Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) ν. Nίκου K. Σιακόλα (1999) 1 ΑΑΔ 44

(1999) 1 ΑΑΔ 44

[*44]19 Ιανουαρίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

FEDERAL BANK OF LEBANON (S.A.L.),

Εφεσείοντες,

v.

ΝΙΚΟΥ Κ. ΣΙΑΚΟΛΑ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10341)

 

Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Τροποποίηση δικογράφων — Αίτηση για τροποποίηση εκθέσεως απαιτήσεως σε αγωγή για (α) αποζημιώσεις για τραπεζικές υπηρεσίες δυνάμει συμβάσεων που έγιναν στο Λίβανο και (β) για τη λήψη λογαριασμού προς υπολογισμό της συμφωνηθείσας ποσοστιαίας προμήθειας σε σχέση με μια από τις πτυχές των επίδικων συναλλαγών — Με την προταθείσα τροποποίηση εσκοπείτο, μεταξύ άλλων, η προσθήκη διατάξεων του Λιβανικού δικαίου — Η αίτηση για τροποποίηση, στην έκταση που αφορούσε την εισαγωγή νέου δικονομικού θέματος, απερρίφθη — Η σύγχρονη τάση είναι ότι η τροποποίηση πρέπει να επιτρέπεται ακόμα και αν αυτή είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα — Εκτενής αναφορά στην Κυπριακή και Αγγλική νομολογία.

Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Έκθεση Απαιτήσεως — Ρητή αναφορά στην αιτία αγωγής, αλλά έλλειψη λεπτομερειών — Δεν επιφέρει απόρριψη της αγωγής.

Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες — Πρέπει να ζητηθούν από το διάδικο — Αν δεν ζητηθούν, είναι δυνατό να προσαχθεί μαρτυρία για απόδειξη ενός γενικού ισχυρισμού.

Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο — Αλλοδαπό δίκαιο — Πρέπει να αποδεικνύεται σαν θέμα πραγματικό — Το βάρος αποδείξεως το έχει η πλευρά που το επικαλείται.

Συνταγματικό Δίκαιο — Δικαίωμα για εκδίκαση υποθέσεων εντός ευλόγου χρόνου — Το θέμα κατά πόσο η όποια καθυστέρηση θα απέληγε [*45]σε στέρηση του πιο πάνω δικαιώματος, συνιστά, θέμα που εξετάζεται στο πλαίσιο της δίκης.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων-εναγόντων με την οποία ζητούσαν διάταγμα που να τους επιτρέπει να τροποποιήσουν την έκθεση απαιτήσεώς και την απάντηση στην υπεράσπιση, ώστε να εκτίθενται λεπτομέρειες - νομοθεσία και νομολογία – του Λιβανικού δικαίου, το οποίο όπως ισχυρίζονταν, ήταν το δίκαιο των επίδικων συναλλαγών.

Οι διατάξεις του Λιβανικού δικαίου που ήθελαν οι εφεσείοντες να προσθέσουν στην έκθεση απαιτήσεως τους, εμφανίζονταν να προβλέπουν ότι δυνατότητα για αμφισβήτηση ή ένσταση σε τραπεζικό λογαριασμό, με σκοπό τη διόρθωση, παρεχόταν μόνο με καταχώρηση αγωγής εντός έξι μηνών και, συναφώς ισχυρισμού ότι δεν υπήρξε τέτοιο διάβημα.

Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε ότι το εφαρμοστέο δίκαιο ήταν το Λιβανικό και ισχυρίσθηκε ότι το εφαρμοστέο δίκαιο ήταν το Ελληνικό και επίσης ότι δυνάμει του εφαρμοστέου δικαίου (όποιο κι’ αν είναι) η τυχόν ευθύνη του εφεσίβλητου υπό την προσωπική του ιδιότητα ή ως εγγυητή έπαυσε να ισχύει και/ή δεν μπορεί να προωθηθεί ενόψει ουσιαστικών νομοθετικών νομικών διατάξεων. 

Η αγωγή καταχωρήθηκε στις 23.1.1986.  Η ακρόαση της ορίσθηκε για τις 23.5.94.  Αναβλήθηκε με κοινό αίτημα για τις 14.10.94 και ξανά με κοινό αίτημα για τις 14.2.95.  Η αίτηση για τροποποίηση καταχωρήθηκε στις 6.3.98, και απερρίφθη στις 6.10.98.  Το Δικαστήριο, αιτιολόγησε την απόφασή του αναφέροντας ότι η εξήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων, ότι δεν του ήταν πιο πριν γνωστή η νομολογία σύμφωνα με την οποία πρέπει να εκτίθενται λεπτομέρειες αλλοδαπού δικαίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν επαρκής και ικανοποιητική εξήγηση.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς το κρίσιμο ζήτημα του χρόνου υποβολής της αίτησης προέβη στην εκτίμηση ότι “υπάρχει υπέρμετρη αν όχι πρωτοφανής καθυστέρηση”.

Οι εφεσείοντες, εφεσίβαλαν την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απερρίφθη η αίτηση για τροποποίηση της εκθέσεως απαιτήσεως και της απάντησης στην υπεράσπιση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η δυνατότητα τροποποίησης δικογράφων, ταυτίζεται πλήρως με τις αρχές που εφαρμόζονται στην Αγγλία επί του θέματος αυτού.

[*46]2.        Η σύγχρονη τάση, όπως βγαίνει από τη σχετική νομολογία, είναι τα Δικαστήρια να επιτρέπουν τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις, ακόμα και αν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης, νοουμένου βέβαια ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορεί να αποζημιωθεί με χρήμα.

3.  Στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε όντως μεγάλη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για τροποποίηση.  Ο συνήγορος των εφεσειόντων θα έπρεπε εξ αρχής να γνωρίζει τη δικονομική ανάγκη για την παροχή λεπτομερειών του αλλοδαπού δικαίου.  Που σημαίνει πως υπήρξε σφάλμα.  Αυτό όμως δεν θα μπορούσε να οφειλόταν σε οτιδήποτε άλλο από εκείνο που ο συνήγορος των εφεσειόντων πρόσφερε ως εξήγηση στο Δικαστήριο, ήτοι, ότι τελούσε με την αντίληψη, βάσει της δικής του πείρας, πως δεν χρειαζόταν η έκθεση λεπτομερειών των διατάξεων του αλλοδαπού δικαίου.  Η πρωτόδικη άποψη ότι η εν λόγω εξήγηση δεν μπορούσε να θεωρηθεί ικανοποιητική, δεν εδικαιολογείτο.  Δεν υπήρχε καμιά απολύτως ένδειξη ότι η καθυστέρηση δεν ήταν καλόπιστη.

4.  Το θέμα ως προς το κατά πόσο η όποια καθυστέρηση θα απέληγε σε στέρηση του συνταγματικού δικαιώματος εκδίκασης εντός ευλόγου χρόνου, πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο της δίκης.  Η καθυστέρηση, στην παρούσα υπόθεση, από καμιά άποψη δεν θα μπορούσε αφεαυτής να αποκλείσει τη δυνατότητα έγκρισης του αιτήματος για τροποποίηση.

5.  Με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις, με μία μόνο εξαίρεση, θα παρέχονται λεπτομέρειες ήδη διατυπωθέντων ουσιωδών ισχυρισμών.  Η εξαίρεση αφορά τις διατάξεις του Λιβανικού δικαίου σχετικά με το χρονικό όριο αμφισβήτησης τραπεζικού λογαριασμού.  Αυτό συνιστά, ενόψει των αντιστοίχων θέσεων των μερών, νέο θέμα και μάλιστα δικονομικό.  Η καθυστέρηση στο οποίο εύλογα μπορούσε να αποβεί κρίσιμη.  Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος αυτού επικυρώνεται.  Για τις άλλες όμως, η τροποποίηση δεν αποτελεί παρά μόνο συγκεκριμενοποίηση, που θέτει τα δικόγραφα σε τάξη, καθιστώντας έτσι ευχερέστερη τη διεξαγωγή της δίκης.  Επί του θέματος αυτού η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη και ακυρώνεται.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Η αίτηση, στην έκταση που προσδιορίστηκε ανωτέρω, εγκρίθηκε.

[*47]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Σιακόλας v. Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) (1998) 1 A.A.Δ. 1338,

Williams & Glyn’s Bank Ltd v. Ship “Maria” (1984) 1 C.L.R. 821,

Royal Bank of Scotland P.L.C. v. Geodrill Co Ltd κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 753,

Χριστοδούλου v. Χριστοδούλου κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 934,

Associated Leisure Ltd a.o. v. Associated Newspapers Ltd [1970] 2 All E.R. 754,

Nicolaides v. Yerolemi (1980) 1 C.L.R. 1,

Cropper v. Smith [1884] 26 Ch. D. 700,

Easton v. Ford Motor Co Ltd [1993] 4 All E.R. 257,

Ketteman v. Hansel Properties Ltd [1988] 1 All E.R. 38,

Saba & Co (T.M.P.) v. T.M.P. Agents (1994) 1 A.A.Δ. 426,

Ταξί Κυριάκος Λτδ v. Παύλου (1995) 1 Α.Α.Δ. 560,

Bruce v. Odhams Press Ltd [1936] 1 K.B. 697,

Κουρσουμά v. Κοσμά (1991) 1 Α.Α.Δ. 973,

Hewson v. Cleeve [1904] 2 Ir. R. 536,

Παπακόκκινου v. Glykys & Araouzos (Insurances) Ltd κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 513.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού δικαστηρίου Λευκωσίας (Kληρίδης, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 6 Oκτωβρίου, 1998 (Aγωγή Aρ. 747/86) με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση τους για τροποποίηση της Έκθεσης Aπαιτήσεως και της Aπάντησης στην Yπεράσπιση.

K. Mιχαηλίδης με M. Γ. Πική, για τους Eφεσείοντες.

[*48]Π. Iωαννίδης, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Με αγωγή που οι εφεσείοντες κίνησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξιώνουν, πρώτο, αποζημιώσεις πέραν του μισού εκατομμυρίου  δολλαρίων Η.Π.Α. για διάφορες τραπεζικές υπηρεσίες παρασχεθείσες σε πελάτες βάσει συμβάσεων που έγιναν το 1985 στο πλαίσιο της λειτουργίας τους ως τράπεζας στο Λίβανο και, δεύτερο, τη λήψη λογαριασμού ώστε, με τη διακρίβωση του ύψους ποσών που οι πελάτες εισέπραξαν από τρίτους, να υπολογιστεί το ύψος συμφωνηθείσας ποσοστιαίας προμήθειας σε σχέση με μια από τις πτυχές των επίδικων συναλλαγών.  Καταλογίζουν στον εφεσίβλητο ευθύνη κυρίως ως εγγυητή των πελατών, παρόλον που διατυπώνονται διαζευκτικά και ευρύτεροι ισχυρισμοί. 

Η αγωγή καταχωρίστηκε στις 23 Ιανουαρίου 1986.  Ξεκίνησε με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα που επιδόθηκε σύντομα. Κατόπιν εμφάνισης, καταχωρίστηκε στις 3 Μαΐου 1986 η έκθεση απαίτησης  και στις 17 Σεπτεμβρίου 1986 η υπεράσπιση.  Εν συνεχεία, αφού επήλθε αλλαγή συνηγόρου  εφεσειόντων,  καταχωρίστηκε, στις 7 Δεκεμβρίου 1987, τροποποιημένη έκθεση απαίτησης.  Ακολούθησε, στις 28 Ιουνίου 1988, κατόπιν που επανηλειμμένα χορηγήθηκε παράταση χρόνου, η καταχώριση τροποποιημένης υπεράσπισης αλλά  και ανταπαίτησης αυτή τη φορά.  Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την ανταπαίτηση και στις 11 Ιανουαρίου 1989 εκδόθηκε διάταγμα διαγραφής της. Απάντηση στην τροποποιημένη  υπεράσπιση καταχωρίστηκε στις 14 Ιανουαρίου 1993 κατόπιν παράτασης χρόνου αφού στο μεταξύ απασχόλησαν διάφορες διαδικασίες. Άλλες διαδικασίες ακολούθησαν.

Η ακρόαση της αγωγής ορίστηκε για τις 23 Μαΐου 1994.  Αναβλήθηκε με κοινό αίτημα για τις 14 Οκτωβρίου 1994 και ξανά με κοινό αίτημα για τις 14 Φεβρουαρίου 1995.

Την προτεραία της τελευταίας ημερομηνίας  για ακρόαση, ο εφεσίβλητος υπέβαλε αίτηση για απόρριψη της αγωγής λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης των εφεσειόντων.  Η αίτηση απέτυχε.  Το Δικαστήριο απέδωσε την επιμήκυνση μέχρι τον ορισμό της [*49]αγωγής για ακρόαση, κυρίως στη “συχνή χρήση ενδιάμεσων δικονομικών διαδικασιών” ενώ καθυστέρηση που κατά την άποψη του υπήρξε σε δυο περιπτώσεις, δεν επαγόταν, καθώς έκρινε, δυσμενείς επιπτώσεις στον εφεσίβλητο σε βαθμό που να στερούσε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη ώστε να δικαιολογούσε τερματισμό της αγωγής.  Σε ασκηθείσα έφεση, το Εφετείο κατέληξε ότι δεν ήταν σε καμιά περίπτωση νοητή η κατάργηση της δίκης  και  ότι το ζήτημα θα μπορούσε να τεθεί και να εξεταστεί μόνο στο πλαίσιο της δίκης, όχι προηγουμένως: βλ. Νίκος Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (S.A.L.), (1998) 1 A.A.Δ. 1338.  Εκκρεμούσας εκείνης της έφεσης, η αγωγή προχώρησε.  Δυο φορές άρχισε η δίκη ενώπιον του Πλήρους Επαρχιακού αλλά δεν περατώθηκε.  Ματαιώθηκε και στις δυο περιπτώσεις εξ αιτίας διορισμού, στο Ανώτατο Δικαστήριο, του εκάστοτε προέδρου.

Μετά τη δεύτερη περίπτωση,  οι  εφεσείοντες  καταχώρησαν, στις 6 Μαρτίου 1998, αίτηση για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης και της απάντησης στην υπεράσπιση, ώστε να εκτίθενται λεπτομέρειες - νομοθεσία και νομολογία - του Λιβανικού δικαίου το οποίο, σε ό,τι αφορά την έκθεση απαίτησης, οι εφεσείοντες επικαλούνται με αποκλειστικούς, σε σχέση με το ζήτημα, ισχυρισμούς στις παραγράφους 57 έως 60.  Οι εν λόγω ισχυρισμοί χαρακτηρίζονται εν πολλοίς από γενικότητα.  Εκτενέστερη περιγραφή του νόμου γίνεται ως προς εγερθέν ζήτημα τόκου αλλά και πάλι χωρίς παραπομπή στα στοιχεία που συνθέτουν το αλλοδαπό δίκαιο.  Το οποίο βέβαια αποτελεί θέμα πραγματικό. Σημειώνουμε και ότι, πέρα από αυτούς τους στοχευμένους ισχυρισμούς, προκύπτει ως θέση των εφεσειόντων από τα όσα επί της ουσίας διατύπωσαν προς στοιχειοθέτηση της αξίωσης τους, ότι το δίκαιο των συναλλαγών ήταν το Λιβανικό.

Ο εφεσίβλητος στην υπεράσπιση του αρνείται ότι το εφαρμοστέο δίκαιο ήταν το Λιβανικό και προβάλλει (α) ότι οι αξιώσεις παραγράφηκαν ή έπαυσαν να ισχύουν δυνάμει του εφαρμοστέου δικαίου. (β) ότι το εφαρμοστέο δίκαιο είναι το Ελληνικό και όχι το Λιβανικό ή το Κυπριακό. (γ) ότι ακόμα και δυνάμει του Λιβανικού δικαίου, αν βρεθεί πως αυτό είναι το εφαρμοστέο, οι αξιώσεις δεν μπορούν να επιτύχουν διότι παραγράφηκαν ή έπαυσαν να ισχύουν. (δ) ότι δυνάμει του ρηθέντος εφαρμοστέου δικαίου (όποιο κι αν είναι) η τυχόν ευθύνη των κυρίως οφειλετών και/ή του εφεσίβλητου υπό προσωπική ιδιότητα ή ως εγγυητή έπαυσε να ισχύει και/ή δεν μπορεί να προωθηθεί ενόψει ουσιαστικών νομοθετικών νομικών διατάξεων: παράγραφοι 48 και 50.  Ο εφεσίβλητος επίσης προβάλλει στην υπεράσπιση του [*50]ότι οι εφεσείοντες, παρόλον που τους ζητήθηκε, αρνήθηκαν ή παρέλειψαν να του παρουσιάσουν κατάσταση του μεταξύ τους λογαριασμού ώστε να διευθετούσε την όποια οφειλή: παράγραφοι 23 και 47. Οι εφεσείοντες στην απάντηση αντιτείνουν ότι όχι μόνο έδωσαν στον εφεσίβλητο κατάσταση λογαριασμού αλλά και ότι γραπτώς ο εφεσίβλητος επιβεβαίωσε την ορθότητα της: παράγραφοι 16 και 28.

Με την προταθείσα τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης σκοπείται εκτός των άλλων και η προσθήκη διατάξεων του Λιβανικού δικαίου οι οποίες εμφανίζονται να προβλέπουν ότι δυνατότητα για αμφισβήτηση ή ένσταση σε τραπεζικό λογαριασμό, με σκοπό τη διόρθωση, παρεχόταν μόνο με καταχώρηση αγωγής εντός έξι μηνών και, συναφώς, ισχυρισμού ότι δεν υπήρξε τέτοιο δικαστικό διάβημα.  Πρόκειται για τις προτεινόμενες παράγραφους 60Δ και 60Ε. Σε ό,τι αφορά την απάντηση, με την προταθείσα τροποποίηση σκοπείται η προσθήκη διατάξεων του Λιβανικού δικαίου ως προς το χρόνο παραγραφής αξιώσεων.  Ζήτημα που όπως έχει αναφερθεί τίθεται στην υπεράσπιση. 

Αναφορικά με το στάδιο υποβολής της αίτησης για τροποποίηση, ο συνήγορος των εφεσειόντων πρόσφερε, με την αγόρευση του, την εξήγηση ότι δεν του ήταν πιο πριν γνωστή η νομολογία σύμφωνα με την οποία πρέπει να εκτίθενται λεπτομέρειες του αλλοδαπού δικαίου: βλ. τις πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Williams & Glyn’s Bank Ltd v. The Ship “Maria” (1984) 1 C.L.R. 821 (Σαββίδη, Δ.) και (1992) 1 Α.Α.Δ. 309 (Παπαδόπουλος, Δ.) - στις οποίες γίνεται αναφορά στο σύγγραμμα Bullen & Leake and Jacob’s Precedents of Pleadings 12η έκδ. σελ. 1071-2 και την απόφαση του Εφετείου στη Royal Bank of Scotland P.L.C. v. Geodrill Co Ltd κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 753.

Με την εκκαλούμενη απόφαση, ημερ. 6 Οκτωβρίου 1998, η αίτηση απορρίφθηκε.  Την εξήγηση ως προς το λόγο που δεν είχαν ήδη εκτεθεί στην έκθεση απαίτησης λεπτομέρειες του Λιβανικού δικαίου και ούτε είχε υποβληθεί ενωρίτερα αίτηση για συμπερίληψη τους, το Δικαστήριο δεν τη δέχθηκε. Ανέφερε ότι “δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν επαρκής και ικανοποιητική εξήγηση και αιτιολόγηση”.  Σημείωσε ότι τα όσα οι εφεσείοντες επιθυμούσαν να εισάξουν “ήσαν πάντα γνωστά, με την έννοια ότι οι νομοθετικές πρόνοιες που επικαλούνται ήσαν οι ίδιες και προφανώς τις γνώριζαν αφού τις επικαλούνται στο υφιστάμενο δικόγραφο τους έστω και με γενικότερες αναφορές.”  Έπειτα χαρακτήρισε τις προτεινόμενες τροποποιήσεις ως “ουσιαστικής σημασίας”, [*51]παρατηρώντας σχετικά τα εξής: “Ναι μεν πρόκειται για λεπτομέρειες νομοθετικών προνοιών στις οποίες γενικές αναφορές είχαν ήδη γίνει, αλλά θα συμφωνούσα ότι οι στοχευμένες τώρα επικλήσεις συγκεκριμένων διατάξεων η εφαρμογή ή μη των οποίων αναφέρεται και εξαρτάται από συγκεκριμένα γεγονότα, θα έχουν πρόδηλα τις επιπτώσεις για τις οποίες ανησυχεί η πλευρά του εναγομένου, τουλάχιστον για μερικές από αυτές ................. Γενικά θα μπορούσε να λεχθεί ότι ορισμένες από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις δεν εισάγουν τυπικά στεγνές νομοθετικές πρόνοιες αλλά μπορεί να έχουν σοβαρό και δύσκολο να εκτιμηθεί αντίκτυπο και επιπτώσεις στην νομική αλλά και πραγματική κατάσταση πραγμάτων στην αγωγή. Το στοιχείο τούτο έρχεται να προσθέσει το δικό του ρόλο στους φόβους για περαιτέρω καθυστερήσεις στη διεκπεραίωση της ταλαίπωρης αυτής υπόθεσης.”  Τέλος, ως προς το κρίσιμο ζήτημα του χρόνου υποβολής της αίτησης που ιδιαίτερα είχε απασχολήσει, το Δικαστήριο προέβη στην εκτίμηση ότι “υπάρχει υπέρμετρη αν όχι πρωτοφανής καθυστέρηση”.  Ως προς γενικότερα την πορεία της αγωγής, σημείωσε ότι η τεράστια, όπως τη χαρακτήρισε, καθυστέρηση στην εκδίκαση “δεν μπορεί να επενεργήσει απόλυτα σαν κώλυμα στην έγκριση του αιτήματος για τροποποίηση, πλην όμως είναι ένας παράγοντας ο οποίος επαυξάνει την ανάγκη για ταχύτερη προώθηση των διαδικασιών και αποφυγή περαιτέρω καθυστερήσεων μέσω της ενασχόλησης με διαδικασίες, αν η αναγκαιότητα γι΄ αυτές μπορούσε να διαφανεί πολύ ενωρίτερα.”

Τη δυνατότητα τροποποίησης το Εφετείο την έθεσε στη Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 934 (στη σελ. 939) ως εξής:

“Αναμφίβολα η σύγχρονη τάση, όπως βγαίνει από τη σχετική νομολογία, είναι τα Δικαστήρια να επιτρέπουν τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμη και όταν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου βέβαια ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα.”

Πρόκειται για πλήρη ταύτιση με την Αγγλική αρχή, όπως συνοπτικά την περιέγραψε ο δικαστής Denning στην Associated Leisure Ltd and Others v. Associated Newspapers Ltd [1970] 2 All E.R. 754 στο ακόλουθο απόσπασμα (από τη σελ. 757) το οποίο επικροτήθηκε στη Χριστοδούλου (ανωτέρω) και ενωρίτερα στη Nicolaides v. Yerolemi (1980) 1 C.L.R. 1:

“I start with the principle, well settled, that an amendment [*52]ought to be allowed, even if it comes late, if it is necessary to do justice between the parties, so long as any hardship done thereby can be compensated in money.  That principle applies here.”

Κατ’ ακρίβειαν, όπως υπέμνησε ο δικαστής Edmund Davies στην εν λόγω Αγγλική υπόθεση, η αρχή διατυπώθηκε με πληρότητα από το δικαστή Bowen στην Cropper v. Smith [1884] 26 Ch. D. 700  με τα εξής (στις σελ. 710-711):

“..... I know of no kind of error or mistake which, if not fraudulent or intended to overreach, the Court ought not to correct, if it can be done without injustice to the other party.  Courts do not exist for the sake of discipline, but for the sake of deciding matters in controversy, and I do not regard such amendment as a matter of favour or grace ......  It seems to me that as soon as it appears that the way in which a party has framed his case will not lead to a decision of the real matter in controversy, it is as much a matter of right on his part to have it corrected, if it can be done without injustice, as anything else in the case is a matter of right.”

Στην υπόθεση Easton v. Ford Motor Co Ltd [1993] 4 All E.R. 257 το Αγγλικό Εφετείο, αφού συζήτησε εκτενώς τη σύγχρονη πρακτική ενόψει προφανώς της κατά πλειοψηφία (3 προς 2) απόφασης της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην Ketteman v. Hansel Properties Ltd [1988] 1 All E.R. 38, που εμφανιζόταν να περιόριζε κάπως την ως τότε δυνατότητα τροποποίησης, κατέληξε, αφού παρέθεσε και το εν λόγω απόσπασμα από την Cropper v. Smith (ανωτέρω), ότι ίσχυε ακόμα η ιδία αρχή.  Ας σημειωθεί ότι στην Ketteman (ανωτέρω) η αίτηση για τροποποίηση υποβλήθηκε από τους εναγομένους κατά τη διάρκεια της τελικής αγόρευσης του συνηγόρου των εναγόντων ύστερα από δίκη δύο εβδομάδων επί της ουσίας της διαφοράς και απέβλεπε στην εισαγωγή ισχυρισμού ότι η αξίωση είχε παραγραφεί.  Κρίθηκε ότι ήταν πολύ αργά για τους εναγομένους να θέσουν τέτοιο δικονομικό κώλυμα όταν, έως εκείνο το στάδιο, δεν το είχαν επικαλεστεί.

Επανερχόμαστε στη δική μας νομολογία, ειδικότερα σε σχέση με τις περιπτώσεις όπου  η καθυστέρηση οφείλεται σε σφάλμα του αιτητή.  Τα όσα λέχθηκαν στη Χριστοδούλου (ανωτέρω) τέθηκαν σε ευρύτερο πλαίσιο στη Saba & Co (T.M.P) v. T.M.P. Agents (1994) 1 Α.Α.Δ. 426 όπου το Εφετείο, σταθμίζοντας αυτό [*53]τον παράγοντα, ανέφερε τα ακόλουθα, (στη σελ. 432):

“Μένει το ερώτημα  της δικαιολόγησης της καθυστέρησης.  Η σημασία του ποικίλλει ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης κυρίως σε συσχετισμό προς τη γνησιότητα των προθέσεων του αιτητή και την αναγκαιότητα ή το βαθμό της χρησιμότητας της τροποποίησης.  Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει γίνει τέτοιος ή άλλος ανάλογος ισχυρισμός και δε συμφωνούμε πως καλόπιστη αίτηση για τροποποίηση προς κάλυψη πραγματικής και σημαντικής ανάγκης θα πρέπει να απορριφθεί επειδή, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, η καθυστέρηση δικαιολογήθηκε με αναφορά σε αβλεψία ή παραδρομή.”

Στην Ταξί Κυριάκος Λτδ ν. Παύλου (1995) 1 Α.Α.Δ. 560, όπου το Εφετείο θεώρησε πως η χρονική διάσταση αποτελούσε παράγοντα που δεν επέτρεπε  αποδοχή του  αιτήματος για τροποποίηση, κατ’ ουσίαν  τη συνάρτησε, όπως προκύπτει από το ιστορικό, με την έλλειψη καλής πίστης που εκ προοιμίου καθιστούσε αδικαιολόγητη την καθυστέρηση. 

Στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε όντως μεγάλη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για τροποποίηση.  Η έννοια της καθυστέρησης προϋποθέτει βέβαια τη δυνατότητα έγκαιρης ενέργειας.  Αυτή τη δυνατότητα θα πρέπει εδώ, σε επίπεδο θεωρητικό, να την υποθέσουμε. Διότι θα έπρεπε εξ αρχής να ήταν γνωστή στο συνήγορο των εφεσειόντων η δικονομική ανάγκη για την παροχή λεπτομερειών του αλλοδαπού δικαίου.  Που σημαίνει πως υπήρξε σφάλμα. Αυτό όμως δεν θα μπορούσε, καθώς μας φαίνεται, να οφειλόταν σε ο,τιδήποτε άλλο από εκείνο που ο συνήγορος των εφεσειόντων πρόσφερε ως εξήγηση στο Δικαστήριο, ήτοι, ότι τελούσε με την αντίληψη, βάσει της δικής του πείρας, πως δεν αναμενόταν και δεν χρειαζόταν η έκθεση λεπτομερειών των διατάξεων και κανόνων του αλλοδαπού δικαίου.  Η πρωτόδικη  άποψη ότι η εν λόγω εξήγηση δεν μπορούσε να θεωρηθεί ικανοποιητική  νομίζουμε πως δεν εδικαιολογείτο.  Καμιά απολύτως ένδειξη δεν υπήρχε ότι η καθυστέρηση δεν ήταν καλόπιστη.

Αναφορικά τώρα με την έκταση της καθυστέρησης στην υποβολή του αιτήματος για τροποποίηση, θα λέγαμε ότι ενώ η σύνδεση με τη μακρά εκκρεμότητα της αγωγής μοιάζει αυτονόητη και επιτείνει την ανησυχία σχετικά με την τήρηση της συνταγματικής επιταγής για εκδίκαση της αγωγής εντός ευλόγου χρόνου, εντούτοις εύστοχα ήταν που σημειώθηκε πρωτόδικα ότι η μακρά [*54]εκκρεμότητα της αγωγής “δεν μπορεί να ενεργήσει απόλυτα σαν κώλυμα” αλλά αποτελεί παράγοντα “ο οποίος επαυξάνει την ανάγκη για ταχύτερη προώθηση”. Εν τέλει το κατά πόσο η όποια καθυστέρηση θα απέληγε σε στέρηση του συνταγματικού δικαιώματος εκδίκασης εντός ευλόγου χρόνου συνιστά, σύμφωνα με την προαναφερθείσα απόφαση του Εφετείου σε αυτή την υπόθεση ((1998) 1 A.A.Δ. 1338, ανωτέρω) ζήτημα ενταγμένο στο πλαίσιο της δίκης.  Κατανοούμε πλήρως την ανησυχία του πρωτόδικου  Δικαστηρίου. Όμως εδώ η καθυστέρηση από καμιά άποψη δεν θα μπορούσε αφεαυτής να αποκλείσει τη δυνατότητα έγκρισης του αιτήματος για τροποποίηση.

Απομένει, τέλος, το ζήτημα της σημασίας και επίδρασης της προτεινόμενης τροποποίησης με αναφορά στην ήδη διατυπωθείσα αντιδικία.  Θα έπρεπε βέβαια να είχαν δοθεί λεπτομέρειες του Λιβανικού δικαίου σε σχέση με προβληθέντες ουσιώδεις ισχυρισμούς.  Αναφέραμε ήδη τις αυθεντίες.  Το ότι όμως δεν δόθηκαν δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορούσαν οι ουσιώδεις ισχυρισμοί να προωθηθούν με απόδειξη που να εκτεινόταν στις οποιεσδήποτε λεπτομέρειες.  Εκτός εάν γινόταν σχετικό διάβημα και δεν δίδονταν. Αυτή είναι η έννοια της απόφασης του Εφετείου στη Royal Bank of Scotland (ανωτέρω). Aποκλείεται η απόδειξη μόνο όπου ελλείπει ουσιώδης ισχυρισμός. Ουσιώδης είναι ο ισχυρισμός o αναγκαίος για τη διατύπωση πλήρους βάσης αγωγής.  Οπότε η έλλειψη του δικαιολογεί αίτημα από τον αντίδικο για απόρριψη της αγωγής.  Από την άλλη μεριά, σκοπός των λεπτομερειών, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου ρητώς προβλέπονται στους θεσμούς - η παρούσα δεν συγκαταλέγεται σε εκείνες - είναι να ριχθεί περαιτέρω φως στην εικόνα της αξίωσης ώστε να γνωρίζει ο εναγόμενος με πληρότητα τι θα έχει να αντιμετωπίσει στη δίκη. Κι έτσι να μπορεί να ετοιμαστεί.  Οι λεπτομέρειες περιορίζουν την πλευρά που τις έδωσε.  Αν δεν δοθούν εξ αρχής παρέχεται δικαίωμα στην άλλη πλευρά να τις ζητήσει και, εν τέλει, αν δεν παρασχεθούν, να προσβάλει την παράλειψη.  Αυτές οι γενικές αρχές, με βάση τις οποίες λειτουργεί το σύστημα - σε ό,τι μας απασχολεί εδώ δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του δικού μας και του Αγγλικού - συζητήθηκαν με κάποια λεπτομέρεια από το Αγγλικό Εφετείο στην Bruce v. Odhams Press Ltd [1936] 1 KB 697 και εξετέθηκαν, με ιδιαίτερη σαφήνεια, από το δικαστή Scott. 

Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα τη δυνατότητα απόδειξης ουσιωδών ισχυρισμών που δεν συνοδεύονται από λεπτομέρειες, έχουμε την απόφαση του Εφετείου στην Κουρσουμά ν. Κοσμά (1991) [*55]1 Α.Α.Δ. 973.  Γινόταν εκεί επίκληση του αστικού αδικήματος αμέλειας, με μόνο ουσιώδεις ισχυρισμούς και χωρίς οποιεσδήποτε λεπτομέρειες.  Ενώ λεπτομέρειες απαιτούνται, το ίδιο όπως και για την προκείμενη περίπτωση: βλ. το σύγγραμμα Bullen & Leake (ανωτέρω) σελ. 685.  Η υπόθεση προχώρησε χωρίς ποτέ να ζητηθούν.  Το Εφετείο υπέδειξε σχετικά  τα εξής (στη σελ. 981):

“Όμως είναι και ειδικά θεμελιωμένο ότι ο διάδικος που παραλείπει να υποβάλει αίτηση για λεπτομέρειες θεωρείται ότι έχει παραιτηθεί από αυτές έτσι που να μη μπορεί κατά τη δίκη να αποκλείσει την εισαγωγή μαρτυρίας προς υποστήριξη κάποιου γενικού ισχυρισμού. (Βλ. Dean and Chapter of Chester v. Smelting Corporation Ltd [1902] W.N.5 - 85 L.T. 67, Bullen and Leake (ανωτέρω) σελ. 114, Annual Practice 1958 σελ. 460 Annual Practice 1988 Τόμος Ι σελ. 287.”

Ας σημειωθεί ότι η Αγγλική απόφαση στην οποία παραπέμπει το εκτεθέν απόσπασμα αφορούσε όχι στους υπό συζήτηση θεσμούς για αγωγές αλλά σε κάπως ανάλογους που αφορούσαν αιτήσεις και, ως εκ τούτου, η αξία της είναι περιορισμένη.  Όμως, στην Αγγλική Ετήσια Πρακτική από παλαιά μέχρι και τώρα, όπως και στο σύγγραμμα Bullen & Leake (ανωτέρω) αναφέρεται ως αυθεντία και η Ιρλανδική υπόθεση Hewson v. Cleeve [1904] 2 Ir. R. 536. Την οποία εντοπίσαμε. Διαπιστώσαμε ότι αφορούσε θεσμούς ιδίους με τους εδώ και υποστηρίζει ότι, όπως αναφέρεται στην Ετήσια Πρακτική (του 1999 στη σελ. 327):

“... if the opponent omits to ask for particulars, evidence may be given which supports any material allegation in the pleadings.”

Το ίδιο και στο σύγγραμμα Bullen & Leake (ανωτέρω) όπου, για να εξηγηθεί η σημασία αίτησης για λεπτομέρειες, αναφέρεται ότι (στη σελ. 114):

“The importance of making such an application is that otherwise a party will be taken to waive such particulars and he cannot at the trial exclude specific evidence in support of a general allegation.”

Στην προκείμενη περίπτωση αποκτά όλως ιδιαίτερη σημασία το ότι, με μόνο μια εξαίρεση, με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις θα παρέχονται λεπτομέρειες ήδη διατυπωθέντων ουσιωδών ισχυρισμών.  Η εξαίρεση αφορά τις διατάξεις του Λιβανικού δι[*56]καίου σχετικά με το χρονικό όριο αμφισβήτησης τραπεζικού λογαριασμού: προτεινόμενες νέες παράγραφοι 60Δ και 60Ε.  Αυτό αποτελεί, ενόψει των αντίστοιχων θέσεων των μερών, νέο θέμα.  Και μάλιστα στη φύση του δικονομικό. Η καθυστέρηση στο οποίο εύλογα μπορούσε να αποβεί κρίσιμη όπως προκύπτει από την Ketteman (ανωτέρω). Σε σχέση με τον αποκλεισμό αυτών των δύο προτεινόμενων παραγράφων δεν είμαστε διατεθειμένοι να επέμβουμε. Για τις άλλες όμως, η τροποποίηση δεν αποτελεί παρά μόνο συγκεκριμενοποίηση που θέτει τα δικόγραφα σε τάξη, καθιστώντας έτσι ευχερέστερη τη διεξαγωγή της δίκης. Σε αυτό το ζήτημα, όπως και στο ζήτημα εξήγησης της καθυστέρησης, η πρωτόδικη εκτίμηση ήταν, κατά την άποψη μας, εσφαλμένη.  Το ίδιο κατ΄ επέκταση και η νομική αυτοκαθοδήγηση.  Αυτό αποτελεί λόγο για επέμβαση: βλ. την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Παπακόκκινου ν. Glykys & Araouzos (Insurances) Ltd κ.ά. (1998) 1 A.A.Δ. 513.  Με τα όσα έχουμε επισημάνει, η αίτηση για τροποποίηση θα έπρεπε, με την εξαίρεση που αναφέραμε, να είχε εγκριθεί.  Με αυτή την κατάληξη μας παρέχεται τώρα η δυνατότητα να εκδώσουμε την κατάλληλη διαταγή.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η αίτηση των εφεσειόντων για τροποποίηση, ημερ. 6 Μαρτίου 1998, εγκρίνεται στην έκταση που προσδιορίσαμε. Τροποποίηση της έκθεσης  απαίτησης να γίνει εντός 15 ημερών.  Τροποποίηση της υπεράσπισης μπορεί να γίνει εντός 21 ημερών αργότερα.  Και η τροποποίηση της απάντησης να ακολουθήσει εντός 10 ημερών από την καταχώρηση τροποποιημένης υπεράσπισης ή, αν δεν υπάρξει τέτοια καταχώρηση, από την εκπνοή του χρόνου. Τα έξοδα της αίτησης, πρωτόδικα και έφεσης, όπως και τα όποια χαμένα έξοδα, να βαρύνουν τους εφεσείοντες.

H έφεση επιτρέπεται με έξοδα. H αίτηση, στην έκταση που προσδιορίστηκε ανωτέρω, εγκρίνεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο