(1999) 1 ΑΑΔ 80
[*80]26 Ιανουαρίου, 1999
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΌΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ
KAI
ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ.
(Αίτηση Aρ. 114/98)
Φυγόδικοι — Έκδοση φυγοδίκων — Διαδικασία έκδοσης — Διάταγμα κράτησης — Κατά πόσο θα ήταν “άδικο” και “καταπιεστικό” εν τη εννοία του Άρθρου 10(3) του Περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν. 97/70), να εκδοθεί φυγόδικος για εκδίκαση ποινικών υποθέσεων που διέπραξε στην Ελλάδα και για έκτιση ποινών που του επιβλήθηκαν ερήμην — Βάρος αποδείξεως — Εφαρμοστέες αρχές — Αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus απερρίφθη.
Ερμηνεία Νόμων — Νομοθετήματα περί εκδόσεως φυγοδίκων — Δεν υπόκεινται στους συνήθεις κανόνες ερμηνείας του ημεδαπού δικαίου αλλά επιβάλλεται η φιλελεύθερη ερμηνεία τους για ευόδωση το στόχου στον οποίο αποβλέπουν και που είναι η καταπολέμηση του εγκλήματος σε διεθνή κλίμακα.
Φυγόδικοι — Έκδοση φυγοδίκων — Οι πράξεις για τις οποίες χωρεί έκδοση πρέπει (α) να είναι κολάσιμες και στις δύο χώρες και (β) να τιμωρούνται τουλάχιστο με ένα χρόνο φυλάκιση κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης για έκδοση.
Ο αιτητής διατάχθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι να εκδοθεί στις Ελληνικές Αρχές για να εκδικασθεί για τρεις εκκρεμείς υποθέσεις και για να εκτίσει ποινές που του είχαν επιβληθεί ερήμην σε άλλες 68 υποθέσεις. Οι καταδίκες αφορούσαν τη διάπραξη αδικημάτων για έκδοση ακάλυπτων επιταγών.
Με την παρούσα αίτηση, ο αιτητής επιδιώκει την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus at Subjiciendum, με στόχο την αποφυλάκιση του. Στην ένορκη δήλωσή του, ισχυρίσθηκε ότι:
1. Η μεγάλη καθυστέρηση των Ελληνικών Αρχών στην εκδίκαση των [*81]υποθέσεων, ισοδυναμεί με καταπιεστική και άδικη μεταχείριση του.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα το άρθρο 305(Α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 “ως έχον αναδρομική ισχύ με επακόλουθο να θεωρείται ότι δημιουργεί εκδόσιμο αδίκημα”.
Νομικό βάθρο του ζητήματος της καθυστέρησης ήταν το Άρθρο 10(3)(β) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν. 97/70). Ο συνήγορος του αιτητή ισχυρίσθηκε ότι ενώ τα αδικήματα στις τρεις εκκρεμείς υποθέσεις διαπράχθηκαν μεταξύ Νοεμβρίου 1987 και Φεβρουαρίου 1988, η αίτηση για έκδοση του υποβλήθηκε στις 29.10.94. Η εν λόγω καθυστέρηση, είναι παράλογη και καταπιεστική στην εκδίκαση των υποθέσεων, εντός της έννοιας του Άρθρου 10(3)(β) του Νόμου 97/70. Η καθυστέρηση καλύπτει και το αίτημα των Ελληνικών Αρχών για έκδοση του αιτητή για να εκτίσει τις ποινές που του επιβλήθηκαν ερήμην, οι οποίες κατά τον συνήγορο, γνώριζαν που να εύρουν τον αιτητή και να τον δικάσουν αλλά δεν το έπραξαν.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η καθυστέρηση στην εκδίκαση των τριών υποθέσεων οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι ο αιτητής “ήταν άγνωστης διαμονής”. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να τείνει να καταδείξει ότι οι Ελληνικές Αρχές αμέλησαν να λάβουν μέτρα για εντοπισμό του αιτητή. Αντίθετα έχει καταδειχθεί ότι οι Ελληνικές Αρχές έλαβαν τέτοια μέτρα και σε διεθνές επίπεδο.
2. Σύμφωνα με την απόφαση In Re Ahmed Yousef Wehbe, η οποία υιοθετείται στην παρούσα υπόθεση, ο αιτητής φέρει το βάρος αποδείξεως ότι (α) επηρεάστηκε δυσμενώς κατά τη διεξαγωγή της δίκης του και (β) ότι ταλαιπωρήθηκε λόγω αλλαγής των περιστάσεων του οι οποίες έλαβαν χώρα κατά την περίοδο που θα ληφθεί υπόψη. Ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει το στοιχείο α) ανωτέρω. Ούτε και το στοιχείο β) απέδειξε αφού δεν πρόβαλε οποιαδήποτε αλλαγή στις προσωπικές του περιστάσεις. Η καθυστέρηση οφείλεται στη δική του υπαιτιότητα. Η απόδοση του δεν συνιστά, ενόψη όλων των περιστάσεων, άδικο ή καταπιεστικό μέτρο.
3. Δυνάμει του Άρθρου 2 του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νομου του 1970 (Ν. 95/70) κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος υποβολής της αίτησης για έκδοση. Ως εκ τούτου η θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι “οι πράξεις για τις οποίες χωρεί έκδοση πρέπει (α) να είναι κολάσιμες και στις δύο [*82]χώρες και (β) να τιμωρούνται τουλάχιστο με ένα χρόνο φυλάκιση κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης για έκδοση, είναι ορθή. Στην παρούσα περίπτωση συνέτρεχαν και οι δύο προϋποθέσεις, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για έκδοση, σε σχέση με τα αδικήματα έκδοσης των ακάλυπτων επιταγών για τα οποία ζητείται η έκδοση του αιτητή για έκτιση ποινής που του έχει επιβληθεί.
Η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Wehbe (1985) 1 C.L.R. 56,
Kakis v. Government of the Republic of Cyprus [1978] 2 All E.R. 634,
Tarling [1979] 1 All E.R. 981,
Ali v. Secretary of State [1984] 1 All E.R. 1009,
Hachem (1991) 1 C.L.R. 723,
Petrov (1996) 1(B) A.A.Δ. 856.
Aίτηση.
Aίτηση με την οποία ο αιτητής ζητά την έκδοση διατάγματος Habeas Corpus at subjiciendum για απελευθέρωση και/ή αποφυλάκισή του.
Π. Αγγελίδης, για τον Aιτητή.
Ε. Λοϊζίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Kαθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
KAΛΛHΣ, Δ.: Στις 29.10.94 οι Ελληνικές Αρχές ζήτησαν την έκδοση του αιτητή για να εκδικαστεί για τρεις εκκρεμείς υποθέσεις και για να εκτίσει ποινές που του είχαν επιβληθεί ερήμην σε άλλες 68 υποθέσεις.
Μετά από ακροαματκή διαδικασία Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (“το πρωτόδικο δικαστήριο”) διέταξε την κράτηση του αιτητή “μέχρις ότου χωρήσει η έκδοση του [*83]στις Ελληνικές Αρχές”. Έκρινε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτητή σε ότι αφορά τις πιο πάνω τρεις υποθέσεις και σε ότι αφορά τις 45 από τις 68 υποθέσεις στις οποίες είχε καταδικαστεί ερήμην. Οι καταδίκες αναφέρονται στη διάπραξη αδικημάτων για έκδοση ακάλυπτων επιταγών.
Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής επιδιώκει την έκδοση “εντάλματος Habeas Corpus at subjiciendum το οποίο να απευθύνεται προς την Αστυνομία και να παρουσιάσει τον αναφερόμενο ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου στη Λευκωσία, αμέσως μετά τη λήψη του παρόντος εντάλματος για να αφεθεί ελεύθερος και/ή αποφυλακισθεί”.
Με την ένορκη δήλωση του που συνοδεύει την αίτηση ο αιτητής έχει εγείρει τα πιο κάτω ζητήματα:
(1) Η μεγάλη καθυστέρηση των Ελληνικών Αρχών ισοδυναμεί με καταπιεστική και άδικη μεταχείριση του.
(2) Λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 305(Α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 “ως έχον αναδρομική ισχύ με επακόλουθο να θεωρείται ότι δημιουργεί εκδόσιμο αδίκημα”.
Με την ένορκη δήλωση τους, που συνοδεύει την ένσταση τους, οι καθ’ ων η αίτηση πρόβαλαν τις πιο κάτω θέσεις:
Ο ισχυρισμός του αιτητή για καθυστέρηση δεν ανταποκρίνεται προς τα πραγματικά γεγονότα: “Οι Ελληνικές Αρχές διαβίβασαν αίτημα για έκδοση του αιτητή μέσω της Interpol στις 29.10.94 μετά την εκδίκαση αριθμού υποθέσεων σε βάρος του, σαν αποτέλεσμα των οποίων καταδικάστηκε σε ποινές φυλάκισης, καθώς και την έκδοση ενταλμάτων σύλληψης σε βάρος του σε άλλα αδικήματα. Ο αιτητής είχε φτάσει στην Κύπρο στις 2.8.93 αλλά οι Ελληνικές Αρχές δεν ήταν ενήμερες εξ’ ου και την 29.10.94 διαβίβασαν γενικό αίτημα απευθυνόμενες σε όλες τις χώρες της Interpol (diffusion message) για εντοπισμό του. Ο αιτητής δε (όπως φαίνεται στα έγγραφα του Τμήματος Μεταναστεύσεως που είναι Τεκμήριο 9 στο φάκελο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου) πήρε κατ’ αρχήν κατά την άφιξή του τρίμηνη άδεια παραμονής στην Κύπρο από 2.8.93 μέχρι 3.11.93 και στη συνέχεια υπέβαλε αίτηση και πήρε άδεια παραμονής μέχρι 3.10.94. Από τότε μέχρι τη σύλληψη του στις 13.10.97 ο αιτητής, παρά [*84]τους όρους της άδειας παραμονής του, δεν την ανανέωσε και παρέμεινε παράνομα στην Κύπρο με αποτέλεσμα να μην καταστεί δυνατός ο εντοπισμός του ενωρίτερα από τις Κυπριακές Αρχές.”.
Αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 305(Α) του Ποινικού Κώδικα υποστήριξαν ότι η θέση του αιτητή δεν αποτελεί την ορθή νομική θέση “καθότι σύμφωνα με το Άρθρο 2 του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου του 1970 (Ν. 95/70) (“η Σύμβαση”) οι πράξεις για τις οποίες χωρεί έκδοση πρέπει να είναι κολάσιμες και στις δύο χώρες και να τιμωρούνται τουλάχιστο με ένα χρόνο φυλάκιση κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης για έκδοση”.
Νομικό βάθρο του ζητήματος της καθυστέρησης ήταν το άρθρο 10(3)(β) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν. 97/70). Σύμφωνα με αυτό το άρθρο κατά την εξέταση αίτησης δια Habeas Corpus το Ανώτατο Δικαστήριο “δύναται να διατάξη την αποφυλάκισιν του υπό έκδοσιν προσώπου εφ’ όσον ήθελε κρίνει ότι λόγω της παρόδου μακρού χρόνου, αφ’ ου εγένετο η διάπραξις του αδικήματος, ή, αναλόγως της περιπτώσεως, αφ’ ου καταζητείται προς έκτισιν ποινής μετά καταδίκην αυτού, η απόδοσις αυτού θα απετέλει, λαμβανομένων υπ’ όψιν απασών των περιστάσεων, άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον”.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, κατά την ακρόαση της παρούσας αίτησης, επικέντρωσε την επιχειρηματολογία του στα πιο πάνω δύο ζητήματα. Υποστήριξε ότι ενώ τα αδικήματα στις τρεις εκκρεμείς υποθέσεις διαπράχθηκαν μεταξύ Νοεμβρίου του 1987 και Φεβρουαρίου του 1988 η αίτηση για έκδοση του αιτητή υποβλήθηκε στις 29.10.94.
Με αφορμή την έκδοση διαβατηρίου προς τον αιτητή από το Προξενικό γραφείο της Ελληνικής Δημοκρατίας στη Λευκωσία στις 10.3.94, ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε ότι οι Ελληνικές Αρχές γνώριζαν μέχρι τις 10.3.94 “πού να εύρουν τον αιτητή” και μπορούσαν να δικάσουν τον αιτητή. Όπως το έθεσε στην αγόρευση του “μέχρι της 10.3.94 το Ελληνικό κράτος είχε όλο το χρόνο να εκδικάσει τον αιτητή, αλλά αμέλησε να το πράξει”. Το δικαίωμα της δίκης “σε εύλογο χρονικό διάστημα” διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος και ισχύει και για τους αλλοδαπούς. Η καθυστέρηση στην εκδίκαση των υποθέσεων που εκκρεμούν εναντίον του αιτητή είναι παράλογη και καταπιεστική εντός της έννοιας του πιο πάνω άρθρου 10(3)(β) [*85]του Νόμου 97/70. Η καθυστέρηση που έχει σημειωθεί καλύπτει και το αίτημα των Ελληνικών Αρχών για έκδοση του αιτητή για να εκτίσει τις ποινές που του επιβλήθηκαν ερήμην.
Σε σχέση με την ερμηνεία του άρθρου 305(Α) του Ποινικού Κώδικα ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε ότι κατά το χρόνο της διάπραξης των αδικημάτων από τον αιτητή η προβλεπόμενη από τον Κυπριακό Ποινικό Κώδικα ποινή για έκδοση ακάλυπτης επιταγής ήταν φυλάκιση 6 μηνών (βλ. άρθρο 305(Α) του Νόμου 186/96). Στις 16.5.97 με το Νόμο 36(Ι)/97 το άρθρο 305(Α) αντικαταστάθηκε με νέο το οποίο προβλέπει φυλάκιση μέχρι 2 χρόνια. Επειδή οι σχετικές καταδίκες είναι μεταγενέστερες του 1986 και προγενέστερες του 1987, το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής δεν ήταν, σε αναφορά με την Κύπρο, αδίκημα για το οποίο μπορούσε να χωρήσει έκδοση. Η πιο πάνω αντικατάσταση του άρθρου 305(Α) δεν ήταν αναδρομική και η περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη.
Από την άλλη η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση υποστήριξε ότι η καθυστέρηση στην εκδίκαση των τριών υποθέσεων οφείλεται σε υπαιτιότητα του ίδιου του αιτητή. Έκαμε αναφορά στα τρία βουλεύματα (Τεκ. 4) με τα οποία ο αιτητής παραπέμφθηκε για να δικαστεί από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, αφού συλληφθεί. Όπως φαίνεται από το Τεκ. 4 (σελ. 73) δεν κατέστει δυνατή η επίδοση του βουλεύματος - με αρ. 391/90 - γιατί ο αιτητής έλειπε από τον τόπο της κατοικίας του και ήταν “άγνωστης διαμονής”. Φαίνεται επίσης (βλ. σελ. 46 και 71 του Τεκ. 4) ότι είχαν από το 1989 εκδοθεί εντάλματα σύλληψης του αιτητή (με αρ. 15/89 και 29/89). Στις 15.1.90 και 31.1.90 (βλ. σελ. 47, 71 και 72 του Τεκ. 4) είχε διαταχθεί η διατήρηση της ισχύος των πιο πάνω ενταλμάτων σύλληψης καθώς και η προσωρινή κράτηση του αιτητή στην περίπτωση που θα συλληφθεί.
Με βάση το ενώπιον του δικαστηρίου υλικό (βλ. κυρίως Τεκ. 4) διαπιστώνω ότι η καθυστέρηση στην εκδίκαση των τριών υποθέσεων οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι ο αιτητής “ήταν άγνωστης διαμονής” (βλ. σελ. 46 και 68 του Τεκ. 4). Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μου που να τείνει να καταδείξει ότι οι Ελληνικές Αρχές αμέλησαν να λάβουν μέτρα για να εντοπίσουν τον αιτητή. Αντίθετα από το ενώπιον μου υλικό (βλ. ένορκη δήλωση των καθ’ ων η αίτηση) καταδεικνύεται ότι οι Ελληνικές Αρχές έλαβαν τέτοια μέτρα και σε διεθνές επίπεδο. Ζήτησαν τη βοήθεια της Interpol. Διαπιστώνω επομένως ότι η καθυστέρηση οφείλεται σε υπαιτιότητα του ιδίου του αιτητή. Ακολουθεί πως το αίτημα του αιτητή για να αφεθεί ελεύθερος πρέπει να κριθεί με βάση αυτή τη διαπίστωση. Το ζήτημα που προκύπτει για εξέταση έχει εξεταστεί στην In Re Ahmed Yousef Wehbe (1985) 1 C.L.R. 56. Στην υπόθεση εκείνη ο Τριανταφυλλίδης, Π. άντλησε καθοδήγηση από την Αγγλική Νομολογία η οποία σχετίζεται με την ερμηνεία του άρθρου 8(3) της Αγγλικής Fugitive Offenders Act, 1967. Οι πρόνοιες της τελευταίας αντιστοιχούν σχεδόν με εκείνες του πιο πάνω άρθρου 10(3) (β) του Νόμου 97/70. Ο ευπαίδευτος Δικαστής έκαμε αναφορά στην Kakis v. Government of the Republic of Cyprus [1978] 2 All E.R. 634 στην οποία το θέμα έχει τεθεί ως εξής:
“Θεωρώ ότι το ‘άδικον’ σχετίζεται πρωτίστως με τον κίνδυνο δυσμενούς επηρεασμού του κατηγορουμένου κατά τη διεξαγωγή της δίκης του, και το ‘καταπιεστικό’ σχετίζεται με ταλαιπωρία του κατηγορουμένου η οποία οφείλεται στην αλλαγή των περιστάσεων του οι οποίες έλαβαν χώραν κατά την περίοδο που θα ληφθεί υπόψη. Η καθυστέρηση στην έναρξη ή διεξαγωγή της διαδικασίας έκδοσης η οποία οφείλεται στον ίδιο τον κατηγορούμενο με το να εγκαταλείπει τη χώρα ή με το να αποκρύβει τις κινήσεις του ή με το να αποφεύγει τη σύλληψη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως λόγος ο οποίος καθιστά άδικη ή καταπιεστική την έκδοση του. Οποιεσδήποτε δυσκολίες οι οποίες θα αντιμετωπίσει στη διεξαγωγή της υπεράσπισης του λόγω αυτών των αιτιών είναι δική του επιλογή και δημιουργία.”*
Η υπόθεση Kakis (πιο πάνω) ακολουθήθηκε στην In Re Tarling [1979] 1 All E.R. 981, 989, 990 (Βλ. και Ali v. Secretary of State [1984] 1 All E.R. 1009).
Υιοθετώ την απόφαση στην Wehbe (πιο πάνω). Στην κρινόμενη περίπτωση ο αιτητής, ο οποίος φέρει και το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του, δεν έχει υποδείξει με ποιό τρόπο θα επηρεαστεί δυσμενώς κατά τη διεξαγωγή της δίκης του. Δεν έχει επίσης προβάλει οποιαδήποτε αλλαγή στις προσωπικές του περιστάσεις. Η καθυστέρηση οφείλεται σε δική του υπαιτιότητα. Κρίνω ότι η απόδοση του δεν αποτελεί, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, άδικο ή καταπιεστικό μέτρο.
Η αποτυχία της εισήγησης του αιτητή σε σχέση με τις τρεις εκκρεμούσες υποθέσεις οδηγεί στην απόρριψη της αίτησης του και καθιστά αχρείαστη την εξέταση της δεύτερης εισήγησης του η οποία σχετίζεται με το άρθρο 305(Α) του Κεφ. 154. Ωστόσο θα προχωρήσω στην εξέταση της για να είναι καταγραμμένα τα συμπεράσματα μου.
Η εισήγηση πρέπει να προσεγγισθεί σε συνάρτηση με το άρθρο 2* της Σύμβασης (Βλ. Νόμο 95/70) και τις αρχές που διέπουν την ερμηνεία Συμβάσεων για την έκδοση φυγοδίκων. Σύμφωνα με αυτές τις αρχές οι συμβάσεις για την έκδοση φυγοδίκων δεν υπόκεινται στους συνήθεις κανόνες ερμηνείας του ημεδαπού δικαίου αλλά επιβάλλεται η φιλελεύθερη ερμηνεία τους για ευόδωση του στόχου στον οποίο αποβλέπουν και που είναι η καταπολέμηση του εγκλήματος σε διεθνή κλίμακα (In Re Hachem (1991) 1 C.L.R. 723 και Vladimir Petrov (1996) 1(B) A.A.Δ. 856).
Έχοντας υπόψη το λεκτικό του άρθρου 2 της Σύμβασης κρίνω ότι ο κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος υποβολής της αίτησης για έκδοση. Συμφωνώ λοιπόν με τη θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι “οι πράξεις για τις οποίες χωρεί έκδοση πρέπει (α) να είναι κολάσιμες και στις δύο χώρες και (β) να τιμωρούνται τουλάχιστο με ένα χρόνο φυλάκιση κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης για έκδοση”. Στην παρούσα περίπτωση συνέτρεχαν και οι [*88]δύο πιο πάνω προϋποθέσεις, κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης για έκδοση, σε σχέση με τα αδικήματα της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών για τα οποία ζητείται η έκδοση του αιτητή για έκτιση ποινής που του έχει επιβληθεί. Ακολουθεί πως και το δεύτερο επιχείρημα του αιτητή δεν ευσταθεί.
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για τα έξοδα.
H αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο