηθεί ως απόφαση του Δικαστηρίου.

Στις 21.2.1996 το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση με την οποία επιβεβαίωσε την απόφαση του διαιτητή και επεδίκασε στους ενάγοντες ποσό £95.061, πλέον έξοδα.

Η παρούσα έφεση στοχεύει στην ακύρωση της πιο πάνω απόφασης για τους πιο κάτω λόγους:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ή παράνομα δεν επιλήφθηκε πρώτα της αίτησης των εφεσειόντων για ακύρωση της απόφασης του διαιτητή και λανθασμένα επέλεξε να επιληφθεί του θέματος στο στάδιο της έκδοσης της τελικής του απόφασης.

2.  Η απόφαση στερείται αιτιολόγησης κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι διάδικοι δεν είχαν συμφωνήσει να εξεταστούν και οι δύο αιτήσεις μαζί.  Εξέταση του φακέλου αποκαλύπτει ακριβώς το αντίθετο.  Η αναφορά του Δικαστηρίου σε συμφωνία για κοινή εξέταση των δύο αιτήσεων, δεν ευσταθεί.

2.  Η διαδικασία που ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είναι επιτρεπτή. Έπρεπε να επιληφθεί χωριστά της αίτησης των εναγομένων για ακύρωση της απόφασης του διαιτητή και αφού αποφάσιζε επ’ αυτής με αναφορά στα θέματα που εγείροντο, τότε και μόνο τότε θα έπρεπε να προχωρήσει. Το Δικαστήριο θα αντιμετώπιζε δικονομικό αδιέξοδο αν, εξετάζοντας την αίτηση για ακύρωση της απόφασης του διαιτητή, κατέληγε ότι η απόφαση έπασχε, αφού η εκδίκαση της υπόθεσης είχε ήδη περατωθεί και η απόφαση επιφυλαχθεί.

3.  Η απόρριψη της αίτησης για ακύρωση της απόφασης του διαιτητή στερείται αιτιολογίας. Δυνάμει του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων επιβάλλεται ως συστα[*2197]τικό στοιχείο για την έγκυρη άσκηση της δικαστικής λειτουργίας.  Η πρωτόδικη απόφαση με τη λακωνικότητά της ουσιαστικά καταλήγει σε άρνηση δικαιοσύνης και σε αυθαίρετη απόρριψη της αίτησης των εφεσειόντων.

Η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται.  Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστήριο με άλλη σύνθεση.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα εις βάρος των εφεσιβλήτων. Εκδίδεται διαταγή για επανεκδίκαση. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα ακολουθήσουν το τελικό αποτέλεσμα της υπόθεσης.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Τράπεζα Κύπρου Λτδ v. Dynacon Ltd (1998) 1 A.A.Δ. 1978,

Psaras a.ο. v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132,

Neophytou v. Police (1981) 2 C.L.R. 195,

Δρουσιώτης v. Ιερωνυμίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026,

Βασιλείου κ.ά. v. Μενελάου κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125,

Παχνιώτης v. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 920.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγομένους κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Aναστασίου, Π.E.Δ. και Σταυρινίδης, A.E.Δ.), που δόθηκε στις 29 Φεβρουαρίου, 1996 (Aρ. Aγωγής 1374/90), με την οποία επιδικάστηκε στους ενάγοντες ποσό £95.061 για εκτελεσθείσες οικοδομικές εργασίες.

Ν. Παπαευσταθίου για Τ. Παπαδόπουλο και N. Kαθητζιώτου, για τους Eφεσείοντες.

Χρ. Γεωργιάδης, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

[*2198]ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Oι ενάγοντες-εφεσίβλητοι είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που ασχολείται με οικοδομικές εργασίες και αξιώνουν από τους εναγόμενους-εφεσείοντες συνολικά ποσό άνω των £250.000 για επιπλέον εργασίες που εξετέλεσαν κατά την ανέγερση ξενοδοχειακής μονάδας που ανήκε στους εφεσείοντες. 

Η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε στις 4.3.1992. Στις 12.1.1994 και ενώ είχε συμπληρωθεί η αντεξέταση του Μ.Υ.1, συμφωνήθηκε ο διορισμός του κ. Πέτρου Ζωγράφου ως διαιτητή.  Παρ’ όλον ότι ο κ. Ζωγράφος ήταν παρών η υπόθεση αναβλήθηκε επ’ αόριστον για να γίνει ο επίσημος διορισμός του.  Στις 7.2.1994 εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα με το οποίο όλα τα τεχνικά θέματα που προέκυπταν από τη μεταξύ των διαδίκων διαφορά και που αναφέρονταν στα δικόγραφα, πλην των καθαρώς νομικών σημείων, παραπέμπονταν σε διαιτησία για τελεσίδικη απόφαση.  Η έκθεση του διαιτητή θα έπρεπε να κατατεθεί στο Δικαστήριο μέσα σε έξι μήνες από την επίδοση του διατάγματος στο διαιτητή.  Ενόψει της εξέλιξης η υπόθεση αναβλήθηκε επ’ αόριστον.

Στις 20.5.1994 με πρακτικό του προέδρου του Δικαστηρίου η υπόθεση ορίζεται για μνεία στις 23.6.1994, οπότε ο δικηγόρος των εναγόντων ζήτησε τον ορισμό ημερομηνίας ακρόασης επί όλων των θεμάτων, πλην εκείνων που είχαν παραπεμφθεί σε διαιτησία.  Έτσι η ακρόαση της υπόθεσης συνεχίστηκε στις 19.9.1994 με την κατάθεση μαρτύρων υπεράσπισης.  Από τη δική του πλευρά ο διαιτητής ζήτησε και πήρε επανειλημμένα παράταση της προθεσμίας προς υποβολή του πορίσματός του.

Η ακρόαση των μαρτύρων συμπληρώθηκε στις 9.2.1995 και η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 4.5.1995, προφανώς για αγορεύσεις.  Ακολούθησε νέα αίτηση για παράταση για καταχώρηση του πορίσματος του διαιτητή, στην οποία όμως έφεραν ένσταση οι εναγόμενοι.

Τελικά η απόφαση του διαιτητή εκδόθηκε στις 2.5.1995.  Οι εναγόμενοι καταχώρησαν αίτηση που συνοδευόταν με ένορκη δήλωση ημερ. 7.7.1995, με την οποία αξίωναν απόφαση του Δικαστηρίου για ακύρωση της απόφασης του διαιτητή τον οποίο κατηγορούσαν για πλημμελή συμπεριφορά. 

Οι δικηγόροι των εναγόντων καταχώρησαν στις 24.7.1995 ειδο[*2199]ποίηση πρόθεσης ένστασης στην αίτηση των εναγομένων, ενώ την ίδια μέρα καταχώρησαν αίτηση με την οποία αξίωναν διάταγμα του Δικαστηρίου όπως η απόφαση του διαιτητή καταχωριστεί ως απόφαση του Δικαστηρίου.

Σε κοινό πρακτικό για τις δύο αιτήσεις ημερ. 12.10.1995 διαβάζουμε τα ακόλουθα:

“ Δικαστήριο :

Ενόψει αυτής της διευθέτησης ότι ο κ. Ζωγράφος ως διαιτητής θα καταχωρήσει τα πρακτικά της διαδικασίας της διαιτησίας και προς το σκοπό τούτο δίδονται οδηγίες σε αυτόν να τα καταθέσει στον πρωτοκολλητή και ο κ. Κωμοδρόμος θα καταχωρήσει τις νομικές αυθεντίες στις οποίες βασίστηκε.

Η υπόθεση κλείει και η απόφαση επιφυλάσσεται.

Δίδονται οδηγίες όπως ο πρωτοκολλητής ειδοποιήσει τον κ. Ζωγράφο περί της κατάθεσης των πρακτικών τα οποία να καταθέσει εντός 10 ημερών από της κατάθεσης του κ. Κωμοδρόμου και να δώσει αντίγραφο στις δύο πλευρές.”

Στις 21.2.1996 το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση με την οποία επιβεβαίωσε την απόφαση του διαιτητή και επιδίκασε στους ενάγοντες ποσό £95.061, πλέον έξοδα.  Εναντίον της απόφασης ασκήθηκε έφεση με την οποία εγείρονται δεκατρείς συνολικά λόγοι έφεσης.

Κατ’ αρχήν οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα ή παράνομα δεν επιλήφθηκε πρώτα της αίτησης των εφεσειόντων για ακύρωση της απόφασης του διαιτητή ημερ. 2.5.1995 και ότι λανθασμένα επέλεξε να επιληφθεί του θέματος στο στάδιο της έκδοσης της τελικής του απόφασης.  Περαιτέρω προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η απόφαση στερείται αιτιολόγησης κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος. 

Πράγματι η διαδικασία που ακολούθησε το πρωτόδικο δικαστήριο και ασυνήθιστη είναι και πολλούς κινδύνους εγκυμονεί.  Ενώ εκκρεμούσαν ενώπιόν του δύο εκ διαμέτρου αντίθετες αιτήσεις, η μια από τις οποίες ήταν για ακύρωση της απόφασης του διαιτητή λόγω πλημμέλειας, απέφυγε να επιληφθεί των αιτήσεων αυτών χωριστά και επέλεξε να αναφερθεί σ’ αυτές στην τελική του απόφαση. Σε σχετική αναφορά του το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει ότι κατόπιν συμφωνίας των συνηγόρων, εξέτασε τις δύο αι[*2200]τήσεις μαζί και το θέμα επιφυλάχθηκε να αποφασιστεί με την απόφαση ολόκληρης της αγωγής.  Εξέταση του φακέλλου δεν αποκαλύπτει συναίνεση ή συμφωνία των συνηγόρων για κάτι τέτοιο.  Αντίθετα με την έφεση οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ακριβώς το αντίθετο.

Θεωρούμε τη διαδικασία που ακολουθήθηκε ως μη επιτρεπτή.  Το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του δύο διαφορετικές δικονομικά διαδικασίες. Έπρεπε να επιληφθεί χωριστά της αίτησης των εναγομένων για ακύρωση της απόφασης του διαιτητή και αφού αποφάσιζε επ’ αυτής, μάλιστα με αναφορά στα θέματα που εγείρονται, τότε και μόνο τότε θα έπρεπε να προχωρήσει.

Διερωτάται κανένας πως το Δικαστήριο έκλεισε την υπόθεση και επεφύλαξε την έκδοση απόφασης πριν αποφασίσει την τύχη της απόφασης του διαιτητή.  Αν για παράδειγμα, εξετάζοντας την αίτηση για ακύρωση της απόφασης του διαιτητή, κατέληγε ότι η απόφαση έπασχε θα αντιμετώπιζε δικονομικό αδιέξοδο, αφού η εκδίκαση της υπόθεσης είχε ήδη περατωθεί και η απόφαση επιφυλαχθεί.  Σχετικά χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην πρόσφατη απόφαση Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Dynacon Ltd (1998) 1 A.A.Δ. 1978.

Το θέμα όμως δεν τελειώνει εδώ. Στις τριάντα τρεις συνολικά παραγράφους της ένορκης δήλωσης του Αντρέα Στασή, διευθύνοντος συμβούλου της εναγόμενης εταιρείας που συνοδεύει την αίτηση αναπτύσσεται με λεπτομέρεια μεγάλος αριθμός λόγων για τον οποίο, σύμφωνα με τους εναγόμενους, η απόφαση του διαιτητή θα έπρεπε να ακυρωθεί. 

Στην απόφασή του το Δικαστήριο, ύστερα από μια επιγραμματική αναφορά στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, Τέταρτη Έκδοση, Τόμος 2, παραγρ. 693 και 694, σύμφωνα με την οποία πλημμέλεια θεωρείται ένας τέτοιος χειρισμός της υπόθεσης που να φτάνει στο σημείο να θεωρείται ουσιώδης άρνηση δικαιοσύνης, καταλήγει ότι ο διαιτητής δεν είναι ένοχος πλημμέλειας και απορρίπτει την αίτηση.

Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος επιβάλλει την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων ως συστατικό στοιχείο για την έγκυρη άσκηση της δικαστικής λειτουργίας (Psaras and another v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132 και Neophytou v. The Police  (1981) 2 C.L.R. 195. Βλέπε επίσης Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026, 1034 και Βασιλείου κ.ά. ν. Μενελάου κ.ά. (1990) 1 [*2201]Α.Α.Δ. 1125, 1131).

Ακόμα κρίθηκε ότι η καταγραφή ευρημάτων μετά την απλή επανάλειψη αλληλοσυγκρουόμενης μαρτυρίας και η παραπομπή σ’ αυτήν, δεν συνιστά αιτιολόγηση της απόφασης (Παχνιώτης ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 920, 925).

Θεωρούμε την αναφορά του Δικαστηρίου ανεπαρκή, γενική και αόριστη.  Παρά τη συνταγματική επιταγή για αιτιολόγηση κάθε δικαστικής απόφασης, η παρούσα απόφαση αποφεύγει να δώσει οποιανδήποτε εξήγηση για το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει.  Όταν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου ένας τόσο μεγάλος αριθμός λόγων για τον οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εμφιλοχώρησε πλημμέλεια, αναμένεται ότι θα πρέπει να γίνεται αναφορά και ανάλυση των προβαλλόμενων επιχειρημάτων, για να μπορεί κάποιος τουλάχιστον να ακολουθήσει το συλλογισμό του Δικαστηρίου που οδήγησε στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα.  Η πρωτόδικη απόφαση με τη λακωνικότητά της ουσιαστικά καταλήγει σε άρνηση δικιαιοσύνης και σε αυθαίρετη απόρριψη της αίτησης των εφεσειόντων.

Ενόψει όλων των πιο πάνω καταλήγουμε χωρίς δυσκολία ότι η πρωτόδικη απόφαση πάσχει λόγω πράγματι θεμελιακών ελαττωμάτων που οδηγούν αναπόφευκτα στην ακύρωσή της.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται.  Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από δικαστήριο με άλλη σύνθεση.  Τα έξοδα της έφεσης θα βαρύνουν τους εφεσίβλητους, ενώ τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν την τελική έκβαση της υπόθεσης.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα εις βάρος των εφεσιβλήτων. Εκδίδεται διαταγή για επανεκδίκαση. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα ακολουθήσουν το τελικό αποτέλεσμα της υπόθεσης.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο