James Leatherland Ltd. ν. Aικατερίνης Tσίγκα (1998) 1 ΑΑΔ 2385

(1998) 1 ΑΑΔ 2385

[*2385]22 Δεκεμβρίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

JAMES LEATHERLAND LTD,

Eφεσείοντες-Eναγόμενοι,

v.

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΤΣΙΓΚΑ,

Eφεσίβλητης-Eνάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10033)

 

Eνοικίαση — Σύμβαση ενοικίασης καταστημάτων — Παράβαση σύμβασης — Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ενοικιάστρια τερμάτισε παράνομα τη σύμβαση χωρίς να προβεί σε εύρημα ως προς το χρόνο παράδοσης ελεύθερης κατοχής των καταστημάτων στην ιδιοκτήτριά τους — Διατάχθηκε επανεκδίκαση.

Στις 15.3.94 υπεγράφη ενοικιαστήριο έγγραφο μεταξύ των διαδίκων για τη μίσθωση δύο καταστημάτων στην Πάφο, ιδιοκτησίας της εφεσείουσας εταιρείας, έναντι μηνιαίου ενοικίου £600.  Η ενοικίαση θα άρχιζε την 1.5.94.  Κατά την υπογραφή της σύμβασης, η εφεσίβλητη πλήρωσε στην εφεσείουσα £600 για το ενοίκιο του πρώτου μήνα, και άλλες £600 ως εγγύηση για την πιστή τήρηση του συμβολαίου.  Στόχος της εφεσίβλητης ήταν η δημιουργία κέντρου αναψυχής με ζωντανή μουσική.  Η σύμβαση περιλάμβανε όρο σύμφωνα με τον οποίο η εφεσίβλητη διατηρούσε το δικαίωμα τερματισμού της, σε περίπτωση που δεν εξασφάλιζε την απαιτούμενη άδεια από τις αρμόδιες αρχές.

Η εφεσίβλητη δεν εξασφάλισε τέτοια άδεια και, όπως ισχυρίσθηκε, πληροφόρησε την εφεσείουσα περί τούτου στις 23.3.94.  Ως αποτέλεσμα, εισηγήθηκε, πως τερματίστηκε η συμφωνία βάσει του πιο πάνω όρου, και ζήτησε την επιστροφή του ποσού των £1.200 που πλήρωσε στην εφεσείουσα.

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε το έγκυρο του τερματισμού της σύμβασης και αρνήθηκε να επιστρέψει στην εφεσίβλητη τις £1.200.  Η εφεσίβλητη καταχώρησε αγωγή, προβάλλοντας τη θέση πως είχε τερματίσει νόμιμα τη σύμβαση και ότι τα καταστήματα βρίσκονταν στην κατοχή [*2386]της εφεσείουσας από 25.3.94.  Η εφεσείουσα ισχυρίσθηκε στην υπεράσπισή της, ότι η εφεσίβλητη της παρέδωσε κατοχή των καταστημάτων το τέλος Αυγούστου 1994 και ήγειρε ανταπαίτηση για £2.400 για τα ενοίκια των μηνών Μαΐου, Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι:

α) η εφεσίβλητη δεν απέδειξε ότι ο τερματισμός της σύμβασης ήταν νόμιμος,

β) τα επίδικα καταστήματα βρίσκονταν στη διάθεση της εφεσείουσας κατά ή περί το τέλος Μαΐου του 1994, και,

γ)  η εφεσείουσα δικαιούται το ποσό των £600 ως δεδουλευμένο ενοίκιο.

Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι η κατάληξη της δικαστού πως τα καταστήματα ήταν στη διάθεση της εφεσείουσας, επειδή προφανώς ήταν γνωστό πως η επιχείρηση δεν υλοποιήθηκε, δεν συνιστούσε εύρημα ως προς το πότε το ένοχο μέρος για τον τερματισμό της συμφωνίας παρέδωσε ελεύθερη κατοχή των καταστημάτων στο αθώο, που ήταν η εφεσείουσα. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην υπόθεση είναι εσφαλμένη και ως εκ τούτου επιβάλλεται η επανεκδίκασή της.

H έφεση επιτρέπεται με έξοδα εις βάρος της εφεσίβλητης. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης. Tα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της νέας δίκης.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγομένους κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Ψαρά - Mιλτιάδου, E.Δ.) που δόθηκε στις 19 Mαΐου, 1997 (Aρ. Aγωγής 2501/94), με την οποία επιδικάσθηκε υπέρ της ενάγουσας το ποσό των £600 και περαιτέρω κρίθηκε ότι οι εναγόμενοι δικαιούνται στην κατακράτηση του υπόλοιπου ποσού των £600, ως δεδουλευμένο ενοίκιο.

Α. Αλεξάνδρου, για τους Eφεσείοντες.

Στ. Βασιλείου για Α. Θεοφίλου, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα εταιρεία είναι ιδιοκτήτρια κα[*2387]ταστημάτων στην Πάφο. Στις 15.3.94 υπεγράφη ενοικιαστήρια σύμβαση μεταξύ της και της εφεσίβλητης για τη μίσθωση δυο καταστημάτων, έναντι ενοικίου £600 το μήνα.  Η ενοικίαση θα άρχιζε την 1.5.94.  Κατά την υπογραφή του συμβολαίου η εφεσίβλητη πλήρωσε στην εφεσείουσα £600, για το ενοίκιο του πρώτου μήνα, και άλλες £600 ως εγγύηση για την πιστή τήρηση του συμβολαίου.  Η σύμβαση περιλάμβανε όρο σύμφωνα με τον οποίον η εφεσίβλητη διατηρούσε το δικαίωμα τερματισμού της, σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές δεν θα εξέδιδαν σ’ αυτή άδεια λειτουργίας  της επιχείρησης, που είχε σκοπό να δημιουργήσει στα καταστήματα, δηλαδή κέντρου αναψυχής με χρήση ζωντανής μουσικής.

Η εφεσίβλητη δεν εξασφάλισε τέτοια άδεια και, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, πληροφόρησε την εφεσείουσα περί τούτου στις 23.3.94 τόσο προφορικά αλλά και εγγράφως.  Ως αποτέλεσμα, εισηγήθηκε, πως τερματίστηκε η συμφωνία βάσει του πιο πάνω όρου, και ζήτησε επιστροφή του ποσού των £1.200, που πλήρωσε στην εφεσείουσα.

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε το έγκυρο του τερματισμού της σύμβασης και αρνήθηκε να επιστρέψει στην εφεσίβλητη τις £1.200.  Η εφεσίβλητη καταχώρισε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, προβάλλοντας τη θέση πως είχε νόμιμα τερματίσει τη σύμβαση και ότι τα καταστήματα βρίσκονταν στην κατοχή της εφεσείουσας από 25.3.94.  Η εφεσείουσα, όπως είπαμε ήδη, αμφισβήτησε στην υπεράσπιση της την εγκυρότητα του τερματισμού της συμφωνίας, και ισχυρίστηκε πως η εφεσίβλητη παρέδωσε σ’ αυτή κατοχή των καταστημάτων το τέλος Αυγούστου 1994.  Κατά συνέπεια, με την ανταπαίτηση της αξίωνε £2400 για τα ενοίκια των μηνών Μαΐου, Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου.  Όταν πήρε κατοχή των καταστημάτων τα χρησιμοποίησε η ίδια.

Η πρωτόδικος δικαστής άκουσε κατά την ακροαματική διαδικασία τη μαρτυρία που προσκομίστηκε εκ μέρους των αντιδίκων, αφού δε την ανέλυσε προέβη στις διαπιστώσεις της, τις οποίες εμείς δεν θα σχολιάσουμε σε λεπτομέρεια, ενόψει της κατάληξης μας για την αναγκαιότητα επανεκδίκασης της υπόθεσης, για τους λόγους που εξηγούμε παρακάτω.

Η πρωτόδικος δικαστής έκρινε πως  η εφεσίβλητη δεν απέδειξε ότι εδικαιούτο να τερματίσει τη σύμβαση, γιατί δεν είχε καταβάλει τις δέουσες προσπάθειες να εξασφαλίσει την άδεια λειτουργίας της επιχείρησης, που σκοπούσε να λειτουργήσει στα καταστήματα.   Αποφάνθηκε επίσης, και τούτο είναι το καίριο σημείο πως, για να [*2388]χρησιμοποιήσουμε την ίδια τη φρασεολογία της: “τα επίδικα καταστήματα βρίσκονταν στη διάθεση του Μ.Υ.1 και κατ’ επέκταση των εναγομένων κατά ή περί το τέλος του Μάη του 1994.  Με βάση αυτό το εύρημα μου οι εναγόμενοι δικαιούνται το ποσό των £600 ως δεδουλευμένο ενοίκιο”. 

Η εφεσείουσα εταρεία υποστήριξε με το μάρτυρα της Μ.Υ.1 - Δημήτρη Τζιακούρη πως ανέκτησε κατοχή των καταστημάτων μετά τις 15.8.94.

Είναι πρόδηλο απ’ αυτά που αναφέρουμε πιο πάνω, και ιδιαίτερα την κατάληξη της δικαστού που παραθέτουμε σε εισαγωγικά, πως δεν προέβη σε εύρημα πάνω στο ουσιώδες ζήτημα, πότε δηλαδή η εφεσίβλητη, που με βάση τη διαπίστωση του Δικαστηρίου τερμάτισε παράνομα την ενοικιαστήρια σύμβαση, παρέδωσε ελεύθερη κατοχή των καταστημάτων στην εφεσείουσα.  Αντ’αυτού είπε: «τα καταστήματα βρίσκονταν στη διάθεση του Μ.Υ.1 από το τέλος Μαΐου του 94”   Η πρωτόδικος δικαστής δεν προσήγγισε ορθά κατά το νόμο, την εγειρόμενη διαφορά, ώστε να διαπιστώσει πότε το ένοχο μέρος για τον τερματισμό της συμφωνίας παρέδωσε ελεύθερη  κατοχή των καταστημάτων στο αθώο,  που ήταν η εφεσείουσα  Είπε μόνο πως τα καταστήματα ήσαν στη διάθεση της εφεσείουσας, επειδή προφανώς ήταν γνωστό πως η επιχείρηση δεν υλοποιήθηκε.  Η εφεσείουσα όμως δεν είχε δικαίωμα να λάβει κατοχή των καταστημάτων εφόσον συνεχιζόταν η σύμβαση, παρά μόνο όταν αυτά παραδίδονταν στην ίδια μετά τον τερματισμό της. Εφόσο δεν υπάρχει εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο πιο κρίσιμο σημείο της υπόθεσης, το οποίο αφορά και στην ανταπαίτηση της εφεσείουσας, η επανεκδίκαση της υπόθεσης είναι αναπόφευκτη, και έτσι διατάσσεται.  Η εφεσίβλητη θα καταβάλει τα έξοδα της έφεσης.  Τα έξοδα στην πρωτόδικη διαδικασία θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της νέας δίκης.

H έφεση επιτρέπεται με έξοδα εις βάρος της εφεσίβλητης. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης. Tα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της νέας δίκης.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο