Nicolaou Bros Tourist Enterprises Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 201

(1999) 1 ΑΑΔ 201

[*201]19 Φεβρουαρίου, 1999

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ NICOLAOU BROS TOURIST ENTERPRISES LTD ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 4189/98 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ

ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ

ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ/ Ή PROHIBITION

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ

Π.Ε.Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ κ. Μ. ΦΩΤΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 31.8.1998 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 4189/98 ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ KATERINA TRAVEL & TOURS LTD, ΚΑΙ ΤΩΝ SCAN HOLIDAY TOURS LTD,

(Αίτηση Αρ. 94/98)

 

Προνομιακά Εντάλματα — Certiorari και Prohibition — Συντηρητικό διάταγμα τύπου Mareva με το οποίο εδεσμεύοντο οι τραπεζικοί λογαριασμοί μη διαδίκων — Ακυρώθηκε γιατί λήφθηκε καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας λόγω νομικών σφαλμάτων.

Αποφάσεις και Διατάγματα — Διάταγμα τύπου Mareva — Κατά πόσο είναι δυνατή η έκδοση του εναντίον μη διαδίκων και πότε αυτοί μπορούν να προβούν στη λήψη μέτρων για ακύρωσή του.

Απόδειξη — Βάρος αποδείξεως επιδίκων θεμάτων — Εσφαλμένη προσέγγιση πρωτόδικου Δικαστηρίου — Νομικό σφάλμα — Οδήγησε σε ακύρωση της απόφασης γιατί λήφθηκε καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας.

Πολιτική Δικονομία — Ενδιάμεση αίτηση — Τα γεγονότα που τη θεμελιώνουν πρέπει να αποκαλύπτονται σε ένορκη ή ενόρκους δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση — Υπογραφή ένορκης δήλωσης που υπο[*202]στήριξε την αίτηση, μια μέρα πριν την καταχώρηση της αγωγής και υιοθέτηση της ενόρκως κατά την ακρόαση της αίτησης — Απουσίαζε το αναγκαίο υπόβαθρο γεγονότων για να μπορέσει να επιτύχει.

Πολιτική Δικονομία — Έκδοση προσωρινού διατάγματος τύπου Mareva — Παρέκκλιση από τους Θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας — Εξέταση της εγκυρότητας του διατάγματος με βάση γεγονότα που εσφαλμένα προσκομίστηκαν κατά τη διαδικασία οριστικοποίησης του προσωρινού διατάγματος — Δεν εγείρετο θέμα εφαρμογής της νέας Δ.64 — Ακύρωση του διατάγματος με Certiorari.

Οι ενάγοντες καταχώρησαν αγωγή εναντίον των εναγομένων για αποζημιώσεις για ισχυριζόμενο παράνομο τερματισμό αντιπροσωπείας.

Με μονομερή αίτησή τους οι ενάγοντες ζήτησαν συντηρητικό διάταγμα τύπου Mareva, με το οποίο να απαγορεύεται στους εναγομένους να αποξενώσουν διάφορα χρηματικά ποσά και/ή καταθέσεις τα οποία “κρατούνται από τα ακόλουθα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ως θεματοφύλακες και/ή καταπιστευματοδόχοι”.

Ανάμεσα στα νομικά πρόσωπα που κατονομάζοντο ήταν και οι αιτητές στο όνομα των οποίων βρισκόταν κατατεθειμένο ποσό ΛΚ13.500 στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Παράρτημα Κύπρου.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού χορήγησε το αιτούμενο διάταγμα σε σχέση με τους αιτητές και σε σχέση με 6 άλλα νομικά πρόσωπα (τα Ενδιαφερόμενα Μέρη).

Οι εναγόμενοι και μερικά από τα Ενδιαφερόμενα Μέρη καταχώρησαν ενστάσεις.  Οι αιτητές και ορισμένα άλλα από τα Ενδιαφερόμενα Μέρη δεν καταχώρησαν ένσταση, αλλά δήλωσαν ότι επιφυλάσσουν το δικαίωμα τους να καταχωρήσουν αίτηση για ακύρωση και/ή τροποποίηση του επίδικου διατάγματος.

Το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από ακροαματική διαδικασία ακύρωσε το επίδικο διάταγμα στην έκταση που επηρέαζε τα Ενδιαφερόμενα Μέρη που καταχώρησαν ένσταση και το κατέστησε απόλυτο σε σχέση με τους αιτητές και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη τα οποία δεν καταχώρησαν ένσταση.

Με την παρούσα αίτηση, οι αιτητές, επιδιώκουν την έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Prohibition για ακύρωση του διατάγματος.  Ισχυρίσθηκαν ότι το επίδικο διάταγμα:

[*203]α)      εκδόθηκε εις βάρος τους χωρίς αυτοί να είναι διάδικοι στην αγωγή μεταξύ εναγόντων και εναγομένων,

β) τους προκαλεί σύγχιση αναφορικά με την υποχρέωση τους για συμμόρφωση, επειδή δεν είναι οι ίδιοι αλλά οι εναγόμενοι που διατάσσονται να μη αποξενώσουν τα χρήματα,

γ)  εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας αφού δεν δόθηκε μαρτυρία ότι το ποσό των ΛΚ13.500 εκρατείτο από τους αιτητές για λογαριασμό των εναγομένων.

Οι αιτητές ισχυρίσθηκαν επίσης ότι η διαπίστωση του δικαστηρίου ότι η νέα Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, μπορεί να θεραπεύσει το γεγονός “της όρκισης της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση μια μέρα πριν την καταχώρηση της αγωγής, παρά το γεγονός ότι δεν έγινε επανόρκιση πριν την έκδοση του επίδικου διατάγματος”, είναι εσφαλμένη.  Τέλος οι αιτητές ισχυρίσθηκαν ότι στερήθηκαν του δικαιώματος να ακουστούν κατά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Είναι δυνατή η έκδοση διατάγματος τύπου Mareva και εναντίον τρίτου προσώπου το οποίο δεν κατονομάζεται στην αγωγή.

2.  Σύμφωνα με τις σχετικές αυθεντίες η νομική θέση για συμμόρφωση, έχει διευκρινισθεί πλήρως και δεν εγείρεται θέμα σύγχισης.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει τον ισχυρισμό των εναγομένων ότι τα χρήματα ανήκουν στα Ενδιαφερόμενα Μέρη και όχι στους ίδιους.

     Το ζήτημα της ιδιοκτησίας των επίδικων ποσών είχε καταστεί επίδικο θέμα.  Οι μεν ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι όλα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη τα κρατούσαν ως θεματοφύλακες των εναγομένων, οι δε τελευταίοι ισχυρίσθηκαν ότι τα επίδικα χρήματα ανήκουν στα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

     Η μαρτυρία των εναγομένων – ότι τα χρήματα δεν τους ανήκουν αλλά ανήκουν στα Ενδιαφερόμενα Μέρη – οδήγησε στη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι ενάγοντες δεν απέσεισαν το βάρος να αποδείξουν τους αμφισβητούμενους από τους εναγομένους ισχυρισμούς τους σε σχέση με το ποιοί ήταν οι ιδιοκτήτες των επίδικων ποσών.  Αυτοί οι ισχυρισμοί των εναγομένων έφεραν αποτέλεσμα μόνο σε σχέση με τα Ενδιαφερόμενη Μέρη που έφεραν ένσταση.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο περιόρισε τις συνέ[*204]πειες από τη μη απόσειση του σχετικού βάρους απόδειξης σε ότι αφορά μόνο τα Ενδιαφερόμενα Μέρη που έφεραν ένσταση.

     Η προσέγγιση του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη ως προς το νομικό ζήτημα που σχετίζεται με την απόδειξη ενός επιδίκου θέματος.  Το επίδικο θέμα της ιδιοκτησίας των χρημάτων μπορούσε να αποδειχθεί και από τη μαρτυρία των εναγομένων.  Μαρτυρία που σχετίζεται με ένα επίδικο θέμα δεν είναι ανάγκη να εισάγεται από τον άμεσα ενδιαφερόμενο διάδικο.  Το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει κατά πόσο ο διάδικος ο οποίος φέρει το βάρος αποδείξεως ενός επιδίκου θέματος, το έχει αποσείσει.  Η εξέταση του θέματος αυτού γίνεται με βάση όλη τη μαρτυρία και δεν έχει σχέση η προέλευση της.  Ακολουθεί πως δεν ήταν απαραίτητη η προσαγωγή μαρτυρίας από όλα τα Ενδιαφερόμενη Μέρη – εδώ από τους αιτητές – σε σχέση με το επίδικο θέμα της ιδιοκτησίας των χρημάτων.  Η απόφαση του Δικαστηρίου θεμελιώθηκε πάνω σε νομικό σφάλμα και υπόκειται σε ακύρωση γιατί λήφθηκε καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας.

4.  Στην παρούσα περίπτωση δεν εγείρεται θέμα εφαρμογής της νέας Δ.64, αλλά θέμα εξέτασης της εγκυρότητας διατάγματος με βάση γεγονότα που – εσφαλμένα – προσκομίστηκαν κατά τη διαδικασία οριστικοποίησης του προσωρινού διατάγματος.  Το επίδικο διάταγμα ακυρώνεται και για το λόγο υπέρβασης δικαιοδοσίας λόγω νομικού σφάλματος.

5.  Στην κρινόμενη περίπτωση, το Δικαστήριο έδωσε την ευκαιρία στους αιτητές να ακουστούν.  Μάλιστα μερικά από τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, τα οποία βρίσκονται ακριβώς στην ίδια θέση με τους αιτητές, ακούστηκαν.  Στην περίπτωση έκδοσης διατάγματος τύπου Mareva οι αιτητές μπορούν να αποταθούν στο Δικαστήριο για ακύρωση του μετά από την καταχώρηση αίτησης για συνένωση τους ως διαδίκων.  Το διαφορετικό λεκτικό της δικής μας Δ.9 θ.10 από εκείνο της αντίστοιχης αγγλικής πρόνοιας δεν διαφοροποιεί την κατάσταση.

Η αίτηση επιτράπηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

SCF v. Masri [1985] 1 W.L.R 876,

Stavros Hotel Appartments κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 836,

[*205]Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323,

Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd (1996) 1 A.A.Δ. 597,

Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ κ.α. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453,

Ridge v. Baldwin a.ο. [1963] 1 All E.R. 66,

Heli-Air (Egypt) J.S.C. v. Drescher a.o. (1988) 1 C.L.R. 234.

Aίτηση.

Aίτηση με την οποία οι αιτητές ζητούν την έκδοση διατάγματος Certiorari για ακύρωση ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσου και Prohibition για απαγόρευση λήψης οποιωνδήποτε μέτρων εκτέλεσης της πιο πάνω απόφασης.

Κ. Κακουλλή για Γ. Κακογιάννη, για τους Aιτητές.

Χρ. Πουργουρίδης, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

KAΛΛHΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση οι αιτητές ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:

“Α. Έκδοση διατάγματος Certiorari για τη μεταφορά και παρουσίαση στο Ανώτατο Δικαστήριο όλων των σχετικών πρακτικών της διαδικασίας μέχρι την έκδοση της απόφασης και/ή διατάγματος της 31.8.1998 στην ενδιάμεση αίτηση των Εναγόντων στην Αγωγή Αρ. 7189/98 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Π.Ε. Δικαστή Μ. Φωτίου) προς το σκοπό της ακύρωσης της εν λόγω ενδιάμεσης απόφασης και/ή διατάγματος του εν λόγω Δικαστηρίου με το οποίο διατάσσονται οι Εναγόμενοι να μην αποξενώσουν Λ.Κ.13,500 εκ του λογαριασμού των Αιτητών στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας με αρ. 0540-33809505.

Β.  Έκδοση διατάγματος Prohibition που να απαγορεύει τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων εκτέλεσης και/ή εφαρμογής του διατάγματος και/ή μέτρων για τη συμμόρφωση των αιτητών και/ή των υπηρετών ή αντιπροσώπων τους στο πιο πάνω διάταγμα της 31.8.1998.”

[*206]Παραθέτω τα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με την αίτηση.  Τα μεταφέρω από την απόφαση μου ημερ. 29.9.98 με την οποία είχε χορηγηθεί άδεια για την καταχώριση της παρούσας αίτησης:

Στις 28.5.98 η Katerina Travel & Tours Ltd από τη Λεμεσό (“οι ενάγοντες”) καταχώρισαν την αγωγή με αρ. 7189/98 εναντίον των Scan Holidays Tours Ltd από την Αγγλία (“οι εναγόμενοι”) με την οποία ζητούσαν αποζημιώσεις για ισχυριζόμενο παράνομο τερματισμό αντιπροσωπείας.

Με μονομερή αίτηση τους της ίδιας ημερομηνίας οι ενάγοντες ζήτησαν συντηρητικό διάταγμα τύπου Mareva με το οποίο να απογορεύεται στους εναγομένους να αποξενώσουν διάφορα ποσά και/ή καταθέσεις τα οποία “κρατούνται από τα ακόλουθα φυσικά και/ή νομικά πρόσωπα, ως θεματοφύλακες και/ή καταπιστευματοδόχοι”.

Ανάμεσα στα νομικά πρόσωπα που κατονομάζονται πιο πάνω ήταν και η Nicolaou Bros Tourist Enterprises Ltd (“οι αιτητές”), ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου AJAX στη Λεμεσό, στο όνομα των οποίων βρισκόταν κατατεθειμένο ποσό Λ.Κ.13,500 στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Παράρτημα Κύπρου.

Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση:

“... τα ποσά που αναφέρονται στην παράγραφο Β της παρούσας Αίτησης είναι κατατεθειμένα επ’ ονόματι των νομικών και/ή φυσικών προσώπων, που επίσης αναφέρονται στην παράγραφο Β της παρούσας Αίτησης, οι οποίοι τα κρατούν ως θεματοφύλακες και/ή καταπιστευματοδόχοι των Εναγομένων.  Τα εν λόγω ποσά αποτελούν καταθέσεις υπό μορφή εγγυήσεων των Εναγομένων προς τα εν λόγω νομικά και/ή φυσικά πρόσωπα, για προκρατήσεις και παροχές άλλων συναφών υπηρεσιών. Οι συμφωνίες που αναλήφθησαν μεταξύ των εναγομένων και των εν λόγω νομικών και/ή φυσικών προσώπων προνοούν ρητά ότι τα εν λόγω ποσά δύνανται να επιστραφούν στους εναγομένους όταν η προθεσμία των προκρατήσεων λήξει.”

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (“το πρωτόδικο Δικαστήριο”) με απόφαση του ημερ. 1.6.98 χορήγησε το αιτούμενο διάταγμα (“το επίδικο διάταγμα”) σε σχέση με τους αιτητές και σε σχέση με 6 άλλα νομικά πρόσωπα (“τα Ενδιαφερόμενα Μέρη”). Το επίδικο διάταγμα ήταν επιστρεπτέο στις 19.6.98. 

[*207]Τόσο οι εναγόμενοι όσο και μερικά από τα Ε.Μ. καταχώρισαν γραπτές ενστάσεις.  Τα Ε.Μ., που καταχώρισαν ενστάσεις, αρνήθηκαν ότι υπάρχουν χρήματα που κρατούνται για λογαριασμό των εναγομένων.

      

Οι αιτητές και ορισμένα άλλα από τα Ε.Μ. δεν καταχώρισαν ένσταση.  Δήλωσαν ότι “επιφυλάσσουν το δικαίωμα να καταχωρήσουν αίτηση για ακύρωση και/ή τροποποίηση” του επίδικου διατάγματος.

Το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από ακροαματική διαδικασία ακύρωσε το επίδικο διάταγμα στην έκταση που επηρέαζε τα Ε.Μ. που είχαν καταχωρίσει ένσταση.  Το κατέστησε απόλυτο σε σχέση με τους αιτητές και τα άλλα Ε.Μ. τα οποία δεν καταχώρισαν ένσταση.  Παραθέτω το σχετικό μέρος από την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου:

“Ενόψει όλων των πιο πάνω και παρόλον ότι από τα γεγονότα που έχουν τεθεί ενώπιον μου φαίνεται να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος όσον αφορά τους ενάγοντες και εναγομένους είμαι της γνώμης ότι το διάταγμα αυτό δεν πρέπει να επιτραπεί να συνεχίσει στην έκταση που επηρεάζει αθώους τρίτους και εννοώ τα ενδιαφερόμενα μέρη που έφεραν ένσταση.  Για τα ενδιαφερόμενα μέρη που δεν καταχώρισαν ένσταση και δεν πήραν μέρος στη διαδικασία θα θεωρήσω (παρά την δήλωση τους ότι επιφυλάσσουν το δικαίωμα να καταχωρήσουν αίτηση για ακύρωση και/ή τροποποίηση του διατάγματος) ότι δέχονται ότι υπάρχουν τα εν λόγω χρήματα και κρατούνται για λογαριασμό των εναγομένων και έτσι το προσωρινό διάταγμα θα παραμείνει σε ισχύ.”

           

Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης οι αιτητές ισχυρίσθηκαν ότι η προσβαλλόμενη  απόφαση και/ή διάταγμα εκδόθηκε σε βάρος τους και ”δέσμευε Λ.Κ.13.500 που βρίσκονται σε λογαριασμό τους χωρίς να υπάρχει εναντίον τους οποιαδήποτε αγωγή ή απαίτηση και χωρίς αυτοί να είναι διάδικοι στην αγωγή μεταξύ των εναγόντων και των εναγομένων”.

Το επίδικο διάταγμα είναι γνωστό σαν διάταγμα τύπου “Mareva”. Προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

Κατά πόσο διάταγμα τύπου Mareva μπορεί να εκδοθεί εναντίον προσώπου που δεν κατονομάζεται σαν εναγόμενο στην αγωγή.

[*208]Στο σύγγραμμα “Mareva Injunctions:  Law and Practice” των Steven Gee και G. M. Andrews, σελ. 70, υποδεικνύεται πως  ένα τέτοιο διάταγμα δεν ήταν δυνατό να εκδοθεί στο παρελθόν.  Ωστόσο στην υπόθεση SCF v. Masri [1985] 1 W.L.R. 876 υιοθετήθηκε η πρακτική της έκδοσης διατάγματος τύπου Mareva σε σχέση με κεφάλαια που κρατούνται από τον εναγόμενο ή από πρόσωπο το οποίο δεν είναι ο ιδιοκτήτης τους (“nominee”).  Εξέταση της υπόθεσης Masri (πιο πάνω) αποκαλύπτει ότι πράγματι έχει διαμορφώσει την αρχή η οποία αναφέρεται στο πιο πάνω σύγγραμμα.  Ακολουθεί πως είναι δυνατή η έκδοση διατάγματος και εναντίον τρίτου προσώπου το οποίο δεν κατονομάζεται στην αγωγή (βλ. σελ. 884).  Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

Με το δεύτερο λόγο ακύρωσης οι αιτητές ισχυρίσθηκαν ότι το διάταγμα τους προκαλεί σύγχυση αναφορικά με την υποχρέωση τους για συμμόρφωση επειδή δεν διατάσσονται οι ίδιοι αλλά οι εναγόμενοι να μη αποξενώσουν χρήματα από το λογαριασμό τους.  Εντούτοις το οπισθογραφημένο διάταγμα επιδόθηκε στους αιτητές.

Αυτός ο λόγος ακύρωσης εγείρει το θέμα της υποχρέωσης τρίτου προσώπου το οποίο λαμβάνει γνώση της έκδοσης διατάγματος τύπου Mareva να συμμορφωθεί με το διάταγμα. Στο “Mareva Injunctions:  Law and Practice”  (πιο πάνω) το θέμα τίθεται ως εξής (σελ. 71):

“A third party who has been notified of a Mareva injunction is bound to do whatever he reasonably can to preserve the defendand’s assets.  If he assists in their disposal or in any dealings prohibited by the count order, he will be guilty of a contempt of court (Ζ Ltd v. A-Z and AA-LL [1982] QB 558; Searose Ltd v. Seatrain (UK) Ltd [1981] 1 W.L.R. 894, applying the principles in Acrow (Automation) Ltd v. Rex Chainbelt Inc [1971] 1 W.L.R. 1676: see also the comments of Kerr J in Harbottle Ltd v. National Westminster Bank [1978] QB 146, 157)”.

Σε ελληνική μετάφραση:

“Τρίτο μέρος το οποίο έχει ειδοποιηθεί για την έκδοση διατάγματος τύπου Mareva υποχρεούται να κάμει ότι είναι εύλογο να διατηρήσει τα κεφάλαια του εναγομένου.  Αν βοηθήσει στη διάθεση τους ή σε οποιεσδήποτε πράξεις που απαγορεύονται από το διάταγμα του δικαστηρίου θα είναι ένοχος για περιφρόνηση του δικαστηρίου (Z Ltd v. A-Z and AA-LL [1982] QB 558; Searose Ltd v. Seatrain (UK) Ltd [1981] 1 W.L.R. 894, η οποία [*209]εφάρμοσε τις αρχές της Acrow (Automation) Ltd v. Rex Chainbelt Inc [1971] 1 W.L.R. 1676: βλ. επίσης τα σχόλια του Δικαστή Kerr στην Harbottle Ltd v. National Westminster Bank [1978] QB 146, 157)”.

Από την εξέταση των πιο πάνω αυθεντιών καταδεικνύεται πως η νομική θέση, για συμμόρφωση, έχει διευκρινισθεί πλήρως και δεν εγείρεται καθόλου θέμα σύγχισης. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

Με τον τρίτο λόγο ακύρωσης εγείρεται ισχυρισμός υπέρβασης εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο “εξέδωσε απαγορευτικό διάταγμα με το οποίο δεσμεύονται Λ.Κ.13.500 των αιτητών στην απουσία μαρτυρίας ότι τα χρήματα αυτά κρατούνται από τους αιτητές για λογαριασμό των εναγομένων”.

Έρεισμα για τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης αποτέλεσε το μέρος της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο κρίθηκε ότι οι ενάγοντες δεν απέσεισαν το βάρος να αποδείξουν τους αμφισβητούμενους από τους εναγομένους ισχυρισμούς.  Σημειώνεται ότι οι εναγόμενοι αντέκρουσαν (βλ. παραγ. 9 της ένορκης δήλωσης τους) τον ισχυρισμό των εναγόντων ότι τα Ε.Μ. κρατούν τα επίδικα ποσά ως θεματοφύλακες και/ή καταπιστευματοδόχοι των εναγομένων.   Με την ίδια παράγραφο της ένορκης δήλωσης των οι εναγόμενοι πρόβαλαν και τη θέση ότι τα επίδικα ποσά ανήκαν στα Ε.Μ.. Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι ενάγοντες δεν απέσεισαν το βάρος να αποδείξουν τους πιο πάνω - αμφισβητούμενους  - από τους εναγομένους ισχυρισμούς.  Σαν αποτέλεσμα αυτής της διαπίστωσης του έκρινε πως το διάταγμα δεν πρέπει να επιτραπεί να συνεχίσει στην έκταση που επηρεάζει αθώους τρίτους δηλαδή τα Ε.Μ. που έφεραν ένσταση.  Για τα Ε.Μ. που δεν καταχώρισαν ένσταση και δεν πήραν μέρος στη διαδικασία ανέφερε:  “Θα θεωρήσω (παρά τη δήλωση τους ότι επιφυλάσσουν το δικαίωμα να καταχωρήσουν αίτηση για ακύρωση ή τροποποίηση του διατάγματος) ότι δέχονται ότι υπάρχουν τα εν λόγω χρήματα και κρατούνται για  λογαριασμό των εναγομένων και έτσι το προσωρινό διάταγμα θα παραμείνει σε ισχύ”.

Ήταν λοιπόν η θέση των αιτητών ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε εντελώς την αντικρουστική μαρτυρία των εναγομένων που αφορούσε και τους αιτητές και δημιούργησε μαρτυρία εκ του μη όντος - “θα θεωρήσω ότι δέχονται ότι υπάρχουν τα εν λόγω χρήματα και κρατούνται  για λογαριασμό των εναγομένων”.  Η δημιουργία μαρτυρίας - σύμφωνα με την ευπαίδευτη συνήγορο των [*210]αιτητών - “στη βάση αδικαιολόγητων εικασιών και η παραγνώριση της ανυπαρξίας προφορικής μαρτυρίας από πλευράς εναγόντων, ικανή ν’ αποσείσει το βάρος απόδειξης, αποτελεί σαφή υπέρβαση εξουσίας”.

Προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

Κατά πόσο το πρωτόδικο δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει τον πιο πάνω ισχυρισμό των εναγομένων ότι τα χρήματα ανήκουν στα Ε.Μ..  Το ζήτημα έχει επιλυθεί στην Masri (πιο πάνω).  Στη σελ. 884 το θέμα τέθηκε ως εξής:

“Where the defendant asserts that the assets belong to a third party, the court is not obliged to accept that assertion without inquiry, but may do so depending on the circumstances.  The same applies where it is the third party who makes the assertion, on an application to intervene.”

Σε ελληνική μετάφραση:    

“Όπου ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι τα κεφάλαια ανήκουν σε τρίτο πρόσωπο το δικαστήριο δεν υποχρεούται να δεχθεί τον ισχυρισμό χωρίς έρευνα αλλά μπορεί να το κάμει ανάλογα με τις περιστάσεις.  Το ίδιο ισχύει και στις περιπτώσεις όπου ο ισχυρισμός εκείνος προβάλλεται από το τρίτο πρόσωπο σε αίτηση για παρέμβαση.”

Ακολουθεί πως το πρωτόδικο δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει τον σχετικό ισχυρισμό των εναγομένων.

Στην κρινόμενη περίπτωση το ζήτημα της ιδιοκτησίας των επίδικων ποσών είχε καταστεί επίδικο θέμα.  Οι μεν ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι όλα τα Ε.Μ. τα κρατούσαν ως θεματοφύλακες των εναγομένων, οι δε τελευταίοι ισχυρίσθηκαν ότι τα χρήματα - όλα τα επίδικα χρήματα - ανήκαν στα Ε.Μ..

Όπως αναφέρεται πιο πάνω το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι ενάγοντες δεν απέσεισαν το βάρος να αποδείξουν τους αμφισβητούμενους από τους εναγομένους ισχυρισμούς τους σε σχέση με το ποιοί ήταν οι ιδιοκτήτες των επίδικων ποσών.  Αυτό που οδήγησε στη διαπίστωση για τη μη απόσειση του σχετικού βάρους ήταν το γεγονός της αμφισβήτησης των ισχυρισμών των εναγόντων από τους εναγομένους και το γεγονός της προβολής από τους τελευταίους του ισχυρισμού ότι τα ποσά δεν ανήκουν στους [*211]ίδιους αλλά στα Ε.Μ..  Αυτοί οι ισχυρισμοί των εναγομένων έφεραν αποτέλεσμα μόνο σε σχέση με τα Ε.Μ. που έφεραν ένσταση.  

Το πρωτόδικο δικαστήριο περιόρισε τις συνέπειες από τη μη απόσειση του σχετικού βάρους απόδειξης σε ότι αφορά μόνο τα Ε.Μ. που έφεραν ένσταση.  Με άλλα λόγια η πρωτόδικη απόφαση εισάγει την πιο κάτω πρόταση:  Για την απόδειξη ενός επίδικου θέματος πρέπει να παρουσιάζεται μαρτυρία από τον ίδιο τον επηρεαζόμενο διάδικο.  Μαρτυρία από άλλο διάδικο ή διαδίκους επηρεάζει μόνο τα συμφέροντα ή την υπόθεση εκείνου του διαδίκου.   Στον Phipson on Evidence, 13th ed., παραγ. 4-04, το θέμα τίθεται ως πιο κάτω:

“The burden of proof rests upon the party, whether plaintiff or defendant, who substantially asserts the affirmative of the issue.  It is fixed at the beginning of the trial by the state of the pleadings, and it is settled as a question of law, remaining unchanged throughout the trial exactly where the pleadings place it, and never shifting in any circumstances whatever. If, when all the evidence, by whomsoever introduced, is in, the party who has this burden has not discharged it, the decision must be against him.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Το βάρος απόδειξης το φέρει ο διάδικος, είτε ενάγοντας ή εναγόμενος ο οποίος στην ουσία κάμνει ένα θετικό ισχυρισμό σε σχέση με το επίδικο θέμα.  Καθορίζεται στην αρχή της δίκης από το περιεχόμενο των εγγράφων προτάσεων και προσδιορίζεται σαν νομικό ζήτημα, το οποίο παραμένει αναλλοίωτο σε όλη τη διάρκεια της δίκης ακριβώς όπως το θέτουν οι έγγραφες προτάσεις και δεν μετατοπίζεται κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις.  Αν μετά που θα εισαχθεί όλη η μαρτυρία ανεξάρτητα από ποιόν ο διάδικος που φέρει αυτό το βάρος δεν το αποσείσει, η απόφαση πρέπει να είναι εναντίον του.”

Στην κρινόμενη περίπτωση η μαρτυρία των εναγομένων - ότι τα χρήματα δεν τους ανήκουν αλλά ανήκουν στα Ε.Μ. - οδήγησε στη διαπίστωση για τη μη απόσειση του βάρους το οποίο έφεραν οι ενάγοντες.

Εφόσον οι εναγόμενοι ισχυρίσθηκαν ότι τα επίδικα ποσά ανήκουν στα Ε.Μ. - ένα από αυτά ήταν και οι αιτητές - και ο ισχυρισμός αυτός είχε οδηγήσει στη διαπίστωση για τη μη απόσειση του βάρους που έφεραν οι ενάγοντες οι συνέπειες από τη μη απόσειση [*212]του βάρους - ότι τα χρήματα τα κρατούσαν τα Ε.Μ. σαν καταπιστευματοδόχοι ή θεματοφύλακες των εναγομένων - δεν μπορούν να περιορισθούν στα Ε.Μ. που έφεραν ένσταση.  Ανεξάρτητα από την πηγή ή προέλευση μιας μαρτυρίας η οποία σχετίζεται με ένα επίδικο θέμα οι συνέπειες της δεν περιορίζονται μόνο στο διάδικο που την προσφέρει. Αυτό που έχει σημασία είναι κατά πόσο η μαρτυρία είναι σχετική με το επίδικο θέμα. Εδώ κρίθηκε πως ήταν σχετική και οδήγησε στην πιο πάνω διαπίστωση. Έχω λοιπόν την άποψη πως το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε εσφαλμένα το νομικό ζήτημα που σχετίζεται με την απόδειξη ενός επίδικου θέματος.   Το επίδικο θέμα της ιδιοκτησίας των χρημάτων μπορούσε να αποδειχθεί και από τη μαρτυρία των εναγομένων.  Μαρτυρία που σχετίζεται με ένα επίδικο θέμα δεν είναι ανάγκη να εισάγεται από τον άμεσα ενδιαφερόμενο διάδικο.  Όπως υποδεικνύεται στον Phipson (πιο πάνω) αυτό που πρέπει να εξετάσει το δικαστήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος ο οποίος φέρει το βάρος απόδειξης ενός επίδικου θέματος το έχει αποσείσει.  Η εξέταση αυτού του θέματος γίνεται με βάση όλη τη μαρτυρία και δεν έχει σχέση η προέλευση της.  Ακολουθεί πως δεν ήταν απαραίτητη η προσαγωγή μαρτυρίας από όλα τα Ε.Μ. - εδώ από τους αιτητές - σε σχέση με το επίδικο θέμα της ιδιοκτησίας των χρημάτων.

Κατά συνέπεια η πρωτόδικη απόφαση θεμελιώθηκε πάνω σε νομικό σφάλμα.  Ποιές είναι τώρα οι συνέπειες αυτής της εσφαλμένης νομικής προσέγγισης. Σύμφωνα με το Supreme Court Practice 1999, σελ. 906, όπου μια απόφαση θεμελιώνεται πάνω σε εσφαλμένη νομική βάση το δικαστήριο έχει ενεργήσει εκτός της δικαιοδοσίας του και η απόφαση του υπόκεται σε ακύρωση.  Έπεται πως η επίδικη απόφαση πρέπει  να ακυρωθεί γιατί λήφθηκε καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας.  Αναφορικά με τη θέση των καθ’ ων η αίτηση για την ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου σύμφωνα με το Supreme Court Practice (πιο πάνω), σελ. 906, όπου το πρωτόδικο δικαστήριο έχει ενεργήσει έξω από τη δικαιοδοσία του, η δικαστική αναθεώρηση (judicial review) αποτελεί τη σωστή θεραπεία.

Ο τέταρτος λόγος ακύρωσης αναφέρεται στην κρίση του Δικαστηρίου ότι η  νέα Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών (βλ. τον περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1995) μπορεί να θεραπεύσει το γεγονός “της όρκισης της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση μια μέρα πριν την καταχώριση της αγωγής, παρά το γεγονός ότι δεν έγινε επανόρκιση πριν την έκδοση του επίδικου διατάγματος, ημερ. 1.6.98”.  Η ευπαίδευτη συνήγορος έκαμε αναφορά στην Stavros Hotel Appartments κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 836, [*213]839, στην οποία ο Κωνσταντινίδης, Δ. έθεσε το θέμα ως εξής:

 

“Το διάταγμα εκδόθηκε πάνω στη βάση ένορκης δήλωσης που υπεγράφη περισσότερο από ένα μήνα πριν από την καταχώριση της αγωγής και, βέβαια, της αίτησης για την έκδοσή του.  Περιέχει η ένορκη δήλωση ισχυρισμούς ως προς ενδεχόμενες επιπτώσεις συναρτημένες προς την πορεία και την κατάληξη αγωγής ανύπαρκτης και εμφανίζει πρόσωπα ως ενάγοντες και ως εναγομένους που δεν είχαν αυτή την ιδιότητα τότε.  Η αναφορά από τους  αιτητές στη Δ.39 θ.3 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας σύμφωνα με την οποία κάθε ένορκη δήλωση θα τιτλοφορείται ‘in the cause or matter in which it is sworn’ (βλ. συναφώς και τις ερμηνευτικές διατάξεις των Θεσμών ως προς τους όρους αυτούς), είναι σχετική.  Στους Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 24, παράγραφος 1059, (βλ. επίσης Annual Practice (1958) Tόμος 1, σελ. 922) αναφέρεται νομολογία σύμφωνα με την οποία, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει παρεμπίπτον διάταγμα παρά το ότι ο όρκος δόθηκε πριν από την έκδοση του κλητηρίου, με την προσθήκη όμως πως το Δικαστήριο, σε τέτοια περίπτωση, απαιτεί ανάληψη υποχρέωσης για επανόρκιση και κατάθεση νέας ένορκης δήλωσης.”

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως με τη νέα Δ.64 είχε εξουσία να θεωρήσει την σχετική παράλειψη ως απλή παρατυπία που δεν οδηγεί σε ακυρότητα.  Έκρινε περαιτέρω πως “εφόσον η ενόρκως δηλούσα υιοθέτησε ενόρκως κατά την ακρόαση της αίτησης τα όσα αναφέρονται στην εν λόγω ένορκη δήλωση οιαδήποτε παρατυπία υπήρχε έχει εξαλειφθεί έστω και αν η επανόρκιση δεν έγινε με μορφή ένορκης δήλωσης”.

Το πρωτόδικο δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την απόφαση στην Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και άλλων (1996) 3 A.A.Δ. 323 - (απόφαση πλειοψηφίας) στην οποία αποφασίστηκε:

“(α) ‘Άκυρο ή ανυπόστατο δικονομικό μέτρο δεν εκπίπτει και δεν διαγράφεται αυτοδικαίως εκτός εάν τούτο προβλέπεται από τους θεσμούς.  Η απόρριψη του ανάγεται στο δικαστήριο.’

(β)  Με τον περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1995 - (24.2.95), καταργείται η διάκριση μεταξύ άκυρου και αντικανονικού δικονομικού μέτρου.  Κάθε μορφή παρέκκλισης εξισώνεται με αντικανονικότητα ή [*214]παρατυπία, δυνάμενη να θεραπευθεί”

Στην Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd (1996) 1 A.A.Δ. 597, λέχθηκε:

“Το πρωτόδικο Δικαστήριο επελήφθη της αίτησης για τον παραμερισμό του διατάγματος για επίδοση στο εξωτερικό με αναφορά όχι μόνο στα γεγονότα που στοιχειοθέτησαν την αρχική αίτηση αλλά και στα γεγονότα που είχαν προσκομιστεί στο πλαίσιο της αίτησης για παραμερισμό.  Αυτό συνιστά σφάλμα.   Σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου τονίζεται ότι τα μόνα σχετικά γεγονότα είναι εκείνα που υποστηρίζουν την αίτηση για τη χορήγηση άδειας για επίδοση στο εξωτερικό.  (Βλέπε Sait Electronic S.A. από Βρυξέλλες v. The Ship ‘Dominique’ & 2 others (1989) 1 A.A.Δ. (E) 365 και Amathus Navigation Co Ltd v. Concort Express Liners and Others, (ανωτέρω).”

Τα όσα λέχθηκαν πιο πάνω εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και στην περίπτωση διαδικασίας για οριστικοποίηση διατάγματος που εκδόθηκε μετά από μονομερή αίτηση.

Η υιοθέτηση της ένορκης δήλωσης κατά την ακρόαση έγινε στα πλαίσια της απόσεισης του βάρους απόδειξης.  Σκοπός της ακρόασης ήταν:  Να αποφασιστεί κατά πόσο το προσωρινό διάταγμα το οποίο εκδόθηκε μετά από μονομερή αίτηση θα συνέχιζε να βρίσκεται σε ισχύ.  Αυτό το ζήτημα πρέπει να αποφασίζεται με βάση τα γεγονότα που υποστηρίζουν την μονομερή αίτηση.  Η προφορική  ένορκη μαρτυρία, που δόθηκε από το πρόσωπο που υπέγραψε την ένορκη δήλωση, στόχευε στην απόσειση του βάρους απόδειξης.   Αυτό είχε καταστεί αναγκαίο λόγω της σύγκρουσης, μεταξύ του αιτητή και των προσώπων που κατέθεσαν ένσταση, αναφορικά με τα γεγονότα (βλ. Δ.48  θ.4 και Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453).  Λόγω της υπογραφής της ένορκης δήλωσης πριν από την καταχώριση της αγωγής κατά τον χρόνο της έκδοσης του επίδικου προσωρινού διατάγματος η ένορκη δήλωση δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη.  Ακολουθεί πως το επίδικο διάταγμα είχε εκδοθεί στην απουσία του απαραίτητου πραγματικού βάθρου.  Η υιοθέτηση του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης κατά την διαδικασία οριστικοποίησης του διατάγματος ισοδυναμεί με την εξέταση του ζητήματος της εγκυρότητας του διατάγματος με βάση γεγονότα που είχαν προσκομιστεί στα πλαίσια της διαδικασίας οριστικοποίησης του διατάγματος, ενώ τα μόνα σχετικά γεγονότα είναι εκείνα που υποστηρίζουν την μονομερή αίτηση για την έκδοση  [*215]προσωρινού διατάγματος.  Αυτό συνιστά σφάλμα (βλ. Demstar Ltd, πιο πάνω).

Στη παρούσα περίπτωση δεν εγείρεται θέμα εφαρμογής της νέας Δ.64, αλλά θέμα εξέτασης της εγκυρότητας διατάγματος με βάση γεγονότα που - εσφαλμένα - προσκομίστηκαν κατά τη διαδικασία οριστικοποίησης του προσωρινού διατάγματος. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης ευσταθεί.  Το επίδικο διάταγμα ακυρώνεται και γι’ αυτό το λόγο (υπέρβαση δικαιοδοσίας λόγω νομικού σφάλματος).

Με τον τελευταίο λόγο ακύρωσης υποστηρίχθηκε ότι οι αιτητές έχουν στερηθεί του δικαιώματος να ακουστούν κατά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

Οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης υπαγορεύουν προς το δικαστήριο το καθήκον να ενεργεί με δίκαιο τρόπο (Supreme Court Practice, 1988, σελ. 797).  Το δικαστήριο πρέπει να παρέχει σε κάθε διάδικο μια δίκαιη ευκαιρία να θέσει την υπόθεση του ενώπιον του δικαστηρίου (Ridge v. Baldwin and Others [1963] 2 All E.R. 66, 91, (Η.L.), Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 1, παραγ. 76).

      

Στην κρινόμενη περίπτωση το δικαστήριο έδωσε την ευκαιρία στους αιτητές να ακουστούν.  Μάλιστα μερικά από τα Ε.Μ., τα οποία βρίσκονται ακριβώς στην ίδια θέση με τους αιτητές, ακούστηκαν.  Πρόκειται για διάταγμα τύπου Mareva και οι αιτητές μπορούσαν να αποταθούν στο δικαστήριο για ακύρωση του μετά την καταχώριση αίτησης για να συνενωθούν ως διάδικοι (Βλ. Mareva Injunctions Law and Practice (πιο πάνω), σελ. 66 και Heli-Air (Egypt) J.S.C. v. Drescher and Another (1988) 1 C.L.R. 234).

Το διαφορετικό λεκτικό της δικής μας Δ.9  θ.10 από εκείνο της αντίστοιχης αγγλικής πρόνοιας δεν διαφοροποιεί την κατάσταση.  Έχω την άποψη πως σε περίπτωση διατάγματος τύπου Mareva, το οποίο επηρεάζει τρίτους, οι τελευταίοι έχουν δικαίωμα να αποταθούν στο πρωτόδικο δικαστήριο για την ακύρωση του.

Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση επιτυγχάνει και εκδίδεται διάταγμα ως η αίτηση με έξοδα.

H αίτηση επιτρέπεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο