Mαύρος Λάζαρος ν. Θεόδωρου Στυλιανού κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 2389

(1998) 1 ΑΑΔ 2389

[*2389]22 Δεκεμβρίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΛΑΖΑΡΟΣ ΜΑΥΡΟΣ,

Εφεσείων-Eναγόμενος,

v.

1. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΤΑΛΙΑΔΩΡΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Eναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9957)

 

Παρακοή διατάγματος — Καταφρόνηση Δικαστηρίου — Πρέπει να αποδειχθεί πέρα από κάθε λογική αμφιβολία — Για να στοιχειοθετηθεί η καταφρόνηση πρέπει να αποδειχθεί ηθελημένη ανυπακοή προς την απόφαση του Δικαστηρίου —Το αποτέλεσμα της ανυπακοής αφ’ εαυτού δεν αρκεί — Πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του Δικαστηρίου.

Ο εφεσείων, δημοσιογράφος, παραβίασε, με δημοσιεύματά του σε ημερήσια εφημερίδα, προσωρινό διάταγμα με το οποίο εμποδίζετο να δημοσιεύει άρθρα ή σχόλια υβριστικού περιεχομένου για τους εφεσίβλητους.  Οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν αίτηση, ζητώντας τη φυλάκισή του ή την καταβολή προστίμου, για παρακοή του προσωρινού διατάγματος δυνάμει των Άρθρων 42 έως 47 των περί Δικαστηρίων Νόμων, των σχετικών θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας και των συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου.  Με την ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου 1, που επισυνάφθηκε στην αίτηση, προβαλλόταν ο ισχυρισμός ότι, με τα επίδικα δημοσιεύματα, οι εφεσίβλητοι, κατά παράβαση του προσωρινού διατάγματος, εθεωρούντο ή υπονοούντο ως ένοχοι βασανισμού ή κακοποίησης κρατουμένων, περιλαμβανομένης και της υπόθεσης Δημοσθένους.

Ο εφεσείων καταχώρησε ένσταση προβάλλοντας τη θέση ότι τα δημοσιεύματα δεν ήταν υβριστικού περιεχομένου.  Αφορούσαν θέματα δημοσίου συμφέροντος και έγιναν καλόπιστα μέσα στα πλαίσια της ελευθερίας του Τύπου και της άσκησης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος και με σκοπό την πραγμάτωση της αποστολής του Τύπου να [*2390]ελέγχει τις πράξεις και/ή παραλείψεις των εξουσιών της Πολιτείας και των φορέων τους.  Τα θέματα δεν αφορούσαν τους αιτητές, ούτε υπήρχε εκ μέρους του πρόθεση ή εσκεμμένη διάθεση να παρακούσει το προσωρινό διάταγμα το οποίο και δεν παρήκουσε.

Η μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 και ενός άλλου μάρτυρα, φιλόλογου καθηγητή, απέβλεπε κατά κύριο λόγο να αποδείξει ότι τα επίδικα δημοσιεύματα αναφέρονταν στους εφεσίβλητους και ήταν υβριστικού περιεχομένου με την έννοια ότι άφηναν να νοηθεί ότι οι εφεσίβλητοι ήταν υπεύθυνοι κακοποίησης κρατουμένων στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού και ότι κακώς αθωώθηκαν από το Κακουργιοδικείο στην υπόθεση Δημοσθένους διότι, στην πραγματικότητα, ήταν ένοχοι κακοποίησής του.

Ο εφεσείων παρέμεινε αμετακίνητος στη θέση ότι δεν είχε παρακούσει το διάταγμα ούτε και είχε ποτέ τέτοια πρόθεση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή των εφεσιβλήτων και έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο παρακοής διατάγματος δικαστηρίου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και του επέβαλε πρόστιμο £250 πλέον έξοδα.

Ο βασικός λόγος της έφεσης αφορούσε την παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει τη συνδρομή του στοιχείου της ένοχης διάνοιας (mens rea) η οποία απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση και απόδειξη της παρακοής διατάγματος και να προβεί σε εύρημα αναφορικά με το στοιχείο αυτό.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η καταδίκη του εφεσείοντα στηρίχθηκε στο Άρθρο 42 των περί Δικαστηρίων Νόμων.  Το Άρθρο αυτό έχει ποινικό χαρακτήρα, το δε αδίκημα που διαγράφει δεν είναι αδίκημα αυστηρής ή απόλυτης ευθύνης (strict or absolute liability) αλλά αδίκημα που έχει όχι μόνο αντικειμενική αλλά και υποκειμενική υπόσταση.  Η αντικειμενική του υπόσταση (actus reus) συνίσταται σε πράξη ή παράλειψη η οποία παραβιάζει το διάταγμα, η δε υποκειμενική του υπόσταση (mens rea) σε ηθελημένη ανυπακοή ή, άλλως, σε πρόθεση ανυπακοής ή καταστρατήγησης του διατάγματος του δικαστηρίου.

2.  Στην παρούσα υπόθεση δεν στοιχειοθετήθηκε η υποκειμενική υπόσταση (mens rea) του αδικήματος.  Δεν υπάρχει σε κανένα σημείο της πρωτόδικης απόφασης εύρημα ότι η αντικειμενικά διαπιστωθείσα παρακοή του προσωρινού διατάγματος εκ μέρους του εφεσείοντα ήταν, παρά την περί του αντιθέτου επίμονη θέση του, ηθε[*2391]λημένη ή, άλλως, συνοδευόταν από πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος, ώστε να στοιχειοθετείται πλήρως το αδίκημα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσήγγισε το αδίκημα ωσάν να ήταν αδίκημα αυστηρής ή απόλυτης ευθύνης.

Η έφεση επιτρέπεται χωρίς έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Ο εφεσείων αθωώνεται.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Krashias Shoe Factory Ltd v. Adidas Sportschuhfabriken Adi Dassier KG (1989) 1(E) A.A.Δ. 750,

Παπαχρυσοστόμου v. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Kορφιώτης, A.E.Δ.), που δόθηκε στις 8 Aπριλίου, 1997 (Aρ. Aγωγής 7557/95), με την οποία ο εναγόμενος κρίθηκε ένοχος για παρακοή του διατάγματος ημερομηνίας 15 Δεκεμβρίου, 1995 και επιβλήθηκε σ’αυτόν η ποινή των £250 πρόστιμο, πλέον έξοδα.

Κ. Ευσταθίου, για τον Eφεσείοντα.

Ε. Αναστασίου, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.:  Στα πλαίσια αγωγής για δυσφήμηση που ήγειραν οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι εναντίον του εναγόμενου-εφεσείοντα, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, στις 15/12/1995, ύστερα από μονομερή αίτηση των εφεσίβλητων, εξέδωσε εναντίον του εφεσείοντα το ακόλουθο προσωρινό διάταγμα:-

“... εκδίδεται προσωρινό διάταγμα με το οποίο ο Εναγόμενος εμποδισθεί και δια του παρόντος εμποδίζεται από του να δημοσιεύει ειδήσεις και/ή σχόλια και/ή άρθρα υβριστικού περιεχομένου για τους Ενάγοντες και ειδικότερα με περιεχόμενο αναφο[*2392]ράς ότι οι Ενάγοντες είναι ένοχοι βασανισμού ή κακοποίησης υπόπτων κρατουμένων υπό της Αστυνομίας, που περιλαμβάνει και την εκδικασθείσα υπόθεση Δημοσθένους ...”

Το διάταγμα επιδόθηκε στον εφεσείοντα στις 16/12/1995. 

Την επόμενη μέρα, 17/12/1995, ο εφεσείων δημοσίευσε στην εφημερίδα “ΣΗΜΕΡΙΝΗ” δύο σχόλια ή άρθρα υπό τον τίτλο “Η  Απάντηση μας:  δεν Φιμωνόμαστε” το ένα, και “Κριτική των Δικαστικών Αποφάσεων και οι Τριτοκοσμικοί Δικηγόροι”, το άλλο.

Την 21/12/1995 οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν αίτηση στο Δικαστήριο με την οποία ζητούσαν διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται ο εφεσείων να παρουσιασθεί και δείξει λόγο γιατί να μην φυλακισθεί ή καταβάλει πρόστιμο για παρακοή του προσωρινού διατάγματος να μην δημοσιεύει σχόλια ή άρθρα υβριστικού περιεχομένου για τους εφεσίβλητους.  Η αίτηση στηρίχθηκε στα άρθρα 42 έως 47 των περί Δικαστηρίων Νόμων, στους σχετικούς θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.  Με την ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου 1 Θ. Στυλιανού, που επισυνάφθηκε στην αίτηση, προβαλλόταν ο ισχυρισμός ότι, με τα επίδικα δημοσιεύματα, οι εφεσίβλητοι, κατά παράβαση του προσωρινού διατάγματος, εθεωρούντο ή υπονοούντο ως ένοχοι βασανισμού ή κακοποίησης κρατουμένων, περιλαμβανομένης και της υπόθεσης Δημοσθένους.

Τα επίμαχα σημεία είχαν ως ακολούθως.

Από το πρώτο δημοσίευμα:-

“Διάταγμα “φίμωσης δημοσιογράφου” εξασφάλισαν σε βάρος του γράφοντος, από τον Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή της Λεμεσού κ. Σ. Ναθαναήλ, οι αθωωθέντες από το Κακουργιοδικείο Λεκωσίας για τα βασανιστήρια σε βάρος του Δήμου Δημοσθένους, δύο αστυνόμοι, προϊστάμενοι (τότε) του ΤΑΕ Λεμεσού, τα ονόματα των οποίων περιλαμβάνονται στους 12 αστυνομικούς για τους οποίους η Κυβέρνηση μελετά το ενδεχόμενο απόταξης τους από την Αστυνομία για σειρά άλλων υποθέσεων βασανιστηρίων, που διέγνωσε η Ερευνητική Επιτροπή και για τα οποία το Υπουργικό Συμβούλιο έχει διορίσει και ανεξάρτητους ποινικούς ανακριτές, αφού ήδη πλήρωσε από το δημόσιο χρήμα 35 χιλιάδες λίρες ως αποζημίωση στον βασανισθέντα Δημοσθένους.  Το διάταγμα εξεδόθη “ex parte”, δηλαδή μονομερώς, με μόνα τα όσα είπε στο δικαστή ο δικηγόρος των δύο [*2393]αστυνόμων.

Σύντομα, στην ακροαματική διαδικασία του δικαστηρίου, είμαστε βέβαιοι ότι ο εν λόγω Δικαστής θα αντιληφθεί, τόσο από την ημεδαπή, όσο και από την ευρωπαϊκή νομολογία, πόσο έσφαλε εκδίδοντας το απαγορευτικό του διάταγμα.  Είμαστε βέβαιοι ότι θα αντιληφθεί ότι στο δημοκρατικό και φιλελεύθερο μας πολίτευμα δεν επιτρέπεται ούτε η προληπτική λογοκρισία ούτε η φίμωση των πολιτών (μεταξύ των οποίων και οι δημοσιογράφοι).

Κατά δεύτερο λόγο και χωρίς καμιά διάθεση έπαρσης, θέλουμε να βεβαιώσουμε ότι ούτε φιμωνόμαστε, ούτε το περιεχόμενο του συγκεκριμένου δικαστικού διατάγματος αφορά τη δική μας δημοσιογραφική δουλειά.  Διότι, απλούστατα, ουδέποτε και ουδένα από τα δημοσιεύματά μας περιέχει οποιοδήποτε ‘υβριστικό περιεχόμενο’.”

Από το δεύτερο δημοσίευμα:-

“Χθες τονίζαμε ότι η ελευθερία της κριτικής των δικαστικών αποφάσεων δεν θα πρέπει να περιοριστεί και να φιμωθεί κατά το θέλημα των ‘τριτοκοσμικών’ δικηγόρων του εν λόγω Συλλόγου.  Αντίθετα θα πρέπει να επεκτείνεται και να σκληραίνει.  Διότι, η ανεπάρκεια της Κυπριακής Δικαιοσύνης, είναι ένας από τους παράγοντες που επέτρεψαν τη συγκάλυψη των κακουργημάτων της Αστυνομίας για τα οποία η Κυπριακή Δημοκρατία εκτίθεται στην Ευρώπη και αλλού:

1. Ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους η κυβέρνηση Κληρίδη αποφάσισε στις 3 Σεπτεμβρίου 1993 το διορισμό της Ερευνητικής Επιτροπής για τα βασανιστήρια, ήταν ακριβώς το ρεζίλεμα που υφίσταται στην Ευρώπη η Κυπριακή Δημοκρατία.  Για τον ίδιο ακριβώς λόγο η ίδια κυβέρνηση αποφάσισε στις 22 Νοεμβρίου 1995 το διορισμό ποινικών ανακριτών και τη μελέτη του ενδεχομένου απόταξης 12 αστυνομικών, μετά την έκθεση της Ερευνητικής Επιτροπής η οποία αποτελεί πλέον τεκμήριο για τη διάπραξη των βασανιστηρίων, τα οποία  ΔΕΝ  ΚΟΛΑΣΕ  η Κυπριακή Δικαιοσύνη μέχρι σήμερα.  Η Κυπριακή Δημοκρατία και η δικαστική της εξουσία εκτίθενται διεθνώς, αφού υπήρξαν ήδη προσφυγές εναντίον της στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, τόσο για τα βασανιστήρια σε βάρος του Δημοσθένους, όσο και για το φόνο δύο νέων από τη ΜΜΑΔ στη Χλώρακα.  Η Κυπριακή Δημοκρατία εκτίθεται διεθνώς, αφού ακό[*2394]μα και η Επιτροπή για τα Βασανιστήρια του  ΟΗΕ  της έχει ζητήσει εξηγήσεις για τα κακουργήματα αυτά που διαπράττονται από την Αστυνομία.

2.  . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

3.  Αλλά η ανεπάρκεια της Κυπριακής Δικαιοσύνης, όπως το έχουμε υπογραμμίσει πολλές φορές, ομολογείται “πανηγυρικά” και από την ίδια την απόφαση του κακουργιοδικείου της Λάρνακας στην υπόθεση “Λυκουρή”, όταν οι τρεις Δικαστές αποφαίνονται ότι δεν μπορεί να λάμψει η αλήθεια στην ποινική δίκη.  Ακόμα και πέρα από τις κριτικές απόψεις που ο καθένας δικαιούται και οφείλει να διατυπώνει ελέγχοντας την δικαστική εξουσία η ίδια η έκθεση της Ερευνητικής Επιτροπής αποτελεί ένα επιπλέον “τεκμήριο” της ανεπάρκειας της Κυπριακής Δικαιοσύνης.  Μήπως εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ξανά και την άποψη του βοηθού Γενικού Εισαγγελέα ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην υπόθεση Δημοσθένους “αποτελεί κλασσικό δείγμα κακοδικίας σε βαθμό που σοκάρει;”

Ο εφεσείων καταχώρησε ένσταση εναντίον της αίτησης συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση με την οποία, αφού παραδεχόταν ότι προέβη στη δημοσίευση των επιδίκων δημοσιευμάτων, πρόβαλλε τη θέση ότι αυτά δεν ήταν υβριστικού περιεχομένου·  αφορούσαν θέματα δημοσίου συμφέροντος και έγιναν καλόπιστα μέσα στα πλαίσια της ελευθερίας του Τύπου και της άσκησης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος και με σκοπό την πραγμάτωση της αποστολής του Τύπου να ελέγχει τις πράξεις και ή παραλείψεις των εξουσιών της Πολιτείας και των φορέων τους· τα θέματα που εθίγοντο ήσαν αλλότρια προς τους αιτητές, δεν τους αφορούσαν, ούτε υπήρχε εκ μέρους του πρόθεση ή εσκεμμένη διάθεση να παρακούσει το προσωρινό διάταγμα το οποίο και δεν παρήκουσε. 

Κατά την ακρόαση, προς υποστήριξη της αίτησης έδωσαν μαρτυρία ο εφεσίβλητος 1 και ο φιλόλογος καθηγητής Γεώργιος Χατζηγεωργίου.  Η μαρτυρία τους απέβλεπε κατά κύριο λόγο να αποδείξει ότι τα επίδικα δημοσιεύματα αναφέρονταν στους εφεσίβλητους και ήταν υβριστικού περιεχομένου με την έννοια ότι υποστήριζαν υπαινικτικά ότι οι εφεσίβλητοι ήταν υπεύθυνοι κακοποίησης κρατουμένων στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού και ότι κακώς αθωώθηκαν από το Κακουργιοδικείο στην υπόθεση Δημοσθένους διότι, στην πραγματικότητα, ήταν ένοχοι κακοποίησής του.

Προς υποστήριξη της ένστασης έδωσε μαρτυρία ο εφεσείων.   Αφού υιοθέτησε και επεξήγησε τα όσα ανέφερε στην ένορκη δήλω[*2395]ση του αντεξετάσθηκε έντονα και σε έκταση.  Παρέμεινε αμετακίνητος στη θέση ότι δεν είχε παρακούσει το διάταγμα ούτε και είχε ποτέ τέτοια πρόθεση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε και αξιολόγησε τη μαρτυρία, δέχθηκε ότι τα επίδικα δημοσιεύματα ήταν υβριστικού περιεχομένου, αφορούσαν υπαινικτικά τους εφεσίβλητους και, όντως, παραβίαζαν τους όρους του προσωρινού διατάγματος αφού το νόημα που μετέφεραν στον αναγνώστη ήταν ότι “ναι μεν αθωώθηκαν οι αιτητές στην υπόθεση Δημοσθένους αλλά έπρεπε να καταδικαστούν.”  Ακολούθως, με βάση τα ευρήματα αυτά, έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο παρακοής διατάγματος δικαστηρίου, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, και του επέβαλε την ποινή των £250 πρόστιμο πλέον έξοδα.

Ο βασικός λόγος έφεσης, στον οποίο επικεντρώθηκε και η  ενώπιον μας προφορική αγόρευση του δικηγόρου του εφεσείοντα, είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τη συνδρομή όλων των στοιχείων που απαιτούνται για να αποδειχθεί η διάπραξη της παρακοής διατάγματος εφόσο:-

“(i) Ουδόλως προσήγγισε την συνδρομή ή μη, του στοιχείου της ένοχης διάνοιας (MENS  REA) η οποία και απαιτείται για την στοιχειοθέτηση και απόδειξη της παρακοής διατάγματος.

 (ii) Εις ουδέν εύρημα κατέληξε αναφορικά με το ως άνω στοιχείο.”

Έχουμε την άποψη ότι ο λόγος αυτός ευσταθεί.

Η καταδίκη του εφεσείοντα στηρίχθηκε στο άρθρο 42 των περί Δικαστηρίων Νόμων το οποίο τιτλοφορείται “Εξαναγκασμός υποταγής σε διατάγματα” και έχει ως ακολούθως:-

“42.Τηρουμένου οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού κάθε δικαστήριο θα έχει εξουσία να εξαναγκάζει σε υπακοή προς οποιοδήποτε διάταγμα που εκδόθηκε από αυτό, το οποίο διατάζει ή απαγορεύει την εκτέλεση οποιασδήποτε πράξης, με πρόστιμο ή φυλάκιση ή μεσεγγύηση πραγμάτων.  Και το δικαστήριο δύναται επιπρόσθετα να επιδικάσει στο πρόσωπο προς το συμφέρον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα τέτοιο ποσό υπό μορφή αποζημίωσης, όπως το δικαστήριο δύναται να θεωρήσει πρέπον.”

Σύμφωνα με τη νομολογία το άρθρο αυτό είναι δικαιοδοτικό [*2396]και προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου για την τιμωρία προσώπων, φυσικών και νομικών, για την παρακοή διαταγμάτων.  Καθορίζει τα μέσα για την εξασφάλιση συμμόρφωσης προς τα διατάγματα με την επιβολή προστίμου ή φυλάκισης ή με την έκδοση διατάγματος για τη μεσεγγύηση πραγμάτων.  (Βλ., Krashias Shoe Factory v. Adidas (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 750).  Είναι άρθρο με ποινικό χαρακτήρα, το δε αδίκημα που διαγράφει δεν είνα αδίκημα αυστηρής ή απόλυτης ευθύνης (strict or absolute liability) αλλά αδίκημα που έχει όχι μόνο αντικειμενική αλλά και υποκειμενική υπόσταση.  Η αντικειμενική του υπόσταση (actus reus) συνίσταται σε πράξη ή παράλειψη η οποία παραβιάζει το διάταγμα, η δε υποκειμενική του υπόσταση (mens rea) σε ηθελημένη ανυπακοή ή, άλλως, σε πρόθεση ανυπακοής ή καταστρατήγησης του διατάγματος του δικαστηρίου.

Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστή Πική (όπως ήταν τότε) στην υπόθεση Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309 στις σελίδες 314 έως 315.

“Παρά τον αστικό χαρακτήρα της διαδικασίας για καταφρόνηση και το μανδύα της πολιτικής δικαιοδοσίας που την περιβάλλει το αίτημα για καταδίκη για ανυπακοή διατάγματος του δικαστηρίου αποβλέπει στην τιμωρία του παραβάτη.  Κατά συνέπεια η αίτηση για καταδίκη προσλαμβάνει το χαρακτήρα κατηγορίας η απόδειξη της οποίας υπόκειται στους κανόνες που διέπουν την απόδειξη ποινικού αδικήματος, δηλαδή απόδειξη της κατηγορίας γενικά και των συστατικών της στοιχείων ειδικά, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Όπως επισημαίνεται στην Antonis Mouzouris & Another v. Xylophaghou Plantations Ltd. (1977) 1 C.L.R. 287 για να στοιχειοθετηθεί η καταφρόνηση πρέπει να αποδειχθεί ηθελημένη ανυπακοή του καθ’ ου η αίτηση προς την απόφαση του δικαστηρίου, δηλαδή πρόθεση ανυπακοής προς το διάταγμα του δικαστηρίου.  Το αποτέλεσμα της ανυπακοής αφ’ αυτού δεν αρκεί πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του δικαστηρίου.”

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ήδη αναφέραμε, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο και τον τιμώρησε μετά που δέχθηκε, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι τα επίδικα δημοσιεύματα ήταν υβριστικού  περιεχομένου, αφορούσαν υπαινικτικά τους εφεσίβλητους και παραβίαζαν τους όρους του προσωρινού διατάγματος, αφού, δηλαδή, δέχθηκε ότι είχε στοιχειοθετη[*2397]θεί η αντικειμενική υπόσταση (actus reus) του αδικήματος.  Δεν κατηύθυνε καθόλου τη σκέψη του στο ερώτημα κατά πόσο, επιπρόσθετα, αποδείχθηκε, με βάση την ενώπιον του μαρτυρία, και η υποκειμενική υπόσταση  (mens rea) του αδικήματος ούτε κατέληξε σε σχετικό εύρημα.  Σε κανένα σημείο της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου υπάρχει εύρημα, πάντοτε με βάση την ενώπιον του μαρτυρία, ότι η αντικειμενικά διαπιστωθείσα παρακοή του προσωρινού διατάγματος εκ μέρους του εφεσείοντα ήταν, παρά την περί του αντιθέτου επίμονη θέση του, ηθελημένη ή, άλλως, συνοδευόταν από πρόθεση καταστρατήγησής του ώστε να στοιχειοθετείται πλήρως το αδίκημα.  Από την όλη δομή της απόφασης διαφαίνεται ότι το αδίκημα προσεγγίσθηκε ωσάν να ήταν αδίκημα αυστηρής ή απόλυτης ευθύνης.

Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων μας, δεν θεωρούμε χρήσιμο να επεκταθούμε στους υπόλοιπους λόγους έφεσης που προβάλλονται. 

Η έφεση επιτρέπεται.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

Ο εφεσείων αθωώνεται.

Δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα.

H έφεση επιτρέπεται χωρίς έξοδα. H πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. O εφεσείων αθωώνεται.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο