Αναφορικά με την αίτηση του Γεώργιου Δημητρίου, Αίτηση Αρ. 129/99, 3 Νοεμβρίου, 1999 Αναφορικά με την αίτηση του Γεώργιου Δημητρίου, Αίτηση Αρ. 129/99, 3 Νοεμβρίου, 1999

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Αίτηση Αρ. 129/99

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 155(4) του Συντάγματος

και το ΄Αρθρο 3 του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης

(Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964

Αναφορικά με την αίτηση του Γεώργιου Δημητρίου

Αιτητή για άδεια καταχώρισης αίτησης για έκδοση

προνομιακών διαταγμάτων τύπου Certiorari και

Prohibition

- και -

Αναφορικά με την ενδιάμεση απόφαση του

Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που

εκδόθηκε στις 27/10/99 στην αγωγή αρ. 1918/97.

------------------------------

3 Νοεμβρίου, 1999.

Για τον αιτητή: Α. Ευσταθίου.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής ζητά άδεια να καταχωρίσει αίτηση για την έκδοση ενταλμάτων certiorari και prohibition.

Το παρόν διάβημα αφορά στην αγωγή αρ. 1918/97 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, σε σχέση με τη συνέχιση της ακρόασης της οποίας το Δικαστήριο απέρριψε στις 27 Οκτωβρίου 1999 αίτημα του αιτητή, ως εναγομένου, για περαιτέρω αναβολή. Το ιστορικό ήταν, με συντομία, το εξής. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1998 προτού αρχίσει η δίκη ο αιτητής ζήτησε αναβολή διότι ο κύριος του μάρτυρας νοσηλευόταν στο νοσοκομείο και δεν μπορούσε να παραστεί. Το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα και ανέβαλε την υπόθεση για τις 3 Φεβρουαρίου 1999. Κατά εκείνη την ημερομηνία άρχισε η δίκη και κατέθεσαν οι μάρτυρες του ενάγοντα. Η υπόθεση αναβλήθηκε τότε για συνέχιση στις 25 Ιουνίου 1999, ημερομηνία κατά την οποία αφού κατέθεσε ο αιτητής, ζητήθηκε από το συνήγορό του αναβολή για το λόγο ότι ο μάρτυρας του υποβαλλόταν ακόμα σε θεραπεία και δεν καθίστατο δυνατή η προσέλευση του. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε το αίτημα. Και όρισε την υπόθεση για τις 9 Ιουλίου 1999 ώστε να διευκρινιστεί πότε θα καθίστατο δυνατή η παρουσία του μάρτυρα. Κατά τη δοθείσα ημερομηνία ο συνήγορος του αιτητή ζήτησε περαιτέρω χρόνο για αποκρυστάλλωση της κατάστασης, εξηγώντας ότι ο μάρτυρας βρισκόταν στο εξωτερικό για θεραπεία. Το Δικαστήριο συγκατένευσε. ΄Αφησε την υπόθεση για προγραμματισμό στις 10 Σεπτεμβρίου 1999 και έπειτα, λόγω κωλύματος, τη μετέθεσε στις 27 Σεπτεμβρίου 1999 για προγραμματισμό. Kατά την εμφάνιση στις 27 Σεπτεμβρίου 1999 το Δικαστήριο όρισε ως ημερομηνία για συνέχιση της ακρόασης την 27 Οκτωβρίου 1999. Χωρίς να προβάλει η υπεράσπιση ότι υπήρχε ακόμα το πρόβλημα του μάρτυρα. Ωστόσο, στις 27 Οκτωβρίου 1999 η υπεράσπιση ζήτησε και πάλι αναβολή. Προσκόμισε ιατρικό πιστοποιητικό ημερ. 5 Οκτωβρίου 1999 στο οποίο αναφερόταν ότι ο μάρτυρας παρουσίαζε “επιπλεγμένο κάταγμα στο μηριαίο” ως αποτέλεσμα του οποίου του παραχωρήθηκε άδεια απουσίας από την εργασία του από 1 Οκτωβρίου 1999 μέχρι 30 Νοεμβρίου 1999.

Η άλλη πλευρά ενέστη στην αναβολή. Το Δικαστήριο, αφού παρέθεσε το ιστορικό, σημείωσε ότι στις 27 Σεπτεμβρίου 1999 δεν αναφέρθηκε οτιδήποτε σχετικά με την κατάσταση της υγείας του μάρτυρα και ότι η άδεια απουσίας από την εργασία δεν σήμαινε κατ΄ ανάγκη και ότι η κατάσταση της υγείας του μάρτυρα δεν του επέτρεπε να παραστεί στο Δικαστήριο. Κατέληξε ότι, μέσα στο πλαίσιο της τόσης καθυστέρησης, δεν στοιχειοθετήθηκε το αίτημα και το απέρριψε. Είναι σε αυτή την εξέλιξη που αναφέρεται η παρούσα διαδικασία.

To αίτημα για χορήγηση άδειας καταχώρισης αίτησης προς έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Prohibition δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Κι αυτό διότι η απόρριψη, από το Επαρχιακό Δικαστήριο, του αιτήματος για αναβολή αποτελούσε άσκηση, μέσα στα προδιαγεγραμμένα της όρια, διακριτικής εξουσίας. Που δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα. ΄Οπως αναφέρθηκε πρόσφατα από την Ολομέλεια στην Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Λτδ κ.ά., Πολιτικές Εφέσεις αρ. 10129 και 10131, ημερ. 25 Ιουνίου 1999:

Ένταλμα certiorari χωρεί, όπως υποδείχθηκε από την Ολομέλεια στην Τζεννάρο Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692 “είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του “πρακτικού” της απόφανσης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας” (σελ. 701). Περιπτώσεις όπως η προκατάληψη ή το συμφέρον στη λήψη της απόφασης και γενικότερα η μη τήρηση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης όπως και η λήψη απόφασης με ψευδορκία, για τις οποίες επίσης χωρεί certiorari - βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 (στη σελ. 46) στην οποία γίνεται αναφορά στην πρωτόδικη Attorney General v. Christou (1962) C.L.R. 129 (Ιωσηφίδη, Δ.) - θεωρούνταν στην Αγγλική νομολογία ως εκφάνσεις έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας και έτσι εντάσσονται στα όρια που εξηγήθηκαν στην Τζεννάρο Περέλλα (Αρ. 2) (ανωτέρω). Με το ένταλμα certiorari ελέγχεται η νομιμότητα της διαδικασίας στο κατώτερο δικαστήριο. Δεν προσφέρεται το ένταλμα για την αναθεώρηση της ορθότητας απόφασης. Γι΄ αυτό, όπου το κατώτερο δικαστήριο άσκησε διακριτική εξουσία, αυτή δεν ελέγχεται με certiorari αν την άσκησε μέσα στα όρια που την προδιαγράφουν αλλιώς, αν υπερέβη τα όρια, προκύπτει παρανόηση ή πλάνη νόμου και τότε ελέγχεται εφόσον διακρίνεται στο πρακτικό: βλ. τις Armah v. Government of Ghana & another (1966) 3 All E.R. 177 και Anisminic, Ltd v. The Foreign Compensation Commission and Another (1969) 1 All E.R. 208.

Δεν παρίσταται ανάγκη να επεκταθώ. Η αίτηση απορρίπτεται.

 

Γ. Κ. Νικολάου,

Δ.

 

/Χ.Θ.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο