Γιάγκου Xαράλαμπος (Aρ. 2) (1998) 1 ΑΑΔ 2276

(1998) 1 ΑΑΔ 2276

[*2276]2 Δεκεμβρίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΓΙΑΓΚΟΥ (AΡ. 2) ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ

ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ,

ΗΜΕΡΟΜ. 28.4.1998,

Eφεσείων,

KAI

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ

ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 46/98.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10259)

 

Ποινική Δικονομία — Κατηγορητήριο — Εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα για υποβολή κατηγορητηρίου — Συνιστά προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση κατηγορίας ενώπιον του Κακουργιοδικείου, δυνάμει του Άρθρου 109 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 — Η εξουσία αυτή μπορεί να ασκηθεί είτε από τον ίδιο το Γενικό Εισαγγελέα είτε από υπαλλήλους της υπηρεσίας του, υπό το πρίσμα των προνοιών του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος — Η μη υπογραφή του κατηγορητηρίου από τον ίδιο το Γενικό Εισαγγελέα δεν επηρεάζει την εγκυρότητά του.

Προνομιακά Εντάλματα — Certiorari — Για ακύρωση ενδιάμεσης απόφασης Κακουργιοδικείου με την οποία απερρίφθη εισήγηση του κατηγορουμένου ότι το κατηγορητήριο, που δεν ήταν υπογεγραμμένο από το Γενικό Εισαγγελέα, ήταν άκυρο.

Κατά την ακρόαση ποινικής υπόθεσης ενώπιον του μόνιμου Κακουργιοδικείου, ο κατηγορούμενος-εφεσείων στην παρούσα διαδικασία - αμφισβήτησε την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου για το λόγο ότι δεν ήταν υπογεγραμμένο από το Γενικό Εισαγγελέα.

Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την αίτηση ενόψει των προνοιών του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος.  Ο εφεσείων υπέβαλε αίτημα για [*2277]έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari, στοχεύοντας στην ακύρωση της απόφασης του Κακουργιοδικείου.  Το αίτημα αυτό απερρίφθη για τους ακόλουθους λόγους:

1.  Το Άρθρο 109 του Κεφ. 155 όπως και όλες οι πρόνοιες του Νόμου που θεσμοθετήθηκαν πριν το 1960 τυγχάνουν εφαρμογής υπό την αίρεση των προνοιών του Άρθρου 188.1 του Συντάγματος που συναρτά τη συνέχιση της ισχύος τους με την προσαρμογή τους προς το Σύνταγμα.  Η προσαρμογή ανάγεται στη δικαστική εξουσία.  Εφαρμοζόμενη υπό το πρίσμα των προνοιών του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος, η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα για την καταχώρηση κατηγορητηρίου μπορεί να ασκηθεί είτε από τον ίδιο είτε από υπαλλήλους της υπηρεσίας του.

2.  Η αίτηση δεν συνοδευόταν από τα απαραίτητα έγγραφα, και

3.  Υπήρξε καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και διατυπώνεται η θέση ότι οι λόγοι για τους οποίους απερρίφθη το αίτημα είναι εσφαλμένοι.

Ο εφεσείων υποστήριξε, μέσω του δικηγόρου του, ότι η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα δυνάμει του Άρθρου 109 του Νόμου, δεν συναρτάται προς οποιαδήποτε από τις εξουσίες του Άρθρου 113.2.  Εισηγήθηκε ότι πρόκειται για ιδιότυπη εξουσία η οποία του παρέχεται από το νόμο και επομένως η άσκησή της δεν υπόκειται σε προσαρμογή δυνάμει του Άρθρου 188.1 του Συντάγματος.

Αποφασίστηκε ότι:

Η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα δυνάμει του άρθρου 109 του Κεφ. 155, εφαρμοζόμενη υπό το πρίσμα των διατάξεων του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος, ασκείται από τον ίδιο ή από λειτουργούς της υπηρεσίας του.  Ως εκ τούτου, η μη υπογραφή του κατηγορητηρίου από τον ίδιο το Γενικό Εισαγγελέα, δεν επηρεάζει την εγκυρότητά του.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194,

[*2278]Δημοκρατία v. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858,

Aeroporos a.o. (1988) 1 C.L.R. 302,

Γενικός Εισαγγελέας v. Μαλιώτη (Aρ. 1) (1998) 2 A.A.Δ. 148.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή κατά της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Hλιάδης, Δ.), (Aρ. Aίτησης 46/98), με την οποία απορρίφθηκε αίτημά του για ακύρωση, μέσω του προνομιακού εντάλματος certiorari, της απόφασης του Kακουργιοδικείου ημερ. 28.4.98, με την οποία κρίθηκε το κατηγορητήριο έγκυρο.

Ε. Κορακίδης, για τον Eφεσείοντα.

Σ. Μάτσας, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.: Κατά την ακρόαση της Ποινικής υπόθεσης 5633/97, ενώπιον του μόνιμου Κακουργιοδικείου, ο κατηγορούμενος, εφεσείων, αμφισβήτησε την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου για το λόγο ότι δεν ήταν υπογεγραμμένο από το Γενικό Εισαγγελέα. Το άρθρο 109 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 το οποίο διέπει τον καταρτισμό του κατηγορητηρίου ενώπιον του Κακουργιοδικείου προβλέπει ότι  αυτό υπογράφεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Η υποβολή του κατηγορητηρίου από το Γενικό Εισαγγελέα αποτελεί - σύμφωνα με το άρθρο 107 του Κεφ. 155, προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση κατηγορίας ή κατηγοριών ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την αίτηση ενόψει των προνοιών του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα αναφορικά με τη δίωξη παραβατών, ασκείται είτε προσωπικά από τον ίδιο, “είτε δι’ υπαλλήλων υπαγομένων εις αυτόν ενεργούντων υπό και συμφώνως προς τας οδηγίας αυτού”.  Ως προς το εύρος των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα κάτω από το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος και την άσκησή [*2279]τους μέσω λειτουργών της υπηρεσίας του, το Κακουργιοδικείο άντλησε καθοδήγηση από την Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194. Το Κακουργιοδικείο έκρινε το κατηγορητήριο έγκυρο και απέρριψε την αίτηση. Ακολούθησε αίτημα του εφεσείοντα στο Ανώτατο Δικαστήριο για τη μεταφορά, προς τον σκοπό ακύρωσης, μέσω του προνομιακού εντάλματος σερτιοράρι, της απόφασης του Κακουργιοδικείου.

Ενασκώντας την πρωτογενή δικαιοδοσία που παρέχει στο Ανώτατο Δικαστήριο, το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος, ο Ηλιάδης, Δ., απέρριψε το αίτημα.  Εξηγεί στην απόφασή του ότι το άρθρο 109 του Κεφ. 155, όπως και όλες οι πρόνοιες του Νόμου που θεσμοθετήθηκαν πριν το 1960, τυγχάνουν εφαρμογής υπό την αίρεση των προνοιών του άρθρου 188.1 του Συντάγματος που συναρτά τη συνέχιση της ισχύος τους με την προσαρμογή τους προς το Σύνταγμα.  Η προσαρμογή ανάγεται στη δικαστική λειτουργία.  (Βλ. μεταξύ άλλων Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858.)  Εφαρμοζόμενη υπό το πρίσμα των προνοιών του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος, η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα για την καταχώρηση του κατηγορητηρίου, μπορεί να ασκηθεί είτε από τον ίδιο είτε από υπαλλήλους της υπηρεσίας του. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα και για δύο άλλους λόγους.  Πρώτο διότι η αίτηση δεν συνοδευόταν από τα απαραίτητα έγγραφα, όπως επιβάλλεται από τους ισχύοντες διαδικαστικούς κανονισμούς - In re Aeroporos & Others (1988) 1 C.L.R. 302, και δεύτερο, λόγω της καθυστέρησης στην υποβολή του αιτήματος.

Με την έφεση προσβάλλεται η απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου και διατυπώνεται η θέση ότι κάθε ένας από τους τρεις λόγους για τον οποίο απορρίφθηκε το αίτημα, είναι εσφαλμένος.

Αναφορικά με την υπογραφή του κατηγορητηρίου από πρόσωπο άλλο από το Γενικό Εισαγγελέα, ο δικηγόρος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι η εξουσία η οποία παρέχεται στο Γενικό Εισαγγελέα από το άρθρο 109 του Νόμου δεν συναρτάται προς οποιαδήποτε από τις εξουσίες που περιλαμβάνει το Άρθρο 113.2.  Πρόκειται, εισηγήθηκε, για ιδιότυπη εξουσία η οποία του παρέχεται από το νόμο και επομένως η άσκηση της δεν υπόκειται σε οποιασδήποτε μορφής προσαρμογή βάσει του Άρθρου 188.1 του Συντάγματος.

Το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος, προβλέπει:

“Ο γενικός εισαγγελεύς της Δημοκρατίας έχει εξουσίαν κατά την κρίσιν αυτού προς το δημόσιον συμφέρον να κινή, διεξάγη, [*2280]επιλαμβάνηται και συνεχίζει ή διακόπτη οιανδήποτε διαδικασίαν ή διατάσση δίωξιν καθ’ οιουδήποτε προσώπου εν τη Δημοκρατία δι’ οιονδήποτε αδίκημα.  Η τοιαύτη εξουσία δύναται να ασκήται υπό του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας είτε αυτοπροσώπως είτε δι’ υπαλλήλων υπαγομένων εις αυτόν ενεργούντων υπό και συμφώνως προς τας οδηγίας αυτού.”

Η εισήγηση του εφεσείοντα υποβλήθηκε  παρά τις διατάξεις του άρθρου 107 του Κεφ. 155, που καθιστά την υποβολή του κατηγορητηρίου προϋπόθεση για την έναρξη της ποινικής δίκης ενώπιον του Κακουργιοδικείου.  Διέκρινε ο κ. Κορακίδης την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Μαλιώτη  (Aρ.1) (1998) 2 A.A.Δ. 148, με το αιτιολογικό ότι αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 137.3 του Κεφ. 155, το οποίο προβλέπει ότι έφεση η οποία ασκείται βάσει των προνοιών του  από το Γενικό Εισαγγελέα υπογράφεται από τον ίδιο ή από πρόσωπο το οποίο εξουσιοδοτεί.  Ό,τι παραγνωρίζει είναι ότι και στην υπόθεση εκείνη το Εφετείο αποφάσισε ότι το Άρθρο 137, “εφαρμόζεται υπό το πρίσμα των διατάξεων του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος”.  Επομένως  δεν ήταν αναγκαία ειδική εξουσιοδότηση προς οποιοδήποτε άτομο για την άσκηση έφεσης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, εξουσία η οποία παρέχεται στο Γενικό Εισαγγελέα σε κάθε περίπτωση βάσει των προνοιών του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος.

Οι θέσεις του εφεσείοντα είναι ανεδαφικές.  Η καταχώρηση του κατηγορητηρίου (information), ενώπιον του Κακουργιοδικείου εντάσσεται τόσον στις εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα για την κίνηση του διωκτικού μηχανισμού όσο και τη διεξαγωγή της δίκης. Το κατηγορητήριο από το Γενικό Εισαγγελέα αποτελεί εναρκτήριο διάβημα για τη δίωξη του κατηγορουμένου ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

Δεν είναι αναγκαίο να ασχοληθούμε με τους άλλους λόγους έφεσης εφόσον εκ προοιμίου η έφεση είναι απορριπτέα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο