(1999) 1 ΑΑΔ 149
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10132 και 10133
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΠΙΚΗ Π., Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ Δ/στών
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155 (4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ) ΚΑΙ
ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ELBEE LTD, KAI ΑΦΟΡΑ
ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ELBEE LTD, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΠΡΟΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ CERTIORARI KAI PROHIBITION
KAI
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20.5.97 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΝΤΙΜΟ ΔΙΚΑΣΤΗ Κ. Μ. ΜΑΥΡΟΝΙΚΟΛΑ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΥΠ. ΑΡ. 73
6/97.
----------------------
29 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1999.
Για τους εφεσείοντες: Χρ. Χατζηστερκώτης.
Για τους εφεσίβλητους: Καμιά εμφάνιση.
--------------------
ΠΙΚΗΣ, Π:
Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι (ενάγοντες) διεκδίκησαν με ξεχωριστές αγωγές που καταχώρισαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού μισθούς, αναλογία ετήσιας άδειας και πληρωμή για αργίες που κατ΄ισχυρισμόν τους οφείλονταν ως δεδουλευμένα από τους εναγόμενους εργοδότες τους (εφεσείοντες), κατά το χρόνο της απόλυσής τους.
Οι εφεσείοντες δεν καταχώρισαν σημείωμα εμφάνισης, εκδόθηκαν αποφάσεις εναντίον τους και αντέδρασαν με αιτήσεις για άδεια προς υποβολή αίτησης για certiorari και prohibition. Αντικείμενο των εφέσεων είναι οι αποφάσεις του συναδέλφου μας με τις οποίες απορρίφθηκαν. Τα σημεία που εγείρονται με τους λόγους έφεσης είναι κοινά και οι δυο εφέσεις συνεκδικάστηκαν. Αναφέρονται στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ενόψει των άρθρων 3 και 30 του περι Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν. 24/67) όπως τροποποιήθηκε ειδικά από τους Ν. 6/73 και 92/79. ΄Οχι γιατί ήταν αρμόδιο άλλο δικαστήριο, ειδικά το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Κατά την εισήγησή τους, από το συσχετισμό των νομοθετικών διατάξεων, κανένα δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αξίωσης. Το άρθρο 3 του Νόμου παρέχει δυνατότητα διεκδίκησης αποζημιώσεων σε περίπτωση τερματισμού απασχόλησης μόνο εφόσον ο εργοδοτούμενος είχε απασχοληθεί συνεχώς επί τουλάχιστον 26 βδομάδες. Εδώ οι εφεσίβλητοι είχαν απασχοληθεί, όπως είναι παραδεκτό, για μικρότερο διάστημα. Επιπλέον, δεν ίσχυαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 30(2) για την ανάληψη δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο. Το ποσό που διεκδικούσαν οι εφεσίβλητοι δεν υπερέβαινε τις αποζημιώσεις που θα μπορούσαν να διεκδικηθούν δυνάμει του Νόμου. Επικαλέστηκαν σχετικά την απόφαση της πλειοψηφίας στην Κapsou v. Airliban 1988 1 CLR 152.
Πρωτοδίκως δεν έγινε δεκτή αυτή η λογική. Πράγματι, όπως κρίθηκε, εύρισκε έρεισμα στην πιο πάνω υπόθεση αλλά στο μεταξύ εκδόθηκε η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ηλία ν. Αλωνεύτη (1995) 1 ΑΑΔ 938. Θεωρήθηκε ότι εξετάστηκε όμοιο θέμα σε σχέση με τη δικαιοδοσία προς έκδοση διατάγματος διατροφής. Είχε ακυρωθεί με certiorari διάταγμα διατροφής εξώγαμου τέκνου που είχε εκδώσει εκ συμφώνου το Οικογενειακό Δικαστήριο γιατί δεν είχε τέτοια δικαιοδοσία στην περίπτωση, (βλ. Ηλίας Ηλία (Αρ. 1) (1995) 1 ΑΑΔ 1), υποβλήθηκε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο, εκδόθηκε νέο διάταγμα και η Ολομέλεια απέρριψε την έφεση που ασκήθηκε κατά της απόφασης δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απέρριψε αίτηση για certiorari (βλ. Ηλίας Ηλία (Αρ.2) (1995) 1 ΑΑΔ 412). Η εισήγηση πως κανένα Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία δεν έγινε δεκτή. Εφόσον η αστική διαφορά δεν υπαγόταν σε άλλο δικαστήριο δυνάμει ειδικής νομοθετικής διάταξης, υπαγόταν στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του οποίου επεκτείνεται σε κάθε διαφορά αστικής φύσης που εμπίπτει στα όρια της τοπικής του αρμοδιότητας. Μεταξύ των δύο συγκρουόμενων, όπως θεωρήθηκε, αποφάσεων ακολουθήθηκε η τελευταία, ως η διατυπώνουσα τις σωστές αρχές δικαίου. Συνεπώς, το Επαρχιακό Δικαστήριο αρμοδίως επελήφθη της αγωγής.
Οι εφεσίβλητοι ειδοποιήθηκαν κανονικά αλλά δεν εμφανίστηκαν . Οι εφεσείοντες υποστήριξαν πως αφού η αξίωση προσεγγίστηκε ως εργατική διαφορά στο πλαίσιο του Ν. 24/67, θα έπρεπε να είχε ακολουθηθεί η Κapsou. Eπανέλαβαν πως πράγματι δεν υπάρχει Δικαστήριο στη Δημοκρατία στο οποίο θα ήταν δυνατό να εισαχθεί η αξίωση. Αναφέρθηκαν, όμως, και στο άρθρο 12(ε) του περί Ετησίων Αδειών Νόμου του 1967 (Ν. 8/67), όπως τροποποιήθηκε ειδικά από το Ν. 79(Ι)/96. Θα δούμε την καταλυτική πράγματι σημασία αυτού του άρθρου. Χρειάζεται όμως να τοποθετήσουμε πρώτα τα πράγματα σε ό,τι μας φαίνεται πως αποτελεί τη σωστή τους θέση.
Θα ήταν αδιανόητο να αναγνωριζόταν δικαίωμα χωρίς θεραπεία. Η Ηλία ν. Αλωνεύτη διαπνέεται από την αρχή ubi jus ubi remedium και δεν έχουμε αμφιβολία πως αποδίδει ορθά τον περί Δικαστηρίων Νόμο σε σχέση με τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Δεν συγκρούεται όμως προς την Κapsou. Δεν υιοθέτησε το αντίθετο η πλειοψηφία σε εκείνη την υπόθεση. Είναι γεγονός ότι αναφέρθηκε σε έλλειψη δικαιοδοσίας και αυτό θα μπορούσε πράγματι να συγχύσει. Δεν λέχθηκε όμως πως δεν υπήρχε δικαιοδοσία για δικαίωμα που θεωρούσε ότι υπήρχε. Η αξίωση εκεί αφορούσε σε αποζημιώσεις για τερματισμό απασχόλησης και κρίθηκε πως το δικαίωμα σ΄αυτές δυνάμει του κοινοδικαίου αντικαταστάθηκε από το θεσμοθετημένο δικαίωμα που δημιούργησε ο Ν. 24/67. Η ουσία της απόφασης ήταν πως ενόψει του Ν. 24/67 δεν υπήρχε δικαίωμα για αποζημιώσεις λόγω τερματισμού απασχόλησης εφόσον δεν είχε διαρκέσει η εργοδότηση πέραν των 26 εβδομάδων.
Δεν εγείρεται τέτοιο θέμα εδώ και δεν θα εκφράσουμε άποψη ως προς την αιτιολογική βάση της Κapsou. Πηγάζει από το νόημα που προσδόθηκε στο άρθρο 3 του Νόμου που αφορά σε δικαίωμα αποζημίωσης λόγω τερματισμού απασχόλησης για λόγους άλλους από τους εκτιθέμενους στο άρθρο 5. Σημειώνουμε όμως την Στυλιανίδης ν. British American Ins. Co. (1990) 1 AAΔ 517 που αφορούσε στη διεκδίκηση αποζημίωσης για τερματισμό απασχόλησης έξω από τις πρόνοιες του Ν. 24/67, στη βάση των αρχών του κοινοδικαίου.
Η αξίωση των κατ΄ισχυρισμόν δεδουλευμένων μισθών στην παρούσα υπόθεση, δεν είναι δυνατό να συσχετισθεί προς το άρθρο 3 ή άλλες πρόνοιες του Νόμου 24/67. Στην υπόθεση Κυριάκου κ.ά. ν. Ταμ. Πλεον. Προσωπικού (1993) 1 ΑΑΔ 1020 κρίναμε πως
“βρίσκονται έξω από το πλαίσιο των ρυθμίσεων του ζητήματα σχετικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις που αποκρυσταλλώθηκαν διαρκούσας της εργοδότησης και είναι άσχετα προς τον τερματισμό της”. Και συναφώς ότι “οι δεδουλευμένοι μισθοί και τα άλλα διεκδικηθέντα και επιδικασθέντα ωφελήματα δεν συνδέονται με τον τερματισμό της απασχόλησης αλλά είναι ποσά πληρωτέα ως εκ της εργοδότησης και όχι ως εκ του τερματισμού της”.
Ευθέως δε, στη μεταγενέστερη Τάκης Ζαβρού ν. Ανδρέας Χαραλάμπους Πολιτική ΄Εφεση 8618 ημερομηνίας 26.4.96, η αυτοτελής αξίωση για δεδουλευμένους μισθούς κρίθηκε πως δεν συνιστά εργατική διαφορά με την έννοια του Ν. 24/67. Και, εφόσον δεν υπήρχε νόμος που να παρέχει τη δικαιοδοσία γι΄αυτή σε άλλο Δικαστήριο, με αναφορά στην Ηλία ν. Αλωνεύτη (ανωτέρω), κρίθηκε ότι η δικαιοδοσία ανήκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο δυνάμει των γενικών διατάξεων του Ν. 14/60. Στη βάση, επομένως, των όσων είχαν συζητηθεί πρωτοδίκως, θα απορρίπταμε την έφεση. Υπήρξε όμως νομοθετική εξέλιξη.
Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών καθιδρύθηκε δυνάμει του περί Ετησίων Αδειών μετ΄ Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν. 8/67, όπως τροποποιήθηκε). Στο άρθρο 12 του Νόμου εκείνου, (όπως τροποποιήθηκε ειδικά από το Ν. 5/73) προσδιορίζεται το εύρος της δικαιοδοσίας του. Εντάσσονται σ΄αυτή μεταξύ άλλων και εργατικές διαφορές που παραπέμπονται σ΄αυτό δυνάμει ρητής διάταξης άλλου Νόμου ή Κανονισμού. Με την παράλληλη πρόνοια του άρθρου 30 του Ν. 24/67 (όπως τροποποιήθηκε ειδικά από το Ν. 6/73) εντάσσονται στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών εργατικές διαφορές που αναφύονται συνεπεία της εφαρμογής του ή και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του.
Μετά την έκδοση της απόφασης στην Τάκης Ζαβρού ν. Ανδρέας Χαραλάμπους (ανωτέρω) θεσπίστηκε ο περί Ετησίων Αδειών μετ΄Απολαβών (Τροποποιητικός) Νόμος του 1996 Ν. 79(Ι)/96). Το άρθρο 12 τροποποιήθηκε με την προσθήκη νέας παραγράφου, της (ε). Στην έκταση που είναι σχετικό, το άρθρο διαβάζεται τώρα ως εξής:
“Καθιδρύεται Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, (εν τω παρόντι Νόμω καλούμενον “Το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών”) εις την αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν του οποίου υπάγεται η διάγνωσις και απόφασις επί των ακολούθων διαφορών:
.................................. .................................................. ...............
“(ε) αυτοτελείς αξιώσεις που εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας και περιλαμβάνουν απαιτήσεις για ετήσιες άδειες, δεδουλευμένο ημερομίσθιο, φιλοδώρημα, δέκατο τρίτο μισθό και οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα προκύπτει από νόμο, κανονισμό, έθιμο, ατομική ή συλλογική σύμβαση.”
Όπως ορίζει ο Νόμος, η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών για τα θέματα που προσδιορίζονται, είναι αποκλειστική. (Βλ. συναφώς Στυλιανίδης ν. British American Ins. (ανωτέρω). Η αξίωση των εφεσιβλήτων σαφώς καλύπτεται από την παράγραφο (ε) του άρθρου 12, η οποία ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Συνεπώς, το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας.
Η έφεση πρέπει να επιτύχει για τον πιο πάνω λόγο. Ο εφεσείων συζήτησε πρωτοδίκως την υπόθεση πάνω σε εντελώς διαφορετική βάση και δεν θα επιδικάσουμε έξοδα. Η διαδικασία πρωτοδίκως ήταν μονομερής αφού αφορούσε στη χορήγηση άδειας. Η ειδοποίηση της έφεσης, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, επιδίδεται στους εφεσίβλητους ως ευθέως επηρεαζόμενους και, πλέον, αφού κατ΄ανάγκην παρέχεται στις δυο πλευρές η δυνατότητα να προβάλουν τις θέσεις τους, στην έφεση εξετάζεται η ουσία. Με την έννοια πως δεν τίθεται πια θέμα χορήγησης άδειας για να ακολουθήσει αίτηση για certiorari, ώστε να υποβληθεί το θέμα εκ
νέου υπό κρίση σε πρωτόδικη διαδικασία. Η επιλογή των εφεσιβλήτων να μήν εμφανιστούν δεν μεταβάλλει το πλαίσιο και εκδίδεται διάταγμα certiorari προς ακύρωση των αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Οι εφεσείοντες ζήτησαν και διάταγμα prohibition για να παρεμποδιστεί η εκτέλεσή τους. Η ακύρωση των αποφάσεων αφαιρεί το έρεισμα για οποιαδήποτε ενέργεια στη βάση τους.ΠΙΚΗΣ, Π
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.
/Μσι.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο