(1998) 1 ΑΑΔ 2202
[*2202]26 Νοεμβρίου, 1998
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ,
2. ΜΑΡΩ ΑΓΑΘΟΚΛΗ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσείοντες-Eναγόμενοι,
ν.
ΝΙΚΗΣ ΛΑΠΠΑ,
Εφεσίβλητης-Eνάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9825)
Συμβάσεις — Παρανομία — Ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149, Άρθρο 23 — Συνέπειες της παρανομίας — Σκοπός του νόμου — Εκτέλεση σύμβασης με τρόπο που απαγορεύεται από μια νομοθετική πρόνοια — Ρητή και εξυπακουόμενη απαγόρευση — Στην πρώτη περίπτωση η σύμβαση είναι εμποτισμένη με παρανομία και δεν μπορεί να εκτελεστεί, στη δεύτερη περίπτωση η κατάταξη της συμφωνίας ως παράνομης ή μη, είναι θέμα ερμηνείας του σχετικού νόμου — Κατά πόσο η εκτέλεση σύμβασης με τρόπο που παραβιάζει μια νομοθετική πρόνοια οδηγεί σε αποστέρηση του δικαιώματος προσφυγής στα Δικαστήρια — Εκτενής αναφορά στην Αγγλική και Κυπριακή νομολογία.
Eυρήματα Δικαστηρίου — Ευρήματα και συμπεράσματα πρωτόδικου Δικαστηρίου στηριζόμενα στην αξιοπιστία μαρτύρων — Αρχές επέμβασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατ’ έφεση.
Η εφεσίβλητη-ενάγουσα που είναι αρχιτέκτονας, καταχώρησε αγωγή διεκδικώντας το υπόλοιπο της αμοιβής της για την ετοιμασία αρχιτεκτονικών σχεδίων αναφορικά με την ανέγερση της οικοδομής των εφεσειόντων-εναγομένων, στην Αγία Φύλαξη στη Λεμεσό, ανερχόμενο σε £2.922. Οι εφεσείοντες, με την ανταπαίτησή τους, αξίωσαν από την εφεσίβλητη ποσό £6.670, που συμπεριλάμβανε την επιστροφή του ποσού που είχαν ήδη καταβάλει στην εφεσίβλητη και επιπρόσθετα ένα ποσό £5.250 για αυξήσεις υλικών, εργατικών και άλλων. Κατά την εκπόνηση των αρχιτεκτονικών σχεδίων το 1990, η εφεσίβλητη δεν κατείχε την ενιαυσία άδεια που εκδίδεται από το Συμβούλιο Εγγρα[*2203]φής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών και λήγει την 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου. Την εν λόγω άδεια απέκτησε στις 21.10.1992.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και απέρριψε την ανταπαίτηση των εφεσειόντων. Αναφορικά με το θέμα της μη κατοχής ενιαυσίας άδειας εκ μέρους της εφεσίβλητης, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου είχαν σκοπό να ρυθμίσουν τα του επαγγέλματος και η μη ανανέωση της ενιαυσίας άδειας εκ μέρους της εφεσίβλητης δεν μπορούσε να της αποστερήσει το δικαίωμα να προσφύγει σε πολιτικά δικαστήρια για να διεκδικήσει την απαίτησή της, όπως είχε ισχυριστεί ο συνήγορος των εφεσειόντων.
Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση για δύο κυρίως λόγους:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης και απέρριψε την εκδοχή των εφεσειόντων, και
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η εφεσίβλητη, αν και δεν είχε καταβάλει τα σχετικά τέλη για την έκδοση άδειας εξάσκησης επαγγέλματος, μπορούσε να διεκδικήσει την απαίτησή της.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο λόγος (1) της έφεσης αφορά θέματα αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βασίζονται πάνω στην προφορική μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί, για το λόγο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση να εξετάσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία που παρουσιάζεται ενώπιόν του. Το εύρημα, στην παρούσα υπόθεση, ότι η αμοιβή της εφεσίβλητης είχε συμφωνηθεί προφορικά στο 3.5% επί του προβλεπόμενου κόστους οικοδομής σύμφωνα με τα ισχύοντα από το Σύνδεσμο Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων Κύπρου, υποστηρίζεται από τη μαρτυρία την οποία το δικαστήριο δέχθηκε ως ορθή. Ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου για ανατροπή των ευρημάτων που βασίζονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.
2. Στην παρούσα υπόθεση, η καταστρατήγηση των προνοιών του Άρθρου 12Α(1) του περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου αρ. 41/62, από την εφεσίβλητη, η οποία προέκυψε από τη μη [*2204]έγκαιρη ανανέωση της ενιαυσίας άδειας ασκήσεως επαγγέλματος της, δεν καθιστά τη σχετική σύμβαση μεταξύ των διαδίκων παράνομη, κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 23 του Κεφ. 149 και, κατ’ επέκταση, άκυρη. Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την περίπτωση που η εφεσίβλητη δεν θα κατείχε άδεια εξασκήσεως του επαγγέλματός της. Στην τελευταία περίπτωση η σύμβαση θα ήταν άκυρη. Όταν ένα πρόσωπο, κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης μιας σύμβασης, ενεργεί με τρόπο που παραβιάζει μια νομοθετική πρόνοια, η συμπεριφορά του αυτή δεν μπορεί να του αποστερήσει ταυτόχρονα και το δικαίωμά του να προσφύγει στα Δικαστήρια. Η περί του αντιθέτου θέση του δικηγόρου των εφεσειόντων, είναι αντίθετη προς τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας και των νομοθετημάτων που στοχεύουν στην προστασία του κοινού ή την υλοποίηση ενός σκοπού γενικής πολιτικής. Στην περίπτωση που ο Νόμος στοχεύει στην προστασία του κοινού, όπως π.χ. με την απαγόρευση εξάσκησης ενός επαγγέλματος από πρόσωπα που δεν είναι προσοντούχα, τότε η σύμβαση που συνάπτει ένα τέτοιο μη προσοντούχο πρόσωπο είναι παράνομη και δεν μπορεί να εφαρμοστεί.
3. Στην παρούσα περίπτωση η εφεσίβλητη ήταν προσοντούχος αρχιτέκτονας και είχε εγγραφεί στο σχετικό μητρώο των αρχιτεκτόνων του Συνδέσμου Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων Κύπρου. Κατά τον ουσιώδη χρόνο εκπόνησης των σχεδίων των εφεσειόντων δεν ήταν κάτοχος της ενιαυσίας άδειας που προνοεί το Άρθρο 12(Α) του περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου Αρ. 41/62, την οποία απέκτησε εκ των υστέρων. Δυνάμει των προνοιών του πιο πάνω άρθρου, ο μη κάτοχος της ενιαυσίας άδειας δεν εμποδίζεται ούτε ρητά ούτε με εξυπακουόμενο τρόπο να διεκδικήσει την αμοιβή του. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται με την αντιπαράθεση του Άρθρου 10 του Νόμου, το οποίο τιμωρεί ρητά και απαγορεύει ρητά την είσπραξη αμοιβής από αρχιτέκτονες ή πολιτικούς μηχανικούς κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Επιπρόσθετα, η διαφορά στις ποινές για καταστρατήγηση του άρθρου 10 και του Άρθρου 12(Α) ενισχύει την άποψη ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 12(Α) είναι διαδικαστικής φύσης και δεν μπορούν να προσδώσουν παράνομο χαρακτήρα σε μια σύμβαση που δεν θα επέτρεπε την προσφυγή στα Δικαστήρια.
4. Αν ο νομοθέτης είχε πρόθεση να αποστερήσει το δικαίωμα διεκδίκησης της αμοιβής στην παρούσα περίπτωση, θα το έκαμνε με ρητή νομοθετική πρόνοια, όπως και στην περίπτωση των περί Δικηγόρων Νόμων, όπου το Άρθρο 11(4)(α) των εν λόγω Νόμων προνοεί ότι το πρόσωπο που ασκεί τη δικηγορίαν χωρίς να είναι κάτοχος [*2205]ετήσιας άδειας, κωλύεται να εγείρει ή συνεχίσει αγωγή για είσπραξη δικαιώματος αμοιβής.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Γεωργίου v. Καψού (1997) 1(A) A.A.Δ. 164,
Αθανασίου v. Loizias & Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 947,
Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107,
Glamor Development Ltd v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444,
Kanaris v. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637,
G.M. Platritis & Co. a.o. v. Computer Patent Annuities a.o. (1988) 1 C.L.R. 135,
Χαραλάμπους κ.ά. v. Daccache (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 269,
Anderson Ltd v. Daniel [1924] 1 K.B. 138,
St. John Shipping Corporation v. Joseph Bank Ltd [1957] 1 Q.B. 267,
Cope v. Rowlands 2 N & W 149,
Bostel Brothers Ltd v. Hurlock [1948] 2 All E.R. 312,
Koropoulli a.o. v. Avraam (1987) 1 C.L.R. 78,
Smith v. Mawhood [1845] 14 M & W 452,
Cope v. Rowlands [1836] 2 M & W 149,
Archbolds (Freightage) Ltd v. S. Spanglett Ltd [1961] 1 All E.R. 417,
Shaw v. Groom [1970] 1 All E.R. 702.
Έφεση.
[*2206]
Έφεση από τους εναγομένους κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Nαθαναήλ, A.E.Δ.), που δόθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου, 1996 (Aρ. Aγωγής 2467/92), με την οποία έγινε αποδεκτή η εκδοχή της ενάγουσας και επιδικάστηκε σ’ αυτή ποσό £2.922,50 για ετοιμασία αρχιτεκτονικών σχεδίων.
Στ. Παύλου, για τους Eφεσείοντες.
Σ. Πούγιουρος, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα
Η εφεσίβλητη, που είναι αρχιτέκτονας και ασκούσε το επάγγελμα από το 1979, συμφώνησε με τους εφεσείοντες μέσα στο Σεπτέμβριο του 1990 να τους ετοιμάσει αρχιτεκτονικά σχέδια για την ανέγερση μιας τετρακατοικίας στην Αγία Φύλαξη στη Λεμεσό. Τα σχέδια που ετοίμασε η εφεσίβλητη υπογράφτηκαν από τους εφεσείοντες τον Ιούνιο του 1991 και η σχετική άδεια εκδόθηκε το Φεβρουάριο του 1992. Δύο μήνες μετά την αποδοχή εκ μέρους των εφεσειόντων των πρώτων σχεδίων και πιο συγκεκριμένα μέσα στο Σεπτέμβριο του 1991, οι εφεσείοντες έδωσαν νέες οδηγίες στην εφεσίβλητη για την ανέγερση δύο συνεχόμενων αλλά αυτοτελών κατοικιών, που θα μπορούσαν να πωληθούν ανεξάρτητα. Η εφεσίβλητη ετοίμασε νέα σχέδια σύμφωνα με τις οδηγίες που της δόθηκαν, που υπογράφτηκαν από τους εφεσείοντες μέσα στο Φεβρουάριο του 1992. Η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι είχε αναφέρει στους εφεσείοντες ότι για τα νέα σχέδια, η αμοιβή της θα ήταν 3,5% πάνω στις προβλεπόμενες δαπάνες της οικοδομής σύμφωνα με τους Κανονισμούς του Συνδέσμου Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων Κύπρου. Επειδή οι εφεσείοντες της είχαν καταβάλει ήδη ποσό £1,420 για τα πρώτα σχέδια που ετοίμασε, παρέμεινε υπόλοιπο που ανερχόταν σε £2,922. Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η εφεσίβλητη τους υποσχέθηκε ότι θα ετοίμαζε τα νέα σχέδια χαριστικά, αφού τα πρώτα σχέδια ήταν λανθασμένα και της πρόσφεραν ποσό £300 προς πλήρη εξόφληση. Μετά την αποτυχία κατάληξης σε συμφωνία και την έγερση αγωγής εκ μέρους της εφεσίβλητης, οι [*2207]εφεσείοντες αξίωσαν από την εφεσίβλητη ανταπαιτητικά ποσό £6,670. Το πιο πάνω ποσό συμπεριλάμβανε την επιστροφή του ποσού των £1,420 που είχαν ήδη καταβάλει στην εφεσίβλητη και επιπρόσθετα ένα ποσό £5,250 για αυξήσεις υλικών, εργατικών και άλλων.
Η εφεσίβλητη γράφτηκε για πρώτη φορά ως αρχιτέκτονας στο Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών το 1979. Κάθε αρχιτέκτονας πρέπει να κατέχει την ενιαυσία άδεια που εκδίδεται από το Συμβούλιο και λήγει την 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου. Η εφεσίβλητη εξασφάλισε την ενιαυσία άδεια της για τα χρόνια 1990 και 1991 στις 21/10/92. Η ενιαυσία άδεια του 1992 δόθηκε στις 19/5/94. Τα σχετικά τέλη για την απόκτηση ενιαυσίας άδειας μέχρι το 1992 ήταν £10 και μέχρι το 1992 £20. Το βασικό συμπέρασμα που εξάγεται από τα πιο πάνω στοιχεία είναι ότι η εφεσίβλητη όταν ανέλαβε την εκπόνηση των μελετών, δεν κατείχε ενιαυσία άδεια, την οποία απέκτησε εκ των υστέρων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από μια ενδελεχή αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε αποδέχθηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης και απέρριψε την ανταπαίτηση των εφεσειόντων. Ακολούθως, αφού εξέτασε τα επακόλουθα της μη κατοχής ενιαυσίας άδειας εκ μέρους της εφεσίβλητης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου είχαν σκοπό να ρυθμίσουν τα του επαγγέλματος και η μη ανανέωση της ενιαυσίας άδειας εκ μέρους της εφεσίβλητης δεν μπορούσε να της αποστερήσει το δικαίωμα να προσφύγει σε πολιτικά δικαστήρια για να διεκδικήσει την απαίτηση της.
Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση για δύο κυρίως λόγους. Πρώτο, γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης και απέρριψε την εκδοχή των εφεσειόντων. Δεύτερο, γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η εφεσίβλητη, άνκαι δεν είχε καταβάλει τα σχετικά τέλη για την έκδοση άδειας εξάσκησης επαγγέλματος, μπορούσε να διεκδικήσει την απαίτησή της.
(β) Η αποδοχή της εκδοχής της εφεσίβλητης από το πρωτόδικο Δικαστήριο
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων πρόβαλε μερικούς λόγους που κατά την άποψη του θα έπρεπε να κλονίσουν την αξιοπιστία της εφεσίβλητης και να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει σε συμπέρασμα απόρριψης της εκδοχής της εφε[*2208]σίβλητης και αποδοχής των θέσεων των εφεσειόντων.
Ειδικότερα υποβλήθηκε μεταξύ άλλων εισήγηση ότι η εφεσίβλητη ήταν ένοχη αν όχι πλαστογραφίας, των ενιαυσίων αδειών για τα χρόνια 1990, 1991 και 1992 (τεκμήρια Ε1-Ε3) τουλάχιστον, ψευδορκίας και χρησιμοποίησης πλαστών εγγράφων, ότι το εύρημα ότι “είχε συμφωνηθεί προφορικά η αμοιβή της ενάγουσας στο 3.5% με βάση το προβλεπόμενο κόστος οικοδομής και με υπολογισμό £250 το τ.μ.” ήταν δύσκολο να εξαχθεί και ότι το Δικαστήριο κατέληξε σε λανθασμένο εύρημα ότι η εφεσίβλητη είχε πει στους εφεσείοντες να προχωρήσουν στη χωρομέτρηση του οικοπέδου τους μέσω του Κτηματολογίου ενώ η ίδια ισχυριζόταν ότι είχε προβεί σε επιτόπια εξέταση και χωρομέτρηση του οικοπέδου.
Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βασίζονται πάνω στην προφορική μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί και τούτο γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκεται σε πιο πλεονεκτική θέση να εξετάσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία που παρουσιάζεται ενώπιον του. (Ίδε Γεωργίου ν. Καψού (1997) 1(A) A.A.Δ. 164). Όμως το Εφετείο μπορεί να επέμβει όταν διαπιστώσει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα για ένα σημαντικό θέμα που έχει εγερθεί κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας (ίδε Αθανασίου ν. Loizias & Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 3 Α.Α.Δ. 329) ή όταν ένα εύρημα δεν μπορούσε να ήταν λογικά επιτρεπτό έχοντας υπόψη τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί. (Ίδε Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107).
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τους λόγους που έχουν προβληθεί σε σχέση με την προφορική και έγγραφη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι σχετικές εισηγήσεις δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Αναφορικά με το εύρημα ότι η αμοιβή της εφεσίβλητης είχε συμφωνηθεί προφορικά στο 3.5%, υπάρχει ικανοποιητική μαρτυρία που μπορούσε να το δικαιολογήσει. Η εφεσίβλητη κατέθεσε ότι είχε συμφωνήσει ότι θα της καταβαλλόταν εύλογη αμοιβή για τις υπηρεσίες της. Ανέφερε, επίσης, στους εφεσείοντες ότι η αμοιβή της θα βασιζόταν πάνω στο 3.5% επί του προβλεπόμενου κόστους οικοδομής σύμφωνα με τα ισχύοντα από το Σύνδεσμο Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων Κύπρου, υπολογίζοντας δε ότι το ολικό εμβαδόν θα ήταν 553 τ.μ. με κόστος κατασκευής στις £250 το τ.μ., το ύψος της αμοιβής της θα ήταν ανάλογο. Ο μάρτυρας της εφεσίβλητης Γ. Λυμπουρίδης (ΜΕ2) κατέθεσε ως τεκμήριο το σχετικό πίνακα αμοιβών των [*2209]αρχιτεκτόνων και ανάφερε ότι το ποσό των £250 για κάθε τετραγωνικό μέτρο ήταν εκ πρώτης όψεως χαμηλό για το 1992, χωρίς να αντεξεταστεί. Έχοντας υπόψη ότι δεν αμφισβητήθηκε κατά την πρωτόδικη διαδικασία ότι η εύλογη αμοιβή της εφεσίβλητης βασιζόταν στο σχετικό πίνακα αμοιβών και ότι το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η εφεσίβλητη είχε συμφωνήσει να της καταβληθεί εύλογη αμοιβή για τις υπηρεσίες της, το εύρημα του Δικαστηρίου ήταν απόλυτα δικαιολογημένο.
Οι υπόλοιπες εισηγήσεις που πλήττουν την αποδοχή των ισχυρισμών της εφεσίβλητης βασίζονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε παρουσιαστεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει προβεί σε μια ενδελεχή ανάλυση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του που βασίζονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και της αποδοχής των θέσεων της εφεσίβλητης είναι αδιάβλητα σε βαθμό που δεν δικαιολογούν οποιαδήποτε παρέμβαση μας.
(γ) Η εφεσίβλητη δεν κατείχε ενιαυσία άδεια
Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι η μη ύπαρξη ενιαυσίας άδειας εξάσκησης του επαγγέλματος του αρχιτέκτονα δεν επιτρέπει πρόσβαση σε πολιτικό Δικαστήριο για την ανάκτηση αμοιβής, αφού μια τέτοια ενέργεια συγκρούεται με τις πρόνοιες του άρθρου 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Επιπρόσθετα από την πιο πάνω εισήγηση οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι οι αρχές του κοινοδικαίου όπως εφαρμόζονται στην Κύπρο δεν επιτρέπουν την εφαρμογή παράνομων συμβάσεων και/ή τη δικαστική προώθηση διεκδικήσεων που στηρίζονται πάνω σε παράνομες συμβάσεις ή σε συμβάσεις που το προσφερόμενο αντάλλαγμα είναι παράνομο. Αντίθετα η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι η μη εξασφάλιση της ενιαυσίας άδειας δεν μπορεί να καταστήσει τη σύμβαση παράνομη. Το άρθρο 12(Α) του Νόμου που αναφέρεται στην εξασφάλιση ενιαυσίας άδειας δεν απαγορεύει ρητά την καταφυγή σε πολιτικά Δικαστήρια, σε αντίθεση με το άρθρο 10 του ίδιου Νόμου που αναφέρεται στην εγγραφή ενός προσώπου ως αρχιτέκτονα, που έχει σαν σκοπό την προστασία του κοινού από πρόσωπα που δεν είναι προσοντούχα. Επομένως το βασικό ερώτημα είναι κατά πόσο η εφαρμογή της σύμβασης θα ήταν αντίθετη με τη δημόσια πολιτική όπως αναφέρεται στην υπόθεση Glamor Development Ltd v. Christodoulou [1984] 1 C.L.R. 444 που καθορίζει ότι ένας πολίτης δεν μπορεί να πράττει εκείνο που έχει την τάση να παραβλάπτει το κοινό ή να συγκρούεται με το δημόσιο συμφέρον.
Η παρανομία που μπορεί να εντοπιστεί στις συμβάσεις είναι [*2210]ένα αρκετά δύσκολο θέμα και οι επιπτώσεις της δεν μπορούν να καθοριστούν με ευκολία. Και τούτο γιατί η έκταση και η σοβαρότητα της παρανομίας διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση. Οι παράνομοι σκοποί μπορεί να συμπεριλαμβάνουν περιπτώσεις όπου διαφαίνεται μεγάλη φαυλότητα ή διαφθορά (π.χ. φόνου) ή περιπτώσεις όπου η παραβίαση μιας νομοθετικής πρόνοιας είναι τυπική (π.χ. η παράλειψη να παρουσιάσει ένας πωλητής αγαθών τη σχετική άδεια πώλησης).
Το άρθρο 12Α(1) του περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου αρ. 41/62 αναφέρει τα ακόλουθα:
“12Α.-(1) Ανεξαρτήτως παντός εν τω παρόντι Νόμω διαλαμβανομένου, ουδέν πρόσωπον θα ασκή το επάγγελμα του Αρχιτέκτονος, Πολιτικού Μηχανικού, Αρχιτέκτονος εξ Επαγγέλματος ή Τεχνικού Οικοδομών εκτός εάν έχη καταβάλει το καθωρισμένον τέλος εγγραφής ή παροχής αδείας και λάβη ενιαυσίαν άδειαν ασκήσεως επαγγέλματος εν τω καθωρισμένω τύπω και επί τη καταβολή του καθωρισμένου τέλους.
(2) Η ενιαυσία άδεια ασκήσεως επαγγέλματος θα εκπνέη την τριακοστήν πρώτην ημέραν του μηνός Δεκεμβρίου ..............
(3) Πας όστις ασκεί το επάγγελμα του Αρχιτέκτονος, Πολιτικού Μηχανικού, Αρχιτέκτονος εξ Επαγγέλματος ή Τεχνικού Οικοδομών άνευ καταβολής του καθωρισμένου τέλους εγγραφής ή παροχής αδείας και της λήψεως της εν τω εδαφίω (1) προνοουμένης ενιαυσίας αδείας είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται, εν περιπτώσει καταδίκης, εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας εκατόν λίρας.”
Το βασικό ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο η σχετική σύμβαση, που φαίνεται ότι καταστρατηγεί τις πρόνοιες του άρθρου 12(Α), ήταν παράνομη κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 23 του Κεφ. 149.
Το άρθρο 23 προνοεί τα πιο κάτω:
“Η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας είναι νόμιμος εκτός εάν -
(α) είναι κατά νόμον απηγορευμένος· ή
[*2211](β) είναι τοιαύτης φύσεως ώστε, εάν επετρέπετο, θα κατεστρατήγει τας διατάξεις οιουδήποτε νόμου· ή
(γ) συνιστά απάτην· ή
(δ) επάγηται ή ενέχη βλάβην εις το πρόσωπον ή την περιουσίαν ετέρου· ή
(ε) το Δικαστήριον ήθελε κρίνει τούτον ως αντικείμενον εις τα χρηστά ήθη ή την δημοσίαν πολιτικήν.
Εν εκάστη των τοιούτων περιπτώσεων η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας θεωρείται παράνομος. Πάσα συμφωνία ής ο σκοπός ή αντιπαροχή είναι παράνομος είναι άκυρος.”
(i) Το άρθρο 23 του Περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149
Το άρθρο 23 του Κεφ. 149 έχει εξεταστεί σε αρκετές υποθέσεις στις οποίες έχει τονιστεί ότι η διαπίστωση της ύπαρξης παρανομίας σε μια σύμβαση καθιστά ολόκληρη τη σύμβαση άκυρη (ίδε Kanaris v. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637, G.M. Platritis & Co. v. Computer Patent Annuities (1988) 1 C.L.R. 135, Χαραλάμπους ν. Daccache (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 269, όπως επίσης και τις αγγλικές αποφάσεις Anderson Ltd. v. Daniel [1924] 1 K.B. 138 και St. John Shipping Corporation v. Joseph Bank, Ltd. [1957] 1 Q.B. 267). Στις πιο πάνω υποθέσεις τονίστηκε ότι η παρανομία σε μια σύμβαση παρατηρείται στη συνομολόγηση της ή στην εκτέλεση της. Αν η παρανομία επισημαίνεται στη συνομολόγηση της με απώτερο σκοπό τη διάπραξη ενός αδικήματος, η σύμβαση είναι ανεφάρμοστη. Αν η παρανομία προέρχεται και από τους δύο διαδίκους η πρόθεση κατά τη διάρκεια της συνομολόγησης είναι ουσιώδης και τούτο γιατί αν η πρόθεση είναι αμοιβαία η σύμβαση δεν μπορεί να εκτελεστεί. (Ίδε Cope v. Rοwlands 2 N & W 149 και Bostel Brothers Ltd. v. Hurlock [1948] 2 All E.R. 312). Αν όμως η παρανομία προέρχεται από ένα συμβαλλόμενο, η σύμβαση δεν μπορεί να εκτελεστεί από το συμβαλλόμενο που είχε την παράνομη πρόθεση. (Anderson Ltd. v. Daniel (πιο πάνω)). Όπως έχει λεχθεί από το Λόρδο Devlin στην υπόθεση St. John Shipping Corporation v. Joseph Bank, Ltd. (πιο πάνω),
“If the intention is mutual the contract is not enforceable at all, and, if unilateral, it is unenforceable at the suit of the party which is proved to have it.”
Οι προεκτάσεις του άρθρου 23 του Κεφ. 149 εξετάστηκαν πρόσφατα στην υπόθεση Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd. όπου το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι,
[*2212]
“Υπάρχουν δύο γενικές αρχές. Σύμφωνα με την πρώτη μια σύμβαση που συνάπτεται με σκοπό τη διάπραξη παράνομης πράξης είναι ανεφάρμοστη. Σύμφωνα με τη δεύτερη το δικαστήριο δεν εφαρμόζει μια σύμβαση η οποία ρητά ή εξυπακουόμενα απαγορεύεται από το Νόμο. (Βλ. Pollock and Mulla, 10η έκδοση, σ. 227-228).”
(ii) Ρητή απαγόρευση
Όταν μια σύμβαση απαγορεύεται ρητά από μια συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια, ο παράνομος χαρακτήρας της σύμβασης δεν μπορεί να τεθεί σε αμφισβήτηση. Η σύμβαση είναι εμποτισμένη με την παρανομία και δεν μπορεί να εκτελεσθεί.
Στην υπόθεση Kanaris v. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637, ο εφεσείων απαίτησε την είσπραξη μιας συναλλαγματικής που αντιπροσώπευε την αξία ζώων που είχε πωλήσει στον εφεσίβλητο. Ο εφεσείων παρέλειψε να παρουσιάσει τόσο στον εφεσίβλητο όσο και στον Πρόεδρο της Κοινότητας το πιστοποιητικό ιδιοκτησίας των ζώων κατά παράβαση των άρθρων 4 και 5 του Περί Πιστοποιητικών Ζώων Νόμου, Κεφ. 29. Το άρθρο 7 του πιο πάνω Νόμου προονούσε ότι,
“Irrespective of any proceedings which may be had or taken, a sale of any animal in contravention of the provisions of section 4 or 5 of this Law shall be void and of no effect.”
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι λέξεις “άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε αποτέλεσμα” (void and of no effect) καθιστούσαν το αντάλλαγμα απαγορευμένο από το νόμο και τέτοιας φύσης που αν επιτρεπόταν θα καταστρατηγούσε τις διατάξεις νόμου κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 23(α) και (β) του Κεφ. 149. Η ρητή αυτή πρόνοια του άρθρου 7 καθιστούσε τη συναλλαγή άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε αποτέλεσμα.
Στην υπόθεση Glamor Development Ltd v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444, ο εφεσίβλητος, που ήταν Ανώτερος Πολιτικός Μηχανικός στο Τμήμα Ανάπτυξης Υδάτων της Κυβέρνησης, απαίτησε την καταβολή ποσού £2.450 για αρχιτεκτονικά σχέδια που συμφώνησε να ετοιμάσει προς όφελος των εφεσειόντων. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η συμφωνία ήταν παράνομη αφού (α) ερχόταν σε αντίθεση με τις πρόνοιες του άρθρου 64 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (που προνοεί ότι ένας δημόσιος [*2213]υπάλληλος πρέπει να αφιερώνει όλες τις ώρες του στη Δημοκρατία και δεν μπορεί να απασχοληθεί σε κανένα άλλο επάγγελμα ή επιχείρηση χωρίς τη σχετική άδεια του Υπουργού Οικονομικών και (β) ερχόταν σε αντίθεση με τη δημόσια πολιτική (public policy). Εφόσον δε το αντάλλαγμα ήταν παράνομο, η σύμβαση ήταν παράνομη σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.
Στην υπόθεση Κοροπούλλη & Δημητρίου ν. Αβραάμ (1987) 1 C.L.R. 78 όπου ο εφεσίβλητος ζητούσε αποζημιώσεις ως αδειούχος Τεχνικών Οικοδομών (Building Technician) για επίβλεψη ανέγερσης μιας πολυκατοικίας, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι εφόσον το άρθρο 10 του Νόμου 41/62 δεν επέτρεπε την ανάληψη εργασιών που μπορούσε να αναλάβει ένας αρχιτέκτονας ή ένας πολιτικός μηχανικός και περιόριζε την παροχή παρόμοιων υπηρεσιών σε κτίρια καθορισμένου όγκου και ύψους (υπηρεσίες τις οποίες ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να αναλάβει), το αντάλλαγμα ήταν παράνομο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 23(1) και η σχετική σύμβαση άκυρη όπως προνοεί το άρθρο 24 του Κεφ. 149.
(iii) Εξυπακουόμενη απαγόρευση
Όταν όμως ένα νομοθέτημα δεν περιέχει οποιαδήποτε απαγορευτική διάταξη για πρόσβαση στα Δικαστήρια για διεκδίκηση αποζημιώσεων και υποβάλλεται εισήγηση ότι η απαγόρευση είναι εξυπακουομένη, η απάντηση βασίζεται πάνω στην ερμηνεία του σχετικού νόμου. Σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί να εφαρμοσθούν διαφορετικά κριτήρια. Αν ο μόνος σκοπός του νομοθετήματος είναι η αύξηση των εσωτερικών προσόδων, όπως π.χ. όταν ο Νόμος απαιτεί τη χορήγηση μιας άδειας σε ένα επιχειρηματία για τη διεξαγωγή συγκεκριμένων εργασιών, η σύμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράνομη.
Στην υπόθεση Smith v. Mawhood [1845] 14 M & W 452, αποφασίστηκε ότι ένας καπνοπώλης μπορούσε να διεκδικήσει την αξία καπνού που είχε πωλήσει άνκαι είχε παραλείψει να πάρει τη σχετική άδεια και να αναρτήσει έξω από το κατάστημα του το όνομα του, κατά παράβαση νομοθετικής πρόνοιας που προνοούσε την επιβολή προστίμου μέχρι £200. Οπως έχει πει ο Parke B. ,
“I think the object of the legislation was not to prohibit a contract of sale by dealers who have not taken out a licence pursuant to the Act of Parliament. If it was, they certainly could not recover, although the prohibition was merely for the purpose of revenue. [*2214]But looking to the Act of Parliament, I think its object was not to vitiate the contract itself, but only to impose a penalty upon the party offending for the purposes of the revenue.”
Όμως τα περισσότερα νομοθετήματα σκοπεύουν στην προστασία του κοινού ή στην υλοποίηση ενός σκοπού γενικής πολιτικής. Στην περίπτωση που ο Νόμος στοχεύει στην προστασία του κοινού, όπως π.χ. με την απαγόρευση εξάσκησης ενός επαγγέλματος από πρόσωπα που δεν είναι προσοντούχα, τότε η σύμβαση που συνάπτει ένα τέτοιο μη προσοντούχο πρόσωπο είναι παράνομη και δεν μπορεί να εφαρμοστεί.
Στην υπόθεση Cope v. Rοwlands [1836] 2 M & W 149 ο Νόμος προνοούσε ότι ένα πρόσωπο, για να ενεργεί ως χρηματιστής έπρεπε να κατέχει σχετική άδεια, διαφορετικά για κάθε πράξη που θα ενεργούσε θα υπέκειτο σε επιβολή προστίμου £25. Ο ενάγων, που δεν ήταν αδειούχος, κατεχώρισε μια αγωγή εναντίον του εναγομένου απαιτώντας ένα χρηματικό ποσό για υπηρεσίες που προσέφερε στον εναγόμενο ως χρηματιστής αγοράζοντας και πουλώντας μετοχές προς όφελος του εναγομένου. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η σύμβαση ήταν παράνομη και ο ενάγων δεν μπορούσε να καταφύγει στα Δικαστήρια. Όπως είπε ο Δικαστής Parke B.,
“The legislature had in view, as one object, the benefit and security of the public in those important transactions which are negotiated by brokers. The clause, therefore, which imposes a penalty, must be taken .... to imply a prohibition of all unadmitted persons to act as brokers, and consequently to prohibit by necessary inference all contracts which such persons make for compensation to themselves for so acting.”
Όταν όμως ο Νόμος δεν πλήττει μια σύμβαση μεταφοράς αγαθών, αλλά τη χρήση οχημάτων χωρίς άδεια στο δρόμο σε μια προσπάθεια να ρυθμιστεί η χρήση οχημάτων από διαφορετικά πρόσωπα σε διαφορετικές περιοχές, τότε η σύμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι παράνομη.
Στην υπόθεση Archbolds (Freightage), Ltd. v. S. Spanglett, Ltd. [1961] 1 All E.R. 417 ο Νόμος The Road and Rail Traffic Act 1933 προνοούσε ότι κανένα πρόσωπο δεν μπορούσε να χρησιμοποιεί ένα όχημα για τη μεταφορά αγαθών εκτός αν ήταν κάτοχος άδειας Α ή Γ. Η άδεια Α του επέτρεπε να μεταφέρει αγαθά τρίτων προσώπων έναντι αμοιβής και η άδεια Γ να μεταφέρει μόνο δικά του αγαθά. Οι ενάγοντες αποτάθηκαν στους εναγομένους και οι [*2215]τελευταίοι συμφώνησαν να μεταφέρουν 200 κιβώτια ουΐσκυ των εναγόντων από το Λονδίνο στο Λίτς. Οι ενάγοντες δεν γνώριζαν ότι οι εναγομένοι ήταν κάτοχοι μόνο άδειας Γ. Το ουΐσκυ κλάπηκε κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του και οι ενάγοντες κατεχώρησαν αγωγή για αποζημιώσεις για την απώλεια του. Ενα ερώτημα που ηγέρθηκε ήταν κατά πόσο ο σχετικός Νόμος απαγόρευε τη σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας, είτε ρητά είτε με εξυπακουόμενο τρόπο. Δεν υπήρχε ρητή νομοθετική πρόνοια που απαγόρευε τη μεταφορά αγαθών, αλλά τη χρήση οχημάτων χωρίς την απαραίτητη άδεια. Υποβλήθηκε διαζευκτικά ότι ο Νόμος απαγόρευε με εξυπακουόμενο τρόπο συμβάσεις για τη μεταφορά αγαθών με οχήματα που δεν έχουν απαραίτητες άδειες. Η απάντηση στην εισήγηση αυτή βασιζόταν στην ερμηνεία του Νόμου. Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχε ένας τέτοιος εξυπακουόμενος τρόπος. Όπως έθεσε το θέμα ο Δικαστής Pearce L.J.,
“The object of the Road and Rail Traffic Act 1933, was not (in this connection) to interfere with the owner of goods or his facilities for transport, but to control those who provided the transport, with a view to promoting its efficiency. Transport of goods was not made illegal, but the various licence holders were prohibited from encroaching on one another’s territory, the intention of the Act being to provide an orderly and comprehensive service.”
Όταν ένα πρόσωπο κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης μιας σύμβασης ενεργεί με τρόπο που παραβιάζει μια νομοθετική πρόνοια, η συμπεριφορά του αυτή δεν μπορεί να του αποστερήσει ταυτόχρονα και το δικαίωμα να προσφύγει στα Δικαστήρια.
Στην υπόθεση St. John Shipping Corporation v. Joseph Bank, Ltd. [1957] 1 Q.B. 267, οι ενάγοντες συμφώνησαν να μεταφέρουν σιτηρά από την Αλαμπάμα Αμερικής στην Αγγλία. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αγκυροβόλησαν και δέχθηκαν ένα επιπρόσθετο φορτίο σε ένα ενδιάμεσο λιμάνι, με αποτέλεσμα να υπερβούν το βάρος που επέτρεπε ο Νόμος The Merchant Shipping Act 1932. Ο πλοίαρχος βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε στην Αγγλία σε πρόστιμο £1.200. Οι εναγομένοι, που είχαν καταστεί ιδιοκτήτες μιας ποσότητας σιτηρών, απέκοψαν ένα ποσό από τα ναύλα με τον ισχυρισμό ότι το συμβόλαιο μεταφοράς είχε εκτελεστεί παράνομα. Ο Δικαστής Devlin απέρριψε την εισήγηση, αφού θεωρήθηκε ότι η παράνομη φόρτωση ήταν μια λεπτομέρεια και όχι η ουσία της σύμβασης. Όπως έθεσε το θέμα,
“In the statutes to which the principle has been applied, what was [*2216]prohibited was a contract which had at its centre - indeed often filling the whole space within its circumference - the prohibited act; contracts for the sale of prohibited goods, contracts for the sale of goods without accompanying documents where the statute specifically said there must be accompanying documents; contracts for work and labour done by persons who were prohibited from doing all the work and labour for which they demanded recompense.”
Η ίδια γραμμή ακολουθήθηκε στην υπόθεση Shaw v. Groom [1970] 1 All E.R. 702, όπου ένας ιδιοκτήτης μιας οικίας κατεχώρησε αγωγή εναντίον ενός ενοικιαστή για καθυστερημένα ενοίκια που ανέρχονταν σε £103. Ο ενοικιαστής ισχυρίστηκε ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί γιατί το σχετικό έγγραφο μίσθωσης που παρουσίασε ο ιδιοκτήτης δεν περιείχε όλα εκείνα τα στοιχεία που προνοούσε ο Νόμος The Landlord and Tenant Act 1962. Η παράλειψη αυτή ετιμωρείτο με επιβολή προστίμου μέχρι £50. Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι η σύμβαση δεν έπρεπε να στιγματιστεί ως παράνομη. Η πρόθεση του νομοθέτη ήταν η τιμωρία του ιδιοκτήτη με πρόστιμο και όχι η αποστέρηση του δικαιώματος του να προσφύγει στα Δικαστήρια. Όπως έθεσε το θέμα ο Δικαστής Sachs L.J.,
“It seems to me appropriate, accordingly, to allow this appeal on the broad basis that, even if the provision of a rent book is an essential act as between landlords and weekly tenants, yet the legislature did not by ... the Act of 1962 intend to preclude the landlord from recovering any rent due or impose any forfeiture on him beyond the prescribed penalty.”
Το παράλογο μιας αυστηρής ερμηνείας των νομοθετικών προνοιών που έχει σαν αποτέλεσμα την αποστέρηση καταφυγής στα Δικαστήρια, επισημαίνεται στο σύγγραμμα J. Beatson, “Anson’s Law of Contract”, 27η Εκδοση, σ. 336, όπου αναφέρεται ότι,
“For the law to prescribe that the commission of any unlawful act in the course of performing a contract should inevitably deprive the wrongdoer of all contractual remedies might well inflict on the wrongdoer a loss far in excess of the statutory penalty. This would be unreasonable. For example, a road haulier might be unable to claim freight simply on the ground that the driver of the vehicle had exceeded the speed limit or the permitted driving hours. It is therefore necessary, in all cases of statutory illegality to have regard to the statutory language and to its scope and purpose. Was the statute intended to interfere with the contract under [*2217]consideration, to render it unenforceable at the suit of a party who performs it illegally, or merely to impose a penalty on the offender?”
Στην παρούσα περίπτωση η εφεσίβλητη ήταν προσοντούχος αρχιτέκτονας και είχε εγγραφεί στο σχετικό μητρώο των αρχιτεκτόνων του Συνδέσμου Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων Κύπρου. Κατά τον ουσιώδη χρόνο που είχε αναλάβει την εκπόνηση των σχεδίων των εφεσειόντων δεν ήταν κάτοχος της ενιαυσίας άδειας όπως προνοεί το άρθρο 12(Α) του περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου Αρ. 41/62, την οποία όμως απέκτησε εκ των υστέρων. Μια προσεκτική εξέταση των προνοιών του πιο πάνω άρθρου δείχνει ότι ο μη κάτοχος της ενιαυσίας άδειας δεν εμποδίζεται ούτε ρητά ούτε με εξυπακουόμενο τρόπο να διεκδικήσει την αμοιβή του. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται με την αντιπαράθεση του άρθρου 10 του ιδίου Νόμου, το οποίο τιμωρεί ρητά και απαγορεύει ρητά την είσπραξη αμοιβής από αρχιτέκτονες ή πολιτικούς μηχανικούς κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Αν η πρόθεση του νομοθέτη ήταν η απαγόρευση της είσπραξης αμοιβής από αρχιτέκτονες ή πολιτικούς μηχανικούς που δεν είναι κάτοχοι ενιαυσίας άδειας, τότε αναμφίβολα θα συμπεριλάμβανε μια ανάλογη προς το άρθρο 10 του Νόμου πρόνοια. Χαρακτηριστικά είναι τα επακόλουθα της παραβίασης των πιο πάνω άρθρων. Καταστρατήγηση του άρθρου 10 επιφέρει επιβολή ποινής φυλάκισης μέχρι τρεις μήνες και/ή επιβολή προστίμου μέχρι £100, ενώ καταστρατήγηση του άρθρου 12(Α) μπορεί να επιφέρει μόνο ποινή προστίμου μέχρι £100. Η πιο πάνω διαφορά δεν μπορεί παρά να ενισχύσει την άποψη ότι οι πρόνοιες του άρθρου 12(Α) είναι διαδικαστικής φύσης και δεν μπορεί να προσδώσουν παράνομο χαρακτήρα σε μια σύμβαση που δεν θα επέτρεπε την προσφυγή στα Δικαστήρια. Δεν πιστεύουμε ότι η πρόθεση του νομοθέτη ήταν η αποστέρηση του δικαιώματος ενός αρχιτέκτονα ή πολιτικού μηχανικού να απαιτήσει την αμοιβή του, επειδή αυτός παρέλειψε να ανανεώσει την εγγραφή του στο σχετικό μητρώο για να του εκδοθεί η ενιαυσία άδεια του. Μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν παράλογη και θα επέφερε μια μεγάλη αδικία.
Αν πρόθεση του νομοθέτη ήταν η αποστέρηση του δικαιώματος διεκδίκησης της αμοιβής θα το έκαμνε με ρητή νομοθετική πρόνοια, όπως και στην περίπτωση των περί Δικηγόρων Νόμων, όπου το άρθρο 11(4)(α) των πιο πάνω Νόμων προνοεί ότι το πρόσωπο που ασκεί την δικηγορίαν χωρίς να είναι κάτοχος ετήσιας άδειας, κωλύεται να εγείρει ή συνεχίσει αγωγή για είσπραξη δικαιώματος αμοιβής.
[*2218]
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο