(1999) 1 ΑΑΔ 176
[*176]16 Φεβρουαρίου, 1999
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]
ΣΤΕΦΑΝΟΣ Κ. ΑΧΙΛΛΕΩΣ,
Eφεσείων-Eνάγων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Εφεσιβλήτου-Eναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 9704)
Δικηγόροι — Πληρεξουσιότητα — Σιωπηρά πληρεξουσιότητα (ostensible authority) δικηγόρου να δεσμεύει τον πελάτη του αναφορικά με συμβιβασμό υπό μορφή περιορισμού των επιδίκων θεμάτων — Εφαρμοστέες αρχές.
Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιοπιστία μαρτύρων — Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία μαρτύρων εκτός αν δεν δικαιολογούνται από την ενώπιον του μαρτυρία ή υπάρχει σφάλμα επί τούτων ή επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων.
Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα —Έκθεση υπεράσπισης — Ο εναγόμενος δεν υποχρεούται να αναφέρει στην έκθεση υπεράσπισης του γεγονότα για μετριασμό της ζημιάς του ενάγοντα, για να έχει τη δυνατότητα να δώσει μαρτυρία στη δίκη αναφορικά με αυτά.
Ο εφεσείων-ενάγων είναι ιδιοκτήτης γης στο χωριό Λουκρούνου της επαρχίας Πάφου, τμήμα της οποίας απαλλοτριώθηκε από την εφεσίβλητη Δημοκρατία με στόχο τη βελτίωση του υφιστάμενου δρόμου Πόλης Χρυσοχούς – Σίμου.
Πριν την έναρξη των εργασιών, οι οποίες άρχισαν τον Ιούνιο του 1987 και περατώθηκαν τους πρώτους μήνες του 1988, συνεργεία της εφεσίβλητης είχαν εισέλθει παράνομα καταλαμβάνοντας μέρος του κτήματος και άρχισαν τα κατασκευαστικά έργα στο μέρος εκείνο του δρόμου.
[*177]Ο εφεσείων-ενάγων έκαμε τις πιο κάτω προσπάθειες μέσω της δικαστικής οδού για να εξασφαλίσει θεραπεία:
1) Στις 8.4.89 κίνησε την αγωγή αρ. 606/89, αξιώνοντας από τη Δημοκρατία αποζημίωση £20.000 για την επέμβαση. Η αγωγή αυτή απερρίφθη.
2) Καταχώρησε την παραπομπή αρ. 123/90 για καθορισμό αποζημίωσης.
3) Στις 21.10.91 κατέθεσε την αγωγή αρ. 2003/91 με την οποία αξίωσε συνολικά ποσό £24.500, πέρα από την αξία του τμήματος που απαλλοτριώθηκε και της επιζήμιας επίδρασης στο υπόλοιπο, που ήταν το αντικείμενο της πιο πάνω παραπομπής.
Στις 5.6.92 επιτεύχθηκε συμβιβασμός της παραπομπής. Εκδόθηκε απόφαση εκ συμφώνου κατά της Δημοκρατίας για £1.350 πλέον τόκοι και έξοδα. Περαιτέρω έγινε κανόνας του δικαστηρίου η συμφωνία των διαδίκων να προχωρήσει η εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεσης 2003/91 μόνο σε σχέση με τις αξιώσεις των παραγράφων 8 και 9 της έκθεσης απαίτησης. Την ίδια ημέρα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε όλες τις απαιτήσεις του εφεσείοντα-ενάγοντα, πλην εκείνων των παραγράφων 8 και 9, ύστερα από κοινή δήλωση των δικηγόρων.
Στην παράγραφο 8 ο ενάγων ισχυρίζεται ότι λόγω της επέμβασης, δεν είχε τη δυνατότητα να καλλιεργεί το κτήμα του από το 1987 μέχρι και το 1990, με αποτέλεσμα να απωλέσει εισόδημα £6.000. Στην παράγραφο 9 ισχυρίζεται ότι η περιουσία του εζημιώθη σε μεγάλο βαθμό από πυρκαγιά που προκλήθηκε σε αποξηραμένα χόρτα τα οποία αναπτύχθηκαν λόγω της μη καλλιέργειας του κτήματος.
Κατά τη δικάσιμο ο εφεσείων επεκτάθηκε σε όλο το φάσμα των ζημιών που απαιτούσε με την έκθεση απαίτησης του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε την παρατυπία αλλά δεν προχώρησε σε αξιολόγηση της άσχετης μαρτυρίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία που δόθηκε για τη Δημοκρατία, σύμφωνα με την οποία σχηματίσθηκε ικανοποιητική πρόσβαση στο επίδικο κτήμα και ότι εν πάση περιπτώσει υπήρχαν εύκολοι τρόποι καλλιέργειας αν όντως ο εφεσείων είχε πρόθεση να εκμεταλλευθεί τα κτήματα του και αποφάσισε ότι έγινε επέμβαση στο κτήμα του εφεσείοντα-ενάγοντα, αλλά ότι το κτήμα δεν έπαθε ζημιά.
Ο εφεσείων-ενάγων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση και συγκε[*178]κριμένα το εύρημα ότι το κτήμα δεν έπαθε ζημιά.
Λόγοι έφεσης:
1. Ο πρωτόδικος δικαστής κακώς θεώρησε ότι ο εφεσείων εγκατέλειψε το δικαίωμα του να αξιώσει αποζημιώσεις για όλη τη ζημιά που απαιτούσε με την αγωγή του.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε ισχυρισμούς που δεν προβλήθηκαν στην έκθεση υπεράσπισης, ότι ο εφεσείων δεν φρόντισε να μειώσει τη ζημία του με τη χρήση κατάλληλων μέτρων, στην οποία στήριξε την απόφαση του.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προτίμησε τη μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσίβλητης και στηρίχθηκε σ’ αυτή χωρίς να αιτιολογηθεί η προτίμηση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το νόημα της εκ συμφώνου αποφάσεως ήταν σαφές ότι δηλαδή παρέμεινε σε εκκρεμότητα μόνο η εκδίκαση των ισχυρισμών των παραγράφων 8 και 9.
2. Η φαινόμενη πληρεξουσιότητα (ostensible authority) δικηγόρου να δεσμεύει τον πελάτη του περιλαμβάνει και την εξουσία περιορισμού των επιδίκων θεμάτων.
3. Δεν είναι αναγκαία η προβολή στο δικόγραφο του εναγομένου, ισχυρισμών αναφορικά με το μετριασμό της ζημιάς που υπέστη ο ενάγων και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν εκωλύετο να ακούσει τη σχετική μαρτυρία.
4. Ο εφεσείων δεν συμμορφώθηκε με τον κανόνα για αυστηρή απόδειξη των ειδικών ζημιών που απαιτούσε. Τις αδυναμίες αυτής της μαρτυρίας το Δικαστήριο εντοπίζει και σχολιάζει σε άλλο σημείο της απόφασης του. Επομένως δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις, όπως τις προσδιόρισε η νομολογία για ανατροπή των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Καλαμαράς v. Γενικού Εισαγγελέα (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 343,
[*179]H. Clark Ltd. v. Wilkinson [1965] 1 All E.R. 934,
Bonham Carter v. Hide Park Hotel Ltd. [1948] 64 T.L.R. 177.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα εναντίον της απόφασης του πλήρους Eπαρχιακού Διακστηρίου Πάφου (Aναστασίου, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 7 Δεκεμβρίου, 1995 (Aγωγή Aρ. 2003/91) με την οποία επιδικάστηκε ονομαστική αποζημίωση £10 υπέρ του εφεσείοντα, ενάγοντα για την παράνομη και αυθαίρετη επέμβαση της εφεσίβλητης Kυπριακής Δημοκρατίας στα κτήματα του στο χωριό Λουκρούνου της Eπαρχίας Πάφου.
Μ. Πισσάς, για τον Eφεσείοντα.
Χρ. Α. Ιωαννίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η απόφαση του δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Σ. Νικήτα.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο εφεσείων είναι ιδιοκτήτης γης στο χωριό Λουκρούνου της επαρχίας Πάφου. Αποτελείται από 5 χωριστά αλλά όμορα τεμάχια που σχηματίζουν ένα ενιαίο αδιάσπαστο κτήμα. Τούτο συνορεύει με το δρόμο Πόλης Χρυσοχούς - Σίμου. Η εφεσίβλητη Δημοκρατία αποφάσισε να επιφέρει βελτιώσεις του υφιστάμενου δρόμου. Οι εργασίες άρχισαν τον Ιούνιο του 1987 και περατώθηκαν τους πρώτους μήνες του επόμενου χρόνου. Για το σκοπό αυτό η Δημοκρατία κατέφυγε τελικά στο μέτρο της απαλλοτρίωσης αναφορικά με τμήμα της περιουσίας του εφεσείοντα.
Προηγουμένως όμως τα συνεργεία της εφεσίβλητης είχαν εισέλθει παράνομα καταλαμβάνοντας μέρος του κτήματος και άρχισαν τα κατασκευαστικά έργα στο μέρος εκείνο του δρόμου. Αυτό ήταν το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, η ορθότητα του οποίου δεν αμφισβητείται. Η διένεξη αφορά το άλλο βασικό εύρημα του ότι το κτήμα δεν έπαθε ζημιά. Ας σημειωθεί ότι επιδικάστηκε στον εφεσείοντα ως αποζημίωση το εικονικό ποσό των £10.00. Όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο δεν καταδίκασε τον εφεσείοντα στα έξοδα λόγω της αυθαίρετης συμπεριφοράς των κρατικών οργάνων.
[*180]Αυτό που λείπει από την εικόνα, αλλά είναι σημαντικό για την έκβαση της υπόθεσης και κατ’ επέκταση της έφεσης, είναι το ιστορικό των προσπαθειών του εφεσείοντα, μέσω της δικαστικής οδού, για εξασφάλιση θεραπείας. Στις 8/4/89 κίνησε κατά της Δημοκρατίας την αγωγή αρ. 606/89 αξιώνοντας, ανάμεσα σ’ άλλα και αποζημίωση £20.000 για την επέμβαση. Μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης ναυάγησε η προσπάθεια της Δημοκρατίας για διακανονισμό. Και ο εφεσείων ζήτησε τον καθορισμό της αποζημίωσης με την παραπομπή αρ. 123/90. Στις 21/10/91 κατέθεσε την αγωγή αρ. 2003/91 με την οποία αξίωσε συνολικά ποσό £24.500, πέρα από την αξία του τμήματος που απαλλοτριώθηκε και της επιζήμιας επίδρασης στο υπόλοιπο, που ήταν το αντικείμενο της παραπάνω παραπομπής.
Στο μεταξύ, στις 24/4/90, ο εφεσείων απέσυρε την πρώτη αγωγή αρ. 606/89, η οποία και απορρίφθηκε, υπό τις εξής συνθήκες. Μετά τη δήλωση του κ. Χ. Κυριακίδη, δικηγόρου της Δημοκρατίας, που χειριζόταν τότε την υπόθεση, ότι δημοσιεύθηκε το διάταγμα απαλλοτρίωσης, ο τότε δικηγόρος του εφεσείοντα απέσυρε στη συνέχεια την αγωγή, δηλώνοντας ουσιαστικά πως θα προωθούσε όλες τις απαιτήσεις του πελάτη του στα πλαίσια της διαδικασίας παραπομπής.
Στις 5/6/92 επιτεύχθηκε συμβιβασμός της παραπομπής. Εκδόθηκε απόφαση εκ συμφώνου εναντίον της Δημοκρατίας για £1.350 πλέον τόκοι και έξοδα. Περαιτέρω έγινε κανόνας του δικαστηρίου, στην ίδια υπόθεση, η συμφωνία των ίδιων διαδίκων μερών να προχωρήσει η εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεσης 2003/91 μόνο σε σχέση με τις αξιώσεις των παραγράφων 8 και 9 της έκθεσης απαίτησης. Την ίδια ημέρα το πρωτόδικο δικαστήριο στην υπόθεση αρ. 2003/91, ύστερα από κοινή δήλωση των δικηγόρων απέρριψε όλες τις απαιτήσεις του εφεσείοντα στην αγωγή αυτή, πλην εκείνων των παραγράφων 8 και 9. Η δήλωση των δικηγόρων, η οποία προηγήθηκε, έχει ως εξής:
“Αμφότεροι οι δικηγόροι δηλούν ότι όλες οι απαιτήσεις που αναφέρονται στην παρούσα αγωγή αποσύρονται και απορρίπτονται καθότι αυτές έχουν διευθετηθεί στην παραπομπή 123/90 πλην των απαιτήσεων του ενάγοντα που αναφέρονται στις παραγράφους 8 και 9 για τις οποίες η υπόθεση θα συνεχίσει να εκδικαστεί.”
Στην παράγραφο 8 ο ενάγων ισχυρίζεται ότι από το 1987 μέχρι και το 1990 δεν ήταν δυνατό να καλλιεργεί το κτήμα. Κατά συνέ[*181]πεια απώλεσε το εισόδημα της περιόδου αυτής, που υπολόγισε σε £6.000. Κι αυτό γιατί η υψομετρική διαφορά του κτήματος με το δρόμο (περί τα 3 μέτρα), που δημιουργήθηκε από τα βελτιωτικά έργα, παρεμπόδιζε ολοσχερώς την πρόσβαση στο κτήμα. Στην παράγραφο 9 διατείνεται ότι τα αποξηραμμένα αγριόχορτα που είχαν αναπτυχθεί υπέρμετρα από τη μη καλλιέργεια του κτήματος “αποτελούν εύκολο στόχο στην περίπτωση εκρήξεως πυρκαγιάς και τω όντι η περιουσία του ενάγοντος εζημιώθη μεγάλως από πυρκαγιά που του προκάλεσε μεγάλην ζημιά.”
Η μαρτυρία για τον ενάγοντα δεν παρέμεινε μέσα στο πλαίσιο που σχηματίζουν οι παραπάνω παράγραφοι. Επεκτάθηκε σε όλο το φάσμα των ζημιών που απαίτησε ο εφεσείων με το δικόγραφο του. Το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε την παρατυπία - που δεν έπρεπε φυσικά να επιτρέψει - αλλά υπογράμμισε πως δε θα προχωρούσε σε ανάλυση ή αξιολόγηση της άσχετης μαρτυρίας, όπως και έπραξε. Η παρεκτροπή δεν επηρέασε την κρίση του δικαστηρίου. Στο σημείο αυτό εντοπίζεται ένας από τους βασικούς λόγους έφεσης ότι ο πρωτόδικος δικαστής κακώς θεώρησε ότι ο εφεσείων εγκατέλειψε το δικαίωμα του να αξιώσει αποζημιώσεις για όλη τη ζημιά που απαιτούσε με την αγωγή του ή ότι από το παραπάνω πρακτικό συνάγεται περιορισμός των απαιτήσεων σε όσα μόνο αναφέρονται στις παραγράφους 8 και 9.
Το κείμενο των εκ συμφώνου αποφάσεων είναι διατυπωμένο σε απλή γλώσσα κατανοητή στον καθένα, η οποία δεν επιδέχεται την ερμηνεία που επιχείρησε να δώσει ο δικηγόρος του εφεσείοντα, σύμφωνα με την οποία παρέμεινε ανοικτό το πεδίο για εκδίκαση όλων ανεξάρτητα των διεκδικήσεων του εφεσείοντα. Το σαφές τους νόημα είναι ότι παρέμεινε σε εκκρεμότητα μόνο η εκδίκαση των ισχυρισμών των παραγράφων 8 και 9. Όλες οι άλλες απαιτήσεις είχαν απορριφθεί ως διευθετηθείσες. Είναι εδώ αναγκαίο να υπομνήσουμε ότι ο εφεσείων είχε εκπροσωπηθεί από δικηγόρο σε όλες τις διαδικασίες. Ακόμη ήταν και ο ίδιος παρών προσωπικά.
Πρέπει να λεχθεί ότι η φαινόμενη πληρεξιουσιότητα (ostensible authority) δικηγόρου να δεσμεύει τον πελάτη του περιλαμβάνει και την εξουσία περιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Στην υπόθεση Ανδρέας Καλαμαράς ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 343, 349 ο δικαστής Πογιατζής, που εξέδωσε την απόφαση του Εφετείου, αναφέρει επί του θέματος:
“Στην παρούσα περίπτωση η υπό κρίση δήλωση και/ή συμβιβασμός υπό μορφή περιορισμού των επιδίκων θεμάτων που έκα[*182]με ο δικηγόρος του εφεσείοντα στο πρωτόδικο Δικαστήριο, εμπίπτει απόλυτα μέσα στα πλαίσια της συνήθους πληρεξουσιότητας του δικηγόρου, για την οποία δε χρειαζόταν η ρητή εξουσιοδότηση του εφεσείοντα ο οποίος δεσμεύεται από αυτή έναντι των αντιδίκων του στην αγωγή.”
Βλέπε επίσης H. Clark Ltd. v. Wilkinson [1965] 1 All E.R. 934. Και περαιτέρω, για την πληρεξουσιότητα των νομικών συμβούλων σε θέματα συμβιβασμού, το Κεφ. 10 του συγγράμματος του D. Foskett “The Law & Practice of Compromise”, που αρχίζει στη σελ. 84.
Δεν είναι επομένως ανατρέψιμη η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εκτίμηση της ζημίας περιορίστηκε αποκλειστικά στις αιτίες που αποκαλύπτουν οι παράγραφοι 8 και 9.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού συνόψισε και σχολίασε τη μαρτυρία και των δύο πλευρών, αποδέχθηκε “χωρίς καμιά δυσκολία”, όπως παρατηρεί, εκείνη που έδωσαν οι 3 μάρτυρες της Δημοκρατίας. Η μαρτυρία αυτή έτεινε κυρίως να δείξει πως σχηματίστηκε ευθύς εξαρχής, με την έναρξη των εργασιών, ικανοποιητική πρόσβαση στα κτήματα αυτά. ότι δημιουργήθηκε και δεύτερη τέτοια πρόσβαση αργότερα κατά παράκληση του εφεσείοντα. και ότι εν πάση περιπτώσει υπήρχαν εύκολοι τρόποι καλλιέργειας μετά την επέμβαση, αν πράγματι ο εφεσείων είχε πρόθεση να εκμεταλλευθεί τα κτήματα του. Το πρωτόδικο δικαστήριο ρητά απέρριψε τις μαρτυρίες του ενάγοντα (του ιδίου, ενός εμπειρογνώμονα και τριών άλλων) για τους λόγους που ανέφερε.
Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε, από τη μάζα του υλικού που περιλήφθηκε στο εφετήριο από το δικηγόρο που αρχικά το είχε συντάξει, να εντοπίσουμε τους συζητήσιμους λόγους της έφεσης. Ο πρώτος συνδέεται με την αρχή ότι ο ζημιωθείς δε δικαιούται σε αποζημιώσεις αναφορικά με τη ζημία που θα μπορούσε, με τη λήψη λογικών μέτρων, να αποφευχθεί. Το δικαστήριο στην απόφαση του προειδοποίησε ότι δε θα εξετάσει μαρτυρία που αφορά θέματα άλλα απ’ εκείνα των παραγράφων 8 και 9.
Κατά παράβαση του βασικού δικονομικού κανόνα διεξαγωγής της δίκης που δεν επιτρέπει παρέκκλιση - αυτό είναι το επιχείρημα που προβλήθηκε - το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε μαρτυρία, στην οποία και στήριξε την απόφαση του, ότι ο εφεσείων δε φρόντισε να μειώσει τη ζημία του με τη χρήση κατάλληλων μέτρων. Με άλλα λόγια να επιτύχει καλλιέργεια του κτήματος με μικρό τράκτορ ή με ψεκασμούς των ζιζανίων με φάρμακα. Κατά την ει[*183]σήγηση τέτοιοι ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν στο δικόγραφο της υπεράσπισης. Και επομένως κακώς το δικαστήριο επεκτάθηκε σε τέτοιο θέμα. Υπό τις συνθήκες της υπόθεσης αυτής δε χρειαζόταν. Ο κανών διατυπώνεται ως εξής από τον McGregor “Damages” 15η έκδοση (1988) παράγρ. 1774, σελ. 1131:
“However, even on the one issue where the onus of proof is clearly on the defendant, that of mitigation of damage, it is still held that the defendant need not plead facts in mitigation. The rule built up by the common law is that matters in bar of the action must be pleaded but matters in mitigation need not, and the rule applies not only to mitigation in the exact sense of avoiding the consequences of a wrong but also to mitigation in its two subsidiary meanings, viz. where damages are affected by the conduct, character and circumstances of various parties and where a plaintiff suing for breach of contract is also himself in breach.”
Ο πυρήνας του επόμενου παράπονου είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία των μαρτύρων του εφεσείοντα “οι οποίοι εγνώριζαν καλύτερα από οιονδήποτε άλλον, και οι οποίοι με αντικειμενικότητα, έδωσαν την πραγματικήν εικόνα της περιουσίας ενάγοντος”. Και στηρίχθηκε στη μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσίβλητης χωρίς να αιτιολογηθεί η προτίμηση.
Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να προσφύγουμε στο σχόλιο της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με την ποιότητα της εκατέρωθεν μαρτυρίας, η οποία, πρέπει να πούμε, βρίσκει ερείσματα στην ίδια τη μαρτυρία:
“Οι μάρτυρες της Εναγομένης ευθέως και με θετικότητα απάντησαν σε όλες τις ερωτήσεις που τους υποβλήθηκαν χωρίς δισταγμό και χωρίς υπεκφυγές. Τουναντίον, ο Ενάγοντας με τους μάρτυρες του, μας προκάλεσαν πτωχοτάτη εντύπωση και διά μέσου της μαρτυρίας τους προκύπτει ολοφάνερη η προσπάθεια να βοηθηθεί ο Ενάγοντας στην υπόθεση του για αποζημίωση.
Ο Ενάγων και οι μάρτυρες του σκόπιμα απέφευγαν να απαντήσουν ευθέως και σε πολλά και ουσιώδη σημεία, υπήρξαν σοβαρές αντιφάσεις και κενά στη μαρτυρία. Τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα εκτιμητή την κρίνουμε σαν εκτός πάσης πραγματικότητας και σαν μη στηριζόμενη σε επιστημονικά κριτήρια. Η προσπάθεια του Ενάγοντα για όσο το δυνατό μεγαλύτερη αποζημίωση ήταν τέτοια που παρεγνώριζε και απόφαση ακόμη του Δικαστηρίου με την οποία οι απαιτήσεις του περιορίσθηκαν στις πα[*184]ραγράφους 8 και 9 της έκθεσης απαίτησης για το ποσό των £6000 και ο ίδιος μιλούσε για ολόκληρο το ποσό των £24.500.”
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού υπέμνησε τον κανόνα για αυστηρή απόδειξη των ειδικών ζημιών, πρόσθεσε ότι δεν αρκεί “γενική και αόριστη επίκληση ζημιάς χωρίς να καταδεικνύεται πώς και με βάση ποιά κριτήρια καταλήγει σε ένα ορισμένο ποσό ζημιάς.” Η παρατήρηση - εύρημα θεμελιώθηκε στη γνωστή περικοπή από την υπόθεση Bonham Carter v. Hide Park Hotel Ltd. [1948] 64 T.L.R. 177, 178. Τις αδυναμίες αυτής της μαρτυρίας το δικαστήριο εντοπίζει και σχολιάζει σε άλλο σημείο της απόφασης του. Επομένως δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις, όπως τις προσδιόρισε η νομολογία, για ανατροπή των ευρημάτων του δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων.
Οι δύο πρώτοι μάρτυρες υπεράσπισης ανέφεραν, μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει και από τη συνοπτική παρουσίαση της μαρτυρίας στην πρωτόδικη απόφαση, ότι το κτήμα έμεινε χωρίς πρόσβαση για πολύ λίγο και ότι εν πάση περιπτώσει ήταν εγκαταλειμμένο. Κατά τον εφεσείοντα αυτή η μαρτυρία, στην οποία επίσης βασίστηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι διαβλητή γιατί η αποδοχή της αντέκειτο στον κανόνα που απαγορεύει τη λήψη εξ ακοής μαρτυρίας. Πέρα από τη διατύπωση του παραπόνου ως χωριστού λόγου έφεσης δεν υπάρχει άλλη ανάπτυξη ή στοιχειώδης διευκρίνηση ή υπόδειξη της συγκεκριμένης μαρτυρίας που έπασχε. Σε καμιά περίπτωση οποιοδήποτε μέρος της μαρτυρίας τους δεν έγινε αντικείμενο ένστασης κατά τη δίκη. Από την πλευρά μας δεν έχουμε διαπιστώσει οτιδήποτε που να υποστηρίζει την ακρίβεια του ισχυρισμού.
Κανένας από τους προβληθέντες λόγους έφεσης δεν ευσταθεί. Η έφεση απορρίπτεται. Με έξοδα (της έφεσης). Στην απόφαση μας αυτή λαμβάνουμε υπόψη και την προειδοποίηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων θα καταδικαζόταν στα έξοδα της αγωγής πλην όμως λήφθηκε υπόψη η συμπεριφορά των οργάνων της Δημοκρατίας.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο