Ανδρέα Γρηγορίου ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1999) 1 ΑΑΔ 1995 Ανδρέα Γρηγορίου ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 9950, 29 Νοεμβρίου, 1999

(1999) 1 ΑΑΔ 1995

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 9950

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΔΔ.

Μεταξύ:

Ανδρέα Γρηγορίου, εκ Λευκωσίας

Εφεσεί οντα-Ενάγοντα

- και -

Τραπέζης Κύπρου Λτδ, εκ Λευκωσίας

Εφεσιβ λήτων-Εναγομένων

------------------------

29 Νοεμβρίου, 1999.

Ο εφεσείων αυτοπροσώπως.

Για τους εφεσιβλήτους: Π. Πολυβίου.

----------------------

Κωνσταντινίδης, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

-------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η αγωγή από την οποία προέρχεται η εκκαλούμενη απόφαση καταχωρήθηκε τον Αύγουστο του 1985. Η πορεία την οποία διέγραψε υπήρξε ασυνήθιστα ατυχής. Την κατά πολύ μεγαλύτερη ευθύνη γι΄ αυτό την έφερε το Δικαστήριο. Η δίκη άρχισε τρεις φορές ενώπιον διαφορετικών συνθέσεων του τότε Πλήρους Επαρχιακού χωρίς να απολήξει σε τερματισμό της αντιδικίας. Εδώ έχουμε έφεση από την απόφαση στην τέταρτη δίκη.

Η πρώτη περατώθηκε και, στις 30 Ιουλίου 1988, εκδόθηκε απόφαση. Ασκήθηκε έφεση. Απασχόλησε ως πρώτο ζήτημα το οποίο, ενόψει της έκβασης του ήταν και το μόνο, το κατά πόσο ο εφεσείων στερήθηκε του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη επειδή κατά την ημερομηνία που η υπόθεση ήταν ορισμένη για αγορεύσεις - μετά από αριθμό αναβολών που είχε ζητήσει η πλευρά του εφεσείοντος - το Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε αίτημα του συνηγόρου για νέα αναβολή, αίτημα το οποίο υποβλήθηκε ώστε να καταστεί εν καιρώ δυνατή η παρουσία του εφεσείοντος που τότε ασθενούσε. Το Εφετείο θεώρησε την άρνηση για αναβολή αδικαιολόγητη. ΄Εκρινε ότι απέληγε σε στέρηση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη το οποίο διασφαλίζεται από το ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος αλλά και από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου παραμερίστηκε και η αγωγή ορίστηκε για δίκη εξ υπαρχής από άλλη σύνθεση: βλ. Γρηγορίου v. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1992) 1Β Α.Α.Δ. 1222.

΄Αρχισε η δεύτερη δίκη και συμπληρώθηκε. Οπότε η απόφαση επιφυλάχθηκε. Δυστυχώς, όμως, ο τότε πρόεδρος του Πλήρους Επαρχιακού δεν μερίμνησε για την έκδοση απόφασης πριν από την αφυπηρέτηση του. Η υπόθεση εν συνεχεία τέθηκε ενώπιον άλλης σύνθεσης για δίκη τρίτη φορά αλλά προτού προχωρήσει - κατατέθηκαν μόνο τεκμήρια - ο πρόεδρος διορίστηκε δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου. ΄Ετσι, η δίκη άρχισε εκ νέου ενώπιον της τελευταίας σύνθεσης, με μεγάλη καθυστέρηση, το Σεπτέμβριο του 1996. Με αποτέλεσμα την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης στις 20 Μαρτίου 1997. Προσθέτουμε για συμπλήρωση του ιστορικού ότι στη διάρκεια της πορείας της υπόθεσης ο εφεσείων προέβη σε τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης του τέσσερις φορές με την τελευταία στις αρχές του 1995. Εν τέλει διατύπωσε και παράπονο γιατί δεν του δόθηκε η ευκαιρία να την ξανατροποποιήσει διαρκούσας της τελευταίας δίκης κατά το τέλος του 1996. Ας σημειωθεί επίσης ότι ο εφεσείων επέλεξε να κατευθύνει μόνος του την τελευταία δίκη. Το ίδιο αυτοπροσώπως εμφανίστηκε και στην έφεση. Μας παρέσχε, στο μακροσκελές περίγραμμα αγόρευσής του, την ακόλουθη εξήγηση:

“Το ότι ο ενάγοντας - εφεσείοντας χειρίζεται προσωπικά την υπόθεσή του, αυτό είναι το αποτέλεσμα αδήριτης ανάγκης, αφού αναγκάστηκε να απαλλάξει διαδοχικά, κατά την μακράν εκκρεμότητά της, πέντε δικηγόρους εξαιτίας των συγκρουομένων συμφερόντων τους με την εναγόμενη -εφεσίβλητη Τράπεζα. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι λόγω της μακράς πείρας και των επαγγελματικών προσόντων του, ως εταίρος (FCIB) του Chartered Institute of Bankers (UK), σε συνδυασμό με την κλίση του στα νομικά, ο ενάγοντας-εφεσείοντας, ευτυχώς, μπορεί να χειριστεί επάξια την υπόθεσή του χωρίς δικηγόρο, διαφορετικά θα ενέδιδε κάτω από τις ισχυρές κοινωνικο-οικονομικές πιέσεις και τα τεχνάσματα των εναγομένων-εφεσιβλήτων και θα παραιτείτο του ένδικου αγώνα του.”

Αυτή πάντως η καχυποψία δεν στράφηκε μόνο κατά των πρώην δικηγόρων του. Εκδηλώθηκε και κατά του εκδικάσαντος Δικαστηρίου. Κατηύθυνε δε τα βέλη του και προς το συνήγορο της εφεσίβλητης.

Με την αγωγή του ο εφεσείων διεκδίκησε κατά της πρώην εργοδότριας του, Τράπεζας Κύπρου Λτδ, αποζημιώσεις επειδή, όπως ισχυριζόταν, δεν έτυχε στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του των προαγωγών που η Τράπεζα είτε είχε συμφωνήσει ότι θα του έδινε είτε όφειλε να του είχε δώσει. Ο εφεσείων προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Τράπεζας Κύπρου το 1946 και αφυπηρέτησε το 1988. Η εκδοχή του, αν λάβει κανείς υπόψη το βαθμό στον οποίο απασχόλησε, έχει ίσως ως κυριότερο άξονα ότι κατά την ίδρυση της Κεντρικής Τράπεζας το φθινόπωρο το 1963, του προσφέρθηκε από τον τότε Διοικητή της, η θέση Διευθυντή Τραπεζικών Εργασιών Εσωτερικού, μια από τέσσερις ανώτερες διευθυντικές θέσεις, αλλά ότι ο ίδιος δεν την αποδέχθηκε ένεκα υπόσχεσης - υπόσχεσης στην οποία στηρίχθηκε - εκ μέρους της Τράπεζας Κύπρου ότι θα του έδινε ισοδύναμη διευθυντική θέση, ήτοι, εκείνη του Γενικού Επιθεωρητή αφού πρώτα θα μετέβαινε στο Λονδίνο για εξάμηνη μετεκπαίδευση σε τράπεζα εκεί. Ακολούθως, όταν συμπλήρωσε τη μετεκπαίδευση, η Τράπεζα Κύπρου δεν τήρησε τα υπεσχημένα. Τον προήγαγε από 1 Ιουλίου 1964 στη θέση όχι του Γενικού Επιθεωρητή που ήταν η τρίτη στην ιεραρχία, αλλά στη θέση Τμηματάρχη που ήταν η πέμπτη. Διαμαρτυρήθηκε. Οπότε του δόθηκαν εκ μέρους της Τράπεζας Κύπρου διαβεβαιώσεις ή υποσχέσεις ότι το θέμα θα εδιευθετείτο. Και πάλι όμως δεν τηρήθηκαν. Αυτός συνέχισε να διαμαρτύρεται και να προβαίνει σε παραστάσεις προς την Τράπεζα Κύπρου για δικαίωση με προαγωγή του σε διευθυντική θέση ανάλογη με την αξία του και την προσφορά του. Αντί όμως για δικαίωση η Τράπεζα του πρόσθεσε ακόμα ένα πλήγμα όταν, σε αναδιάρθρωση η οποία έγινε κατά το 1967, του μείωσε τη σημασία της θέσης που κατείχε. Με την πάροδο του χρόνου ο εφεσείων έτυχε ακόμα δύο προαγωγών, μια το 1969 στη θέση Τμηματάρχη Α΄ και μια το 1973 στη θέση Υποδιευθυντή Β΄. Τις οποίες απεδέχθη, χωρίς όμως να τις θεωρεί ικανοποιητικές. Τις απεδέχθη, καθώς εξήγησε, για να μειώσει τη ζημιά την οποία υφίστατο και η αποδοχή γινόταν κατόπιν διαμαρτυρίας και με επιφύλαξη. Με αυτό τον τρόπο έφτασε, από το 1964 μέχρι το 1985, δηλαδή είκοσι ένα χρόνια αργότερα, να κινήσει την αγωγή του.

Tα όσα ακολούθησαν μετά την πρώτη του απογοήτευση το 1964, ο εφεσείων τα περιέγραψε στην τροποποιηθείσα έκθεση απαίτησης του [στην παράγραφο 6(α)], ως εξής:

“΄Εκτοτε, ούτος έτυχεν ενός απάνθρωπου, ανελέητου διωγμού και παραγκωνισμού με ανείπωτα δεινά: εξευτελισμούς, εκβιασμούς, απειλές (undue influence) και απάτη, συμπεριφορά που, όπως απεδείχθη αργότερα, ωφείλετο στις επικριτικές ανώνυμες επιστολές που πήρε το Διοικητικό Συμβούλιο της εναγόμενης τράπεζας.”

Και πιο κάτω (στην παράγραφο 19) πρόσθεσε ότι:

“...... η πηγή της ανήκουστης αυτής τραγωδίας για όλες τις εις βάρος του παράνομες ενέργειες, τροφοδοτήθηκεν από το μίσος και την έχθρα από μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης Τράπεζας, εξ αιτίας των ανωνύμων επιστολών, [βλέπε παρα. 9 (γ)], με τις οποίες τους επέκριναν για κακοδιοίκηση. Σ΄ αυτό δε συνέτεινε και το αδέκαστο του χαρακτήρα του ενάγοντα.”

Με την ΄Εκθεση Απαίτησης καταλόγισε στην Τράπεζα Κύπρου (α) ότι αυτή αθέτησε εξυπακουόμενο όρο στην αρχική σύμβαση εργοδότησης για προαγωγή των καλυτέρων υπαλλήλων· (β) ότι αυτή παραβίασε τα “εξ εμπιστοσύνης” καθήκοντα της και άλλα καθήκοντα εκ καταπιστεύματος και αντιπροσωπίας αφού δεν ενήργησε όπως όφειλε με καλή πίστη και με “πίστη και εμπιστοσύνη”· (γ) ότι αυτή αθέτησε συμφωνία του 1963 για προαγωγή του ιδίου σε διευθυντική θέση· (δ) ότι στην περίοδο 1978-1982, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, αυτή τιμωρητικά του αφαίρεσε τα καθήκοντα του και έπιπλο γραφείου με αποτέλεσμα να τον μειώσει· (ε) ότι οι αξιωματούχοι της, συνωμότησαν να μην τον προάξουν· (στ) ότι “19 μήνες πριν την αφυπηρέτηση του και μετά από 40 χρόνια ευδόκιμης και άμεμπτης υπηρεσίας η .... Τράπεζα παρανομούσα και παραβαίνουσα διαδικαστικούς κανονισμούς, μέσω της ΄Εκτακτης Πειθαρχικής Επιτροπής που συνεστήθη για τον σκοπόν αυτό, προέβη στον υποβιβασμό του από Υποδιευθυντή Β εις Τμηματάρχην Α΄ ......” · (ζ) ότι αυτή προέβη σε εκβιασμούς, απειλές, “undue influence”, απάτη, εκφοβισμό και σε συνεχή εναντίον του ψυχολογική πίεση· (η) ότι υπήρξε συνωμοσία για την εξαφάνιση σημαντικών επιστολών και στοιχείων από τον Υπηρεσιακό Φάκελο του· (θ) ότι αυτή παραβίασε συμβατικές υποχρεώσεις “που απορρέουν από το Κοινοδίκαιο και το Δίκαιο της Επιείκειας “Common Law and Law of Equity) σε ότι αφορά τις αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ εργοδότου/εργοδοτουμένου, οι οποίες απαιτούν την αμοιβαία μεταξύ των αφοσίωση (loyalty) και όπως ο εργοδότης ενεργεί “λογικά και δίκαια” (to act reasonably and fairly) και με “πίστη και εμπιστοσύνη” (trust and confidence)”· (ι) ότι αυτή “αθέτησε και παρεβίασε κατάφωρα και συνειδητά, κατά συρροή και κατ΄ εξακολούθηση, και αυτά ακόμη τα Σχέδια Υπηρεσίας και τις Γενικές Εγκυκλίους της, που αποτελούν συμβάσεις μεθ΄ ενός εκάστου υπαλλήλου χωριστά και με όλο το Προσωπικό της γενικά” · (ια) ότι αυτή “παρεβίασε κατάφωρα και τον Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων”· και (ιβ) ότι “συντρέχει παράβαση του ίσου ή ενιαίου μέτρου κρίσεως και/ή πλημμελής ή κακή χρήση, ή καταχρηστική άσκηση της διακριτικής εξουσίας.... και/ή υπέρβαση των ορίων της διακριτικής εξουσίας.... και/ή πλάνη περί τα πράγματα.” Αυτά είναι τα κύρια: η απαρίθμηση μας δεν εξαντλεί τα όσα συναφώς εκτίθενται στην ΄Εκθεση Απαίτησης όπου είναι διάχυτη η συναισθηματική φόρτιση.

Ο εφεσείων αξίωνε, με βάση τις αιτίες που επικαλέστηκε, αποζημιώσεις τόσο για οικονομική απώλεια και ζημιά με αναφορά σε ό,τι ανέμενε στον τομέα των απολαβών του και άλλων ωφελημάτων από τη σταδιοδρομία του από το 1964 μέχρι και μετά ακόμα την αφυπηρέτηση του, όσο και για συνακόλουθη βλάβη στην υγεία του, ψυχική κυρίως αλλά και σωματική. Μια γενική περιγραφή βρίσκεται στην παράγραφο 22 της ΄Εκθεσης Απαίτησης:

“22. Εκ της όλης άδικης και άστοχης αυτής συμπεριφοράς των εναγομένων, με τις κατ΄ εξακολούθηση βάναυσες ψυχολογικές καταπιέσεις τους, ο ενάγων υπέστη σοβαρή βλάβη στην υγείαν του λόγω του μακροχρόνιου άγχους και κατάθλιψης, καταρράκωση της αξιοπρέπειας του έναντι του κοινού και των συναδέλφων του, με δυσμενή αντίκτυπο επί της επαγγελματικής και κοινωνικής του υπόστασης. Ως αποτέλεσμα ο ενάγων υπέστη μέγιστη ζημιά στις απολαβές του, το φιλοδώρημα του και τη σταδιοδρομία του, ακόμη και μετά την αφυπηρέτηση του.”

Παρέσχε εν συνεχεία και ορισμένες λεπτομέρειες που δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν. Ας σημειωθεί ότι το ύψος των διεκδικηθεισών αποζημιώσεων ανερχόταν σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες λίρες.

Μαρτυρία στην υπόθεση προσκομίστηκε μόνο από πλευράς του εφεσείοντος. Κατατέθηκαν εκ συμφώνου 154 έγγραφα ως τεκμήρια και δόθηκε προφορική μαρτυρία τόσο από τον ίδιο όσο και από άλλους τους οποίους κάλεσε. Από πλευράς της, η εφεσίβλητη Τράπεζα δεν κάλεσε μαρτυρία. Στην καταχωρισθείσα Υπεράσπιση είχε αρνηθεί όλους τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος και, στο τέλος της ημέρας, ο συνήγορος υποστήριξε ότι τίποτε ο εφεσείων δεν απέδειξε προκειμένου να επιτύχει σε οποιοδήποτε μέρος της απαίτησης του.

Το Δικαστήριο στην απόφαση του, αφού πρώτα παρατήρησε ότι ούτως ή άλλως ο εφεσείων δεν παρουσίασε μαρτυρία προς απόδειξη της κατ΄ ισχυρισμό ζημιάς, προχώρησε στο θέμα της ευθύνης. ΄Εκρινε, αναφορικά με τα τεθέντα για το 1963-4, ότι από την προσαχθείσα μαρτυρία προέκυπτε πως καμία δεσμευτική συμφωνία δεν έγινε μεταξύ εφεσείοντος και εφεσίβλητης και ήταν επομένως αβάσιμη η από μέρους του διεκδίκηση της θέσης Γενικού Επιθεωρητή. Ενόψει της ιδιαίτερης σημασίας αυτού του μέρους της απαίτησης παραθέτουμε το σχετικό μέρος του σκεπτικού του Δικαστηρίου:

“Από την ίδια τη μαρτυρία του Ενάγοντα και ειδικότερα από την αναφορά του Ενάγοντα στη δήλωση του τότε Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου, την οποία παραθέσαμε αυτούσια, δεν προκύπτει σύμβαση στα πλαίσια της οποίας να είχε προσφερθεί η θέση Γενικού Επιθεωρητή στον Ενάγοντα με αντάλλαγμα την αποποίηση εκ μέρους τους της θέσης στην Κεντρική Τράπεζα. ΄Οπως ο Ενάγοντας εξιστόρησε το θέμα ο τότε Πρόεδρος απλώς αναφέρθηκε στις προθέσεις της Εναγόμενης Τράπεζας όταν παρακλήθηκε από τον Ενάγοντα να πει τις σκέψεις που είχε η Τράπεζα γι΄ αυτόν. Οι δηλώσεις που ανταλλάγησαν, όπως ο Ενάγοντας τις προσδιόρισε, δεν έχουν την έννοια της πρότασης και της αποδοχής ούτε το στοιχείο της συμβατικής δεσμευτικότητας. Ούτε από το μεγάλο αριθμό τεκμηρίων που έχουμε εξετάσει προκύπτει οποιαδήποτε τέτοια νομική σχέση. Εκείνο το οποίο προκύπτει από την όλη μαρτυρία είναι ότι ο Ενάγοντας επέλεξε ο ίδιος να μην προχωρήσει με την προοπτική της Κεντρικής Τράπεζας αλλά να παραμείνει στην Τράπεζα Κύπρου προσδοκώντας την ανέλιξη του αλλά σίγουρα χωρίς οποιαδήποτε συμβατική εμπλοκή της Εναγομένης Τράπεζας είτε συγκεκριμένα είτε γενικότερα.”

Το ίδιο, ως και προς τα λοιπά, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία δεν τεκμηρίωνε οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα.

Η έφεση περιλαμβάνει σωρεία λόγων. Είναι αφενός οι λόγοι με τους οποίους καταλογίζονται στο Δικαστήριο δικονομικά σφάλματα. Και είναι αφετέρου εκείνοι με τους οποίους καταλογίζονται στο Δικαστήριο σφάλματα στην αντίκρυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας, σφάλματα τα οποία, καθώς προβάλλεται, συνίστανται στο ότι το Δικαστήριο παρέλειψε “να προβεί σε λεπτομερειακή και αιτιολογημένη εκτίμηση κάθε ζωντανής ή/και γραπτής μαρτυρίας” με αποτέλεσμα τη μη ορθή διάγνωση των τεθέντων θεμάτων. Τα πρώτα εξειδικεύονται με αναφορά σε ορισμένες πτυχές της διαδικασίας όπου, κατά τον εφεσείοντα, υπήρξε μεμπτότητα που καθιστούσε μη δίκαιη τη διεξαχθείσα δίκη. Ενώ τα δεύτερα συνίστανται στην ουσία σε ό,τι, κατά την εισήγηση του εφεσείοντα, κατέτειναν τα διάφορα επιχειρήματα που ανέπτυξε σε σχέση με την προσέγγιση του Δικαστηρίου.

Ακούσαμε τον εφεσείοντα με προσοχή ενόψει ιδιαίτερα του ότι δεν εκπροσωπείτο από συνήγορο. Εξαντλήσαμε κάθε όριο προκειμένου να του παράσχουμε την ευκαιρία να θέσει ενώπιον μας καθετί που θεωρούσε ότι θα συνέβαλλε στην προώθηση της έφεσης του. Λάβαμε υπόψη την ανθρώπινη διάσταση της περίπτωσης και τον αντικρύσαμε, όσο βέβαια μας επιτρεπόταν, με κατανόηση. Τέτοιες περιπτώσεις δεν παρουσιάζονται συχνά. Παρέχεται ως εκ τούτου κάποια δυνατότητα ελαστικότητας και θυσίας δικαστικού χρόνου. Να προσθέσουμε επίσης πως, καθώς διακρίναμε από τα πρακτικά της δίκης, με την ίδια κατανόηση - και ευγένεια βέβαια - είχε αντικρύσει τον εφεσείοντα και το Επαρχιακό Δικαστήριο, παρά τη δοκιμασία στην οποία το είχε υποβάλει.

Σε σχέση με τους λόγους που αναφέρονται σε δικονομικά σφάλματα, θα πρέπει να περιγράψουμε το αντίστοιχο ζήτημα μέσα στο ιδιαίτερο του πλαίσιο όπου βρίσκεται και η λύση. Το πρώτο αφορά την απόρριψη αίτησης του εφεσείοντος ημερ. 11 Οκτωβρίου 1996 για αναστολή της διαδικασίας ώστε να δικαστεί πρώτα μια ιδιωτική ποινική υπόθεση την οποία αυτός καταχώρισε εναντίον της Τράπεζας και διευθυντών της για κατ΄ ισχυρισμό καταστροφή εγγράφων που ο εφεσείων θα ήθελε ως τεκμήρια. Υπήρξε ένσταση. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση ως αδικαιολόγητη. Η ορθότητα απόρριψης είναι πρόδηλη. Δεν μπορούσε η συνέχιση της παρούσας παλαιάς αστικής υπόθεσης να τεθεί υπό την αίρεση της διεκπεραίωσης εν καιρώ μιας άλλης ποινικής, η έκβαση της οποίας δεν θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να έχει άμεση πρακτική σημασία. Ας σημειωθεί δε ότι εν καιρώ η ιδιωτική ποινική απορρίφθηκε όπως το ίδιο απορρίφθηκε και σχετική έφεση την οποία άσκησε ο εφεσείων.

Το δεύτερο αφορά την άποψη του εφεσείοντος ότι το Δικαστήριο έσφαλε που δεν αποδέχθηκε αίτημα του να διαβαστούν τα τεκμήρια, όπως προνοείται στη Δ.38, θ.6. Κατατέθηκαν, κατά την πρώτη ημέρα της δίκης, την 12 Σεπτεμβρίου 1996, 138 τεκμήρια τα οποία είχαν κατατεθεί και κατά την έναρξη της προηγούμενης, μη περατωθείσας δίκης. Αργότερα κατατέθηκαν και άλλα - επίσης εκ συμφώνου - και το σύνολο έφτασε τα 154. Δεν ζητήθηκε κατά την κατάθεση τους να αναγνωστούν. Προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη ότι: “Αny document offered in evidence and not objected to shall be put in and read, or taken as read by consent”. Συνάγεται λοιπόν ότι η μη ανάγνωση των τεκμηρίων ήταν το αποτέλεσμα της προς τούτο συναίνεσης. Δεν μπορούσε ως εκ τούτου ο εφεσείων να υποστηρίξει μετά ότι υπήρξε παρατυπία. Για πρώτη φορά ζήτησε την ανάγνωση των τεκμηρίων μετά που ο ίδιος έκλεισε την υπόθεση του και μετά που η άλλη πλευρά δήλωσε ότι δεν θα προσήγαγε μαρτυρία και η υπόθεση βρισκόταν στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων. Το Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε το πως είχε εξελιχθεί η κατάσταση που αφορούσε την κατάθεση των τεκμηρίων - εκ συμφώνου και χωρίς να ζητηθεί ανάγνωση - επεσήμανε ότι και οι δύο πλευρές διατηρούσαν τη δυνατότητα να προβούν κατά τις αγορεύσεις τους σε πλήρη αναφορά του περιεχομένου των τεκμηρίων και συνάμα διαβεβαίωσε ότι θα διεξερχόταν το καθένα όταν θα μελετούσε για την έκδοση της τελικής απόφασης.

Με το τρίτο προβλήθηκε ότι εσφαλμένα ήταν που δεν επιτράπηκε στον εμπειρογνώμονα κ. Ξ. Λαζάρου “να γνωμοδοτήσει επί της αξιολόγησης των ετησίων δελτίων αξιολόγησης.” Η μαρτυρία του, ας σημειωθεί, είχε γίνει δεκτή στην προηγούμενη δίκη. Κατά τον εφεσείοντα, αυτό σήμαινε ότι η εισαγωγή της κατέστη δεδικασμένο. Είναι βέβαια προφανές ότι αγνοεί την έννοια του δεδικασμένου. ΄Ενα από τα προβλήματα σε αυτή την υπόθεση, ίσως από τα μεγαλύτερα, ήταν η εντύπωση του εφεσείοντα περί νομικής του επάρκειας: με επακόλουθο, μια εντελώς υποκειμενική και εξωπραγματική αντίληψη περί του δικαίου. Αυτό δεν το λέμε υπό τύπο μομφής, αλλά μάλλον ως έκφραση συμπάθειας για το προσωπικό του δράμα. Το οποίο, δυστυχώς, τόσο επιμηκύνθηκε χρονικά. Ο κ. Ξ. Λαζάρου ήταν Πρώτος Διοικητικός Λειτουργός στην Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών, προϊστάμενος στον τομέα διοίκησης προσωπικού της Δημόσιας Υπηρεσίας και υπεύθυνος για τη νομοθεσία, κανονισμούς, διατάξεις και γενικά τους όρους απασχόλησης των δημοσίων υπαλλήλων. Ερωτήθηκε από τον εφεσείοντα αναφορικά με την αξιολόγηση προσωπικού. Ηγέρθη τότε ένσταση, κατά την προώθηση της οποίας υποδείχθηκε ότι εφόσον επρόκειτο για αστική διαδικασία στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου μια και η Τράπεζα αποτελούσε ιδιωτικό οργανισμό, ήταν άτοπη η ενασχόληση με δημοσιοϋπαλληλικά ζητήματα διορισμών και προαγωγών. Και όμως ο εφεσείων επέμενε. Την επιμονή του την εξήγησε με τον ακόλουθο τρόπο, ενδεικτικό της παρουσίασης γενικότερα, της υπόθεσης του:

“Η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να παρουσιάσω κάποιο εμπειρογνώμονα. Είναι απλά τα πράγματα αλλά θέλω εγώ, παρόλο που είναι απλά και έπρεπε να τα γνωρίζει η τράπεζα και να μην κάμει αυτά που έκαμε, τη σοβαρή παραβίαση της φυσικής δικαιοσύνης. Είναι ένας ειδήμονας να μαρτυρήσει για τη σοβαρότητα της κατάστασης, δηλαδή της κατ΄ εξακολούθηση παραβίασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης από άποψης της εναγομένης τράπεζας όταν ελάμβανε αυτές τις δυσμενείς αποφάσεις και έχω την ταπεινή γνώμη ότι το Δικαστήριο πρέπει να ακούσει αυτό τον ειδήμονα. Θα τα πω και θα φέρω πολλά συγγράμματα πάνω στην αξιολόγηση προσωπικού η οποία παραβιάστηκε βάναυσα από την εναγόμενη τράπεζα κατ΄ επανάληψη και κατά συρροή και τον κύριο μάρτυρα τον έφερα στην προηγούμενη διαδικασία και έχει μαρτυρήσει εκτενώς. Το βλέπω ότι δεν είναι άσχετο. Είναι πολύ σχετικό για να κατατοπιστεί το Δικαστήριο πάνω σε ορισμένα πράγματα διότι δεν μπορούμε να ξέρουμε τα πάντα και θέλω να σας βοηθήσω για να βγάλετε μια σωστή απόφαση.”

Το Δικαστήριο απέκλεισε τη μαρτυρία ως γενική και θεωρητική χωρίς σύνδεση με τα επίδικα θέματα. Εκδήλως ορθά βέβαια.

Τέταρτο, προβλήθηκε ότι το Δικαστήριο παρερμήνευσε “το νόμο περί εξ ακοής μαρτυρίας”. Ούτε αυτό ευσταθεί. Τέλος, σημειώνεται ότι ο εφεσείων προέβαλε πως το Δικαστήριο υπέπεσε και σε μερικά άλλα σφάλματα. Τα οποία όμως είτε αφορούσαν ζητήματα που δεν είχαν τεθεί με τον δέοντα τρόπο είτε στερούνταν παντελώς σημασίας και επομένως καθίσταται χωρίς νόημα η εδώ απασχόληση με εκείνα.

Ως προς την ουσία της υπόθεσης, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με την προσαχθείσα μαρτυρία δεν στοιχειοθετήθηκε ευθύνη σε οποιαδήποτε από τις βάσεις που διατύπωσε ο εφεσείων, μας φαίνεται να ήταν όχι μόνο δικαιολογημένη αλλά και αυτοδήλως αναπόφευκτη. Η εξήγηση την οποία το Δικαστήριο έδωσε ήταν μεν σύντομη, αλλά δεν συμφωνούμε με την επίκριση στην οποία προέβη ο εφεσείων ότι αυτή δεν κάλυπτε τις ανάγκες της περίπτωσης. Τα πράγματα μιλούσαν από μόνα τους. Και δεν υποστήριζαν αυτά που εισηγείτο ο εφεσείων όσο και αν με το χρόνο, τη ματαίωση των προσδοκιών του και, με ίσως άλλους παράγοντες έξω από τη σφαίρα της δικαστικής εξέτασης, του δημιουργήθηκε μια ισχυρή περί αυτών πεποίθηση. Αναφέρουμε, ενδεικτικά, για το μείζον ζήτημα της σύναψης ή όχι συμφωνίας κατά το 1963 ότι ο ίδιος ο εφεσείων σε επιστολή του προς το Διοικητή της Τράπεζας Κύπρου, ημερ. 2 Νοεμβρίου 1964, όταν το ζήτημα ήταν νωπό, δεν υποστήριζε εκείνο που ισχυρίστηκε στην αγωγή ότι, δηλαδή, έγινε μεταξύ του και της Τράπεζας Κύπρου συμφωνία για να καταλάβει τη θέση Γενικού Επιθεωρητή. Ούτε καν υποστήριζε, όπως αργότερα υποστήριξε με την αγωγή του, ότι του προσφέρθηκε θέση στην Κεντρική Τράπεζα: ισχυριζόταν τότε μόνο ότι κάποιοι αξιωματούχοι της Τράπεζας Κύπρου τον απέτρεψαν από του να αποταθεί έγκαιρα στην Κεντρική Τράπεζα, με τη διαβεβαίωση ότι το ζήτημα του θα εξεταζόταν ευνοϊκά εν καιρώ. Το ζήτημα στο οποίο αναφερόταν στην εν λόγω επιστολή ήταν η προαγωγή του στη θέση Τμηματάρχη, για την οποία ευχαριστούσε, αλλά διατύπωνε συνάμα και ένσταση γιατί, καθώς εξηγούσε, η αξία του δικαιολογούσε ψηλότερη θέση. Παραθέτουμε το μέρος της επιστολής, το πιο σχετικό:

“6. Εις την ιδικήν μου περίπτωσιν η προσφορά της Τραπέζης δεν εκρίθη ρεαλιστική καθ΄ ότι δεν ανταποκρίνεται προς την πραγματικότητα και εξηγούμαι:-

(α) Ως γνωρίζετε, είμαι Εταίρος του Ινστιτούτου ΄Αγγλων Τραπεζιτών, επί πλέον δε τυγχάνω κάτοχος ανωτάτων πιστοποιητικών του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Λονδίνου, ούτω δε με την δεκαοκταετή πείραν μου δύναμαι να είπω μετ΄ εμπιστοσύνης, ότι τόσον από θεωρητικής όσον και πρακτικής πλευράς είμαι είς προσοντούχος υπάλληλος ανταποκρινόμενος εις τας απαιτήσεις οιασδήποτε ανωτέρας θέσεως εν τη Τραπέζη. Παρά ταύτα, η Τράπεζα με κατατάσσει εις μειονεκτικήν θέσιν έναντι άλλων υπαλλήλων, οίτινες δεν κέκτηνται παρόμοια προσόντα, τουθ΄ όπερ με θίγει ψυχολογικώς επιπροσθέτως της υλικής ζημιάς ην υφίσταμαι.

(β) Ενώ ηδυνάμην ευκόλως να προσληφθώ υπό της Κεντρικής Τραπέζης εις θέσιν ισοδύναμον με εκείνας των Διεθυντών Διοικήσεως της ημετέρας Τραπέζης, απετράπην από του να αποταθώ εγκαίρως, υπό του Αξιοτίμου κ. Προέδρου μας και του Αξιοτίμου κ. Χριστοφίδη με την διαβεβαίωσιν ότι το ζήτημά μου θα εξητάζετο ευνοϊκώς εν καιρώ. Το γεγονός τούτο συνέβη όταν υμείς απουσιάζατε εις Ελλάδα.

7. ΄Οθεν, κατά το παρόν στάδιον θα ικανοποιηθώ εάν η ανακατάταξίς μου γίνη εις την κλίμακα του Τμηματάρχου Α΄ και νοουμένου ότι η θέσις μου θα αναθεωρηθή με τας επικειμένας αποχωρήσεις του κ. Διευθυντού Λευκωσίας και αργότερον του κ. Α΄ Διευθυντού.”

Μετά που πέρασαν πολλά χρόνια η εκδοχή του άλλαξε. Σε επιστολή του, ημερ. 6 Νοεμβρίου 1978, προς τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας Κύπρου, έλεγε ότι του είχε προταθεί μια από τις τέσσερις διευθυντικές θέσεις της Κεντρικής Τράπεζας και δεν την αποδέχθηκε επειδή αξιωματούχοι της Τράπεζας Κύπρου - ο κ. Σεβέρης, πρόεδρος την τότε εποχή, και ο κατά το χρόνο της δεύτερης αυτής επιστολής αντιπρόεδρος κ. Χριστοφίδης - του υποσχέθηκαν ανάλογη θέση. ΄Οταν ο εν ζωή ευρισκόμενος κ. Χριστοφίδης αντέδρασε στην αναφορά του ονόματος του, ο εφεσείων ανακάλεσε μερικώς με επιστολή ημερ. 10 Νοεμβρίου 1978. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

“Εσημείωσα το περιεχόμενο της επιστολής σας 9ης τρέχοντος σε απάντηση της επιστολή μου 6ης τρέχοντος και συμφωνώ μαζί σας ότι εσείς δεν μου έχετε υποσχεθεί ποτέ οιανδήποτε θέση σε καμμιά από τις συναντήσεις μας επί του θέματος. Συγκεκριμένη πρόταση για θέση μου έγινε από τον κ. Σεβέρη όμως και οι δύο σας με ενθαρρύνατε να παραμείνω στην Τράπεζα μας διά στελέχωση και ούτω, απέρριψα την πρόταση της Κεντρικής Τραπέζης. Η πρόταση της Κεντρικής έγινε σε μένα και στον κ. Ελευθέριον Ιωάννου, ο οποίος προσελήφθη.”

Θεωρούμε πως δεν υπάρχει λόγος να επεκταθούμε. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.

 

Δ. Δ. &# 9; Δ.

/Χ.Θ.

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο