Ανδρέας Μιχαήλ Συμεού ν. Σωτήρης Μιχαήλ (1999) 1 ΑΑΔ 16 Ανδρέας Μιχαήλ Συμεού ν. Σωτήρης Μιχαήλ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 9849, 13 Ιανουαρίου, 1999

(1999) 1 ΑΑΔ 16

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 9849

Σύνθεση Δικαστηρίου: ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Α. ΚΡΑΜΒΗΣ,

Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές

 

Ανδρέας Μιχαήλ Συμεού, άλλως Κλατσιάς, εκ Λυθροδόντα

Εφεσείων-Ενάγων

και

Σωτήρης Μιχαήλ, εκ Αγίου Παντελεήμονος 16, Γέρι - (Αγωγή Αρ. 2019/92)

Σταυρούλλα Σκουτάρη, εκ Γερίου - (Αγωγή Αρ. 2024/92)

Πέτρος Μαχαιρίτης, εκ Γερίου - (Αγωγή Αρ. 2028/92)

Γρηγόρης Αντωνιάδης, εκ Γερίου - (Αγωγή Αρ. 2030/92)

Χρυστάλλα Αντωνιάδη, εκ Γερίου - (Αγωγή Αρ. 2030/92)

Νίκος Χριστοδούλου εκ Γερίου - (Αγωγή Αρ. 2031/92)

Καίτη Μιχαήλ, εκ Γερίου - (Αγωγή Αρ. 2031/92)

Εφεσίβλητοι-Εναγόμενοι

_ _ _ _ _ _ _ _

13 Ιανουαρίου, 1999

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ

Για τον Εφεσείοντα: Κος. Π. Μιχαήλ.

Για τους Εφεσίβλητους: Κος. Αλ. Ταλιαδώρος.

_ _ _ _ _ _ _ _

Κος. Χρ. Αρτεμίδης, Δ:-

Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.

_ _ _ _ _ _ _ _

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την έφεση προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή με την οποία απέρριψε πέντε συνενωμένες αγωγές του εφεσείοντα εναντίον των εφεσίβλητων. Οι αγωγές αφορούσαν αξίωση για εξόφληση απλήρωτων λογαριασμών νερού με το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, για μεγάλες περιόδους, από το 1982 μέχρι το 1992, προμήθευε οικόπεδα των οποίων οι εφεσίβλητοι ήταν ιδιοκτήτες ή κάτοχοι.

Οι πέντε αγωγές είχαν την ακόλουθη προϊστορία.

Στις 13/5/1978 τρεις ιδιοκτήτες τεμαχίων γης στο Γέρι ζήτησαν από την αρμόδια Αρχή άδεια διαχωρισμού της γης τους σε οικόπεδα υποδεικνύνοντας, για σκοπούς υδροδότησης των προτεινόμενων οικοπέδων, ιδιόκτητη γεώτρηση ενός από αυτούς η οποία ευρίσκετο σε τεμάχιο γης που δεν περιλαμβάνετο στη γη που θα διαχωριζόταν. Στις 29/5/1979 παραχωρήθηκε η ζητηθείσα άδεια υπό όρους που αφορούσαν και την υδροδότηση των οικοπέδων που θα προέκυπταν από το διαχωρισμό. Μεταξύ άλλων είχε απαιτηθεί, και κατέστη όρος της άδειας διαχωρισμού, όπως μερίδιο της πηγής εγγραφεί σε κάθε οικόπεδο χωρίς, όμως, να διευκρινίζεται το ποσοστό του μεριδίου. Πέντε περίπου χρόνια αργότερα, την 21/1/1984, η αρμόδια Αρχή τροποποίησε την άδεια με τη διευκρίνιση ότι, σε κάθε οικόπεδο, θα εγγράφετο και 1/63 εξ αδιαιρέτου μερίδιο ιδιοκτησίας πάνω στην πηγή που θα υδροδοτούσε τα οικόπεδα. ΄Ετσι 1/63 μερίδιο του φρεατίου, που ευρίσκετο στο τεμάχιο που δεν περιλαμβάνετο στη γη που διαχωρίσθηκε, εγγράφηκε στον τίτλο ιδιοκτησίας του καθενός από τα 59 οικόπεδα που προέκυψαν από το διαχωρισμό, ενώ τα υπόλοιπα 4/63 μερίδια εγγράφηκαν στον τίτλο ιδιοκτησίας του τεμαχίου όπου το φρεάτιο. Στους τίτλους ιδιοκτησίας των οικοπέδων, και του τεμαχίου, αναγράφεται ως μέρος της ιδιοκτησίας το ποσοστιαίο μερίδιο επί της γεώτρησης ((bore-hole) και προστίθεται σε παρένθεση η φράση “εξαιρουμένου του ύδατος” - “excluding the water”. Τα 59 οικόπεδα απετέλεσαν τον οικισμό “Αμυλώνα”.

Την 31/8/1988 το τεμάχιο γης, όπου το φρεάτιο, μεταβιβάστηκε στον εφεσείοντα.

Κατά τη μαρτυρία του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή ο εφεσείων ανέφερε ότι ενήγαγε τους εφεσίβλητους επειδή είχαν απλήρωτους τους λογαριασμούς νερού που παρείχε στα οικόπεδα τους στην περιοχή “Αμυλώνας” στο Γέρι. Εξήγησε ότι, μαζί με άλλα πρόσωπα, είχε διαχωρίσει οικόπεδα στην περιοχή με ιδιωτική υδατοπρομήθεια και ότι η υποχρέωση παροχής νερού προς τα προκύψαντα οικόπεδα, “εις τιμήν μη υπερβαίνουσαν εκείνη ήτις εφαρμόζεται από καιρού εις καιρόν υπό του Συμβουλίου Υδατοπρομηθείας Λευκωσίας ή θα καθορισθή υπό της Αρμόδιας Αρχής”, ήταν όρος της άδειας διαχωρισμού (όροι (η) και (θ)). Παρουσίασε σχετικά πέντε δέσμες λογαριασμών που αφορούσαν την κάθε μια από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις. Ανέφερε ότι δεν απέκοψε το νερό από τα οικόπεδα που δεν πλήρωναν διότι η παροχή ήταν μια και περιλάμβανε και τα οικόπεδα που πλήρωναν. Επειδή μερικά οικόπεδα είχαν πωληθεί πριν την έκδοση των τίτλων και, κατά το στάδιο της τιτλοποίησης, η Επαρχιακή Διοίκηση επέβαλε να εγγραφεί μερίδιο της διάτρησης επί του τίτλου κάθε οικοπέδου, εισέπραξε από τον κάθε ιδιοκτήτη το επιπλέον ποσό των £280 επειδή του μεταβίβασε κάτι περισσότερο από εκείνο που αγόρασε. Υποστήριξε έντονα ότι, όταν εισέπραττε τις £280 από τον κάθε ιδιοκτήτη, ήταν σαφές ότι το νερό θα επληρώνετο εξ΄ ου και όλοι οι ιδιοκτήτες ζήτησαν και τοποθετήθηκε στο οικόπεδο τους υδατομετρητής για τον οποίο πλήρωσαν όπως και για τη σύνδεση.

Οι εφεσίβλητοι με τη σειρά τους υποστήριξαν ότι πλήρωσαν το επιπλέον ποσό των £280 για τη σ΄ αυτούς μεταβίβαση του 1/63 της διάτρησης μετά που ο εφεσείων τους διαβεβαίωσε ότι, με τη μεταβίβαση, το νερό θα ήταν ιδιοκτησία των οικοπέδων, και, επομένως, δεν θα πλήρωναν τέλη κατανάλωσης. Θα πλήρωναν μόνο έξοδα διαχείρισης των εγκαταστάσεων άντλησης και διοχέτευσης του νερού, ανάλογα με την κατανάλωση τους.

Ο πρωτόδικος Δικαστής, αφού διερεύνησε την κατά νόμο θέση του εφεσείοντα στην όλη υπόθεση, έκαμε τις ακόλουθες ορθές διαπιστώσεις:-

(α) Μόλις την 31/8/1988 ο εφεσείων απέκτησε εξ αδιαιρέτου ποσοστό ιδιοκτησίας επί της διάτρησης, συγκεκριμένα, με κάποια χωρίς σημασία εξαίρεση, κατά 4/63 μερίδια, ενώ αρκετοί από τους εφεσίβλητους είχαν αποκτήσει τέτοια ιδιοκτησία πολύ προηγουμένως. επομένως, κατά το μέγιστο του ουσιαστικού χρόνου, ο εφεσείων ήταν συνιδιοκτήτης της διάτρησης μαζί με τους εφεσίβλητους ιδιοκτήτες οικοπέδου.

(β) Μέρος των χρεώσεων στις πέντε αγωγές αφορούσε χρονικές περιόδους προ της 31/8/1988, και

(γ) Η φράση “εξαιρουμένου του ύδατος”, που πλαισίωνε το δικαίωμα των ιδιοκτητών των οικοπέδων επί της διάτρησης, περιλαβανομένου του εφεσείοντα, σκοπό είχε απλώς να επιβεβαιώσει τα δικαιώματα της Δημοκρατίας επί των υπογείων υδάτων σύμφωνα με το άρθρο 23.1 του Συντάγματος και το άρθρο 5(1) και (2) των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμων (Κεφ. 224, όπως τροποποιήθηκε).

Ακολούθως ο πρωτόδικος Δικαστής, αφού διευκρίνισε ότι η φύση των υποθέσεων δεν ήταν τέτοια ώστε να κρίνονται επί της αποδοχής ή μη αλληλοσυγρουόμενων εκδοχών, προχώρησε και αξιολόγησε τη μαρτυρία. Για τους λόγους που εξήγησε, αποδέκτηκε τη μαρτυρία των εφεσίβλητων και απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Δέχθηκε ότι πράγματι υπήρξε διαβεβαίωση από τον εφεσείοντα, προσωπικά ή από αντιπροσώπους του, ότι, με τη μεταβίβαση της διάτρησης σε κάθε οικόπεδο, οι ιδιοκτήτες δεν θα πλήρωναν κατανάλωση νερού αλλά θα επωμίζονταν, ανάλογα με την κατανάλωση, τα έξοδα διαχείρισης της διάτρησης.

Αφού εξέτασε τη νομική πλευρά των υποθέσεων και επεσήμανε ότι, σύμφωνα με τα δικόγραφα και τη μαρτυρία, οι αγωγές δεν βασίζονταν σε οποιαδήποτε συμβατική σχέση αλλά στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού (unjust enrichment) και του “quantum meruit”, ο πρωτόδικος Δικαστής προχώρησε στα ευρήματα και συμπεράσματα του και, ακολούθως, απέρριψε τις αγωγές ως νομικά αβάσιμες. Είπε σχετικά:-

“Οι αρχές του quantum meruit επεξηγούνται διεξοδικά στο σύγγραμμα Indian Contract and Specific Relief Acts, των Pollock and Mulla, 11η ΄Εκδ., Τόμος Ι, στις σελ. 723-729. Προκύπτει σαφώς πως η αρχή τυγχάνει εφαρμογής όπου η συμβατική σχέση ενυπάρχει ενώ δεν καθορίζεται η αξία ή αμοιβή για τις προσφερθείσες υπηρεσίες (βλ. επίσης Way v. Catilla [1937] 3 All E.R. 759, η οποία υιοθετείται στη δική μας S.O.R.E.L. v. Servos (1968) 1 C.L.R. 123).

Η αρχή του quantum meruit δεν έχει εφαρμογή στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.

Προχωρώ εις την εξέταση του ισχυρισμού και της αξίωσης εδραζομένης επί αδίκου πλουτισμού.

Η αρχή ευρίσκεται κωδικοποιημένη στο άρθρο 70 του περί Συμβάσεων Νόμου, ΚΕΦ.149 που προβλέπει πως:

“Εάν τις νομίμως πράξη τι δι΄ έτερον ή παραδώσει αυτώ οτιδήποτε, μη προτιθέμενος να πράξη ούτω χαριστικώς, ο τελευταίος εφ΄ όσον ήθελε προσπορισθεί όφελος υποχρεούται να αποζημιώσει τον πρώτον εν σχέσει προς την διενεργηθείσαν πράξιν ή να αποκαταστήσει το παραδοθέν πράγμα”.

Εσυζητήθηκε ενώπιον μου εις βάθος η υπόθεση Ismini Kyriacou HjiLoizi and Others v. Irini Iona (1962) 2 Α.Α.Δ. 11 όπου αποφασίστηκε πως για την επίκληση του άρθρου 70 (πιο πάνω) πρέπει να τηρούνται τέσσερις προϋποθέσεις. Αυτές είναι:

-- Η πράξη πρέπει να είναι νόμιμη.

-- Πρέπει να γίνεται για άλλο πρόσωπο.

-- Πρέπει να γίνεται από πρόσωπο το οποίον δεν

έχει πρόθεση να ενεργεί χαριστικώς, και

-- Το πρόσωπον για το οποίον η πράξη γίνεται

πρέπει να απολαμβάνει το όφελος από αυτή.

Οι συνήγοροι επιχειρηματολόγησαν σε σχέση με τις πιο πάνω προϋποθέσεις και ανέπτυξαν τις θέσεις τους. Η πρωταρχική διαπίστωση που μπορεί να γίνει είναι πως το προσφερθέν από τον ενάγοντα δεν ήταν το νερό. Αυτό δεν του ανήκε τα δε δικαιώματα χρήσης του ανήκαν από κοινού στους συγκυρίους της διάτρησης, δηλαδή τόσο τον ενάγοντα όσο και τους ιδιοκτήτες των οικοπέδων. Ο εναγόντας δεν μπορούσε να τους προσφέρει κάτι που δεν του ανήκε ή κάτι στο οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν είχε διαφορετικό δικαίωμα από τους ιδίους τους ιδιοκτήτες των οικοπέδων.

Εκείνο που τους πρόσφερε και το οποίον απολάμβαναν ήταν την εξαγωγή του νερού από τη διάτρηση και την αποστολή του, ίσως, στα οικόπεδα τους. Κατά αυτό τον τρόπο δεν φαίνεται να ήσαν υπόλογοι για την πληρωμή για το νερό το ίδιο, δηλαδή την κατανάλωση, αλλά ίσως υπόλογοι να αποζημιώσουν τον ενάγοντα για τα έξοδα άντλησης του νερού από την πηγή και ίσως έξοδα αποστολής ή προώθησης του προς τα οικόπεδα τους.

Δεν ετέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία που να καταδεικνύει το ύψος των γενομένων εξόδων αλλά ούτε και η δικογραφία (εκθέσεις απαίτησης) κινήθηκε στη γραμμή αυτή.

Σε κάθε περίπτωση τα οικόπεδα σαν τέτοια και βάσει της νομοθεσίας είχαν σαν κεκτημένο όφελος την παροχή καταλλήλου ύδατος απρόσκοπτα, συνεπώς το τι μπορεί να τους πρόσφερε ο ενάγοντας το δικαιούνταν από τους διαχωρίσαντες τα οικόπεδα.”

Με τον πρώτο και πέμπτο λόγο έφεσης, λόγους τους οποίους ο συνήγορος του εφεσείοντα ανέλυσε από κοινού ως συναφείς, προβάλλεται η θέση ότι η απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα ως αναξιόπιστης είναι εσφαλμένη διότι γίνεται κατά τρόπο συνοπτικό και χωρίς επαρκή αιτιολογία, ιδιαίτερα ως προς το σημείο που αναφέρεται σε ποινική καταδίκη του εφεσείοντα, το 1987, (καταδίκη που δεν παραδέκτηκε κατά τη μαρτυρία του αλλά που αποδείκτηκε με μαρτυρία της υπεράσπισης) ότι, κατά παράβαση όρου της άδειας ανόρυξης του φρέατος, χρησιμοποίησε το νερό για ύδρευση οικοπέδων πέραν των εγκεκριμένων. Δε συμφωνούμε με αυτή τη θέση. Ανεξάρτητα από το γεγονός, ότι όπως εμφαντικά τόνισε ο πρωτόδικος Δικαστής, η φύση των υποθέσεων δεν ήταν τέτοια ώστε η έκβαση τους να εξαρτάται από την αποδοχή ή την απόρριψη της μιας ή της άλλης εκδοχής, κρίνουμε ότι στο σκεπτικό της απόφασης εξηγούνται με απόλυτη σαφήνεια και αιτιολογούνται πλήρως όλοι οι λόγοι για τους οποίους ο Δικαστής δεν αποδέκτηκε και απέρριψε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα ενώ, ταυτόχρονα, αποδέκτηκε τους ισχυρισμούς των εφεσίβλητων. Ο κύριος λόγος για τον οποίο ορθά δεν έγιναν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα ήταν ότι αυτοί αντιστρατεύονταν την κοινή λογική. Είπε σχετικά ο Δικαστής:-

“... Ζητήθηκε και πληρώθηκε από κάθε αγοραστή οικοπέδου το ουχί ευκαταφρόνητο ποσό των £280 για τη μεταβίβαση του ρηθέντος μεριδίου και είμαι πεπεισμένος πως παρά την επιθυμία του καθενός να του μεταβιβαστεί το συντομότερο το οικόπεδο που αγόρασε ουδείς θα αποδεχόταν να πληρώσει £280 απλά για να γίνει ο κατά 1/63 ιδιοκτήτης μιας “τρύπας στο έδαφος” μέσα σε ένα ξένο τεμάχιο και να συνεχίσει να είναι υπόλογος στην καταβολή λογαριασμών κατανάλωσης ύδατος. Αν η μεταβίβαση της διάτρησης δεν εσήμαινε πως οι ιδιοκτήτες της δεν θα πλήρωναν πλέον για κατανάλωση ύδατος αλλά κάτι άλλο το οποίον θα κόστιζε λιγότερα τότε η μεταβίβαση του ρηθέντος μεριδίου δεν θα είχε αξία πρακτικά για κανένα από τους ιδιοκτήτες των οικοπέδων.”

 

΄Οσον αφορά την ποινική καταδίκη του εφεσείοντα (η άρνηση της οποίας, όπως σημειώσαμε, διαψεύθηκε) παρατηρούμε ότι ο πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε στο ζήτημα εντελώς, όπως αναφέρει, “παρεμπιπτόντως” και με σκοπό να σημειώσει, ορθά, ότι και το γεγονός τούτο έπληττε την αξιοπιστία του εφεσείοντα.

Με το δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και έβδομο λόγο έφεσης (ο έκτος αποσύρθηκε), που επίσης αναλύονται από κοινού ως συναφείς, προσβάλλονται τα ευρήματα και συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ο πρωτόδικος Δικαστής υπό το φως της εκ μέρους του νομικής προσέγγισης των υποθέσεων, προσέγγιση στην οποία ήδη αναφερθήκαμε με την παράθεση του σχετικού αποσπάσματος από την απόφαση του. Κρίνουμε ότι η νομική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστή, που στηρίχθηκε ουσιαστικά στον κανόνα ότι “ουδείς μετάγει πλέον ου έχει δικαιώματος” (nemo dat qui non habet), ήταν, ενόψει του περιεχομένου της δικογραφίας και της μαρτυρίας που προσκομίστηκε, απόλυτα ορθή. Το ίδιο ορθά ήταν και τα επακόλουθα ευρήματα και συμπεράσματα του ως προς τα εκατέρωθεν δικαιώματα επί του νερού. Ορθή ήταν, επίσης, η διαπίστωση του ότι εκείνο που ο εφεσείων πρόσφερε, και απολάμβαναν οι εφεσίβλητοι, δεν ήταν το νερό αλλά η άντληση και η αποστολή του, ίσως, στα οικόπεδα τους, υπηρεσία για την οποία ήταν, ίσως, υπόλογοι να τον αποζημιώσουν, ζητήματα όμως για τα οποία δεν προσκομίστηκε μαρτυρία (ως προς το ύψος των εξόδων) ούτε και η έκθεση απαιτήσεως κινήθηκε σε ανάλογη βάση.

Ο όγδοος και τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι:-

“8. Το εύρημα ότι ο ενάγων παράνομα αντλούσε νερό γιατί δεν είχε τη συγκατάθεση των Εναγομένων είναι παράλογο και παράνομο γιατί (α) από την όλη μαρτυρία δεν προκύπτει ότι οι εναγόμενοι με οποιονδήποτε τρόπο αντιτάχθηκαν στην άντληση νερού. (β) Εξάλλου ο Ενάγων είχε δικαίωμα άντλησης νερού γιατί ήταν συνιδιοκτήτης της διάτρησης έχοντας μάλιστα τετραπλάσιο μερίδο από τον κάθε άλλο συνιδιοκτήτη.”

 

Ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί. Ο πρωτόδικος Δικαστής ουδέποτε απεφάσισε ότι “ο ενάγων παράνομα αντλούσε νερό γιατί δεν είχε τη συγκατάθεση των εναγομένων”. Εκείνο που απεφάσισε ήταν ότι ο εφεσείων παράνομα παρείχε νερό σε οικόπεδα τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στα 59 οικόπεδα της άδειας διαχωρισμού. Πέραν τούτου, το σχετικό εύρημα αφορούσε τις ανταπαιτήσεις των εφεσίβλητων σε σχέση με τα ποσά που, κατά τον ισχυρισμό τους, είχε εισπράξει ο εφεσείων από τρίτα πρόσωπα για την παροχή νερού στα οικόπεδα τους τα οποία βρίσκονταν εκτός του διαχωρισμού. Ο πρωτόδικος Δικαστής, ανκαι διαπίστωσε ότι ο εφεσείων παράνομα είχε προβεί στην παροχή νερού στα εν λόγω οικόπεδα και εισέπραξε ορισμένα ποσά, εντούτοις απέρριψε τις ανταπαιτήσεις των εφεσιβλήτων για νομικούς λόγους και, συγκεκριμένα, επειδή, έκρινε, ορθά, ότι οι εφεσίβλητοι συνιδιοκτήτες της διάτρησης δεν μπορούσαν να αποκομίσουν οικονομικό όφελος στη βάση της παρανομίας, που έστω χωρίς τη συγκατάθεση τους, διέπραξε ο εφεσείων.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

Δ.

Δ.

Δ.

/ΜΝ

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο