Aριστείδου Γιώργος ν. R.K. Super Beton Ltd και Άλλου (1999) 1 ΑΑΔ 114

(1999) 1 ΑΑΔ 114

[*114]27 Iανουαρίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΡ. ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ 502/95 ΚΑΙ 503/95

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ,

Αιτητής,

v.

R.K. SUPER BETON LTD,

(Kαθ’ ων η αίτηση στην Yπόθεση Aρ. 502/95)

ΤΑΜΕΙΟΥ ΓΙΑ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ

(Kαθ’ ων η αίτηση στην Yπόθεση Aρ. 503/95)

(Yπόμνημα Aρ. 326)

 

Εργοδότης και εργοδοτούμενος — Απόλυση εργοδοτουμένου — Κατά πόσο ήταν απόλυση λόγω πλεονασμού ή οφείλετο σε συναινετική διάλυση εργασιακών σχέσεων — Βάρος αποδείξεως — Ως προς την απόλυση φέρει ο αιτών και ως προ το λόγο απόλυσης ο εργοδότης του.

Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών — Έκδοση απόφασης — Πάρεδροι — Ο Πρόεδρος πρέπει να καταγράφει στην απόφαση τυχόν διαφωνίες που εκφράζουν οι Πάρεδροι κατά το στάδιο των διαβουλεύσεων με αυτόν για την έκδοση απόφασης, εφόσον εμμένουν σ’ αυτές μέχρι τέλους — Η εκ των υστέρων έκφραση διαφωνίας είναι ανεπίτρεπτη και πρέπει να αγνοείται.

Ο αιτητής εργαζόταν στο εργοτάξιο ετοίμου σκυροδέματος της εργοδότριας εταιρείας στην περιοχή του χωριού Ύψωνας, ως χειριστής αντλίας σκυροδέματος από τις 2.9.1991 μέχρι την 1.3.1994.  Κατά το χρονικό αυτό διάστημα απουσίασε επανειλημμένα από την εργασία του με άδεια ασθένειας.  Υπέφερε από τον σπόνδυλο του.  Γι’ αυτό το λόγο του ανατέθηκαν ελαφρότερα καθήκοντα από την 1.3.94.  Παρά όμως την ανάθεση νέων καθηκόντων συνέχισε να απουσιάζει κατά διαστήματα, λόγω ασθενείας.  Η πρώτη βεβαιωμένη απουσία του γι’ αυτό το λόγο άρχισε στις 25.7.1994.  Μέχρι 5.8.1994 ελάμβανε επίδομα ασθενείας.  Την 1.9.1994 του δόθηκε προειδοποίηση για τερματι[*115]σμό της απασχόλησής του, στις 30.9.1994 λόγω πλεονασμού.  Μετά την απόλυση του επανήλθε και εργάσθηκε στο εργοτάξιο από τις 24.9.1995 μέχρι τις 14.11.95.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του αιτητή έγινε με τη συναίνεση του και ότι και στην περίπτωση ακόμη που το Δικαστήριο θα δεχόταν ότι αυτός απολύθηκε από τους εργοδότες του, η απόλυση του αυτή δεν απεδείχθη ότι οφειλόταν σε πλεονασμό.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντος ήγειρε τα ακόλουθα νομικά σημεία:

1.  Το Δικαστήριο λανθασμένα ερμήνευσε το Άρθρο 6 του Νόμου περί Τερματισμού Απασχολήσεως 24/67, ότι ο εργοδοτούμενος φέρει το βάρος απόδειξης του λόγου τερματισμού της απασχόλησης του.

2.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόλυση του αιτητή ήταν το αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ αυτού και του εργοδότη του, είναι εσφαλμένη ελλείψει μαρτυρίας που να αποδεικνύει κάτι τέτοιο.

3.  Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο αιτητής δεν εργάσθηκε την περίοδο προειδοποίησης του είναι εσφαλμένη, λαμβανομένων υπόψη των Τεκμηρίων 2 και 3 από τα οποία συνάγεται ακριβώς το αντίθετο.

4.  Κατά πόσο ορθά το Δικαστήριο και/ή ο Προεδρεύων του Δικαστηρίου εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ερήμην και/ή χωρίς τη συμμετοχή των Παρέδρων και/ή οποιουδήποτε από αυτούς και/ή χωρίς να ληφθεί υπόψη η αντίθεση τους στη διαμόρφωση και/ή έκδοση της τελικής απόφασης.

     Προς υποστήριξη του λόγου αυτού, ο δικηγόρος του εφεσείοντα έθεσε υπόψη του Εφετείου γραπτή “Δήλωση”, χωρίς ημερομηνία Παρέδρου του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία αυτός ισχυρίζετο ότι διαφωνεί με την απόφαση (η οποία σύμφωνα με το Δ.Κ. 10, φέρει την υπογραφή του Προέδρου μόνο), λέγοντας ότι “όταν είπαμε δεν απεδείχθη πλεονασμός εγώ εννοούσα ότι είναι παράνομη απόλυση”.  Στο υπόμνημά του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο Πρόεδρος του πρωτόδικου Δικαστηρίου σημείωσε σχετικά ότι κανένας από τους δύο Παρέδρους δεν εξέφρασε οποιαδήποτε επιφύλαξη ή αντίθετη άποψη.

 

[*116]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε γνήσιος τερματισμός απασχόλησης έγινε μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας στο σύνολο της και επομένως ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει τον τερματισμό (και όχι το λόγο του), όπως είχε υποχρέωση να πράξει.  Το βάρος της απόδειξης του λόγου του τερματισμού το είχε η εργοδότρια η οποία, σύμφωνα με το σχετικό εύρημα του Δικαστηρίου, επίσης δεν απέδειξε, με την προσκόμιση των απαραίτητων στοιχείων, ότι ήταν πλεονασμός.

2.  Με βάση το σύνολο των στοιχείων, αλλά και τη γραμμή που επέλεξε ο εφεσείων να ακολουθήσει, ταυτιζόμενος πλήρως με τις θέσεις της εργοδότριας του, εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τερματισμός απασχόλησης του εφεσείοντα ήταν αποτέλεσμα συμπαιγνίας μεταξύ εκείνου και της εργοδότριας του με σκοπό να πληρωθεί ο εφεσείων από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού.

3.  Η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ο αιτητής δεν εργάσθηκε την περίοδο προειδοποίησης του έγινε στη βάση της προφορικής μαρτυρίας του εφεσείοντα η οποία ανέτρεψε το περιεχόμενο εντύπου που υπέβαλε στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων στο οποίο ανέφερε ότι αυτός εργάσθηκε κατά την πιο πάνω περίοδο.

4.  Οι Πάρεδροι του Δικαστηρίου, αν και μη νομικοί, πρέπει να γνωρίζουν ότι έχουν δικαίωμα, αλλά και καθήκο, να εκφράζουν ελεύθερα τις τυχόν διαφωνίες τους κατά το στάδιο των διαβουλεύσεων με τον Πρόεδρο για την έκδοση απόφασης.  Εφόσον δε εμμένουν στις διαφωνίες τους μέχρι τέλους αυτές θα καταγράφονται από τον Πρόεδρο στην απόφαση. Η εκ των υστέρων έκφραση διαφωνίας είναι ανεπίτρεπτη και δεν μπορεί παρά να αγνοείται.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση με Yπόμνημα.

Έφεση με υπόμνημα από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου Eργατικών Διαφορών σχετικά με απόφασή του ημερομηνίας 24 Mαρτίου, 1997 με την οποία απορρίφθηκαν οι συνεκδικαζόμενες Aιτήσεις Aρ. 502/95 εναντίον της εργοδότριας εταιρείας με την οποία διεκδικούσε αποζημιώσεις για παράνομο και αδικαιολόγητο τερματισμό της απασχόλησής του και Aρ. 503/95 εναντίον του Tαμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού με την οποία [*117]διεκδικούσε πληρωμή για τερματισμό της απασχόλησης του λόγω πλεονασμού.

Μ. Ηλία, για τον Eφεσείοντα - Aιτητή.

Kαμία εμφάνιση για τους Kαθ’ ων η αίτηση. (Yπόθεση Aρ. 502/95).

Στ. Xούρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Eφεσίβλητο-Kαθ’ ου η αίτηση (Υπόθεση Αρ. 503/95) Tαμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.:  Η παρούσα έφεση με υπόμνημα στρέφεται εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών (το πρωτόδικο Δικαστήριο) με την οποία απορρίφθηκαν δύο συνεκδικαζόμενες αιτήσεις του εφεσείοντα, μια, η 502/95, εναντίον της εργοδότριας του, με την οποία διεκδικούσε αποζημιώσεις για παράνομο και αδικαιολόγητο τερματισμό της απασχόλησης του, και μια, η 503/95, εναντίον του Ταμείου Πλεονάζοντος  Προσωπικού, με την ποία διεκδικούσε πληρωμή για τερματισμό της απασχόλησης του λόγω πλεονασμού.

Η διακοπή της εργασιακής σχέσης του εφεσείοντα με την εργοδότρια του, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, έλαβε χώρα κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες.

Η εργοδότρια είναι εταιρεία κατασκευής έτοιμου σκυροδέματος. Το εργοτάξιο της βρίσκεται στην περιοχή του χωριού Ύψωνας.  Στην επιχείρηση της απασχολούσε 18 συνολικά άτομα, μεταξύ των οποίων και τον εφεσείοντα.

Η απασχόληση του εφεσείοντα άρχισε στις 2/9/1991.  Από τότε, και μέχρι την 1/3/1994, εργαζόταν ως χειριστής αντλίας σκυροδέματος.  Κατά το χρονικό αυτό διάστημα απουσίασε επανειλημμένα από την εργασία του με άδεια ασθενείας.  Υπέφερε από τον σπόνδυλο του.  Γι’ αυτό το λόγο, από την 1/3/1994, του ανατέθηκαν ελαφρότερα καθήκοντα.  Παρά, όμως, την ανάθεση νέων καθηκόντων ο εφεσείων συνέχισε, κατά διαστήματα, να απουσιάζει από την εργασία του λόγω ασθενείας.  Η πρώτη βεβαιωμένη απουσία του γι’ αυτό το λόγο άρχισε στις 25/7/1994.  [*118]Μέχρι τις 5/8/1994 ελάμβανε και το ομώνυμο επίδομα.  Η απουσία του, όμως, παρατάθηκε μέχρι τέλους Αυγούστου, λόγω των θερινών διακοπών. Όταν επανήρχισαν οι εργασίες στο εργοτάξιο, την 1/9/1994, του δόθηκε προειδοποίηση για τερματισμό της απασχόλησης του, στις 30/9/1994, λόγω πλεονασμού.  Παίρνοντας την προειδοποίηση έφυγε.  Καθ’ όλο το διάστημα της περιόδου της προειδοποίησης δεν εργάστηκε.

Στις 6/10/1994 ο εφεσείων επισκέφθηκε το Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λεμεσού όπου και συμπλήρωσε και κατέθεσε αίτηση για πληρωμή λόγω πλεονασμού.  Μέχρι τέλους του χρόνου του καταβαλλόταν επίδομα ασθενείας.  Μόλις έληξε η περίοδος που εδικαιούτο αυτό το επίδομα γράφτηκε άνεργος, οπόταν και άρχισε να του καταβάλλεται επίδομα ανεργίας.  Αυτό το επίδομα του έπαιρνε από τις 3/1/1995 και για περίοδο έξι μηνών.  Ενώ του καταβαλλόταν το ανεργιακό επίδομα, στις 4/1/1995, εργάσθηκε στο εργοτάξιο.

Ο εφεσείων ήταν ο μόνος που απολύθηκε λόγω πλεονασμού.  Μετά την απόλυση του επανήλθε και εργάσθηκε στο εργοτάξιο από τις  24/9/1995 μέχρι τις 14/11/1995.

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατάθεσε ο εφεσείων και ο Σ. Κοκκίνης, διευθυντής και μέτοχος της εργοδότριας εταιρείας.

Ο Κοκκίνης έδωσε μαρτυρία ότι, κατά την κρίσιμη περίοδο, στην επιχείρηση παρουσιάστηκε μείωση εργασίας και, ως εκ τούτου, ο εφεσείων επελέγη και απολύθηκε επειδή, ως εκ της μείωσης της εργασίας, κατέστη πλεονάζων.

Ο εφεσείων συμφώνησε με όσα κατάθεσε ο Κοκκίνης.  Δεν αμφισβήτησε τους ισχυρισμούς του.  Ο δικηγόρος του μάλιστα, κλείνοντας την αγόρευση του, είπε επί λέξει:  “Άποψη μας, εν πάση περιπτώσει, με όλο το σεβασμό, είναι ότι είναι καθαρή υπόθεση πλεονασμού και το Ταμείο οφείλει να τον αποζημιώσει σύμφωνα με το Νόμο και σύμφωνα με τους Πίνακες.”

Η εκπρόσωπος του Ταμείου υποστήριξε ότι, ως είχαν τα γεγονότα, επρόκειτο περί συναινετικής διάλυσης εργασιακών σχέσεων, που δεν παρείχε στον εφεσείοντα το δικαίωμα να πληρωθεί από το Ταμείο.  Και ότι, ακόμη και αν το Δικαστήριο εύρισκε πως η απασχόληση του εφεσείοντα τερματίστηκε με πρωτοβουλία της εργοδότριας του, ο λόγος του τερματισμού δεν ήταν επειδή αυτός κατέστη πλεονάζων.

[*119]Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας και τις δύο αιτήσεις του εφεσείοντα, είπε τα ακόλουθα:-

“Η επιτυχία διεκδίκησης πληρωμής από το Ταμείο προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ν’ αποδειχθεί πως ο τερματισμός της απασχόλησης του εργοδοτουμένου, έγινε μονομερώς από τον εργοδότη του.  Σε απλά Ελληνικά:  Το πρώτον ζητούμενο είναι κατά πόσον έχει ο εργοδοτούμενος απολυθεί υπό την έννοια που αποδίδεται στον όρο, από το Νόμο. Η δεύτερη από τις προϋποθέσεις είναι:  Ο λόγος για τον οποίον απώλεσε την απασχόληση του να δικαιολογούσε πλεονασμό του.

Και το μεν βάρος της απόδειξης της απόλυσης φέρει ο αιτών, το δε το λόγου, φέρει ο εργοδότης του.

Εν όψει αυτών των προϋποθέσεων και με βάση τα ευρήματα μας πάνω στα γεγονότα και υπό το φως των σχετικών προνοιών του Νόμου, καταλήγουμε:

- Ο αιτών, τη μεγαλύτερη, για να μην πούμε το σύνολο, της περιόδου που πραγματικά εργαζόταν στο εργοτάξιο ήταν χειριστής αντλίας σκυροδέματος.

- Η μετάθεση του και/ή το χρίσμα του ως χειριστή εργοστασίου έγινε λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε.

- Και παρά τη μετάθεση του σε ελαφρότερης φύσης εργασία συνέχιζε να απουσιάζει επικαλούμενος λόγους υγείας.

- Πρώτη απουσία με άδεια ασθενείας από τη νέα θέση ήταν από τις 25.7.94 μέχρι 5.8.94 οπόταν μάλιστα αποτάθηκε και έλαβε και επίδομα ασθενείας. Στην εργασία του δεν επανήλθε γιατί, αμέσως μετά, άρχισαν και οι θερινές διακοπές και το εργοτάξιο έκλεισε.

- Την 1.9.94 που επανήρχισε το εργοτάξιο ο αιτών πήγε και του δόθηκε η γραπτή προειδοποίηση για τερματισμό της απασχόλησης του στις 30.9.94, λόγω πλεονασμού.

- Δεν εργάσθηκε ούτε μια μέρα της προειδοποίησης αυτής.  Όμως, επίδομα ασθενείας συνέχισε να παίρνει μέχρι τέλος του χρόνου.

- Είναι πρόδηλον, με βάση τη σειρά των γεγονότων αλλά και [*120]σαν κατάληξη της εντύπωσης που και οι δυο μάρτυρες μας έδωσαν, πως η απόλυση του αιτούντος ήταν το αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ τους.

- Με άλλα λόγια:  Ο αιτών απολύθηκε με τη συναίνεση του και αυτό δεν σημαίνει απόλυση υπό την έννοια που αποδίδεται στον όρο από το άρθρο 16(1) του Νόμου.

- Περαιτέρω και αν ακόμη, για σκοπούς πνευματικής άσκησης, δεχόμαστε ότι ο αιτών απολύθηκε πράγματι από τους εργοδότες του, η απόλυση του αυτή δεν απεδείχθη ότι οφειλόταν σε πλεονασμό.

- Ο κ. Κοκκίνης ήλθε στο Δικαστήριο χωρίς στοιχεία στα χέρια  του, παρά μόνον με την πεποίθηση του επιτυχημένου επιχειρηματία, ο οποίος έχει δικαίωμα να επικαλείται πλεονασμό και να τερματίζει απασχόληση προσωπικού του.  Ήταν, θα λέγαμε, μια αόριστη και μαξιμαλιστική από μέρους του αναφορά, σε μείωση κύκλου εργασιών της επιχείρησης του.

- Μας είναι εντελώς αδιανόητο να δεχθούμε αυτού του είδους τις μαρτυρίες και να υιοθετήσουμε τέτοιους ισχυρισμούς που παραμένουν μετέωροι, χωρίς να θεμελιώνονται πάνω σε στοιχεία.  Και τέτοια στοιχεία δεν προσκομίσθηκαν από τους εργοδότες.

- Ο αιτών ήταν το μόνο πρόσωπο που επιλέγηκε για να του τερματισθεί η απασχόληση, από τα 18 που συνολικά απασχολούνταν στην επιχείρηση.

- Και ήταν το άτομο που συχνά απουσίαζε, είτε λόγω ασθενείας, είτε και για άλλους λόγους.

- Ο αιτών δεν άφησε επίδομα που παραχωρείται από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, του Υπουργείου Εργασίας, που να μην το πήρε.

- Η προσπάθεια και των δυο συνιστά απόπειρα διάπραξης των αδικημάτων του άρθρου 27 του Νόμου.

- Δυστυχώς για τον αιτούντα η προσπάθεια του να εξασφαλίσει πληρωμήν από το Ταμείο, βοηθούμενος από τους εργοδότες του, μένει ανολοκλήρωτη.

[*121]-   Δεν έχουμε αμφιβολία πως βρισκόμαστε μπροστά σε “κλασσική” περίπτωση απόπειρας καταδολίευσης του Ταμείου.”

Με την έφεση o εφεσείων εγείρει τέσσερα νομικά σημεία. 

Το πρώτο νομικό σημείο είναι ότι “Λανθασμένα το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 6 του Νόμου περί Τερματισμού Απασχολήσεως 24/67, ότι ο Εργοδοτούμενος φέρει το βάρος απόδειξης του λόγου τερματισμού απασχόλησης του.”.  Η θέση αυτή του εφεσείοντα δεν είναι ορθή.  Η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο άρθρο 6 είναι ακριβώς η αντίθετη.  Τόνισε εμφαντικά ότι το μεν βάρος της απόδειξης της απόλυσης φέρει ο αιτών, το δε του λόγου φέρει ο εργοδότης του.  Δεν διέφυγε της προσοχής του Δικαστηρίου ποιος έχει το βάρος να αποδείξει την απόλυση και ποιος τους λόγους της απόλυσης, όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος του εφεσείοντα.  Αφού άκουσε και την προφορική μαρτυρία, τόσο του μάρτυρα της εργοδότριας του εφεσείοντα όσο και του ιδίου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στην πραγματικότητα, ο τερματισμός της απασχόλησης του ήταν το αποτέλεσμα συμπαιγνίας μεταξύ εκείνου και της εργοδότριας του. Και ότι, επομένως, ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει την απόλυση του.  Η θέση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι,  με την κατάθεση της επιστολής τερματισμού απασχόλησης (Τεκμήριο 1), ο εφεσείων απέδειξε εκείνο που όφειλε να αποδείξει, δηλάδή την απόλυση του, δεν είναι ορθή. Η απόδειξη του τερματισμού της απασχόλησης μπορεί, και πρέπει να γίνεται, όπως έπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε συνδυασμό με την αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας.  Το ότι η εργοδότρια απέστειλε στον εφεσείοντα την επιστολή τερματισμού απασχόλησης είναι πραγματικό γεγονός αναμφισβήτητο. Όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε κάθε δικαίωμα, αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία στο σύνολο της, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε γνήσιος τερματισμός απασχόλησης. Ότι εκείνο που υπήρξε ήταν σκηνοθεσία τερματισμού.  Και, επομένως, ο εφεσείοντας απέτυχε να αποδείξει τον τερματισμό (και όχι το λόγο του), όπως είχε υποχρέωση να πράξει. Το βάρος της απόδειξης του λόγου του τερματισμού το είχε η εργοδότρια η οποία, σύμφωνα με το σχετικό εύρημα του Δικαστηρίου, επίσης δεν απέδειξε, με την προσκόμιση των απαραίτητων στοιχείων, ότι ήταν ο πλεονασμός.

Το δεύτερο νομικό σημείο που εγείρει ο εφεσείων είναι “Κατά πόσον η απόφαση του Δικαστηρίου, οτι η απόλυση του Αιτητή ήταν το αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ αυτού και του Εργοδότη του είναι ορθή και/ή ότι αυτή είναι λανθασμένη και/ή αυθαίρετη και/ή αδικαιολόγητη, ελλείψει στοιχείων και/ή μαρτυρίας που ν’ αποδεικνύουν κάτι τέτοιο και κατά πόσον το Δικαστήριον ορθά [*122]αποφάσισε βασιζόμενο σε εντυπώσεις και/ή συμπεράσματα και/ή υποθέσεις για να καταλήξει σ’ αυτή την απόφαση που βρίσκεται σε αντίθεση με το Τεκμήριο 1, (Επιστολή Εργοδότη προς τον Αιτητή για τερματισμό των υπηρεσιών του).”  Όπως αναφέρει στην απόφαση του, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του μόνο την επστολή του εργοδότη του εφεσείοντα, που κατετέθη ως Τεκμήριο 1.  Είχε και την προφορική μαρτυρία των μερών.  Όφειλε να αξιολογήσει τη μαρτυρία, έγγραφη και προφορική, στο σύνολο της, και να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων.  Πιστεύουμε ότι, με βάση το σύνολο των ενώπιον του στοιχείων, αλλά και από τη γραμμή που επέλεξε να ακολουθήσει ο εφεσείων, ταυτιζόμενος πλήρως με τις θέσεις της εργοδότριας του, εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσείοντα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά συμπαιγνία μεταξύ εκείνου και της εργοδότριας του με σκοπό να πληρωθεί ο εφεσείοντας από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού. Βρίσκουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά συνεκτίμησε την επιστολή, Τεκμήριο 1,  με την υπόλοιπη μαρτυρία και εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιστολή αυτή ετοιμάστηκε κατόπιν προσυνεννόησης της εργοδότριας με τον εφεσείοντα και με απώτερο στόχο την καταδολίευση του Ταμείου.

Το τρίτο νομικό σημείο που εγείρει ο εφεσείων είναι ότι “Λαμβανομένων υπόψη των Τεκμηρίων 2 και 3 από τα οποία συνάγεται σαφώς, ότι ο Αιτητής εργάσθηκε την περίοδο της προειδοποίησης του, το Δικαστήριον αυθαίρετα και χωρίς οποιαδήποτε άλλη μαρτυρίαν απεφάσισεν, ότι δεν εργάσθηκε.”.  Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε τόσο προφορική μαρτυρία όσο και τα κατατεθέντα Τεκμήρια.  Προτού καταλήξει στην απόφαση του, το Δικαστήριο εξέτασε και αξιολόγησε τα ενώπιον του αποδεικτικά στοιχεία στο σύνολο τους. Ο ίδιος ο εφεσείοντας παραδέχτηκε στη μαρτυρία του ότι, τον Αύγουστο του 94, πριν του δοθεί η προειδοποίηση τερματισμού της απασχόλησης του, ήταν εκτός εργασίας λόγω ασθενείας και ότι επέστρεψε μόνο μια μέρα στην εργασία του, μέρα κατά την οποία πήρε και την επιστολή, Τεκμήριο 1, και δεν εργάσθηκε κατά την περίοδο προειδοποίησης διότι ήταν με άδεια ασθενείας. Το σημείο που θέτει ενώπιον μας ο εφεσείων είναι ότι, επειδή στο έντυπο που υπέβαλε στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ανέφερε ότι εργάσθηκε κατά την περίοδο της προειδοποίησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να δεχθεί ότι όντως εργάσθηκε παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με δική του παραδοχή στο Δικαστήριο, δεν εργάσθηκε. Έχουμε την άποψη ότι η θέση αυτή είναι τουλάχιστο εσφαλμένη. Αφού η ίδια η προφορική μαρτυρία του εφεσείοντα ανέτρεψε το περιεχόμενο του έντυ[*123]που, που ο ίδιος συμπλήρωσε, δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι η απόφαση του Δικαστηρίου ότι δεν εργάσθηκε είναι αυθαίρετη.  Το  Δικαστήριο δέχτηκε ότι δεν εργάσθηκε αφού αποδέχτηκε αυτή τούτη τη μαρτυρία του.

Το τέταρτο νομικό σημείο που εγείρει ο εφεσείων είναι “Κατά πόσον ορθά το Δικαστήριον και/ή ο Προεδρεύοντας του Δικαστηρίου έκδοσεν την προσβαλλόμενην απόφασην ερήμην και ή χωρίς τη συμμετοχή των Παρέδρων και/ή οποιουδήποτε από αυτούς και/ή χωρίς να ληφθεί υπόψην η αντίθεση των Παρέδρων και/ή οποιουδήποτε από αυτούς για τη διαμόρφωση και/ή έκδοση της τελικής απόφασης και πιο ειδικά για τα ευρήματα και το αποτέλεσμα της απόφασης.”.  Προς υποστήριξη του λόγου αυτού, ο δικηγόρος του εφεσείοντα έθεσε υπ’ όψη μας γραπτή “Δήλωση”, χωρίς ημερομηνία, του Παρέδρου του πρωτόδικου Δικαστηρίου κ. Παναγιώτη Φράγκου.  Με τη “Δήλωση” αυτή ο κ. Φράγκος ισχυρίζεται ότι διαφωνεί με την απόφαση (η οποία, σύμφωνα με το Δ.Κ.10, φέρει την υπογραφή του Προέδρου μόνο), λέγοντας ότι “όταν είπαμε δεν απεδείχθη πλεονασμός εγώ εννοούσα ότι είναι παράνομη απόλυση”.  Στο ενώπιον μας υπόμνημα, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου σημειώνει σχετικά ότι “... Στην υπόθεση αυτή κανένας από τους δυο Παρέδρους δεν εξέφρασε, μετά το τέλος της ακρόασης και όταν ήδη αποσυρθήκαμε στο ιδιαίτερο μου γραφείο, για σύσκεψη, οποιαδήποτε επιφύλαξη ή αντίθετη άποψη, ούτε και μέχρι τις 24.4.97, που συνέτασσα την απόφαση μου στο αίτημα για σύνταξη υπομνήματος, τέθηκε ενώπιον μου ο,τιδήποτε που να δείχνει διαφοροποίηση οποιουδήποτε από τους δυο Παρέδρους.”.  Δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε τα όσα αναφέρει ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου.  Και δεν μπορούμε παρά να αγνοήσουμε τη “Δήλωση” του κ. Φράγκου, και να απορρίψουμε το επακάλουθο νομικό σημείο.  Οι Πάρεδροι του Δικαστηρίου, αν και μη νομικοί, πρέπει να γνωρίζουν ότι έχουν το δικαίωμα, αλλά και το καθήκο, να εκφράζουν ελεύθερα τις τυχόν διαφωνίες τους κατά το στάδιο των διαβουλεύσεων με τον Πρόεδρο για την έκδοση απόφασης.  Εφ’ όσο δε εμμένουν στις διαφωνίες τους μέχρι τέλους αυτές θα καταγράφονται από τον Πρόεδρο στην απόφαση.  Η εκ των υστέρων έκφραση διαφωνίας είναι ανεπίτρεπτη και δεν μπορεί παρά να αγνοείται.

Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο