Udruzena Beogradska Banka ν. Westacre Investment, Inc. (1999) 1 ΑΑΔ 124

(1999) 1 ΑΑΔ 124

[*124]28 Ιανουαρίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

UDRUZENA BEOGRADSKA BANKA,

Εφεσείοντες,

v.

WESTACRE INVESTMENT, INC,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9423)

 

Αλλοδαπή απόφαση — Ο περί Αλλοδαπών Δικαστικών Αποφάσεων (Αμοιβαία Εκτέλεση) Νόμος, Κεφ. 10 — Διάταγμα για αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπής απόφασης του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου στη Γενεύη, που εκδόθηκε με μονομερή αίτηση — Αίτηση για ακύρωση του διατάγματος — Κατά πόσο η αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης μπορούσε να ζητηθεί με μονομερή αίτηση — Αν όχι κατά πόσο επρόκειτο περί παρατυπίας, θεραπεύσιμης δυνάμει της Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας — Κατά πόσο η εξέταση της αίτησης έπρεπε να γίνει από το Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο, ενόψη του ύψους της διαιτητικής απόφασης το οποίο υπερέβαινε την καθ’ ύλην δικαιοδοσία Επαρχιακού Δικαστή.

Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ενέκρινε μονομερή αίτηση με την οποία οι εφεσίβλητοι ζήτησαν την αναγνώριση και εκτέλεση απόφασης ημερ. 28.2.1994 που εκδόθηκε στη Γενεύη από το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (I.C.C.).  Η αίτηση συνοδευόταν από κεκυρωμένο αντίγραφο της απόφασης, της συμφωνίας περί διαιτησίας, όπως και μεταφράσεις στην Ελληνική, βεβαιωμένες από ένορκη δήλωση.  Η έγκριση έγινε με επιφύλαξη δικαιώματος στους εφεσείοντες να αποταθούν στο Δικαστήριο για παραμερισμό του σχετικού διατάγματος εντός 30 ημερών από της επίδοσης του και αναστολή μέχρι τότε.

Οι εφεσείοντες αποτάθηκαν έγκαιρα με εναρκτήρια κλήση ημερ. 10.6.1994 για ακύρωση ή παραμερισμό του διατάγματος. Στις 17.1.1995 ζήτησαν με αίτηση διά κλήσεως την εκ των προτέρων εξέταση των πιο κάτω ορισμένων νομικών ζητημάτων καίριας, όπως θεω[*125]ρήθηκε, σημασίας για την πορεία της υπόθεσης:

1.  Κατά πόσο η αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης μπορούσε να ζητηθεί με μονομερή αίτηση.

2.  Αν η απάντηση ήταν αρνητική στο 1) ανωτέρω, κατά πόσο επρόκειτο περί παρατυπίας ώστε να θεραπεύεται δυνάμει της Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

3.  Αν η μονομερής αίτηση αποτελούσε παραδεκτό δικονομικό μέσο, κατά πόσο η εξέταση της δεν θα έπρεπε να γινόταν από το Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο ενόψει του ύψους της διαιτητικής απόφασης το οποίο υπερέβαινε την καθ’ ύλην δικαιοδοσία Επαρχιακού Δικαστή.

Το Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο, το οποίο επιλήφθηκε της ενδιάμεσης αίτησης ημερ. 17.1.1995, κατέληξε 1) ότι η μονομερής αίτηση για την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης αποτελούσε “λανθασμένο εναρκτήριο μέσο” – θεώρησε ως ενδεδειγμένη την πρωτογενή κλήση” –  αλλά 2) ότι επρόκειτο περί παρατυπίας η οποία δεν ενείχε επιπτώσεις αφού το εκδοθέν διάταγμα ήταν προσωρινό και παρασχέθηκε στους εφεσείοντες δικαίωμα να ζητήσουν εντός ταχθείσας προθεσμίας παραμερισμό του, δικαίωμα που άσκησαν, με αναστολή του διατάγματος στο μεταξύ και 3) ότι ο Επαρχιακός Δικαστής μπορούσε να επιληφθεί της μονομερούς αίτησης αφoύ δεν εξέτασε την ουσία του θέματος.

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν με την έφεση τη δεύτερη και τρίτη κατάληξη, ενώ οι εφεσίβλητοι, με αντέφεση, αμφισβητούν την πρώτη.

Οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι ενόψη του λεκτικού του Άρθρου V της Σύμβασης που κυρώθηκε με τον περί της Συμβάσεως περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων (Κυρωτικό) Νόμο του 1979, (Ν. 84/79) το αίτημα για αναγνώριση και εκτέλεση πρέπει να εξετάζεται σε μια και την ίδια αίτηση στην οποία η άλλη πλευρά θα μπορούσε να εκθέσει τους λόγους της γιατί να μη γίνει δεκτό το αίτημα για αναγνώριση και εκτέλεση.  Σε αντίθετη περίπτωση, αν επροηγείτο η αναγνώριση με μονομερή αίτηση, δεν θα παρεχόταν στο Δικαστήριο η δυνατότητα βάσει του Άρθρου V της Σύμβασης να μη δεχθεί το αίτημα.

Οι εφεσίβλητοι εισηγήθηκαν ότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου V της Σύμβασης, πρέπει πρώτα να υποβάλλεται μονομερής αίτηση για αναγνώριση και εκτέλεση βάσει του Άρθρου ΙΙΙ, και αν υπάρξει αμφι[*126]σβήτηση, να καταχωρείται από την άλλη πλευρά αίτηση με κλήση για παραμερισμό.

Άλλος άξονας επιχειρηματολογίας ήταν το κατά πόσο είχαν στην προκείμενη περίπτωση εφαρμογή οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας.  Με τους οποίους προβλέπεται ότι διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου εισάγεται με αγωγή ή εναρκτήρια κλήση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Στο Άρθρο ΙΙΙ της Σύμβασης, προβλέπεται ότι η αναγνώριση και εκτέλεση διαιτητικών αποφάσεων γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες διαδικασίας της χώρας στην οποία τίθεται το ζήτημα.  Ως αποτέλεσμα, δεν μπορεί να αναζητηθεί από το λεκτικό της Σύμβασης οποιοσδήποτε προσδιορισμός δικονομικού μηχανισμού όσο και αν δημιουργούνται εντυπώσεις για τη μια ή την άλλη λύση.  Στην Κύπρο δεν έγιναν ειδικοί κανόνες για εφαρμογή της Σύμβασης.  Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι καθίστανται ανενεργά τα δικαιώματα τα οποία παρέχει. Σημαίνει ότι για πρόσβαση στο Δικαστήριο χρησιμοποιούνται οι γνωστές στο δίκαιο διαδικασίες, φτάνει να κατοχυρώνονται τα δικαιώματα όλων των μερών.  Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας δεν διέπουν άμεσα την περίπτωση, παρέχουν όμως τους μηχανισμούς που μπορεί να χρησιμοποιηθούν.

2.  Παρόλο που θα ήταν δυνατό στην προκείμενη περίπτωση να χρησιμοποιηθούν και άλλες διαδικασίες τίποτε δεν απέκλειε τη μονομερή αίτηση για έκδοση του προκαταρκτικού και υπό αίρεση εκδοθέντος διατάγματος.  Η διαδικασία που χρησιμοποιήθηκε ήταν η πλέον πρόσφορη.  Είναι δε η ρητά προβλεπόμενη για την εγγραφή αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων δυνάμει του περί Αλλοδαπών Δικαστικών Αποφάσεων (Αμοιβαία Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 10.

3.  Η έναρξη διαδικασίας με μονομερή αίτηση είναι επιτρεπτή, όπου με τη μονομερή αίτηση, καλείται το Δικαστήριο να προβεί σε κάποια διαπίστωση, ιδιαίτερα, μάλιστα όταν πρόκειται, όπως στην παρούσα υπόθεση, για προκαταρκτική και όχι στις περιπτώσεις που η διαδικασία αποβλέπει στην επίλυση διαφοράς. Ως εκ τούτου η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μονομερής αίτηση ήταν παράτυπη δεν ευσταθεί. 

4.  Εφόσον με τη μονομερή αίτηση, που δεν αποτελούσε εναρκτήρια διαδικασία, ετίθετο μόνο θέμα διαπίστωσης αν επληρούντο οι όροι του Άρθρου ΙΙΙ της Σύμβασης και όχι η επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς, η δικαιοδοσία δεν εσυναρτάτο με το ύψος της αξίας [*127]του αντικειμένου.  Ως εκ τούτου Επαρχιακός Δικαστής είχε καθ’ ύλην δικαιοδοσία να επιληφθεί της μονομερούς αίτησης.

Η έφεση απορρίφθηκε και η αντέφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Hadjichambis v. Attorney-General (1986) 1 C.L.R. 386,

Philippou v. Philippou (1986) 1 C.L.R. 689,

Phileleftheros Ltd (1988) 1 C.L.R. 344,

Pilavachi & Co. Ltd v. International Chemical Co. Ltd (1965) C.L.R. 97.

Έφεση.

Έφεση από τους Kαθ’ ων η αίτηση κατά της ενδιάμεσης απόφασης του πλήρους Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 10 Mαρτίου, 1995 (Aίτηση Aρ. 161/94) με την οποία διαπιστώθηκε ότι, αν και η μονομερής αίτησης για την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης αποτελούσε “λανθασμένο εναρκτήριο μέσο” και θεώρησε ως ενδεδειγμένη την πρωτογενή κλήση, επρόκειτο για παρατυπία η οποία δεν ενείχε επιπτώσεις αφού το εκδοθέν διάταγμα ήταν προσωρινό και παρασχέθηκε στους εφεσείοντες δικαίωμα να ζητήσουν εντός ταχθείσας προθεσμίας παραμερισμό του, δικαίωμα το οποίο άσκησαν, ενώ ταυτόχρονα είχε ανασταλεί η εκτέλεση απόφασης. Kρίθηκε επίσης ότι Eπαρχιακός Δικαστής μπορούσε να επιληφθεί της μονομερούς αίτησης αφού δεν εξέτασε την ουσία του θέματος.

Π. Ιωαννίδης με Ν. Παπαδόπουλο, για τους Eφεσείοντες.

Α. Λαδάς προσωπικά και για Ξ. Κληρίδη μαζί με Α. Ταλιαδώρο για Κ. Χρυσοστομίδη για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Νικολάου, Δ..

[*128]ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Με μονομερή αίτηση, ημερ. 18 Απριλίου 1994, οι εφεσίβλητοι ζήτησαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την αναγνώριση και εκτέλεση απόφασης, ημερ. 28 Φεβρουαρίου 1994, που εκδόθηκε στη Γενεύη από το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (I.C.C.). Η αίτηση συνοδευόταν από κεκυρωμένο αντίγραφο της απόφασης, της συμφωνίας περί διαιτησίας, όπως και μεταφράσεις στην Ελληνική, βεβαιωμένες από ένορκη δήλωση.  Η απόφαση ήταν υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, για ποσό το οποίο, μαζί με τους τόκους, υπερέβαινε τα πενήντα εκατομμύρια δολλάρια Ηνωμένων Πολιτειών και ένα εκατομμύριο στερλίνες. Επιλήφθηκε της αίτησης Επαρχιακός Δικαστής.  Την ενέκρινε, με επιφύλαξη δικαιώματος στους εφεσείοντες να αποταθούν στο Δικαστήριο για παραμερισμό εντός   30 ημερών από της επίδοσης του σχετικού διατάγματος και αναστολή μέχρι τότε. 

Κατόπιν επίδοσης, οι εφεσείοντες αποτάθηκαν έγκαιρα με εναρκτήρια κλήση, ημερ. 10 Ιουνίου 1994, για ακύρωση ή παραμερισμό του διατάγματος. Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν ένσταση. Επειδή εγείρονταν προς εξέταση θέματα σε σχέση με τα οποία, καθώς λέχθηκε, χρειαζόταν μαρτυρία που θα ήταν μακρά και θα συνεπαγόταν μεγάλη δαπάνη, οι εφεσείοντες ζήτησαν, με αίτηση διά κλήσεως ημερ. 17 Ιανουαρίου 1995, την εκ των προτέρων εξέταση ορισμένων νομικών ζητημάτων καίριας, όπως θεωρήθηκε, σημασίας για την πορεία της υπόθεσης. Το ένα ήταν το κατά πόσο η αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης μπορούσε να ζητηθεί με μονομερή αίτηση.  Αν η απάντηση ήταν αρνητική ανέκυπτε το επόμενο ζήτημα που ήταν το κατά πόσο επρόκειτο περί παρατυπίας ώστε να θεραπεύεται δυνάμει της Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Και, τέλος, ήταν το κατά πόσο, αν η μονομερής αίτηση αποτελούσε παραδεκτό δικονομικό μέσο, η εξέταση της δεν θα έπρεπε να γινόταν από το Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο ενόψει του ύψους της διαιτητικής απόφασης το οποίο υπερέβαινε την καθ’ ύλην δικαιοδοσία Επαρχιακού Δικαστή.

Επιλήφθηκε της ενδιάμεσης αίτησης ημερ. 17 Ιανουαρίου 1995 το Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο.  Το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση ημερ. 10 Μαρτίου 1995 κατέληξε, πρώτο, ότι η μονομερής αίτηση για την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης αποτελούσε “λανθασμένο εναρκτήριο μέσο” - θεώρησε ως ενδεδειγμένη την “πρωτογενή κλήση” - αλλά, δεύτερο, ότι επρόκειτο περί παρατυπίας η οποία δεν ενείχε επιπτώσεις αφού το εκδοθέν διάταγμα ήταν προσωρινό και [*129]παρασχέθηκε στους εφεσείοντες δικαίωμα να ζητήσουν εντός ταχθείσας προθεσμίας παραμερισμό του, δικαίωμα που άσκησαν, με αναστολή του διατάγματος στο μεταξύ. και, τρίτο, ότι Επαρχιακός Δικαστής μπορούσε να επιληφθεί της μονομερούς αίτησης αφού εν προκειμένω δεν εξέτασε την ουσία του θέματος.  Με την έφεση, οι εφεσείοντες αμφισβητούν, με διάφορους εκτεθέντες λόγους, τη δεύτερη και τρίτη κατάληξη ενώ με αντέφεση οι εφεσίβλητοι αμφισβητούν την πρώτη.

Αρχίζουμε με το ζήτημα διαδικασίας.  Το δικαίωμα αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων διέπεται από την ομώνυμη διεθνή Σύμβαση που κυρώθηκε με τον περί της Συμβάσεως περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων (Κυρωτικό) Νόμο του 1979, (Ν. 84/79). Μεταγενέστερα θεσπίστηκε και ο περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμος του 1987, (Ν.101/87), που περιλαμβάνει, ως προς το υπό αναφορά δικαίωμα, πρόνοιες στην ουσία ίδιες με εκείνες της Σύμβασης αλλά με λεκτικές διαφορές.  Ο Ν. 101/87, παρόλον που συζητήθηκε, δεν ενδιαφέρει αφού υπερισχύει βέβαια η Σύμβαση όπως άλλωστε  ρητώς επαναλαμβάνεται στο άρθρο 3(1) του νόμου.

Ορίζεται στο Άρθρο ΙΙΙ της Σύμβασης ότι:

“Έκαστον Συμβαλλόμενον Κράτος θα αναγνωρίζη τας διαιτητικάς αποφάσεις ως δεσμευτικάς και θα εκτελή αυτάς συμφώνως προς τους κανόνας διαδικασίας της εδαφικής επικρατείας ένθα λαμβάνει χώραν η επίκλησις της αποφάσεως και υπό τους εν τοις ακολούθοις άρθροις καθοριζομένους όρους.

......................................................................................................”

Στο Άρθρο IV αναφέρονται τα προαπαιτούμενα.  Προβλέπεται ότι “κατά τον χρόνο της υποβολής της αιτήσεως” πρέπει να προσκομίζεται κεκυρωμένο πρωτότυπο ή πιστοποιημένο αντίγραφο της απόφασης. το πρωτότυπο ή πιστοποιημένο αντίγραφο της συμφωνίας διαιτησίας. και μεταφράσεις. Υπενθυμίζουμε ότι αυτά τα έγγραφα οι εφεσείοντες τα προσκόμισαν με τη μονομερή αίτηση τους.

Έπειτα, στο Άρθρο V εκτίθενται οι λόγοι για μη αναγνώριση και εκτέλεση απόφασης.  Ό,τι ενδιαφέρει για το υπό εξέταση ζήτημα είναι όχι το περιεχόμενο τους αλλά το πώς εισάγονται.  [*130]Παραθέτουμε το σχετικό μέρος:

“1.  Η αναγνώρισις και εκτέλεσις της αποφάσεως δύναται να απορριφθή, τη αιτήσει του μέρους εναντίον του οποίου γίνεται επίκλησις αυτής, μόνον εάν το εν λόγω μέρος παράσχη εις την αρμοδίαν αρχήν, ενώπιον της οποίας επιζητείται η αναγνώρισις και εκτέλεσις, απόδειξιν ότι:

(α) ..................................................................................................

(β) ..................................................................................................

(γ) ..................................................................................................

(δ) ..................................................................................................

(ε) ..................................................................................................

2.  Η αναγνώρισις και εκτέλεσις διαιτητικής τινος αποφάσεως δύναται ωσαύτως να απορριφθή εάν η αρμοδία αρχή της χώρας ένθα επιζητείται η αναγνώρισις και εκτέλεσις διαπιστώση ότι -

(α) ..................................................................................................

(β) ................................................................................................”

Ένας από τους άξονες της επιχειρηματολογίας και των δυο πλευρών συνίστατο στο τί μπορεί να συνάγεται από το λεκτικό της Σύμβασης σχετικά με τη διαδικασία. Οι εφεσείοντες υπογράμμισαν τη σημασία της πρόνοιας στο Άρθρο V, παράγραφο 1, ότι η αναγνώριση και εκτέλεση απόφασης “δύναται να απορριφθή”. Αυτή η πρόνοια, στο Αγγλικό κείμενο το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κυρωτικού νόμου, υπερισχύει, είναι “may be refused”. Αυτό, καθώς πρότειναν, υποστήριζε την εισήγηση ότι το αίτημα για αναγνώριση και εκτέλεση πρέπει να εξετάζεται σε μια και την ίδια αίτηση στην οποία η άλλη πλευρά θα μπορούσε να εκθέσει λόγους γιατί να μη γίνει δεκτό το αίτημα για αναγνώριση και εκτέλεση.  Αλλιώς, κατά την ίδια εισήγηση, αν επροηγείτο η αναγνώριση με μονομερή αίτηση, δεν θα παρεχόταν στο Δικαστήριο η δυνατότητα, βάσει του Άρθρου V, να μη δεχθεί το αίτημα.  Οι εφεσίβλητοι επεσήμαναν, προς αντίκρουση,  ότι το Άρθρο V προβλέπει την απόρριψη αναγνώρισης και εκτέλεσης “τη αιτήσει” του μέρους που επικαλείται οποιονδήποτε [*131]από τους εκτεθέντες λόγους και  ότι το βάρος απόδειξης το έχει εκείνο το μέρος.  Αυτό, κατά τους εφεσίβλητους, υποστήριζε την άποψη ότι πρέπει πρώτα να υποβάλλεται μονομερής αίτηση για αναγνώριση και εκτέλεση βάσει του Άρθρου ΙΙΙ και έπειτα, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να καταχωρείται από την άλλη πλευρά αίτηση με κλήση για παραμερισμό.

Άλλος άξονας επιχειρηματολογίας ήταν το κατά πόσο είχαν στην προκείμενη περίπτωση εφαρμογή οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας. Με τους οποίους προβλέπεται ότι διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου εισάγεται με αγωγή ή εναρκτήρια κλήση. Ο συνήγορος των εφεσειόντων επικαλέστηκε σχετικά την HjiChambis v. Attorney-General (1986) 1 C.L.R. 386.  Η υπόθεση αφορούσε εκλογική αίτηση για ακύρωση της εκλογής μέλους Χωριτικής Αρχής δυνάμει του περί Χωριτικών Αρχών Νόμου, Κεφ. 244 όπως τροποποιήθηκε. Αντιδιαστάληκε εκεί η εναρκτήρια κλήση (originating summons) όπως ορίζεται στη Δ.2,  με την διά κλήσεως αίτηση βάσει της Δ.48, η οποία αφορά ενδιάμεσες διαδικασίες και δεν προσφερόταν ως μέσο για έναρξη διαδικασίας.  Για τον ίδιο - και μείζονα μάλιστα - λόγο  δεν προσφερόταν η μονομερής αίτηση ως εναρκτήρια.  Ο συνήγορος επίσης αναφέρθηκε στη Philippou v. Philippou (1986) 1 C.L.R. 689 που αφορούσε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο για διατροφή δυνάμει του άρθρου 40 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60).  Λέχθηκε εκεί ότι εφόσον δεν είχαν εκδοθεί ειδικοί θεσμοί που να διέπουν το ζήτημα, ορθά ήταν που, ως θέμα πρακτικής, ακολουθήθηκαν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας με τη χρήση της εναρκτήριας κλήσης. Επισημαίνουμε ότι παρόλον που εκεί επρόκειτο για αίτηση διά κλήσεως, δικονομικά βασισμένη στη Δ.48, εντούτοις θεωρήθηκε εναρκτήρια.  Τέλος, ο συνήγορος παρέπεμψε στην In re Phileleftheros Ltd (1988) 1 C.L.R. 344, πρωτόδικη σε αίτηση για ένταλμα certiorari.  Εξετάστηκε εκεί, με αναφορά και στη HjiChambis (ανωτέρω), το κατά πόσο μονομερής αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, βάσει της οποίας εκδόθηκε προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα, μπορούσε να αποτελέσει εναρκτήρια διαδικασία.  Δόθηκε αρνητική απάντηση. Ο συνήγορος των εφεσιβλήτων στάθηκε, από την άλλη μεριά, στην άποψη ότι η ιδία η Σύμβαση προέβλεπε, έστω έμμεσα, τη μονομερή αίτηση ως το αρχικό δικονομικό διάβημα. Τέλος, και οι δύο πλευρές προέβησαν σε παραλληλισμό της παρούσας περίπτωσης με τα ισχύοντα σε άλλες παρόμοιες διαδικασίες στην Κύπρο - ημεδαπές διαιτητικές αποφάσεις, αλλοδαπές δικαστικές αποφάσεις, ημεδαπά διατάγματα για τα οποία σκοπείται η δικαστική εκτέλεση - όπως και τα [*132]ισχύοντα στην Αγγλία, ώστε να αντληθεί καθοδήγηση κατ’ αναλογίαν. Δεν παρίσταται ανάγκη να επεκταθούμε.

Παρατηρούμε εν πρώτοις ότι στο Άρθρο ΙΙΙ της Σύμβασης, το οποίο παραθέσαμε, προβλέπεται πως η αναγνώριση και εκτέλεση διαιτητικών αποφάσεων γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες διαδικασίας της χώρας στην οποία τίθεται το ζήτημα.  Ως αποτέλεσμα, δεν μπορεί να αναζητηθεί από το λεκτικό της Σύμβασης οποιοσδήποτε προσδιορισμός δικονομικού μηχανισμού όσο και αν δημιουργούνται εντυπώσεις για τη μια ή την άλλη λύση. Στην Κύπρο δεν έγιναν ειδικοί κανόνες για εφαρμογή της Σύμβασης.  Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι καθίστανται ανενεργά τα δικαιώματα τα οποία παρέχει.  Σημαίνει μόνο ότι για πρόσβαση στο Δικαστήριο χρησιμοποιούνται οι γνωστές στο δίκαιο διαδικασίες, φτάνει να κατοχυρώνονται τα δικαιώματα όλων των μερών.  Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας δεν διέπουν άμεσα την περίπτωση εφόσον δεν έχει γίνει πρόνοια γι’ αυτό το σκοπό. Παρέχουν  ωστόσο τους μηχανισμούς που μπορεί να χρησιμοποιηθούν.

Οι προσφερόμενες διαδικασίες δεν ταυτίζονται κατ’ ανάγκη με εκείνες που προβλέπονται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας ως εναρκτήριες.  Θα μπορούσε, στην προκείμενη περίπτωση, να είχε χρησιμοποιηθεί μια από εκείνες. Σημειώνουμε ότι υπάρχει και  η αίτηση η γνωστή στο σύστημα ως “petition”.  Τίποτε όμως δεν επέβαλλε τη μια ή την άλλη λύση. Τίποτε δεν απέκλειε τη μονομερή αίτηση προς έκδοση του προκαταρκτικού και υπό αίρεση διάταγματος για αναγνώριση και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης, κατόπιν διαπίστωσης της ύπαρξης των προαπαιτουμένων που, σύμφωνα με το Άρθρο ΙΙΙ της Σύμβασης, πρέπει να παρουσιάσει ο δικαιούχος και της μη εμφανούς ύπαρξης κωλύματος. Διατηρήθηκε στην άλλη πλευρά η δυνατότητα να αντιταχθεί και να ακουστεί σε ζητήματα που αυτή θα έθετε βάσει του Άρθρου V. Με εναρκτήρια τότε διαδικασία. Στην οποία εκείνοι που επικαλούνταν τη διαιτητική απόφαση θα αντιμάχονταν τα όσα προβάλλονταν.  Δεν διακρίνουμε σε τέτοια διαδικασία ο,τιδήποτε το άτοπο ή οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό του προσώπου κατά του οποίου εκδόθηκε διαιτητική απόφαση. Τουναντίον, μας φαίνεται αυτή η διαδικασία η πλέον πρόσφορη.  Είναι δε η ρητά προβλεπομένη για την εγγραφή αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων δυνάμει του περί Αλλοδαπών Δικαστικών Αποφάσεων (Αμοιβαία Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 10.  Επειδή οι εφεσείοντες προβάλλουν και ότι εν πάση περιπτώσει η μονομερής αίτηση θα έπρεπε να υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση, προσθέτουμε, ως προς αυτό, ότι οι ανάγκες μονομερούς αίτησης [*133]στον υπό αναφορά τομέα δεν έχουν σχέση με εκείνες για τις οποίες προβλέπεται στους Θεσμούς  ότι η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση.  Ο ίδιος ο νόμος καθορίζει τί χρειάζεται.  Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το Δικαστήριο δεν διατηρεί δυνατότητα ελέγχου στην απόδειξη. 

Η αντίρρηση  ότι η μονομερής αίτηση δεν μπορεί να αποτελέσει - δυνάμει των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ή ακόμα και ευρύτερα - εναρκτήρια διαδικασία, είναι βάσιμη μόνο εφόσον πρόκειται για διαδικασία που αποβλέπει στην επίλυση κάποιου ζητήματος νομικού ή πραγματικού είτε κατόπιν προκύψασας διαφοράς είτε μη.  Δεν καλύπτει την περίπτωση όπου, με τη μονομερή αίτηση, καλείται το Δικαστήριο να προβεί σε κάποια διαπίστωση, ιδιαίτερα μάλιστα όταν πρόκειται, όπως εδώ, για προκαταρκτική.  Οι αποφάσεις στις οποίες αναφερθήκαμε ενωρίτερα διακρίνονται όλες από την παρούσα εκ του ότι έκδηλα αφορούσαν εναρκτήρια διαδικασία για την επίλυση διαφοράς.  Δεν είναι ως εκ τούτου ανάγκη να τις συζητήσουμε.  Ό,τι αναφέραμε για τις δυνατότητες της μονομερούς (ex parte) αίτησης εκφράζουν μόνο μια από τις έννοιες της. Η Δ.47 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας όπως και, έξω από αυτούς, το Κεφ. 10 αποτελούν παραδείγματα της ίδιας έννοιας. Η οποία διακρίνεται από τη συνηθισμένη που είναι - εκεί όπου προβλέπεται - το ενδιάμεσο διάβημα, χωρίς ειδοποίηση στον αντίδικο, σε υπάρχουσα διαδικασία. Επίσης διακρίνεται από την αρχική έννοια.  Που ήταν εκείνη της αίτησης μη διαδίκου ο οποίος όμως είχε συμφέρον σε υπάρχουσα διαδικασία, όπως η πτώχευση ή διαχείριση. Στην προκείμενη περίπτωση, ως εναρκτήρια διαδικασία προοριζόταν, καθώς είπαμε, να ήταν η αίτηση για παραμερισμό η οποία, σε περίπτωση αμφισβήτησης, θα ακολουθούσε τη μονομερή αίτηση στη βάση της οποίας έγινε προκαταρκτικά η δικαστική διαπίστωση.  Δεν συμφωνούμε λοιπόν με την πρωτόδικη κατάληξη ότι η μονομερής αίτηση ήταν παράτυπη. Γι’ αυτό η αντέφεση επιτυγχάνει. 

Με αυτό το αποτέλεσμα καθίστανται πλέον χωρίς αντικείμενο οι λόγοι έφεσης που αφορούν τις επιπτώσεις παρατυπίας.  Απομένει για εξέταση το κατά πόσο Επαρχιακός Δικαστής είχε καθ’ ύλην δικαιοδοσία να επιληφθεί της μονομερούς αίτησης.  Προοιονίζεται, από τα όσα έχουμε ήδη αναφέρει, η καταφατική απάντηση.  Εφόσον με τη μονομερή αίτηση, που δεν αποτελούσε εναρκτήρια διαδικασία, ό,τι ετίθετο ήταν μόνο ζήτημα διαπίστωσης αν πληρούνταν οι όροι του Άρθρου ΙΙΙ της Σύμβασης και όχι, σε εκείνο το στάδιο, η επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς, [*134]η δικαιοδοσία δεν συναρτάτο με το ύψος της αξίας του αντικειμένου.  Αυτή η προσέγγιση υποστηρίζεται από την Pilavachi & Co. Ltd v. International Chemical Co. Ltd (1965) C.L.R. 97, (στη σελ. 115) που αφορούσε την εγγραφή αλλοδαπής δικαστικής απόφασης δυνάμει του Κεφ. 10 το οποίο προβλέπει τέτοιο ακριβώς δικονομικό μηχανισμό.

Η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Ενώ η αντέφεση γίνεται δεκτή.  Έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

H έφεση απορρίπτεται και η  αντέφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.


 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο