Θωμά Iάνθη Γεωργίου ν. Bικτωρίας N. Mέζου κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 2359

(1998) 1 ΑΑΔ 2359

[*2359]21 Δεκεμβρίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ Δ/στές]

ΙΑΝΘΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΘΩΜΑ, ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕΖΟΥ,

Εφεσείουσα-Eνάγουσα,

v.

1.     ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ Ν. ΜΕΖΟΥ, ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

2.     ΒΑΣΟY Ν. ΜΕΖΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Eναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9748)

 

Συμβάσεις — Αποζημιώσεις — Παράβαση σύμβασης για μεταβίβαση ακινήτων δυνάμει προικοσυμφώνου — Απαίτηση για διαφυγόν κέρδος και τόκο — Περιστάσεις υπό τις οποίες δίδονται αποζημιώσεις για διαφυγόν κέρδος και τόκο.

Συμβάσεις — Ειδική εκτέλεση — Σύμβαση για μεταβίβαση ακινήτων, δυνάμει προικοσυμφώνου, που αργότερα περιήλθαν σε τρίτα πρόσωπα — Δεν είναι δυνατή η έκδοση διαταγής ειδικής εκτέλεσης σύμβασης εναντίον προσώπου που δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης, εκτός εάν το πρόσωπο αυτό απέκτησε την περιουσία διά δωρεάς και εν γνώσει της σύμβασης και των υποχρεώσεων που περιείχε.

Δίκαιο της Επιείκειας — Αρχές της επιείκειας — Δεν λειτουργούν επί ματαίω — Δεν ήταν δυνατή η έκδοση διαταγής για ειδική εκτέλεση προικοσυμφώνου μετά τη μεταβίβαση των ακινήτων σε τρίτα πρόσωπα που δεν ήταν διάδικοι.

Tόκος — Παράβαση σύμβασης — O τόκος δεν συνιστά προβλεπτή ζημιά η οποία ανακύπτει από τη διάρρηξη της σύμβασης εκτός αν  αυτό προβλέπεται στη σύμβαση ή εξυπακούεται από τη φύση της υποχρέωσης, όπως στην περίπτωση των συναλλαγματικών.

Το 1993 η εφεσίβλητη 1, μητέρα της εφεσείουσας, μεταβίβασε στον εφεσίβλητο 2, εν κρυπτώ, ακίνητα τα οποία δυνάμει προικοσυμφώνου που έγινε το 1957 έδιδε στην εφεσείουσα.  Ο εφεσίβλητος 2 ήταν αδελφός της εφεσείουσας και γιος της εφεσίβλητης 1.

[*2360]Η εφεσείουσα καταχώρησε αγωγή κατά της εφεσίβλητης 1, για παράβαση της συμβατικής της υποχρέωσης να της μεταβιβάσει τα ακίνητα δυνάμει του προικοσυμφώνου και, επίσης, για δόλο.  Η αγωγή εστρέφετο και κατά του εφεσίβλητου 2, για δόλο.

Η αξίωση της εφεσείουσας ήταν για ειδική εκτέλεση και, διαζευκτικά για αποζημιώσεις.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρόλο ότι αποφάσισε ότι η εφεσείουσα απέδειξε την υπόθεσή της, διέταξε μόνο την ακύρωση της μεταβίβασης επ’ ονόματι του εφεσίβλητου 2.  Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επαναφορά των ακινήτων στην κυριότητα της μητέρας.  Η μητέρα στη συνέχεια μεταβίβασε τα ακίνητα στη νύμφη της, τη σύζυγο του αδελφού, η οποία τα μεταβίβασε σε τρίτους κάτω από συνθήκες που δεν διευκρινίστηκαν.

Στην έφεση, η αξίωση της εφεσείουσας περιορίστηκε σε αποζημιώσεις κατά της μητέρας στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν ενδιάμεσα κέρδη και τόκοι.  Οι λόγοι έφεσης για ειδική εκτέλεση του προικοσυμφώνου εγκαταλείφθηκαν ενόψει του ότι δεν ήταν πλέον δυνατό να διαταχθεί η μητέρα να μεταβιβάσει ακίνητα που δεν της ανήκαν αλλά ήταν εγγεγραμμένα σε άγνωστα τρίτα πρόσωπα που δεν είναι διάδικοι.

Με την ειδοποίηση αντέφεσης τους, οι εφεσίβλητοι, αμφισβήτησαν την αξία των ακινήτων και επίσης ότι η μεταβίβαση των ακινήτων έγινε με δόλο.

Τα θέματα τα οποία εγείρονται είναι:

α) Η άποψη της μητέρας πως κακώς κρίθηκε πρωτόδικα ότι παρέβη το προικοσύμφωνο, και

β) Το ύψος της αποζημίωσης, αν επικυρωθεί η πρωτόδικη απόφαση ως προς την παράβαση του προικοσυμφώνου.

Αναφορικά με το θέμα α) ανωτέρω, η εφεσίβλητη 1 ισχυρίσθηκε ότι μετά την υπογραφή του προικοσυμφώνου συμφωνήθηκε, αντί των ακινήτων στα οποία αφορούσε, να αγοραστεί από τον πατέρα και να μεταβιβαστεί στην εφεσείουσα ένα ακίνητο στη Λευκωσία.  Το ακίνητο αγοράσθηκε και μεταβιβάστηκε επ’ ονόματι της εφεσείουσας και, συνεπώς, εκπληρώθηκαν με τον τρόπο αυτό, προς ικανοποίηση της εφεσείουσας, οι υποχρεώσεις που είχαν αναληφθεί με το προικοσύμφωνο.  Η εκδοχή των εφεσιβλήτων απερρίφθη χωρίς δυσκολία από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

[*2361]Αναφορικά με το θέμα β) ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε παράβαση της συμβατικής υποχρέωσης της μητέρας, προσδιόρισε το 1993 ως τον ουσιώδη χρόνο για το σκοπό καθορισμού της αποζημίωσης.  Καθόρισε δε τις αποζημιώσεις στο ποσό των £17.480 που ήταν η αξία των ακινήτων το 1993, όπως είχαν συμφωνήσει οι διάδικοι, μείον ποσό £3.000 για την επικαρπία επί της οικίας την οποία δικαιούτο η μητέρα το 1996.

Η μητέρα αμφισβήτησε το χρόνο καθορισμού των αποζημιώσεων και εισηγήθηκε ότι αυτές θα έπρεπε να είχαν υπολογιστεί με βάση την αξία των ακινήτων το 1958, αφού το προικοσύμφωνο υπεγράφη το 1957.  Οπότε η αποζημίωση θα έπρεπε να καθοριστεί στις £3.000 που αντιπροσώπευε την αξία των ακινήτων κατά το 1958, όπως είχε συμφωνηθεί από τους διαδίκους.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το θέμα α) ανωτέρω, αφορά την αξιοπιστία των μαρτύρων.  Δεν υπάρχει περιθώριο παρέμβασης στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο θέμα αυτό.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία και αιτιολόγησε την κρίση του.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της μαρτυρίας που έκρινε αξιόπιστη, αποφάσισε πως ουδέποτε ως το 1993 εκδηλώθηκε οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως παράβαση της σύμβασης.

3.  Η αμφισβήτηση της αξίας των ακινήτων από το δικηγόρο των εφεσιβλήτων, όπως είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων, δεν καλύπτεται από την ειδοποίηση “αντέφεσης”, αλλά, αντίθετα, συγκρούεται με αυτή και ως εκ τούτου δεν υπάρχει περιθώριο εξέτασής της.

4.  Η εφεσείουσα δεν δικαιούται σε ενδιάμεσα κέρδη για την απώλεια της κατοχής των ακινήτων, αφού δεν τεκμηριώθηκε με οποιοδήποτε τρόπο η αντίληψη πως ετίθετο θέμα ενδιάμεσων κερδών για την περίοδο μετά την παράβαση της σύμβασης. Όταν ήδη, αντί των ακινήτων, προσδιορίζεται αποζημίωση ίση προς την αξία τους κατά τον ουσιώδη χρόνο της παράβασης.

5.  Τα ίδια ισχύουν και ως προς τον τόκο.  Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου ο Πικής, Π., αποφάνθηκε πως “σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές δικαίου, ο τόκος δεν αποτελεί προβλεπτή ζημιά η οποία ανακύπτει από τη διάρρηξη συμφωνίας εκτός εάν αυτό [*2362]προβλέπεται στη σύμβαση ή εξυπακούεται από τη φύση της υποχρέωσης, όπως στην περίπωση συναλλαγματικών”.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα εις βάρος της εφεσίβλητης 1. Εκδίδεται απόφαση για αποζημιώσεις ύψους £14.480 υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης 1.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Απαισιώτη κ.ά. v. Ραγιά κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 882,

Tryfonides v. Alpan (Taki Bros) Ltd. a.o. (1988) 1 C.L.R. 224,

Μαυρονικόλα κ.ά. v. Φοινιώτη κ.ά.(1997) 1(Γ) A.A.Δ. 1659,

Δρυάδης κ.ά. v. Καλησπέρα (1998) 1 A.A.Δ. 881,

Κολακίδης & Συνεταίροι v. Θεοδοσίου Λτδ. (1997) 1(Γ) A.A.Δ. 1671.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Aρέστης, Π.E.Δ.), που δόθηκε στις 19 Iουνίου, 1996 (Aρ. Aγωγής 2371/94), με την οποία εκδόθηκε διάταγμα ακύρωσης της μεταβίβασης του ακινήτου από την εναγόμενη 1 στον εναγόμενο 2.

Σ. Σωφρονίου, για την Eφεσείουσα.

Ρ. Μιχαηλίδης, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Kωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα απέδειξε σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, πως:

(α) η μητέρα της (εφεσίβλητη 1) παρέβη τη συμβατική υποχρέωση της για μεταβίβαση στο όνομα της, δυνάμει προικοσυμφώνου, ορισμένων ακινήτων, και

(β) ο αδελφός της (εφεσίβλητος 2) και η μητέρα της ήταν ένοχοι δόλου (fraud) κατά το δίκαιο της επιείκειας αφού εν πλήρη [*2363]γνώση του συμβατικού δικαιώματος της στα ακίνητα συνήργησαν στην εν κρυπτώ μεταβίβασή τους από τη μητέρα τους στον αδελφό της.

Η εφεσείουσα αξίωνε ειδική εκτέλεση και, διαζευκτικά, αποζημιώσεις. Εν τούτοις, παρά την επιτυχία της σε όλα τα επίπεδα, αφέθηκε χωρίς καμιά απολύτως από τις θεραπείες που ζητούσε. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε τον ακόλουθο συλλογισμό:

Η εφεσείουσα στήριξε την υπόθεσή της στον ισχυρισμό πως η εφεσίβλητη ήταν ένοχη δόλου και διαζευκτικά πως η μητέρα της παρέβη τη σύμβασή τους.  Αφού πέτυχε στην απόδειξη της πρώτης βάσης, δεν θα έπρεπε να επιδικαστούν αποζημιώσεις για παράβαση της σύμβασης.  Από την άλλη, η έκταση της θεραπείας στην περίπτωση  του δόλου “επιμετράται όχι τόσο με βάση την απώλεια του ενάγοντα αλλά με το κέρδος που προέκυψε υπέρ του εναγομένου”. Στόχος είναι η επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων και η μέθοδος για την επίτευξη αυτού του στόχου, πάντα σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, ήταν η ακύρωση της μεταβίβασης των ακινήτων από τη μητέρα στο γυιό.  Διέταξε λοιπόν την ακύρωση, χωρίς οτιδήποτε άλλο.  Προσθέτοντας μόνο πως είχε πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι “αυτό δεν θα οδηγήσει σε οριστική επίλυση της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς”.

Εκείνο που ενδιέφερε την εφεσείουσα ήταν η ανάκτηση όσων κρίνονταν ότι είχε δικαίωμα να ανακτήσει.  Δεν ήταν λύση γι’ αυτήν η επαναφορά των ακινήτων στην κυριότητα της μητέρας της και θα δούμε σε τί οδήγησε τελικά αυτή η χωρίς άλλα “επαναφορά”.  Το πρωτόδικο δικαστήριο ουσιαστικά απέπεμψε την εφεσείουσα χωρίς καμιά θεραπεία και το ερώτημα είναι σε ποιό άλλο πλαίσιο θα αναμενόταν πλέον η “οριστική επίλυση της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς”. Και ποιάς “διαφοράς” πλέον ενόψει των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου;  Θα ενήγαγε εκ νέου η εφεσείουσα τη μητέρα της;  Για παράβαση σύμβασης, θέμα που ήδη εκδικάστηκε;  Και θα διεκδικούσε θεραπεία την οποία κρίθηκε ήδη πως δεν θα έπρεπε να πάρει;

Γεννώνται όμως και επιπρόσθετα ερωτήματα.  Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε ειδικά τη δυνατότητα ειδικής εκτέλεσης της σύμβασης, και, για λόγους που προσδιόρισε, κατέληξε πως ασκώντας τη διακριτική του εξουσία ενόψει του άρθρου 76 του Κεφ. 149, δεν έπρεπε να τη διατάξει.  Προς τί λοιπόν η διαταγή για ακύρωση της εγγραφής στο όνομα του αδελφού ώστε τα ακίνητα να επανέλθουν στην κυριότητα της μητέρας; Αφού σε καμιά περίπτω[*2364]ση δεν θα κατέληγαν ή δεν θα έπρεπε να καταλήξουν στην εφεσείουσα;  Και ποιά η σημασία του δόλου του αδελφού αφού από την απόδειξή του δεν θα οφελείτο σε καμιά περίπτωση η εφεσείουσα;  Η εφεσείουσα στράφηκε και κατά του αδελφού της, στον οποίο καταλόγιζε δόλο, για να επιτύχει στην αξίωσή της για ειδική εκτέλεση του προικοσυμφώνου.  Και παρεμβάλλουμε εδώ πως, εφόσον κατά τα άλλα κρινόταν πως εδικαιούτο σε ειδική εκτέλεση, δεν θα ήταν καν αναγκαίο να αποδείξει δόλο. Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Απαισιώτη κ.ά. ν. Ραγιά κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 882, εφόσον συνυπάρχουν οι κατά νόμο προϋποθέσεις, μπορεί η διαταγή για ειδική εκτέλεση να καλύπτει και τον τρίτο που απέκτησε την περιουσία δια δωρεάς και εν γνώσει της σύμβασης και των υποχρεώσεων που περιείχε.

Ήταν απόλυτα δικαιολογημένα τα παράπονα που διατύπωσε ενώπιόν μας η εφεσείουσα σε σχέση με τη λύση που προκρίθηκε.  Ήταν λανθασμένη στη βάση της και, πάντως, δεν εδικαιολογείτο ούτε η στενή αντίληψη ως προς τη δομή της έκθεσης απαίτησης.  Η εφεσείουσα διεκδίκησε ανάκτηση των ακινήτων στη βάση των αιτιών αγωγής που προώθησε σωρευτικά και ήταν με αναφορά στο ενδεχόμενο να μήν ήταν αυτό δυνατό, στη βάση της μιας ή της άλλης ή και των δυο, που ζήτησε διαζευκτικά αποζημιώσεις. Περιεπλάκη, λοιπόν, μια κατά βάση απλή κατάσταση αλλά το πιο δυσάρεστο είναι  πως ακολούθησαν εξελίξεις που επέδρασαν  δραστικά στις δυνατότητες που παρέχονται τώρα.  Ο αδελφός μεταβίβασε τα ακίνητα στη μητέρα του σύμφωνα με τη διαταγή του Δικαστηρίου.  Και η μητέρα, ως η χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό ιδιοκτήτριά τους, τα μεταβίβασε στη νύμφη της, τη σύζυγο του αδελφού.  Μας λέχθηκε από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους των διαδίκων πως καταχωρήθηκε άλλη αγωγή κατά της νύμφης αλλά και αίτηση κατά της μητέρας για δόλια μεταβίβαση, που όμως αποσύρθηκαν.  Και στη συνέχεια, η νύμφη μεταβίβασε τα ακίνητα σε τρίτους.  Σε ποιούς και κάτω από ποιές συνθήκες, δεν διευκρινίστηκε.

Ενόψει των πιο πάνω αναγνώρισε ο κ. Σωφρονίου πως δεν ήταν πλέον δυνατό να γίνεται λόγος για ειδική εκτέλεση του προικοσυμφώνου και εγκατέλειψε τους λόγους έφεσης αναφορικά με την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως δεν ενδεικνυόταν η έκδοση τέτοιας διαταγής αφού δεν  θα ήταν δυνατό τώρα να διαταχθεί η μητέρα να μεταβιβάσει ακίνητα που δεν της ανήκουν αλλά είναι εγγεγραμμένα στο όνομα άγνωστων τρίτων που, βέβαια, δεν είναι διάδικοι. Στις υποθέσεις Τryfonides v. Alpan (Taki Bros) Ltd and Another (1988) 1 C.L.R. 224 και Ιωάννη Μαυρονικόλα κ.ά. ν. Κικής Φοινιώτη κ.ά. (1997) 1(Γ) A.A.Δ. 1659, αντιμετωπίστηκαν παρό[*2365]μοια προβλήματα.  Στην πρώτη, το πρωτόδικο δικαστήριο διέταξε την ειδική εκτέλεση σύμβασης ενοικίασης αλλά ανέστειλε την εκτέλεση της ως την εκδίκαση της έφεσης.  Όταν το θέμα άχθηκε ενώπιον του Εφετείου είχε πλέον παρέλθει η περίοδος ισχύος της σύμβασης και, όπως κρίθηκε, δεν μπορούσε πλέον να τίθεται ζήτημα ειδικής εκτέλεσης αφού δεν λειτουργούν επί ματαίω οι αρχές της επιείκειας. Στη δεύτερη, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε αίτηση για παρεμπίτον διάταγμα προς δέσμευση ακινήτου ως την εκδίκαση της αγωγής, ασκήθηκε έφεση αλλά στο μεταξύ οι εναγόμενοι μεταβίβασαν το ακίνητο.  Κρίθηκε από την πλειοψηφία πως εξέλειπε το αντικείμενο της διαδικασίας και η έφεση απορρίφθηκε χωρίς να εξεταστεί η ουσία της.

Περιορίστηκε λοιπόν η αξίωση της εφεσείουσας σε αποζημιώσεις κατά της μητέρας για παράβαση της συμβατικής της υποχρέωσης.  Συμφώνησε και ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων πως πλέον δεν μπορούσε να τίθεται άλλο ζήτημα και, συνεπώς, δεν θα μας απασχολήσουν ούτε τα περί το δόλο που, με την ειδοποίησή τους, είχαν αμφισβητήσει οι εφεσίβλητοι.

Εγείρονται δυο ζητήματα:

(α)       Η άποψη της μητέρας πως κακώς κρίθηκε πρωτοδίκως ότι παρέβη το προικοσύμφωνο, και

(β)       το ύψος της αποζημίωσης αν επικυρωθεί η πρωτόδικη απόφαση ως προς την παράβαση του προικοσυμφώνου.

Το προικοσύμφωνο.

Ήταν παραδεκτή η υπογραφή του προικοσυμφώνου.  Ως οφειλέτες υπέγραψαν οι γονείς της εφεσείουσας και είχε τεθεί πρωτοδίκως ζήτημα ως προς την αναγκαιότητα προσθήκης ως εναγομένου και των διαχειριστών της περιουσίας του αποβιώσαντος πατέρα.  Τα ακίνητα όμως ανήκαν μόνο στη μητέρα και δεν προωθήθηκε ενώπιόν μας τέτοιο θέμα.

Αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα της εφεσείουσας, το 1993, ακολούθησε η μεταβίβαση των ακινήτων στον αδελφό της και το 1994, όταν η εφεσείουσα το πληροφορήθηκε, καταχωρίστηκε η αγωγή. Ήταν η θέση της μητέρας πως μετά την υπογραφή του προικοσυμφώνου συμφωνήθηκε, αντί των ακινήτων στα οποία αφορούσε, να αγοραστεί από τον πατέρα και να μεταβιβαστεί στην εφεσείουσα ένα ακίνητο στη Λευκωσία. Πραγματοποιήθηκαν η αγορά και η μεταβίβαση και, συνεπώς, εκπληρώθηκαν με τον τρό[*2366]πο αυτό, προς ικανοποίηση της εφεσείουσας, οι υποχρεώσεις που είχαν αναληφθεί με το προικοσύμφωνο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία που προσάχθηκε και ήταν χωρίς δυσκολία που απέρριψε την εκδοχή των εφεσιβλήτων.  Δεν έγινε, όπως έκρινε, τέτοια διευθέτηση, ήταν η εφεσείουσα που αγόρασε για λογαριασμό της το ακίνητο στη Λευκωσία και οι υποχρεώσεις από το προικοσύμφωνο δεν επηρεάστηκαν.

Δεν υπάρχει περιθώριο παρέμβασης στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Ενδιέτριψε στη λεπτομέρεια των ισχυρισμών τους και αιτιολόγησε την κρίση του. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι είναι τρωτή για οποιοδήποτε λόγο. Αντίθετα, υπήρχε αδιαμφισβήτητο στοιχείο στο οποίο ορθά προσδόθηκε βαρύνουσα σημασία από το πρωτόδικο δικαστήριο. Το 1989, όταν τέθηκε ζήτημα μεταβίβασης  στα αδέλφια της εφεσείουσας περιουσίας που κάλυπτε το προικοσύμφωνο, ζητήθηκε η συγκατάθεση της την οποία και έδωσε εγγράφως. Αν ήταν αλήθεια πως είχε συμφωνηθεί να αντικατασταθούν τα ακίνητα του προικοσυμφώνου με άλλο ακίνητο στη Λευκωσία, δεν θα έπρεπε να ήταν νοητή η αναζήτησή της δικής της συγκατάθεσης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, έγινε τότε προφορική συμφωνία για αντικατάσταση εκείνης της περιουσίας με άλλη, η οποία θα της μεταβιβαζόταν στη συνέχεια.

Οι αποζημιώσεις

Στην  πρωτόδικη απόφαση καταγράφεται συμφωνία των διαδίκων ως εξής:

“Σημειώνουμε σε αυτό το εισαγωγικό στάδιο ότι η συνολική αξία των ακινήτων όπως περιγράφονται στην Έκθεση Απαίτησης συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών ότι είχε σε διάφορες ημερομηνίες ως εξής:  Το 1958 £3000, το 1963-64 η τιμή παρέμενε η ίδια, 1971-1972 £3,500, 1989 £16,500, 1993 £17.480 και 1996 £21,400.  Συμφωνήθηκε εξ άλλου ότι η ισόβια επικαρπία επί της οικίας την οποία δικαιούται η μητέρα το 1996 ήταν £3000.”

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού διαπίστωσε παράβαση της συμβατικής υποχρέωσης της μητέρας, προσδιόρισε το 1993 ως τον ουσιώδη χρόνο για το σκοπό καθορισμού της αποζημίωσης. Σημείωσε πως “η ενάγουσα διεκδικεί σαν αποζημιώσεις την αξία των ακινήτων και κανένα άλλο ποσό” και κατέληξε πως “η ενάγουσα θα εδικαιούτο σε απόφαση υπέρ της και εναντίον της εναγομένης 1 γι’ αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας για το ποσό των [*2367]£17.480 που ήταν η αξία των ακινήτων το 1993 μείον ποσό £3.000 για την επικαρπία υπέρ της εναγομένης 1”.

Με την ειδοποίηση της η μητέρα έθεσε θέμα ως προς τον ουσιώδη χρόνο.  Δεχόταν πως αν αυτός ήταν το 1993, οι αποζημιώσεις θα έπρεπε να ανέρχονται σε £14.480 αλλά εισηγείται πως η αποζημίωση θα έπρεπε να υπολογιστεί με βάση την αξία των ακινήτων το 1958, αφού το προικοσύμφωνο υπεγράφη το 1957. Οπότε η αποζημίωση θα έπρεπε να καθοριστεί στις £3.000.

Στο περίγραμμα της αγόρευσης του κ. Μιχαηλίδη και αργότερα κατά την ακρόαση δεν αναπτύχθηκε επιχείρημα υπέρ της πιο πάνω θέσης.  Προωθήθηκε άλλη πρόταση που θα τη δούμε αλλά, σε σχέση με οτιδήποτε άλλο, παρέπεμψε στην “αντέφεση”.  Και η εφεσείουσα επεκτάθηκε σε άλλα θέματα αλλά ως προς το ύψος της αποζημίωσης με γνώμονα την αξία των ακινήτων κατά το 1993 και τη συμφωνία για “επικαρπία” που θα έπρεπε να αφαιρεθεί, δεν διαφώνησε. Όπως αναφέρει, το πρωτόδικο δικαστήριο ώφειλε αφού δεν διέταξε ειδική εκτέλεση να εκδώσει απόφαση “επί του ποσού της αξίας που ανηύρε ως δικαία”.

Στο πλαίσιο των δεδομένων η μητέρα παρέβη τη σύμβαση το 1993 όταν μεταβίβασε τα ακίνητα στον αδελφό της εφεσείουσας.  Το 1958 ήταν ο χρόνος αμέσως μετά την υπογραφή του προικοσυμφώνου και είναι άσχετος. Ήταν η σαφής διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου στη βάση της μαρτυρίας που έκρινε αξιόπιστη, πως ουδέποτε ως το 1993 εκδηλώθηκε οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως παράβαση της σύμβασης.  Αντίθετα, τα δικαιώματα της εφεσείουσας είχαν αναγνωριστεί το 1989 και αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο σε επισκευές και δαπάνες κατά το μεσοδιάστημα.

Ο κ. Μιχαηλίδης, στο περίγραμμα αγόρευσης του, επεκτάθηκε σε θέματα που δεν καλύπτονται από την ειδοποίηση “αντέφεσης” αλλα ουσιαστικά συγκρούονται προς αυτή. Αφήνεται να νοηθεί πως αμφισβητεί την ίδια την αξία των ακινήτων που χρησιμοποιήθηκε ως η συμφωνηθείσα βάση. Λέγει πως η εκτίμηση στην οποία έγινε αναφορά κατά τη δήλωση των δυο πλευρών, αναφερόταν στην αξία των ακινήτων “ως ειχαν σήμερα βελτιωμένα για όλα τα χρόνια”. Επίσης πως αναφερόταν σε ολόκληρο περιβόλι “κι΄όχι όπως αναφέρετο στο προικοσύμφωνο”.

Δεν υπάρχει περιθώριο για εξέταση ζητημάτων που δεν εγεί[*2368]ρονται με την ειδοποίηση αλλά θα παρατηρούσαμε κιόλας πως δεν θα μπορούσαμε να δούμε, χωρίς μάλιστα ανάλυση οποιασδήποτε μορφής, γιατί τα πιο πάνω θα έπρεπε να επιδράσουν.  Η αξία των ακινήτων κατά τον ουσιώδη χρόνο ακριβώς δηλώθηκε ως αναφερόμενη στη τότε κατάστασή τους και ήταν σαφές πως ως προς το περιβόλι έγινε τροποποιητική συμφωνία το 1989.

Όπως αναφέραμε, έθεσε και η εφεσείουσα επιπρόσθετα θέματα.  Υποστήριξε με τους λόγους έφεσης της πως θα έπρεπε να είχαν περιληφθεί στις αποζημιώσεις ενδιάμεσα κέρδη για την απώλεια της κατοχής των ακινήτων μετά το 1993, και τόκοι από τότε. Δεν θα χρειαστεί να δούμε τις προεκτάσεις του μέρους της πρωτόδικης απόφασης σύμφωνα με το οποίο “η ενάγουσα διεκδίκησε ως αποζημιώσεις την αξία των ακινήτων και κανένα άλλο ποσό”. Δεν έχει αναπτυχθεί κανένα επιχείρημα συναφώς και δεν τεκμηριώθηκε με οποιοδήποτε τρόπο η αντίληψη πως ετίθετο θέμα “ενδιάμεσων κερδών” για την περίοδο μετά την παράβαση της σύμβασης.  Όταν ήδη, αντί των ακινήτων, προσδιορίζεται αποζημίωση ίση προς την αξία τους κατά τον ουσιώδη χρόνο της παράβασης.

Ισχύουν τα ίδια και ως προς τον τόκο.  Θα προσθέταμε όμως επί του προκειμένου και την πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Δάφνος Δρυάδης κ.ά. ν. Κώστα Καλησπέρα (1998) 1 A.A.Δ. 881 (βλ. συναφώς και Κολακίδης & Συνεταίροι ν. Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ (1997) 1(Γ) A.A.Δ. 1671. Όπως εξηγήθηκε στην απόφαση του Εφετείου που έδωσε ο Πικής Π., “σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές δικαίου, ο τόκος δεν αποτελεί προβλεπτή ζημιά η οποία ανακύπτει από τη διάρρηξη συμφωνίας εκτός εάν αυτό προβλέπεται στη σύμβαση ή εξυπακούεται από τη φύση της υποχρέωσης, όπως στην περίπτωση συναλλαγματικών”.

Η αξίωση της εφεσείουσας περιλάμβανε και ορισμένα κινητά τα οποία φερόταν να κατακρατεί ο εφεσίβλητος 2. Τη δικαίωσε και ως προς αυτό το πρωτόδικο δικαστήριο και εξέδωσε διαταγή για τη παράδοσή τους. Αυτή η πτυχή της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν προσβάλλεται και δεν θα μας απασχολήσει.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης 1. Η πρωτόδικη απόφαση, ως προς το μέρος της αναφορικά με τη μη επιδίκαση αποζημιώσεων παραμερίζεται και στη θέση της εκδίδεται απόφαση για αποζημιώσεις ύψους £14.480 υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της μητέρας [*2369]της εφεσίβλητης 1.  Δεν εκδίδεται άλλη διαταγή για έξοδα.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα εις βάρος της εφεσίβλητης 1. Εκδίδεται απόφαση για αποζημιώσεις ύψους £14.480 υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης 1.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο