Agini Latouf Anna ν. Eθνικής Tράπεζας Eλλάδος A.E. (1999) 1 ΑΑΔ 11

(1999) 1 ΑΑΔ 11

[*11]12 Ιανουαρίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΝΑ LATOUF AGINI,

Εφεσείουσα-Eναγόμενη 3,

v.

ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.,

Εφεσίβλητης-Eνάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10214)

 

Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Τροποποίηση δικογράφων — Αίτηση για τροποποίηση της έκθεσης υπεράσπισης και προσθήκη ανταπαίτησης — Μεγάλη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης — Οδήγησε στην απόρριψή της — Αποφασίστηκε κατ’ έφεση ότι η απόρριψη της αίτησης ήταν εντός των πλαισίων της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Η αγωγή καταχωρήθηκε τον Αύγουστο του 1992.  Η εφεσείουσα καταχώρησε υπεράσπιση τον Ιούνιο του 1994.  Σε κάποιο στάδιο οι δικηγόροι της εφεσείουσας αποσύρθηκαν και την εκπροσώπησή της ανέλαβαν οι νυν δικηγόροι της οι οποίοι ζήτησαν αναβολή στις 14.11.94 για μνεία με προοπτική καταχώρησης αίτησης για τροποποίηση της υπεράσπισης και το αίτημα εγκρίθηκε.  Στις 19.12.94 δηλώθηκε από το δικηγόρο της εφεσείουσας πως δεν θα υποβαλλόταν αίτηση για τροποποίηση και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 7.6.95.  Στις 12.5.95 οι δικηγόροι της εφεσείουσας καταχώρησαν αίτηση για τροποποίηση της υπεράσπισης και προσθήκη ανταπαίτησης. Στις 10.1.96 δόθηκε ειδοποίηση για την απόσυρση της αίτησης και αυτή απορρίφθηκε.  Η εφεσείουσα πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι απέσυρε την αίτηση για να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για εξώδικο συμβιβασμό.  Τον Απρίλιο του 1997 οι διαπραγματεύσεις δεν τελεσφόρησαν οπότε η εφεσείουσα υπέβαλε και πάλι νέα αίτηση για τροποποίηση, επικαλούμενη την ύπαρξη νέων στοιχείων τα οποία καθιστούσαν αναγκαία την τροποποίηση.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενασκώντας τη διακριτική του εξουσία απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας-εναγομένης 3, η οποία εφεσίβαλε την απόφαση.

[*12]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η τροποποίηση δικογράφου είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που αυτό κρίνεται αναγκαίο για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς ή για την αποτροπή της πολλαπλότητας των διαδικασιών.  Εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις που η τροποποίηση δυνατόν να επιφέρει βλάβη στον αντίδικο ή ακόμη εκεί που η κακή πίστη του αιτητή είναι εμφανής.

2.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστή ότι τα φερόμενα ως νέα στοιχεία που καθ’ ισχυρισμό επιτείνουν την ανάγκη για τροποποίηση, δεν εξειδικεύονται και επομένως δεν παρέχεται η δυνατότητα αξιολόγησής τους για τους σκοπούς της αίτησης, κρίνεται ως ορθή.

3.  Τα γεγονότα της υπόθεσης αποκαλύπτουν πρόθεση της εφεσείουσας για κωλυσιεργεία η οποία έπρεπε να αντιμετωπισθεί δεόντως από το δικαστήριο.  Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αίτηση εκφεύγει των επιτρεπτών ορίων έγκρισης της, λόγω της μακράς και αδικαιολόγητης καθυστέρησής της, είναι ορθό, και εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Χρίστου v. Στυλιανού (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 704,

Φοινιώτης v. Greenmar Navigation (1989) 1(E) A.A.Δ. 33,

Παπόρης v. Maskinfabriken “Sio” A/S (1996) 1(B) A.A.Δ. 1037.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη 3 κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Γεωργίου A.E.Δ.) που δόθηκε στις 8 Aπριλίου, 1998 (Aγωγή Aρ. 2678/92) με την οποία απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης-καθ’ ης η αίτηση, αίτησή της για τροποποίηση της υπεράσπισης και προσθήκη ανταπαίτησης .

Μ. Μοντάνιος, για την Eφεσείουσα.

Χ”Χριστοφής, για τον Eφεσίβλητο.

[*13]Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε αίτημα της εφεσείουσας για τροποποίηση της υπεράσπισης και προσθήκη ανταπαίτησης. Το αίτημα απορρίφθηκε ενόψει της διαπίστωσης ότι υπήρξε μεγάλη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή του.

Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

Προέχει η εν συντομία παράθεση των  γεγονότων που αφορούν  το δικονομικό αυτό ζήτημα, όπως είχαν τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της αίτησης.

Η αγωγή καταχωρήθηκε τον Αύγουστο του 1992. Η εφεσείουσα καταχώρισε υπεράσπιση τον Ιούνιο του 1994.  Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας οι δικηγόροι της εφεσείουσας αποσύρθηκαν και την εκπροσώπησή της ανέλαβαν οι νυν δικηγόροι της οι οποίοι  διαπίστωσαν την ανάγκη για τροποποίηση της υπεράσπισης και  προσθήκη ανταπαίτησης.  Στις 14.11.94 ζήτησαν αναβολή της υπόθεσης για μνεία με προοπτική καταχώρησης αίτησης για τροποποίηση της υπεράσπισης και το αίτημα εγκρίθηκε.  Στις 19.12.94 δηλώθηκε από τον δικηγόρο της εφεσείουσας πως δεν θα υποβαλλόταν αίτηση για τροποποίηση όπως ήταν η αρχική πρόθεση και το δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 7.6.95. Στις 12.5.95 οι δικηγόροι της αιτήτριας καταχώρισαν αίτηση για τροποποίηση της υπεράσπισης και προσθήκη ανταπαίτησης. Εκ μέρους των εφεσιβλήτων καταχωρήθηκε ένσταση και η ακρόαση ορίστηκε στις 17.1.96.  Στις 10.1.96 δόθηκε ειδοποίηση για την απόσυρση της αίτησης και αυτή απορρίφθηκε.  Η εφεσείουσα πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι ο λόγος για τον οποίο προέβη στο διάβημα απόσυρσης της αίτησης ήταν για την υποβοήθηση διαπραγματεύσεων που επρόκειτο να αρχίσουν μεταξύ των συνηγόρων των διαδίκων προς εξεύρεση εξώδικου συμβιβασμού. Τον Απρίλιο 1997 οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε αδιέξοδο οπότε αναβίωσε και πάλι η αρχικά διαπιστωθείσα ανάγκη για τροποποίηση της υπεράσπισης και προσθήκη ανταπαίτησης γι’ αυτό, υποβλήθηκε και πάλι νέα αίτηση για τροποποίηση.  Προς υποστήριξη της τελευταίας αυτής αίτησης αναφέρθηκε ότι περιήλθαν σε γνώση της εφεσείουσας νέα στοιχεία τα οποία επιτείνουν την ανάγκη τροποποίησης.

[*14]Οι εφεσίβλητοι, στην ένσταση που υπέβαλαν κατά της πιο πάνω αίτησης, αντέταξαν ότι αυτή αποτελούσε αντιγραφή εκείνης που είχε απορριφθεί,  εισάγονται για πρώτη φορά ισχυρισμοί για δόλο, καταχωρίθηκε μετά από μεγάλη καθυστέρηση και υποβλήθηκε κακόπιστα.  Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι η σκοπούμενη τροποποίηση εμπεριέχεται σε έγγραφο εμφανιζόμενο ως το τροποποιημένο δικόγραφο υπεράσπισης και ανταπαίτησης επισυνημμένο στην αίτηση χωρίς να παρέχεται τέτοια ευχέρεια από τους θεσμούς πολιτικής δικονομίας.

Η τροποποίηση δικογράφου είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που αυτό κρίνεται αναγκαίο για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς ή για την αποτροπή της πολλαπλότητας των διαδικασιών.  Εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις που η τροποποίηση δυνατόν να επιφέρει βλάβη στον αντίδικο ή ακόμη εκεί που η κακή πίστη του αιτητή είναι εμφανής.  Βλ. Χρίστου ν. Στυλιανού  (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 704 και Φοινιώτης v. Greenmar Navigation (1989) 1 (Ε) ΑΑΔ 33.

Στην Μιχάλης Παπόρης ν. MASKINFABRIKEN “SIO” A/S, (1996) 1(B) A.A.Δ. 1037 αναφέρθηκαν τα εξής:

“Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου να αποτρέπει κατάχρηση των διαδικασιών του είναι βαθειά ριζωμένη στους θεσμούς της δικαιοσύνης που είχαμε δεχθεί και αναπτύξει.  Χωρίς το όπλο αυτό, το όλο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης θα μπορούσε να καταντήσει άθυρμα στα χέρια των επιτηδείων.  Παράλληλα θα επερχόταν επικίνδυνη υπονόμευση και αποδυνάμωση της κοινωνικής αποστολής της δικαιοσύνης. Η εξουσία του δικαστηρίου, όπως τόνισε ο Λόρδος Diplock στο ψηλότερο δυνατό επίπεδο της δικαστικής κρίσης, στην Ηunter v. Chief Constable of West Midlands & Another [1981] 3 All E.R. 727, 729 έχει σύμφυτο χαρακτήρα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάθε πρόσφορη περίπτωση για την περιφρούρηση της αποτελεσματικής λειτουργίας των δικαστικών διαδικασιών.”

Ο πρωτόδικος δικαστής ενασκώντας της διακριτική του εξουσία, έλαβε υπόψη την επί του θέματος φιλελεύθερη προσέγγιση των δικαστηρίων κατά την εξέταση αιτήσεων αυτού του είδους.  Ελαβε επίσης υπόψη και τον σημαντικό παράγοντα της καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης για τροποποίηση σε συνάρτηση με το ιστορικό της διαδικασίας  και αυτό ως λογική απόρροια των προνοιών του άρθρου 30.2 του Συντάγματος που επιτάσσει την μέ[*15]σα σε εύλογο χρόνο διεξαγωγή και περάτωση της δίκης.

Ο πρωτόδικος δικαστής στάθμισε όλους τους σχετικούς παράγοντες.  Η διαπίστωση ότι, τα φερόμενα ως νέα στοιχεία που καθ’ ισχυρισμό επιτείνουν την ανάγκη για τροποποίηση, δεν εξειδικεύονται και επομένως δεν παρέχεται η δυνατότητα αξιολόγησης τους για τους σκοπούς της αίτησης, κρίνεται ως ορθή. 

Συμφωνούμε επίσης και με την άλλη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστή ότι, η απόσυρση της προηγούμενης αίτησης για τροποποίηση η οποία έγινε για σκοπούς διευκόλυνσης διαπραγματεύσεων προς επίτευξη εξώδικου συμβιβασμού, ήταν διάβημα το οποίο επέλεξε η εφεσείουσα και δεν αφορούσε καθόλου τη διαδικασία. 

Τα γεγονότα της υπόθεσης αποκαλύπτουν κατά τη γνώμη μας, πρόθεση της εφεσείουσας για κωλυσιεργεία η οποία δεόντως έπρεπε να αντιμετωπισθεί από το δικαστήριο.  Συνακόλουθα, κρίνεται ως ορθό, και εντός των πλαισίων της διακριτικής  ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου, το συμπέρασμα ότι η αίτηση εκφεύγει των επιτρεπτών ορίων  έγκρισης της λόγω της μακράς και αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην υποβολή της  κάτω από τις δοσμένες περιστάσεις. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο