Λιασίδης Eυθύβουλος (1999) 1 ΑΑΔ 185

(1999) 1 ΑΑΔ 185

[*185]19 Φεβρουαρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΘΥΒΟΥΛΟΥ ΛΙΑΣΙΔΗ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 25206/97 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ

(ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΝΤΙΜΟΥ Α.Ε.Δ. κ. Σ. ΣΤΑΥΡΙΝΙΔΗ)

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ

CERTIORARI ΚΑΙ/ Ή PROHIBITION,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ

Α.Ε.Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ κ. ΣΩΤΟΥ ΣΤΑΥΡΙΝΙΔΗ

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 9.4.98 ΚΑΙ ΤΙΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΟΥ ΕΔΩΣΕ

ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ 25206/97.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10219)

 

Προνομιακά Εντάλματα — Certiorari και Prohibition — Αίτηση για έκδοση των εν λόγω ενταλμάτων για ακύρωση απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία απερρίφθη αίτημα του κατηγορουμένου για διακοπή της δίκης και απαλλαγή του, λόγω της κατ’ ισχυρισμό δημιουργίας προκατάληψης που δημιουργήθηκε εναντίον του από δημοσιεύματα στον τύπο, τα οποία κατέστησαν αδύνατη τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης — Η αναθεώρηση, μέσω εντάλματος Certiorari, της ορθότητας της απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν είναι επιτρεπτή — Η αίτηση για έκδοση των αιτούμενων ενταλμάτων, απερρίφθη.

Προνομιακά Εντάλματα — Certiorari — Εμβέλεια του εντάλματος Certiorari και πλαίσια μέσα στα οποία μπορεί να αναθεωρηθεί απόφαση κατ’ επίκλησή του.

Δικαστική απόφαση — Δεσμευτικό προηγούμενο — Αποφάσεις του [*186]Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην άσκηση της πρωτογενούς του δικαιοδοσίας, δεν δημιουργούν νομολογιακή δέσμευση σε ομοβάθμια δικαστήρια και μπορεί το δικαστήριο να αποστεί από το λόγο τους, εφόσον διαπιστώνεται ότι εδράζονται σε εσφαλμένη αρχή δικαίου.

Δικαιώματα κατηγορουμένου — Δικαίωμα για δίκαιη δίκη — Τήρηση των εχέγγυων της δίκαιης δίκης, στάδιο στο οποίο μπορεί να γίνουν διαπιστώσεις αναφορικά με το θέμα αυτό, και πλαίσιο στο οποίο αποφασίζονται — Η τήρηση των εχέγγυων της δίκαιης δίκης κρίνεται στο πλαίσιο της δίκης και υπό το φως του αποτελέσματος της — Η εξασφάλιση δίκαιης δίκης αποτελεί καθήκον του δικαστή, ο οποίος επιλαμβάνεται της υπόθεσης.

Δικαστής — Εξαίρεση Δικαστή — Προκατάληψη — Η ένσταση στη συνέχιση της δίκης από Δικαστή που εκδικάζει την υπόθεση πρέπει να εγερθεί το ενωρίτερο όπου υφίσταται ισχυρισμός προκατάληψης και να αποφασιστεί από τον επηρεαζόμενο Δικαστή.

Ανώτατο Δικαστήριο — Σύνθεση — Εφαρμοστέες αρχές ως προς την εξαίρεση Μέλους του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Συνταγματικό Δίκαιο — Ανεπηρέαστη δίκη — Σύνταγμα, Άρθρο 30.2 — Προπηλακισμός και δημιουργία προκατάληψης από τον τύπο εναντίον υποδίκου — Αντιστρατεύεται τόσο το δικαίωμα του υποδίκου όσο και την υπόσταση της δικαιοσύνης.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού απέρριψε αίτημα του δικηγόρου του κατηγορουμένου, το οποίο υποβλήθηκε μετά την άρνηση της κατηγορίας και πριν την προσαγωγή μαρτυρίας, για διακοπή της δίκης και απαλλαγή του πελάτη του, λόγω της προκατάληψης που δημιουργήθηκε, όπως ισχυρίσθηκε εναντίον του κατηγορουμένου, από δημοσιεύματα τα οποία κατέστησαν αδύνατη τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης για τη διαπίστωση της ποινικής του ευθύνης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε τη χορήγηση άδειας για υποβολή αίτησης για έκδοση ενταλμάτων certiorari και prohibition, προς ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου αφενός, και παρεμπόδιση του Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή, που επιλαμβάνεται της υπόθεσης, να συνεχίσει την ακρόαση της, αφετέρου.  Οι λόγοι απόρριψης της αίτησης ήταν οι εξής:

1.  Αντικείμενο της αίτησης ήταν ουσιαστικά η ορθότητα σε αντιδιαστολή προς τη νομιμότητα, απόφασης, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα αναθεώρησης δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συ[*187]ντάγματος.

2.  Η πείρα, η γνώση και η αίσθηση του καθήκοντος του Δικαστή τον θωρακίζει, στο πλαίσιο του νομικού μας συστήματος, έναντι κάθε μορφής προκατάληψης, που θα μπορούσε να δημιουργήσουν δημοσιεύματα στον τύπο.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την εκκαλούμενη απόφαση και εισηγήθηκαν ότι:

α) Δεν είναι παραδεκτή η εκδίκαση από τον ίδιο Δικαστή, του οποίου ζητείται η εξαίρεση, ενστάσεων στη συμμετοχή του στη δίκη.

β) Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την Φάντη, στην οποία βασίστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Στη Φάντη  η ένσταση ηγέρθη πριν, ενώ στην προκείμενη περίπτωση, μετά την απάντηση του κατηγορουμένου.

Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την εκκαλούμενη απόφαση σε όλα της τα σημεία.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο λόγος στη Φάντη δεν συναρτάται με το στάδιο στο οποίο εγείρεται η ένσταση στη συγκρότηση του δικαστηρίου, αλλά με το παραδεκτό εξέτασης ενστάσεων, που ανάγονται στην τήρηση των εχέγγυων δίκαιης δίκης, έξω από τη δίκη και ανεξάρτητα από την ετυμηγορία του Δικαστηρίου.

2.  Το αίτημα, το οποίο τέθηκε, για την εξαίρεση του Δικαστή, δεν αφορούσε αφ’ εαυτού την εξαίρεση του Δικαστή, αλλά το αδύνατο διεξαγωγής δίκαιης δίκης, ενόψει των εμπρηστικών δημοσιευμάτων.

3.  Το θέμα το οποίο εγείρεται, συμπλέκεται άμεσα με την τήρηση των εχέγγυων της δίκαιης δίκης, το στάδιο στο οποίο μπορεί να γίνουν διαπιστώσεις γι’ αυτό και το πλαίσιο στο οποίο αποφασίζονται.

4.  Η τήρηση των εχέγγυων της δίκαιης δίκης κρίνεται στο πλαίσιο της δίκης και υπό το φως του αποτελέσματός της.  Καθοριστική για τα δικαιώματα του διαδίκου, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων τα οποία διασφαλίζονται με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, μπορεί να είναι μόνο τελική απόφαση του δικαστηρίου, προσδιοριστική της ποινικής του ευθύνης.  Η προσέγγιση αυτή συμπί[*188]πτει με την προσέγγιση των αγγλικών δικαστηρίων επί του θέματος αυτού.

5.  Η εξασφάλιση δίκαιης δίκης αποτελεί καθήκον του δικαστή ο οποίος επιλαμβάνεται της υπόθεσης.  Μετά την ανάθεση της υπόθεσης, αυτός καθίσταται ο φυσικός δικαστής για την εκδίκαση της, νοουμένου ότι πάντοτε η υπόθεση ανάγεται στη δικαιοδοσία του.

6.  Η διαπίστωση των εχέγγυων της δίκαιης δίκης, περιλαμβανομένου και του αμερόληπτου του δικαστηρίου σε σχέση με φαινομενική προκατάληψη (apparent bias), αποφασίζονται από το δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται της υπόθεσης.  Οποιαδήποτε απόφαση επί του θέματος μπορεί να αναθεωρηθεί στο πλαίσιο έφεσης εναντίον της τελικής απόφασης του δικαστηρίου ή, αν δεν παρέχεται αυτή η δυνατότητα μέσω των προνομιακών ενταλμάτων.

7.  Η δήλωση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Pres. of Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 1501, ορίζει πότε εξετάζονται θέματα εξαίρεσης δικαστή και από ποίον.

8.  Ο εφεσείων, στην παρούσα υπόθεση, επεδίωξε την αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου μέσω εντάλματος certiorari, δυνατότητα η οποία δεν παρέχεται όπως σωστά διαπίστωσε ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο οποίος επελήφθη της αίτησης. 

9.  Εφόσον δεν ήταν νομικά εφικτή η αναθεώρηση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστή λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, αφού η απόφαση εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, ορθά κρίθηκε ότι η αίτηση απέληγε σε αίτημα για αναθεώρηση της ορθότητας του, που δεν μπορούσε να γίνει παραδεκτό.

10.  Η καθυστέρηση που σημειώθηκε από τις Εισαγγελικές και Αστυνομικές Αρχές, στην εξέταση παραπόνων που υποβλήθηκαν από τον εφεσείοντα, αναφορικά με συγκεκριμένα δημοσιεύματα, τα οποία, κατ’ ισχυρισμό, συνιστούσαν περιφρόνηση του δικαστηρίου, με αποτέλεσμα τον προπηλακισμό του, δεν είναι επιτρεπτή.  Η περιφρούρηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου βαρύνει όλες τις Αρχές της Δημοκρατίας.  Η εκπλήρωση του καθήκοντος που επιβάλλεται, περιλαμβάνει και τη διερεύνηση, με την πρέπουσα σπουδή, καταγγελιών για παραβίασή τους.  Όμως, τα άτομα που θίγονται άμεσα, έχουν τη δυνατότητα ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης.

Η έφεση απορρίφθηκε.

[*189]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αστυνομία v. Φάντη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 160,

Ellinas (1989) 1 C.L.R. 106,

Ellinas (1989) 1 C.L.R. 508,

Frangos a.o. v. Republic (1982) 3 C.L.R. 53,

Δημοκρατία v. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,

Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442,

Καρατζαφέρης (1993) 1 Α.Α.Δ. 607,

Ρωτή v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 246,

R. v. Inner West London Coroner [1994] 4 All E.R. 139,

R. v. Mulvihill [1990] 1 All E.R. 436,

Makrides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 304,

Rbeiz (1989) 1 A.A.Δ. (E) 776,

Smith v. Paphos Stone Estates (1989) 1 A.A.Δ. (E) 499,

Μαγκάκης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068,

Χαραλάμπους κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 828,

Hadjicosta v. Anastassiades (1982) 1 C.L.R. 296,

Razis a.o. v. Republic (1983) 3 C.L.R. 309,

Economides a.o. v. Police (1983) 2 C.L.R. 301,

Vrakas a.o. v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139,

President of Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 1501,

Kορέλλης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1 Α.Α.Δ. 1718,

[*190]Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

Kakos (1985) 1 C.L.R. 250,

Έλληνας v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149,

Αγαπίου v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 396,

Καυκαρής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203,

Κυριακίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 A.A.Δ. 485,

A-G v. Birmingham Post [1998] 4 All E.R. 49,

Fakontis v. Republic (1987) 3 C.L.R. 557,

Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή κατά της απόφασης Δικαστή Aνωτάτου Δικαστηρίου (Nικολάου, Δ.) που δόθηκε στις 5 Mαΐου, 1998 (Aίτηση Aρ. 30/98) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης με σκοπό την έκδοση διαταγμάτων Certiorari και Prohibition.

Γ. Κακογιάννης με Χρ. Ραγουζαίου και Μ. Διονυσίου, για τον Eφεσείοντα.

Π. Κληρίδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Ο εφεσείων κατηγορείται ότι επιτέθηκε άσεμνα σε γυναίκα.

Μετά την άρνηση της κατηγορίας και πριν την προσαγωγή μαρτυρίας για την απόδειξή της, ο δικηγόρος του κατηγορουμένου ζήτησε τη διακοπή της δίκης και την απαλλαγή του, λόγω της προκατάληψης που δημιουργήθηκε εναντίον του από σειρά δημοσιευμάτων, τα οποία κατέστησαν αδύνατη τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης [*191]για τη διαπίστωση της ποινικής του ευθύνης. Η προκατάληψη βάρυνε και τον ίδιο το Δικαστή, που, όντας μέλος του κυπριακού κοινού, ήταν, όπως πρέπει να υποτεθεί, και ο ίδιος δέκτης των δυσμενών για τον εφεσείοντα ισχυρισμών, που είδαν το φως της δημοσιότητας στον ημερήσιο τύπο.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα. Επικαλούμενο την Αστυνομία ν. Φάντη και Άλλων (1994) 2 Α.Α.Δ. 160 (απόφαση πλειοψηφίας), διαπίστωσε ότι, στο δικό μας δικαστικό σύστημα, οι επαγγελματίες δικαστές:-

«... δεν είναι δεκτικοί επηρεασμού από οποιεσδήποτε κρίσεις ή σχόλια του κοινωνικού συνόλου ή των μέσων μαζικής επικοινωνίας ή από δημοσιεύματα του τύπου ...»

Το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν παρέλειψε να επικρίνει τα δημοσιεύματα, ως αντινομικά προς τους σκοπούς της δικαιοσύνης, χωρίς αυτό, βέβαια, να έχει οποιεσδήποτε επιπτώσεις στην απόφασή του. 

Ο εφεσείων ζήτησε άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο να υποβάλει αίτηση για την έκδοση ενταλμάτων certiorari και prohibition, προς ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αφενός, και παρεμπόδιση του Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή, που επιλαμβάνεται της υπόθεσης, να συνεχίσει την ακρόασή της, αφετέρου.  Ως έρεισμα και για τις δύο θεραπείες, ο εφεσείων επικαλέστηκε, κατά κύριο λόγο, το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και την αντίστοιχη πρόνοια της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Άρθρο 6(1), (Ν. 39/62), σε συνάρτηση με τα δημοσιεύματα, τα οποία, κατά τον ισχυρισμό του, καθιστούν αδύνατη τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης. 

Το Ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε τη χορήγηση άδειας για την υποβολή οποιουδήποτε από τα δύο αιτήματα.  Οι λόγοι της απόρριψης συνοψίζονται παρακάτω:-

1.  Αντικείμενο της αίτησης ήταν ουσιαστικά η ορθότητα, σε αντιδιαστολή προς τη νομιμότητα, απόφασης, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα αναθεώρησης βάσει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος. Η απόφαση εκδόθηκε στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Το Δικαστήριο δεν υπερέβη και δεν εξετράπη από τα όρια της δικαιοδοσίας του.

Απέκλινε (το Δικαστήριο) από το λόγο της απόφασης του Πογιατζή, Δ., στην In re Ellinas (1989) 1 C.L.R. 106, στην οποία χορηγήθηκε άδεια για την αναζήτηση προνομιακών ενταλμάτων, και της μεταγενέστερης απόφασης του ίδιου Δικαστή, που εκδόθηκε μετά από εξέταση της ουσίας του τεθέντος θέματος (1989) 1 C.L.R. 508, στις οποίες θεωρήθηκε παραδεκτή η προκαταρκτική θεώρηση της δυνατότητας διεξαγωγής δίκαιης δίκης, για να διαπιστωθεί αν το χρονικό διάστημα, που διέρρευσε από την έναρξη των ανακρίσεων μέχρι τη δίκη, ήταν έξω από τα συνταγματικά θέσμια του εύλογου χρόνου*.

2.  Η πείρα, η γνώση και η αίσθηση του καθήκοντος του δικαστή τον θωρακίζει, στο πλαίσιο του νομικού μας συστήματος, έναντι κάθε μορφής προκατάληψης, που θα μπορούσε να δημιουργήσουν δημοσιεύματα στον τύπο. Το ζήτημα θεωρήθηκε λελυμένο από την απόφαση στη Φάντη, (ανωτέρω).

Αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην άσκηση της πρωτογενούς του δικαιοδοσίας, δε δημιουργούν νομολογιακή δέσμευση σε ομοβάθμια δικαστήρια και μπορεί το δικαστήριο να αποστεί από το λόγο τους, εφόσον διαπιστώνεται ότι εδράζονται σε εσφαλμένη αρχή δικαίου - (βλ., μεταξύ άλλων, Frangos & Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 53). 

Ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα και των δύο σκελών της απόφασης.  Η αμφισβήτηση του παραδεκτού της αναθεώρησης της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, μέσω των δύο ενταλμάτων, επεκτείνεται και στο παραδεκτό της εκδίκασης από τον ίδιο το Δικαστή, του οποίου ζητείται η εξαίρεση, ενστάσεων στη συμμετοχή του στη δίκη.  Κατά τον εφεσείοντα, η συγκρότηση του εκδικάζοντος ποινική υπόθεση δικαστηρίου και οποιαδήποτε απόφαση σχετίζεται μ’ αυτή, υπόκειται σε αναθεώρηση, βάσει του Άρθρου 155.4, μέσω του ενταλμάτος certiorari,  και η ανάληψη δικαιοδοσίας μπορεί να απαγορευθεί με ένταλμα prohibition.

Και ο δεύτερος λόγος, για τον οποίο απορρίφθηκε η αίτηση, είναι εσφαλμένος, σύμφωνα με τον εφεσείοντα.  Κατ’ αρχήν, υποστήριξε ότι η Φάντη διακρίνεται από την παρούσα υπόθεση.  Το διαχωριστικό στοιχείο εντοπίζεται στο στάδιο που υποβλήθηκε και εξετάστηκε η ένσταση στη συγκρότηση του Δικαστηρίου στις δυο υποθέσεις.  Στη Φάντη, η ένσταση ηγέρθη πριν, ενώ, στην προ[*193]κείμενη περίπτωση, μετά την απάντηση του κατηγορουμένου στην κατηγορία.

Εξαρχής, μπορεί να διαπιστώσουμε ότι ο λόγος της Φάντη δε συναρτάται με το στάδιο στο οποίο εγείρεται ένσταση στη συγκρότηση του δικαστηρίου, αλλά με το παραδεκτό εξέτασης ενστάσεων, που ανάγονται στην τήρηση των εχέγγυων δίκαιης δίκης, έξω από τη δίκη και ανεξάρτητα από την ετυμηγορία του δικαστηρίου.  Ο διαχωρισμός, που έχει επιχειρηθεί, δεν ευρίσκει έρεισμα στο λόγο της Φάντη.  Είναι αδιάφορο για την αρχή που υιοθετεί, αν ενστάσεις στη δυνατότητα διεξαγωγής δίκαιης δίκης εγείρονται πριν ή μετά την απάντηση στην κατηγορία.

Εάν δε χωρεί διάκριση, ο λόγος της Φάντη πρέπει να ανατραπεί, εισηγήθηκε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, με το δικαιολογητικό ότι η αρχή, την οποία ενσωματώνει, αντίκειται προς την ορθή αρχή δικαίου, όπως αντανακλάται σε αγγλικές και κυπριακές αποφάσεις.

Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την εκκαλούμενη απόφαση ως ορθή σε όλα της τα σημεία.  Με έρεισμα την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232, υπέβαλαν ότι η τήρηση των εχέγγυων της δίκαιης δίκης κρίνεται υπό το πρίσμα της δίκης και όχι έξω από αυτή. 

Εξαρχής, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το αίτημα, το οποίο τέθηκε, δεν αφορούσε, αφ’ εαυτού, την εξαίρεση του Δικαστή, αλλά το αδύνατο διεξαγωγής δίκαιης δίκης, ενόψει των εμπρηστικών δημοσιευμάτων. Όπως ερμηνεύεται το αίτημα, το κοινωνικό περιβάλλον μολύνθηκε τόσο, ώστε να  καθίσταται αδύνατη η διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Τα δημοσιεύματα, όπως προκύπτει από την εισήγηση που έγινε, εξαφάνισαν το υπόβαθρο για δίκαιη δίκη. Δεν ταυτίστηκε το αίτημα ειδικά με το άτομο του Δικαστή. Όπως διευκρίνισε ενώπιόν μας ο κ. Κακογιάννης, το κλίμα που δημιουργήθηκε καθιστούσε αδύνατη τη δίκη του εφεσείοντα από αμερόληπτο δικαστήριο.  Κάτω από αυτό το φακό ορώμενο το αίτημα, ήταν αποπροσωποποιημένο, με καθαρά αντικειμενικές παραμέτρους. 

Το θέμα, το οποίο εγείρεται, συμπλέκεται άμεσα με την τήρηση των εχέγγυων της δίκαιης δίκης, το στάδιο στο οποίο μπορεί να γίνουν διαπιστώσεις γι’ αυτό και το πλαίσιο στο οποίο αποφασίζονται. 

Η απόφαση στη Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2), (ανωτέρω), ορίζει [*194]ότι τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη συναρτώνται με τη διεξαγωγή της δίκης.  Η δίκη είναι το μέσο για τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου. Η τήρηση των εχέγγυων της δίκαιης δίκης συσχετίζεται με αυτή τούτη τη δίκη.  Εάν η δίκη δεν υπήρξε δίκαιη, τότε ακυρώνεται.  Η δίκη καθίσταται άδικη, εάν η ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου διαπιστωθεί έξω από τα θέσμια της δίκαιης δίκης ή κατ’ αντίθεση προς τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, που εξασφαλίζονται από τα Άρθρα 12.5 και 30.3 του Συντάγματος.  Η τήρηση των εχέγγυων της δίκαιης δίκης κρίνεται στο πλαίσιο της δίκης και υπό το φως του αποτελέσματός της.  Καθοριστική για τα δικαιώματα του διαδίκου, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων τα οποία διασφαλίζονται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, μπορεί να είναι μόνο τελική απόφαση του δικαστηρίου, προσδιοριστική της ποινικής του ευθύνης - (βλ. Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442· Καρατζαφέρης (1993) 1 Α.Α.Δ. 607· Ρωτή ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 246).

Και στην Αγγλία, όπως διαφαίνεται από τις αποφάσεις, στις οποίες έγινε αναφορά, η τήρηση των θεμελιωδών κανόνων απονομής της δικαιοσύνης και των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, που συναρτώνται με αυτή, κρίνεται υπό το φως της δίκης και των αποτελεσμάτων της και όχι έξω από αυτά.  Χαρακτηριστικές της προσέγγισης των αγγλικών δικαστηρίων στο θέμα είναι οι αποφάσεις R. v. Inner West London Coroner [1994] 4 All E.R. 139 και R. v. Mulvihill [1990] 1 All ER 436.  Τα αποσπάσματα, που ακολουθούν, αποτελούν περικοπές από κάθε μια από τις δύο αποφάσεις και χαρακτηρίζουν την αντιμετώπιση του θέματος που εξετάζεται από τα αγγλικά δικαστήρια:-

R. v. Inner West London Coroner, (σελ. 151):

“(4)  The question upon which the court must reach its own factual conclusion is this:  is there a real danger of injustice having occurred as a result of bias?”

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:

«(4)  Το ερώτημα, ως προς το οποίο το δικαστήριο πρέπει να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα γεγονότων, είναι το ακόλουθο: υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να έχει γίνει αδικία ως αποτέλεσμα προκατάληψης;»)

R. v. Mulvihill, (σελ. 441):

“The question, therefore, which we have to decide is whether a reasonable and fair-minded person sitting in the Central Criminal [*195]Court during that four-week trial, and knowing that the judge held 1,650 shares in one of the banks which the appellant was said to have robbed, would have a reasonable suspicion that a fair trial was not possible.”

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:

«Το ερώτημα, επομένως, το οποίο πρέπει να αποφασίσουμε, είναι κατά πόσο λογικό και δικαιόφρον πρόσωπο, παρακολουθόν τη δίκη στο Κεντρικό Ποινικό Δικαστήριο, κατά τη διάρκεια των τεσσάρων εβδομάδων της διεξαγωγής της, και γνωρίζοντας ότι ο δικαστής κατείχε 1,650 μετοχές σε μια από τις τράπεζες, την οποία ο εφεσείων ελέχθη ότι είχε ληστεύσει, θα είχε εύλογη υποψία ότι δίκαιη δίκη δεν ήταν δυνατή.»)

Η διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του διαδίκου και, γενικά, η εξασφάλιση δίκαιης δίκης αποτελεί καθήκον του δικαστή ο οποίος επιλαμβάνεται της υπόθεσης. Αυτός είναι ο δικαστής, στον οποίο παραπέμπεται η υπόθεση προς εκδίκαση, στο πλαίσιο της απρόσωπης κατανομής της δικαστικής εργασίας. Μετά την ανάθεση της υπόθεσης, αυτός καθίσταται ο φυσικός δικαστής για την εκδίκασή της, όπως είχαμε την ευκαιρία να εξηγήσουμε στη Makrides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 304, νοουμένου πάντα ότι η υπόθεση ανάγεται στη δικαιοδοσία του. 

Τα στοιχεία, τα οποία προσδιορίζουν την Ποινική Δικαιοδοσία του δικαστηρίου, εξηγούνται στην Rbeiz (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 776.  Η Ποινική Δικαιδοσία προσδιορίζεται από τις διατάξεις του Άρθρου 24(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60), και στοιχειοθετείται από την κατηγορία, η οποία προσάπτεται εναντίον του κατηγορουμένου, με το συνοπτικό τρόπο που προβλέπει το Άρθρο 39 του ΚΕΦ. 155 - (βλ., επίσης, Smith v. Paphos Stone Estates (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 499· Μαγκάκης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068 και Χαραλάμπους κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 828).

Σε σειρά αποφάσεων, έχει κριθεί ότι η διαπίστωση των εχέγγυων της δίκαιης δίκης, περιλαμβανομένου και του αμερόληπτου του δικαστηρίου σε σχέση με φαινομενική προκατάληψη (apparent bias), αποφασίζονται από το δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται της υπόθεσης. 

Το ίδιο το Εφετείο, στο οποίο ανατέθηκε προς εκδίκαση η έφεση στη Hadjicosta v. Anastassiades (1982) 1 C.L.R. 296, αποφάσισε ένσταση στη συμμετοχή ενός των μελών του:- (σελ. 299)

[*196]“On the other hand, to accede to applications for the exclusion of judges from participation in any given case, in the absence of proper justification, would undermine the impersonal process whereby the composition of the Court is pre-determined, a very consequential matter for the proper administration of justice.”

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:

«Από την άλλη, αποδοχή αιτήσεων για τον αποκλεισμό δικαστών από τη συμμετοχή τους στην εκδίκαση οποιασδήποτε συγκεκριμένης υπόθεσης, στην απουσία βάσιμων λόγων, θα υπονόμευε τον απρόσωπο προκαθορισμό της σύνθεσης του Δικαστηρίου, παράγοντας μείζονος σημασίας για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.»)

Ανάλογη υπήρξε η θέση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε δύο πρωτόδικες αποφάσεις, στις Razis and Another v. Republic (1983) 3 C.L.R. 309 και Makrides v. Republic, (ανωτέρω).

Η απόφαση Economides and Another v. Police (1983) 2 C.L.R. 301, άπτεται άμεσα του θέματος που εκδικάζουμε. Αποφασίστηκε ότι ενστάσεις στην εκδίκαση υπόθεσης από δικαστή ενώπιον του οποίου άγεται, λόγω φαινομενικής προκατάληψης, εξετάζονται από τον ίδιο.  Οποιαδήποτε απόφαση επί του θέματος μπορεί να αναθεωρηθεί στο πλαίσιο έφεσης εναντίον της τελικής απόφασης του δικαστηρίου ή, αν δεν παρέχεται αυτή η δυνατότητα, μέσω των προνομιακών ενταλμάτων. Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστηρίου έχει ως ακολούθως:- (σελ. 310)

“We are of the opinion that an objection which in accordance with authority, Vrakas case (supra) has to be taken at the earliest moment in the proceedings where bias is alleged, has to be decided by the Judge concerned.  His decision always being subject to judicial review by appeal or by means of prerogative writs where no appeal lies from his final decision in the proceedings in which the question of bias was raised.”

(Η απόφαση του Εφετείου δόθηκε από τον Α. Λοΐζου, Δ., όπως ήταν τότε.)

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:

«Είμαστε της γνώμης ότι η ένσταση, η οποία, σύμφωνα με την αυθεντία Vrakas (ανωτέρω), πρέπει να εγερθεί το ενωρίτερο όπου υφίσταται ισχυρισμός προκατάληψης, πρέπει να αποφασιστεί από τον επηρεαζόμενο Δικαστή. Η απόφασή του υπό[*197]κειται πάντα σε δικαστικό έλεγχο, μέσω εφέσεως ή μέσω προνομιακών ενταλμάτων, όπου δεν παρέχεται δικαίωμα έφεσης από την τελική απόφαση στη διαδικασία στην οποία τέθηκε θέμα προκατάληψης.»)

(Βλ., επίσης, Pantelis Vrakas and Another v. The Republic (1973) 2 C.L.R. 139.)

Η δήλωση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Pres. of Republic v. House of R/tatives (1985) 3 C.L.R. 1501, 1504-1505, ενσωματώνει τις αρχές, τις οποίες έχουμε εκθέσει, και ορίζει πότε εξετάζονται θέματα εξαίρεσης δικαστή και από ποίον:-

“‘Σύμφωνα με τις σχετικές συνταγματικές και νομοθετικές πρόνοιες το Ανώτατο Δικαστήριο απαρτίζεται από τα Μέλη του.  Δικαστές που κωλύονται να παρακαθήσουν ή για προσωπικούς λόγους κρίνουν οι ίδιοι ότι δεν ενδείκνυται να συμμετάσχουν στην εκδίκαση συγκεκριμένης υποθέσεως, εξαιρούνται της συνθέσεως του Δικαστηρίου.

Θέμα συνθέσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξετάζεται δικαστικά από το Ανώτατο Δικαστήριο μόνο όταν αυτό εγερθεί από τους διαδίκους.  Για τον λόγο αυτό δεν εγείρεται θέμα συνθέσεως του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση δεδομένου ότι η ένσταση για τη συμμετοχή του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει αποσυρθεί.’”.

Δεν παραγνωρίζουμε την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Γενικός Εισαγγελέας (1998) 1 A.A.Δ. 1718 (απόφαση πλειοψηφίας), στην οποία θεωρήθηκε παραδεκτή η αναθεώρηση, μέσω εντάλματος certiorari, διαταγής του Δικαστηρίου προς τις Διωχτικές Αρχές, όπως παραδώσουν στους δικηγόρους του κατηγορουμένου αριθμό εγγράφων, που κρίθηκαν αναγκαία για την ετοιμασία της υπεράσπισης. Δε θεωρούμε αναγκαίο να επεκταθούμε στο λόγο της ή στο βάθρο που την στοιχειοθετεί.  Αποκλειστικό λόγο για την αναθεώρηση και την επακόλουθη ακύρωση με ένταλμα certiorari απόφασης του Κακουργιοδικείου, για την παράδοση εγγράφων στην υπεράσπιση, αποτέλεσε η έλλειψη δικαιοδοσίας για την έκδοση του αμφισβητηθέντος διατάγματος. Επαναβεβαίωσε, παράλληλα, (το Δικαστήριο), την αρχή της Ford, τονίζοντας ότι «η έννοια της δίκαιης δίκης συναρτάται με την διεξαγωγή της». 

Το συμπέρασμα, το οποίο προκύπτει, είναι τούτο:  Η τήρηση των εχέγγυων της δίκαιης δίκης εντάσσεται στη δικαιοδοσία και αποτελεί μέριμνα του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της υπόθεσης. Αποφάσεις που ανάγονται στη διασφάλιση δίκαιης δίκης εντάσσονται στη δικαιοδοσία του.  Δε χωρεί αναθεώρησή τους για έλλειψη δικαιοδοσίας· ούτε είναι παραδεκτή η παρεμπόδιση του δικαστηρίου να διεξαγάγει τη δίκη.

Οι πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην In re Ellinas, (ανωτέρω), δεν μπορεί να συμβιβαστούν, αλλά, αντίθετα, συγκρούονται με τη θέση αυτή. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επί του προκειμένου, είναι ορθή.

Ό,τι επιδιώχθηκε από τον εφεσείοντα, σ’ αυτή την υπόθεση, είναι η αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, μέσω εντάλματος certiorari, δυνατότητα η οποία δεν παρέχεται, όπως σωστά διαπίστωσε ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου που επελήφθη της αίτησης. Παρέθεσε το απόσπασμα από την Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, (απόφαση Ολομέλειας), που παρατίθεται πιο κάτω, καθοδηγητικό ως προς τη διαπίστωση των ορίων της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να προβεί σε αναθεώρηση δικαστικής απόφασης, μέσω των ενταλμάτων certiorari και prohibition:- (σελ. 701)

«Η εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος certiorari, όπως την αναγνώρισε τελικά η σύγχρονη αγγλική νομολογία, παρέχει δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο - όχι όμως αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου - με προοπτική την επέμβαση, είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του ‘πρακτικού’ της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας.»

Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250, αντανακλά την εμβέλεια του εντάλματος certiorari και τα πλαίσια μέσα στα οποία μπορεί να αναθεωρηθεί απόφαση, κατ’ επίκλησή του:-  (σελ. 259)

“Certiorari lies primarily to ensure that an inferior Court operates within the bounds of its jurisdiction and observes fundamental rules of Law.* In answering the plea relevant to jurisdiction, the test is whether the order made was within the [*199]jurisdiction of the Court that issued it. The absence of competence, if any, must be apparent on the record of the proceedings, as well as the illegality, manifest, as alleged. The process is intended to subject to scrutiny the assumption of jurisdiction and the legality of the order made, as opposed to its correctness.”

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:

«Το certiorari παρέχεται, κατά κύριο λόγο, για να διασφαλίσει ότι κατώτερο Δικαστήριο λειτουργεί μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του και σύμφωνα με τους θεμελιώδεις κανόνες του Δικαίου.  Απαντώντας στην εισήγηση σχετικά με τη δικαιοδοσία, το κριτήριο είναι κατά πόσο η υπό αναθεώρηση διαταγή ήταν εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, το οποίο την εξέδωσε. Η απουσία αρμοδιότητας, εάν υπάρχει, πρέπει να καταφαίνεται από το πρακτικό της διαδικασίας, καθώς και η παρανομία να είναι έκδηλη, όπως υποστηρίχθηκε. Η διαδικασία σκοπεί να θέσει υπό έλεγχο την ανάληψη δικαιοδοσίας και τη νομιμότητα της διαταγής η οποία έγινε, σε αντίθεση με την ορθότητά της.»)

Εφόσον δεν ήταν νομικά εφικτή η αναθεώρηση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, διότι η απόφαση εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, ορθά κρίθηκε ότι η αίτηση απέληγε σε αίτημα για θεώρηση της ορθότητάς της, που δεν μπορούσε να γίνει παραδεκτό.  Γι’ αυτό, η έφεση θα απορριφθεί.  

Δεν μπορεί, όμως, να μη σχολιάσουμε την παράλειψη, που έχει σημειωθεί στην εξέταση παραπόνων, που έχουν υποβληθεί από τον εφεσείοντα στις Εισαγγελικές και Αστυνομικές Αρχές, αναφορικά με συγκεκριμένα δημοσιεύματα, τα οποία, κατ’ ισχυρισμό, συνιστούν περιφρόνηση του δικαστηρίου. Η σημασία της προστασίας του ίδιου του κατηγορούμενου από τον προπηλακισμό αλλά και του πεδίου της δίκης τονίστηκε εμφαντικά στις Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 396 και Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203

Πρέπει να υποδείξουμε ότι η περιφρούρηση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη επιβάλλει τον αποκλεισμό κάθε μορφής προπηλακισμού και άσκησης πιέσεων στον κατηγορούμενο, που εξουδετερώνουν την ελευθερία του να προβάλει απερίσπαστα την υπεράσπισή του ενώπιον του δικαστηρίου.  Ο αποκλεισμός του προπηλακισμού του κατηγορουμένου είναι αλληλένδετος με την ελευθε[*200]ρία του, γενικά, να υπερασπίζεται την αθωότητά του στο δικαστήριο.  Ο προπηλακισμός, κατ’ επίκληση του δικαιώματος πληροφόρησης, τείνει να καταστήσει κριτές της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου για την κατηγορία που του προσάπτεται άλλους από τη Δικαιοσύνη. Όπως υποδείξαμε στην Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 A.A.Δ. 485, αποκλειστικός κριτής της ποινικής ευθύνης προσώπου για τη διάπραξη εγκλήματος και των αστικών του δικαιωμάτων είναι η Δικαστική Εξουσία. 

Το αδίκημα της καταφρόνησης του δικαστηρίου δε συναρτάται με τον επηρεασμό της δίκης, αφ’ εαυτού, όπως διαπιστώθηκε πολύ πρόσφατα στην A-G v. Birmingham Post [1998] 4 All E.R. 49 (Divisional Court).

Δεν αποκρύπτουμε τη δυσφορία μας για την καθυστέρηση, που φαίνεται να έχει επιδειχθεί στη διερεύνηση παραπόνου, το οποίο υποβλήθηκε στις Εισαγγελικές Αρχές στις 14 Οκτωβρίου, 1998, εναντίον συγκεκριμένου ραδιοτηλεοπτικού σταθμού, για, κατ’ ισχυρισμό, εμπρηστική ανταπόκριση σε σχέση με τον εφεσείοντα.  Στις 9 Νοεμβρίου, 1998, ο Εισαγγελέας κ. Κληρίδης βεβαίωσε τη λήψη της καταγγελίας, πληροφόρησε, όμως, το Δικαστήριο ότι, παρά την παρέλευση ενός σχεδόν μηνός, η διερεύνησή της από τις Aνακριτικές Aρχές δεν είχε συμπληρωθεί.  Πρέπει να υποδείξουμε ότι η περιφρούρηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου βαρύνει όλες τις αρχές της Δημοκρατίας - (βλ. Άρθρο 35 του Συντάγματος και, μεταξύ άλλων, Fakontis v. Republic (1987) 3 C.L.R. 557).  Η εκπλήρωση του καθήκοντος, που επιβάλλεται, περιλαμβάνει και τη διερεύνηση, με την πρέπουσα σπουδή, καταγγελιών για παραβίασή τους. Δεν παραμένουν, όμως, χωρίς θεραπεία άτομα, τα οποία θίγονται άμεσα από πράξεις καταφρόνησης του δικαστηρίου.  Τους παρέχεται η δυνατότητα ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης - (βλ. Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363).

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο