Eπί τοις αφορώσι την αίτηση του Μανώλη Γιάγκου (1999) 1 ΑΑΔ 703 Eπί τοις αφορώσι την αίτηση του Μανώλη Γιάγκου, Αίτηση αρ. 25/99, 4 Μαΐου, 1999

(1999) 1 ΑΑΔ 703

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Αίτηση αρ. 25/99

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

 

 

Επί τοις Αφορώσι τις Αιτήσεις για Prohibition και Certiorari

- και -

Eπί τοις αφορώσι την αίτηση του Μανώλη Γιάγκου

- και -

Επί τοις αφορώσι την αγωγή υπ΄ αρ. 5202/98 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος

Μεταξύ:-

Μαρίνας Μιχαήλ

Εναγούσης

- και -

Μανώλη Γιάγκου

Εναγομένου

___________

 

4 Μαΐου, 1999

Για τον αιτητή : κ. Α. Ποιητής.

__________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

O αιτητής στην παρούσα αίτηση για παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση διατάγματος Prohibition και Certiorari είναι ο εναγόμενος στην αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, υπ΄αρ. 5202/98. Η αγωγή την οποία ήγειρε η πρώην σύζυγος του αιτητή εναντίον του, έχει ως αντικείμενο οικία που αναγέρθηκε κατά τη διάρκεια του μεταξύ των μερών γάμου.

Συγκεκριμένα οι διάδικοι ύστερα από συμβίωση δύο χρόνων, κατά τη διάρκεια των οποίων ζούσαν στο σπίτι των γονιών είτε του ενός είτε του άλλου, τέλεσαν στις 3.6.1990 θρησκευτικό γάμο.

Το 1989 αγόρασαν το ½ μερίδιο ενός οικοπέδου στην οδό Γαριβάλδη, στην ενορία Σωτήρος, στη Λάρνακα, το οποίο στις 14.10.1989 ενεγράφη επ΄ ονόματι του εναγόμενου-αιτητή. Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, το μισό ποσό πληρώθηκε με δάνειο που οι δύο διάδικοι συνήψαν και ξόφλησαν από κοινού, ενώ μέρος του τιμήματος κατέβαλε η ενάγουσα και η μητέρα της,

Κατά το Δεκέμβρη του 1990 οι διάδικοι άρχισαν την ανέγερση της συζυγικής οικίας. Το σπίτι κτίστηκε με προσωπική εργασία των διαδίκων και των πατέρων τους. Το ποσό των £27.500 που απαιτήθηκε για τα υλικά εξασφαλίστηκε από τα γαμήλια δώρα, τη χορηγία της Υπηρεσίας Μέριμνας, τις κοινές οικονομίες του ζεύγους και από δάνειο που συνήφθηκε επ΄ ονόματι του εναγόμενου, το οποίο ήδη έχει εξοφληθεί. Τελικά ο γάμος τους διαλύθηκε, ύστερα από απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου στις 17.10.1994.

Είναι ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι ήταν ρητή ή εξυπακουόμενη συμφωνία ότι η πιο πάνω οικία θα ανήκει εξ ίσου στους διάδικους. Επί του παρόντος ο αιτητής έχει την κατοχή της οικίας. Η ενάγουσα με την αγωγή της αξιώνει δήλωση ότι είναι ιδιοκτήτρια του ½ μεριδίου εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου και ότι ο αιτητής κατέχει το μερίδιό της ως καταπίστευμα. Αξιώνεται επίσης διάταγμα που να τον διατάσσει να της μεταβιβάσει το ½ μερίδιο της οικίας, αποζημιώσεις ύψους £33.000 για παράβαση συμφωνίας ή παράβαση καταπιστεύματος, καθώς και αποζημιώσεις για αδικαιολόγητο πλουτισμό. Τέλος αξιώνεται ποσό £125 μηνιαίως υπό μορφή αποζημιώσεων από 1.11.1997, μέχρι εγκατάλειψης της κατοχής της οικίας από τον εναγόμενο.

Στα πλαίσια αίτησης για παρεμπίπτον συντηρητικό διάταγμα τέθηκε θέμα της καθ΄ ύλην αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Το Δικαστήριο, ύστερα από μακροσκελή ανάλυση, κατέληξε ότι η αγωγή δεν βασίζεται στον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο του 1991, Ν.232/91, όπως τροποποιήθηκε, αλλά διέπεται από τις αρχές του Κοινού Δικαίου και της Επιείκειας και συνεπώς εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Η αιτιολογία της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου είναι κάπως πολύπλοκη. Το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι εξουσίες των Οικογενειακών Δικαστηρίων είναι περιορισμένες γιατί έχουν τις εξουσίες που τους ανατίθενται δυνάμει του άρθρου 111 του Συντάγματος και οιουδήποτε άλλου νόμου, καθώς και τις εξουσίες που τους παρέχονται δυνάμει του Τέταρτου μόνο Μέρους του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60 και του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.

Σύμφωνα πάντα με την απόφαση του Δικαστηρίου, αφού το άρθρο 29 του περί Δικαστηρίων Νόμου δεν περιλαμβάνεται στο Τέταρτο Μέρος που εφαρμόζεται στην περίπτωση των Οικογενειακών Δικαστηρίων, επομένως τα Οικογενειακά Δικαστήρια δεν έχουν εξουσία εφαρμογής του Κοινού Δικαίου και των αρχών της Επιείκειας γενικά.

Στη συνέχεια το Δικαστήριο θεωρεί ότι η φράση “σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων του 1991 - 1998” που απαντάται στο τέλος του ορισμού “περιουσιακές σχέσεις” που γίνεται στο άρθρο 2 του Νόμου 26(1)/98, δεν μπορεί παρά να ερμηνευθεί ως περιοριστική των προηγούμενων, κατά τρόπο ώστε στις περιουσιακές σχέσεις που εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των Οικογενειακών Δικαστηρίων, να περιλαμβάνονται μόνο διεκδικήσεις που βασίζονται στις διατάξεις των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων 1991-1998.

Ακολούθως το Δικαστήριο προβαίνει στην κατά τη γνώμη του ερμηνεία του άρθρου 14 του Νόμου 232/91, σε συνδυασμό με την υπόθεση Ορφανίδης ν. Ορφανίδη, Π.Ε.9755, ημερ. 30.1.1998. Δέχεται ότι το άρθρο 14 ρυθμίζει εξαντλητικά τα της συμμετοχής εκατέρου των συζύγων στην μετά το γάμο αύξηση της περιουσίας του άλλου και τις προϋποθέσεις για απόκτηση μεριδίου σ΄ αυτήν. Καταλήγει ότι οι αρχές της Επιείκειας αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του κυπριακού δικαίου βάσει του άρθρου 29(1) (γ) του Νόμου 14/60 και έτσι, αφού το άρθρο 14 του Νόμου 232/91 δεν συνιστά κωδικοποίηση των αρχών του δικαίου της Επιείκειας, αλλά οι κανόνες που θεσμοθετεί διαφέρουν ουσιωδώς από τους αντίστοιχους του αγγλικού δικαίου, συμπεραίνει ότι η έκθεση απαίτησης δεν περιλαμβάνει αξίωση της ενάγουσας για μερισμό της αύξησης της περιουσίας του εναγόμενου μετά το γάμο ή και πριν το γάμο, αλλά βασίζεται στο Κοινό Δίκαιο, τους κανόνες της Επιείκειας και τον περί Συμβάσεων Νόμο, οι οποίοι δεν συνιστούν δίκαιο που εφαρμόζεται από τα Οικογενειακά Δικαστήρια, αλλά από τα Επαρχιακά Δικαστήρια δυνάμει του Νόμου 14/60.

Σύμφωνα πάντα με το Δικαστήριο, το άρθρο 14 του Νόμου 232/91, αποκλείει τους κανόνες της Επιείκειας μόνο από τα ζητήματα που εξαντλητικά ρυθμίζονται με βάση το άρθρο αυτό. ΄Ετσι, αφού επαναλάβει ότι η ευρύτητα του ορισμού των περιουσιακών σχέσεων που απαντάται στο Νόμο 26(1)/98 περιορίζεται από τις λέξεις “σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων του 1991-1998” σε αγωγές που βασίζονται στο Νόμο 232/91. όπως τροποποιήθηκε, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη αγωγή που δεν βασίζεται στο Νόμο 232/91, αλλά στις αρχές του Κοινού Δικαίου και της Επιείκειας, εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Δεν θα μπω στη λεπτομερή ανάλυση των νομοθετημάτων που αναφέρονται. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η μεταξύ των διαδίκων σχέση εμπίπτει στην αρμοδιότητα των Οικογενειακών Δικαστηρίων. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990, Ν.23/90, όπως τροποποιήθηκε από τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1998, Ν.26(1)/98, περιουσιακές σχέσεις μέσα στην έννοια του Νόμου, είναι οι σχέσεις που αφορούν κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία που αποκτήθηκε με την προοπτική του γάμου, πριν ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου, από οποιοδήποτε από τους συζύγους, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ρυθμίσεων των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων, του 1991-1998. Το άρθρο 11(2) του βασικού Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του Νόμου 26(1)/88, προβλέπει ότι τα Οικογενειακά Δικαστήρια έχουν ειδικότερα την εξουσία να επιλαμβάνονται διαφόρων ειδών υποθέσεις που αφορούν μεταξύ άλλων τη λύση του θρησκευτικού γάμου, τη λύση του πολιτικού γάμου, θέματα οικογενειακών σχέσεων και θέματα γονικής μέριμνας, διατροφής, αναγνώρισης τέκνου, υιοθεσίας, περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και οποιαδήποτε άλλη γαμική ή οικογενειακή διαφορά, εφ΄ όσον οι διάδικοι ή ένας από αυτούς έχουν τη διαμονή τους στη Δημοκρατία.

Από την άλλη, ο περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικός) Νόμος του 1998, Ν.25(1)/98, που τροποποίησε τον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο του 1991, Ν.232/91, αναφέρει σαφώς ότι Δικαστήριο σημαίνει το Οικογενειακό Δικαστήριο που ιδρύθηκε δυνάμει των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμων, του 1990-1997.

Το άρθρο 14(1) του Νόμου 232/91 προβλέπει ότι σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφ’ ότου τελέστηκε ο γάμος αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφ΄ όσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.

Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν μπορώ να αντιληφθώ τη σύνδεση που γίνεται μεταξύ του ότι τα Οικογενειακά Δικαστήρια ασκούν τις εξουσίες που διαλαμβάνονται στο Τέταρτο Μέρος των περί Δικαστηρίων Νόμων (άρθρο 16 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990, Ν.23/90), και του ότι το άρθρο 29 του περί Δικαστηρίων Νόμου δεν περιλαμβάνεται στο Τέταρτο Μέρος. Το Τέταρτο Μέρος αναφέρεται στις εξουσίες των Δικαστηρίων. Το άρθρο 29 ανήκει, αν αυτό έχει οποιαδήποτε σημασία, στο Τρίτο Μέρος του Νόμου που ασχολείται με τη Δικαιοδοσία και το Δίκαιο και προβλέπει ποιό είναι το εφαρμοζόμενο δίκαιο.

Ενισχυτικό του γεγονότος ότι η παρούσα υπόθεση εμπίπτει στην αρμοδιότητα των Οικογενειακών Δικαστηρίων, αν χρειάζεται μια τέτοια ενίσχυση, είναι και το άρθρο 3 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 34(1)/96, το οποίο προβλέπει ότι εκκρεμείς διαδικασίες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου, που έχουν ως επίδικο αντικείμενο περιουσιακές διαφορές με βάση το άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου, όπως τροποποιήθηκε, παραμένουν και ολοκληρώνονται ενώπιον των Επαρχιακών Δικαστηρίων, αν άρχισε η ενώπιόν τους ακροαματική διαδικασία με την κατάθεση μαρτύρων, άλλως παραπέμπονται στο στάδιο που βρίσκονται ενώπιον των αρμόδιων Οικογενειακών Δικαστηρίων.

Δεν χρειάζεται να σχολιάσω τη λανθασμένη ερμηνεία που γίνεται στην υπόθεση Ορφανίδη, ανωτέρω, και ειδικότερα στην αναφορά του Δικαστηρίου ότι το άρθρο 14 του Νόμου 232/91 ρυθμίζει εξαντλητικά τα της συμμετοχής εκατέρου των συζύγων στην αύξηση μετά το γάμο της περιουσίας του άλλου. Οι εξουσίες του Οικογενειακού Δικαστηρίου δεν είναι περιορισμένες, όπως τις θεωρεί το Δικαστήριο, αλλά εξειδικευμένες. ΄Εχει αρμοδιότητα στα συγκεκριμένα μόνο θέματα, αλλά κατά την ενάσκηση της δικαιοδοσίας του ασκεί όλες του τις εξουσίες, όπως κάθε άλλο δικαστήριο.

Είναι αλήθεια ότι το Κοινό Δίκαιο και οι αρχές της Επιείκειας αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του κυπριακού δικαίου βάσει του άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, αλλά, όπως και το άρθρο αυτό προβλέπει, και βέβαια δεν μπορούσε να ήταν αλλιώς, αυτό συμβαίνει όταν δεν υπάρχει νόμος της Δημοκρατίας που να ρυθμίζει το συγκεκριμένο θέμα διαφορετικά, όπως στην παρούσα περίπτωση. Εξ άλλου τα Οικογενειακά Δικαστήρια δεν εμποδίζονται από του να εφαρμόζουν το Κοινό Δίκαιο και τις αρχές της Επιείκειας (βλέπε άρθρο 14(β) του Νόμου 23/90).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα Οικογενειακά Δικαστήρια έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα επίλυσης των περιουσιακών διαφορών μεταξύ των συζύγων. Η παρούσα υπόθεση, παρ΄ όλη την προσπάθεια να της δοθεί άλλη χροιά, δεν παύει να είναι αξίωση που αναφέρεται στη λύση περιουσιακών διαφορών μεταξύ συζύγων για περιουσία που αποκτήθηκε με την προοπτική του γάμου, καθώς και μετά τη σύναψη του γάμου και συνεπώς θα έπρεπε να εκδικαστεί από το αρμόδιο δικαστήριο που δεν είναι άλλο από το Οικογενειακό Δικαστήριο.

Κάτω από τις περιστάσεις βρίσκω ότι η αίτηση είναι αιτιολογημένη και γι΄ αυτό παρέχεται άδεια στον αιτητή όπως καταχωρήσει αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος. Η αίτηση να καταχωρηθεί μέσα σε δεκαπέντε μέρες από σήμερα. Εκδίδεται επίσης διάταγμα που να απαγορεύει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας να προχωρήσει στην εκδίκαση της αγωγής υπ΄ αρ. 5202/98, ή οποιανδήποτε αίτηση σ΄ αυτή, μέχρι της αποπεράτωσης της εκδίκασης της αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος που θα καταχωρηθεί. Καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο