Δημοκρατία της Σλοβενίας ν. Beogradska Banka D.D. (1999) 1 ΑΑΔ 225

(1999) 1 ΑΑΔ 225

[*225]23 Φεβρουαρίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΣΛΟΒΕΝΙΑΣ,

Eφεσείουσα,

ν.

BEOGRADSKA BANKA D.D.,

Eφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10042)

 

Αποφάσεις και Διατάγματα — Παρεμπίπτον διάταγμα — Εφαρμοστέες αρχές — Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν. 14/60) – Προϋποθέσεις έκδοσης — Πιθανότητα ότι ο ενάγων δικαιούται σε θεραπεία, στην επιφύλαξη του Άρθρου 32 ανωτέρω — Η εν λόγω προϋπόθεση δεν ικανοποιήθηκε στην παρούσα υπόθεση όπου η αγωγή της ενάγουσας αφορούσε αξίωση φαινομενικά μεν εναντίον της εναγομένης (εγγεγραμμένου αδειούχου ιδιωτικού οργανισμού) αλλά ουσιαστικά εναντίον άλλου κράτους.

Αποφάσεις και Διατάγματα — Παρεμπίπτον διάταγμα — Εκδοθέν μετά από μονομερή αίτηση — Εξουσία του Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν. 14/60) — Πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση ως προς το κατά πόσο το προσωρινό διάταγμα πρέπει να καταστεί απόλυτο ή να ακυρωθεί — Δεν είναι επιτρεπτή η διάγνωση της ουσίας της αγωγής.

Κρατική ασυλία — Η αρχή της κρατικής ασυλίας, της μη εκδικασιμότητας υπόθεσης που δημιουργείται από πράξεις κράτους, είναι αναγνωρισμένη τόσο στην Κύπρο όσο και στην Αγγλία — Στην Αγγλία είναι εμπεδωμένη από πολλά χρόνια στο αγγλικό κοινοδίκαιο.

Η εφεσείουσα-ενάγουσα καταχώρησε αγωγή, με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, κατά της εφεσίβλητης-εναγομένης ζητώντας δήλωση του Δικαστηρίου ότι οιαδήποτε ποσά και/ή choses in action και/ή choses in possession και/ή άλλη κινητή περιουσία κατατέθηκαν και/ή αφέθηκαν και/ή παραδόθηκαν από την Εθνική Τράπεζα της πρώην Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας μετά της εφεσίβλητης και/ή υπό τον έλεγχο και/ή την κατοχή [*226]της, κατέχονται υπό της εφεσίβλητης δυνάμει εμπιστεύματος (trust) προς όφελος και/ή διά λογαριασμό της εφεσείουσας.  Η εφεσείουσα διεκδικεί επίσης (1) ποσό 976.000.000 γερμανικών μάρκων που βρίσκονται κατατεθειμένα στην εφεσίβλητη τράπεζα προς χρήση ή και όφελος της εφεσείουσας (2) απόδοση λογαριασμών αναφορικά με τη χρήση και διαχείριση των ποσών που είναι κατατεθειμένα στην εφεσίβλητη και (3) αποκάλυψη και έρευνα στους λογαριασμούς και αρχεία της (εφεσίβλητης) σχετικά με καταθέσεις λογαριασμών και άλλα περιουσιακά στοιχεία της Εθνικής Τράπεζας της πρώην Σοσιαλιστικής Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, που ευρίσκονται στην κατοχή της εφεσίβλητης.

Την ίδια ημέρα που καταχωρήθηκε η αγωγή, η εφεσείουσα καταχώρησε μονομερή αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να εμποδίζεται η εφεσίβλητη να αποξενώσει οποιαδήποτε ποσά ή choses in action ή choses in possession που κατατέθηκαν σ’ αυτή από την Εθνική Τράπεζα της πρώην Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, μέχρις εκδικάσεως της αγωγής. Το αιτούμενο διάταγμα εκδόθηκε την επομένη. Η εφεσίβλητη ζήτησε ακύρωση του διατάγματος προβάλλοντας τη θέση ότι η διαφορά που εγειρόταν ήταν διακρατική και ως εκ τούτου η εκδίκαση της θα παραβίαζε την ασυλία άλλου κράτους.  Ο Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής που επελήφθη του θέματος, διέταξε την ακύρωση του διατάγματος για τους πιο κάτω λόγους:

1.  Η αξίωση της εφεσείουσας δεν είναι εκδικάσιμη από τα κυπριακά Δικαστήρια γιατί αφορά σε συγκρουόμενες διεκδικήσεις ξένων κρατών.

2.  Η εφεσείουσα απέτυχε να συνδέσει τα χρήματα που κατατέθηκαν στην Εθνική Τράπεζα της πρώην Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας με αυτά που βρίσκονται κατατεθειμένα στην εφεσίβλητη.

3.  Απόκρυψη ουσιαστικού γεγονότος.

Η παρούσα έφεση στοχεύει στην ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης.  Η έφεση εκδικάσθηκε από Εφετείο με διευρυμένη σύνθεση λόγω του ότι στην υπόθεση εγείροντο “θεμελιώδη και πρωτότυπα ζητήματα τόσο σε σχέση με τη δικαιοδοσία δικαστή που επιλαμβάνεται αιτήσεων για την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος όσο και σε σχέση με την ουσία των ζητημάτων που συζητήθηκαν.

Αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία η απόρριψη της έφεσης.

[*227]Α.     Υπό Αρτεμίδη, Δ. συμφωνούντων και των Δικαστών Νικήτα, Αρτέμη, Νικολαΐδη και Καλλή:

1.  Η κατάληξη της ετυμηγορίας του πρωτόδικου Δικαστή, να ακυρώσει δηλαδή το διάταγμα που εκδόθηκε με τη μονομερή αίτηση, είναι ορθή.  Όμως στο σκεπτικό της απόφασης του παρουσιάζονται σημεία που καταδεικνύουν πως διέλαθε της προσοχής του ότι στη διαδικασία που διηύθυνε δεν εξεταζόταν η ουσία της αγωγής.

2.  Η συζήτηση για το προσωρινό διάταγμα οδηγήθηκε σε σοβαρή εκτροπή, λόγω του τρόπου που παρουσιάστηκε η υπόθεση και του χειρισμού της από τον πρωτόδικο Δικαστή, ο οποίος, υπερβαίνοντας την εξουσία που του παρέχει το Άρθρο 22(4)(β) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, να εκδίδει οποιοδήποτε διάταγμα σε αγωγή, εφόσο όμως δεν διαγιγνώσκεται σ’ αυτό η ουσία της, προέβη σε εξέταση της ουσίας της αγωγής.  Η παρουσίαση της υπόθεσης θα έπρεπε να περιοριστεί στο αναγκαίο υλικό και τη νομική επιχειρηματολογία σε αναφορά μόνο με το επίμαχο ζήτημα, της έκδοσης ή μη του προσωρινού διατάγματος.

3.  Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για την έκδοση του προσωρινού διατάγματος έγινε από νομικό, πολίτη της εφεσείουσας.  Η εν λόγω ένορκη δήλωση συμφωνεί με τη θέση της εφεσείουσας ότι δηλαδή οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Σλοβενίας και Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας - Νέας Γιουγκοσλαβίας, αναφορικά με την κυριότητα στα χρήματα και άλλα περιουσιακά στοιχεία, που η εφεσείουσα διεκδικεί, δεν είχαν ευοίωνη κατάληξη παρά την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, που καλούσε όλα τα κράτη της πρώην Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας να λύσουν τις διαφορές τους με φιλικές διαπραγματεύσεις.  Γι’ αυτό και η εφεσείουσα διεκδικεί δικαστικά τις απαιτήσεις της εναντίον της εφεσίβλητης.

4.  Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων και για τους σκοπούς μόνο του επίμαχου διατάγματος, η πραγματική αιτία της αγωγής, φαίνεται να πηγάζει από διακρατική διαφορά, μεταξύ της ενάγουσας και της Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας.  Η άποψη επομένως του πρωτόδικου Δικαστή πως εγείρεται σοβαρό ζήτημα κρατικής ασυλίας, είναι ορθή, έστω και αν δεν διατυπώθηκε με τον πρέποντα τρόπο.

5.  Η αρχή της κρατικής ασυλίας, της μη εκδικασιμότητας υπόθεσης που δημιουργείται από πράξεις κράτους, είναι από πολλά χρόνια εμπεδωμένη στο Αγγλικό κοινοδίκαιο και έχει πρόσφατα επιβεβαι[*228]ωθεί από το Δικαστήριο της Βουλής των Λόρδων.  Όπως προβάλλεται στην παρούσα υπόθεση, όλες οι καταθέσεις στην εφεσίβλητη εμφανίζονται να αποτελούνται από χρήματα ή περιουσιακά στοιχεία που είχαν κατατεθεί στην Εθνική Τράπεζα της πρώην Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Η σύνδεση των χρημάτων που καταθέτονταν στην εν λόγω τράπεζα με αυτά που είναι κατατεθειμένα στην εφεσίβλητη, σχολιάστηκε και από τον πρωτόδικο Δικαστή, με αναφορά στον ισχυρισμό της εφεσείουσας για ύπαρξη καταπιστεύματος υπέρ της.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε, πάλιν εσφαλμένα, ρητή αρνητική απάντηση στην εισήγηση, αντί να μετρήσει και αξιολογήσει και το στοιχείο αυτό, για τους σκοπούς μόνο της έκδοσης ή μη του διατάγματος.

6.  Ενόψει όλων των σχετικών γεγονότων και πτυχών της παρούσας υπόθεσης, το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι το ζήτημα που εγείρεται στην αγωγή προς εκδίκαση έγκειται στην αξίωση της εφεσείουσας, φαινομενικά μεν εναντίον της εφεσίβλητης, αλλά ουσιαστικά εναντίον άλλου κράτους, της Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας.  Η προϋπόθεση όμως για την έκδοση του διατάγματος, που θέτει η επιφύλαξη στο Άρθρο 32 του Ν. 14/60, είναι η ύπαρξη πιθανότητας πως ο ενάγων δικαιούται σε θεραπεία.  Αυτή η προϋπόθεση δεν λειτουργεί υπέρ της έκδοσης του διατάγματος.  Επομένως η πρωτόδικη απόφαση με την οποία ακυρώθηκε το διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς, κρίνεται, με το πιο πάνω σκεπτικό, στην κατάληξη της, ως ορθή.

B. Υπό Κωνσταντινίδη, Δ. συμφωνούντος και του Νικολάου, Δ.:

1.  Η εξέταση του θέματος της εκδικασιμότητας στο πλαίσιο της διαδικασίας του παρεμπίπτοντος διατάγματος συνιστούσε παρεκτροπή από τη δικονομική τάξη, ως προϋπόθεση, σε τελική ανάλυση για τη δίκαιη εκδίκαση ενός θέματος.  Ούτε και η όποια απόφαση του Δικαστηρίου επί του θέματος αυτού θα ήταν δεσμευτική, αφού η κάθε πλευρά θα είχε τη δυνατότητα να το συζητήσει στο πλαίσιο της αγωγής.  Οι εφεσίβλητοι ουσιαστικά κάλεσαν το Δικαστήριο να ασχοληθεί με το θέμα της εκδικασιμότητας για να καταφανεί το πρακτέο ως προς το παρεμπίπτον διάταγμα.

2.  Όταν εγείρεται δικαιοδοτικό θέμα το Δικαστήριο μπορεί να το εξετάσει ως πρώτο ανεξάρτητα από την αφορμή που προκάλεσε την έγερση του.  Αν αποφασίσει πως παρέχονται τα εχέγγυα του για αποτελεσματική επίλυση του το επιλύει.  Ως αυτοτελές και νοουμένου ότι έχει τη δικαιοδοσία προς τούτο.  Το θέμα της δικαιοδοσίας δεν εξετάζεται ως παρεμφερές θέμα, επιδεχόμενο επί μέ[*229]ρους θεώρηση για τις ανάγκες της ενδιάμεσης διαδικασίας.

3.  Η ακρόαση αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα προϋποθέτει δικαιοδοσία προς εκδίκαση αγωγής.  Αυτό προνοείται στο ίδιο το Άρθρο 32(1) του Ν. 14/60.  Αυτή η δικαιοδοσία δεν συμπλέκεται με τους όρους που προαπαιτούνται για την έκδοση του.  Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος, η πιθανότητα επιτυχίας και οι προοπτικές πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο συνιστούν τις προϋποθέσεις για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος.  Οι εν λόγω προϋποθέσεις είναι επίσης δικαιοδοτικής φύσης, για την άσκηση της επί μέρους εξουσίας όμως δεν αφορούν την δικαιοδοσία για την εκδίκαση της αγωγής.

4.  Το Δικαστήριο, στην παρούσα υπόθεση, κακώς προέβη στην εκδίκαση του δικαιοδοτικού ζητήματος ως θέματος της αίτησης για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος.

5.  Ο χειρισμός είχε καταλυτική συνέπεια.  Το σφάλμα ήταν αυτή καθ’ εαυτήν η εξέταση του θέματος της κρατικής ασυλίας που προδήλως στηρίχθηκε στην αντίληψη πως αφού εγέρθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας για παρεμπίπτον διάταγμα, εντασσόταν σ’ αυτή.  Οπότε, αφού δυνάμει του Άρθρου 22(4) του Ν. 14/60 είχε δικαιοδοσία εκδίκασης της αίτησης για τέτοιο διάταγμα, είχε και δικαιοδοσία να εκδικάσει τα θέματα που εγείρονται στο πλαίσιο της.

6.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το δικαιοδοτικό ζήτημα καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του και η πρωτόδικη απόφαση, που στηρίχθηκε στην κρίση του πως υπάρχει κρατική ασυλία πρέπει επομένως να παραμεριστεί.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Regina v. Evans a.o., Ex parte Pinochet Ugarte Regina ν. Bartle a.o. Ex parte Pinochet Ugarte Amnesty International a.o., intervening, The Times Law Report 26.11.98,

Ρ.Ι.Κ. κ.ά. v. Νικολαΐδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 364,

Παναγιώτου v. Χ”Κυριάκου (1991) 1 Α.Α.Δ. 362,

El Fath Co v. EDT Shipping κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1255,

[*230]Paolo Bonnici and Co and Another v. The Ship “Kyarlda” (1980) 1 C.L.R. 149,

Central Co-operative Bank v. CY.E.M.S. (1984) 1 C.L.R. 435,

Katarina Shipping v. Ship “Poly” (1978) 1 C.L.R. 271,

Cyprus Potato Marketing v. Primlacks etc (1990) 1 A.A.Δ. 219,

Μούρτζινος v. Global Cruises Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 1160,

Theofanous v. Artemis Georghiou (1969) 1 C.L.R. 203,

Kuwait Airways Corporation v. Iraqi Airways Company and Republic of Iraq [1995] 2 Lloyd’s Rep. 317,

Sevegep Ltd v. United Sea Transport (1989) 1 A.A.Δ. 729,

Odysseos v. Pieris Estates a.o. (1982) 1 C.L.R. 557,

Νικόλα v. Κεφάλα κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1400.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παρπαρίνος, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 5 Aυγούστου, 1997 (Aγωγή Aρ. 6310/96) με την οποία ακυρώθηκε παρεπίμπτον διάταγμα που είχε εκδοθεί ex parte και το οποίο απέβλεπε σε παγοποίηση ποσών και άλλων περιουσιακών στοιχείων προερχόμενων από την Eθνική Tράπεζα της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας ή κατεχομένων προς όφελος ή σε πίστη της.

Μ. Γεωργιάδης και Ν. Γεωργιάδης, για την Eφεσείουσα.

Π. Ιωαννίδης, γαι την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Θα δοθούν δυο αποφάσεις.  Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο δικαστής Αρτεμίδης. Μ’ αυτή συμφωνούν οι δικαστές Αρτέμης, Νικολαΐδης, Καλλής και εγώ. Ο δικαστής Κωνσταντινίδης θα δώσει διϊστάμενη απόφαση με την οποία συμφωνεί και ο δικαστής Νικολάου.

[*231]ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα, ενάγουσα στην αγωγή, είναι η Δημοκρατία της Σλοβενίας, μια από τις πολιτείες που ανεξαρτητοποιήθηκαν μετά τη διάλυση της Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, στις 26.6.91.  Στις 16.7.96 καταχώρησε αγωγή εναντίον της εναγόμενης-εφεσίβλητης που είναι εγγεγραμμένος αδειούχος ιδιωτικός οργανισμός, που διεξάγει τραπεζικές εργασίες.

Οι βασικές αξιώσεις της εφεσείουσας εναντίον της εφεσίβλητης εμπεριέχονται στην παράγραφο Α της οπισθογράφησης στο κλητήριο ένταλμα, που έχει ως ακολούθως:

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οιαδήποτε ποσά και/ή choses in action και/ή choses in possession και/ή άλλη κινητή περιουσία κατετέθησαν και/ή αφέθησαν και/ή παραδόθησαν από την Εθνική Τράπεζα της πρώην Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και/ή προς όφελος και/ή εις πίστη της Εθνικής Τράπεζας της πρώην Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας κατά ή προ της 26/6/1991 και τα οποία ευρίσκονταν κατά την 26/6/1991 κατατεθειμένα και/ή κατετέθησαν και/ή αφέθησαν και/ή παραδόθησαν μετά την 26/6/1991 μετά των Εναγομένων και/ή υπό τον έλεγχο και/ή την κατοχή των Εναγομένων, κατέχονται υπό των Εναγομένων δυνάμει εμπιστεύματος (trust) προς όφελος και/ή δια λογαριασμό των Εναγόντων.»

Στις παραγράφους Β και Γ της οπισθογράφησης απαιτείται, ειδικά,  ποσό 976.000.000 γερμανικών μάρκων, στην κάθε παράγραφο, ως χρήματα που βρίσκονται κατατεθειμένα στην εναγόμενη τράπεζα προς χρήση ή και όφελος της ενάγουσας (money had and received), ενώ στις παραγράφους Δ και Ε επιδιώκονται διατάγματα του Δικαστηρίου με τα οποία να υποχρεώνεται η εφεσίβλητη να δώσει πλήρεις λογαριασμούς αναφορικά με τη χρήση και διαχείριση των ποσών που είναι κατατεθειμένα σ΄αυτή, και για να αποκαλύψει και επιτρέψει έρευνα στους λογαριασμούς και αρχεία της  σχετικά με καταθέσεις λογαριασμών και άλλα περιουσιακά στοιχεία της Εθνικής Τράπεζας της πρώην Σοσιαλιστικής Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, που ευρίσκονται στην κατοχή της εναγομένης.

Την ίδια ημέρα που καταχωρήθηκε η αγωγή παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο από την εφεσείουσα μονομερής αίτηση για να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα με το οποίο να εμποδίζεται η εφεσίβλητη να αποξενώσει οποιαδήποτε ποσά ή choses in action ή choses in [*232]possession, που κατατέθηκαν σ’ αυτή από την Εθνική Τράπεζα της πρώην Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, μέχρις εκδικάσεως της αγωγής.

To Δικαστήριο εξέδωσε την επομένη, 17.7.96, διάταγμα σύμφωνα με το αιτητικό της μονομερούς αίτησης.  Η εναγόμενη καταχώρισε ένσταση, διεκδικώντας την ακύρωση του διατάγματος. Η ακρόαση, που έγινε ενώπιον Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, διήρκεσε πολλές συνεδρίες.  Το Δικαστήριο ανακοίνωσε την απόφαση του στις 5.8.97, με την οποία και ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα που εξέδωσε.  Η ενάγουσα καταχώρισε έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης και το τριμελές εφετείο, ενώπιον του οποίου εκκρεμούσε η συζήτηση της, έκρινε πως ήταν επιθυμητή η διεύρυνση του, γιατί στην υπόθεση εγείρονταν, όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, «θεμελιώδη και πρωτότυπα ζητήματα τόσο σε σχέση με τη δικαιοδοσία δικαστή που επιλαμβάνονται αιτήσεις για την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος όσο και σε σχέση με την ουσία των ζητημάτων που συζητήθηκαν». Η έφεση, κατ’ ακολουθία, συζητήθηκε ενώπιον διευρυμένης σύνθεσης, του παρόντος εφετείου.

           

Το αρχικό μας σχόλιο, προτού ασχοληθούμε με τα ζητήματα που εγείρονται στην έφεση, είναι πως η συζήτηση της υπόθεσης, στην πρωτόδικη κυρίως διαδικασία, αλλά καΙ εδώ, ξέφυγε από το καθιερωμένο νομικό πλαίσιο, που ουσιαστικά θεσμοθετείται στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, όπου καθιερώνεται η εξουσία των Δικαστηρίων να εκδίδουν παρεμπίπτοντα διατάγματα.  Θα υπενθυμίσουμε τις διατάξεις του άρθρου, μεταφέροντας εδώ αυτούσιο το εδάφιο 1, και τη σημαντική, για την υπόθεση που μας απασχολεί, επιφύλαξη σ’ αυτό.

«Τηρουμένου οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού, κάθε δικαστήριο, κατά την άσκηση της πολιτικής αυτού δικαιοδοσίας, δύναται να εκδίδει απαγορευτικό διάταγμα (παρεμπίπτον, διηνεκές, ή προστακτικό) ή να διορίζει παραλήπτη σε όλες τις περιπτώσεις  στις οποίες το δικαστήριο κρίνει αυτό δίκαιο ή πρόσφορο, αν και δεν αξιώνονται ή χορηγούνται μαζί με αυτό αποζημιώσεις ή άλλη θεραπεία:

Νοείται ότι παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα δεν θα εκδίδεται εκτός εάν το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά τη διαδικασία επί ακροατηρίου, ότι υπάρχει πιθανότητα ότι ο ενάγων δικαιούται σε θεραπεία, και ότι, εκτός εάν εκδοθεί παρεμπίπτον απαγορευτικό [*233]διάταγμα, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.»

(Η υπογράμμιση μας δηλώνει και τη σημασία που έχει η προϋπόθεση αυτή στα γεγονότα της υπό συζήτηση έφεσης).

Οι αγορεύσεις των δικηγόρων των διαδίκων κάλυψαν την ουσία της υπόθεσης σε όλες τις λεπτομέρειες, ενώ παρουσιάστηκε και όγκος αποδεικτικού υλικού.  Ειναι γι’ αυτό το λόγο που, προφανώς, ο πρωτόδικος δικαστής μολονότι χειρίστηκε ορθά την κατάληξη της ετυμηγορίας του,  ακυρώνοντας δηλαδή το διάταγμα που εκδόθηκε με τη μονομερή αίτηση, εντούτοις στο σκεπτικό της απόφασης του παρουσιάζονται σημεία που καταδεικνύουν πως διέλαθε της προσοχής του ότι στη διαδικασία που διηύθυνε δεν εξεταζόταν η ουσία της αγωγής. Η δικαιοδοσία του περιοριζόταν στη συζήτηση του ερωτήματος, αν το προσωρινό διάταγμα θα γινόταν απόλυτο ή θα ακυρωνόταν. Δεν είχε αρμοδιότητα να διαγνώσει την ουσία της αγωγής. Το άρθρο 22(4)(β) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, παρέχει εξουσία στους δικαστές Επαρχιακού Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από βαθμό, να εκδίδουν οποιοδήποτε διάταγμα σε αγωγή, εφόσο όμως δεν διαγιγνώσκεται σ’ αυτό η ουσία της.

Οι λόγοι για τους οποίους ακυρώθηκε το επίμαχο διάταγμα πρωτοδίκως μπορεί να συνοψιστούν στα πιο κάτω:

(α)  Η αξίωση της εφεσείουσας δεν είναι εκδικάσιμη από τα κυπριακά Δικαστήρια γιατί αφορά σε συγκρουόμενες διεκδικήσεις ξένων κρατών. Και τούτο γιατί το Δικαστήριο διαπίστωσε, στη βάση της ένορκης δήλωσης που υποστήριζε την έκδοση του διατάγματος από την εφεσείουσα, πως η εναγόμενη ελέγχεται από το κράτος της Νέας Γιουγκοσλαβίας. Ανοίγουμε εδώ μια παρένθεση για να δώσουμε ένα παράδειγμα του νομικού ολισθήματος του πρωτόδικου δικαστή, να αποφαίνεται δηλαδή τελεσίδικα πάνω στα εγειρόμενα ζητήματα. Λέει λοιπόν στην απόφαση του πως, εφόσον έκρινε ότι υπήρχαν συγκρουόμενες διεκδικήσεις κρατών θα έπρεπε να αναστείλει τη διαδικασία, κάτι βεβαίως που δεν είχε δικαιοδοσία να κάνει για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω.  Προχώρησε όμως, όπως λέει ο ίδιος, και εξέτασε την υπόθεση, επειδή ο δικηγόρος της εφεσείουσας εισηγήθηκε πως η υπόθεση εμπίπτει στην εξαίρεση του κανόνα περί κρατικής ασυλίας, γιατί αφορούσε στη διαχείριση εμπιστεύματος και η φύση της διαφοράς είναι εμπορική, οικονομική.  Εισήγηση που πάλιν απέρριψε ο δικαστής, κρίνοντας πως δεν ετίθετο θέμα καταπιστεύματος γιατί δεν υπήρχε σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των διαδίκων.

(β)  Απέτυχε η εφεσείουσα να συνδέσει τα χρήματα που είχαν κατατεθεί στην Εθνική Τράπεζα της πρώην Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας με αυτά που βρίσκονται κατατεθειμένα στην εφεσίβλητη, και

(γ)  έκρινε ένοχη την εφεσείουσα για απόκρυψη ουσιαστικού, κατά τη γνώμη του, γεγονότος, το οποίο θα είχε βαρύτητα στην απόφαση του για την έκδοση ή μη του επίμαχου διατάγματος.

Δεν θα μας απασχολήσει ο λόγος (γ). Θα συζητήσουμε την έφεση στην πιο ουσιαστική και σοβαρή της πτυχή και, ενόψει της κατάληξης μας, δεν θα χρειαστεί να ασχοληθούμε και με αυτόν.

Έχουμε ήδη επισημάνει πως η συζήτηση για το επίμαχο προσωρινό διάταγμα οδηγήθηκε σε σοβαρή εκτροπή, λόγω του τρόπου που παρουσιάστηκε η υπόθεση και του χειρισμού που έκανε ο πρωτόδικος Δικαστής. Το γεγονός τούτο επιβεβαιώνεται από τον όγκο της μαρτυρίας που προσκομίστηκε στην πρωτόδικη διαδικασία, τις εκτεταμένες αγορεύσεις, τους λόγους έφεσης, που διατυπώνονται εκτενώς ως να είναι περίγραμμα αγόρευσης, αλλά και τις ενώπιον μας αγορεύσεις.  Όλα τα πιο πάνω αποτελούν ενδιαφέρουσα μεν εργασία, άπτονται όμως της ουσίας της αγωγής. H παρουσίαση της υπόθεσης θα έπρεπε να περιοριστεί στο αναγκαίο υλικό και τη νομική επιχειρηματολογία σε αναφορά μόνο με το επίμαχο ζήτημα, της έκδοσης ή μη του προσωρινού διατάγματος.

Σ’ αυτή τη πτυχή της έφεσης θα επικεντρωθούμε, μέσα στα πλαίσια δηλαδή της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου όπως ορίζεται στο άρθρο 32 του Ν.14/60.

H αίτηση, για την έκδοση του προσωρινού διατάγματος, υποστηρίχθηκε με ένορκη δήλωση από νομικό, πολίτη της εφεσείουσας, ο οποίος αναφέρει σ’ αυτή πως είναι ο Διευθυντής του Διάδοχου Ταμείου της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, που καθιδρύθηκε με νόμο της χώρας με αποκλειστικό σκοπό να επανακτήσει η χώρα του τα χρήματα και περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν σ’ αυτή, στους πολίτες της, νομικά πρόσωπα και ιδρύματα της, και τα οποία είχαν κατατεθεί  στην Εθνική Τράπεζα της πρώην Σοσιαλιστικής  Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, πριν τη διάλυση της.  Στη συνέχεια εξηγεί πως πριν από τη διάλυση της Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας οι τράπεζες της Σλοβενίας, όπως και των άλλων κρατών που συναποτελούσαν τη [*235]Σοσιαλιστική Ομόσπονδη Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, κατέθεταν όλα τα χρήματα σε ξένο συνάλλαγμα που διέθετε η πολιτεία, αλλά και οι πολίτες τους, στην Εθνική Τράπεζα της Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας.  Με τη διάλυση της όμως όλες οι πιο πάνω καταθέσεις παρέμειναν στην Εθνική Τράπεζα.  Γίνεται, σ’ αυτά που έπονται, αναφορά σε συγκεκριμένα ποσά, αυτά που καταγράφονται στο κλητήριο ένταλμα, τα οποία όμως δεν αποτελούν το σύνολο των απαιτήσεων της εφεσείουσας. Η ένορκη δήλωση προχωρεί σε επισήμανση των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας, με τα οποία καλούνται, μεταξύ άλλων, όλα τα κράτη, που συναποτελούσαν τη Σοσιαλιστική Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, να αναγνωρίσουν τα δικαιώματα αλλήλων στα περιουσιακά στοιχεία της πρώην Ομοσπονδίας, ζήτημα που προέκυψε από τη διάλυση της.

Η παράγραφος 14 της ενόρκου δηλώσεως αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, τον πυρήνα της υπόθεσης, αναφορικά με την έκδοση ή μη του προσωρινού διατάγματος, του ζητήματος δηλαδή που μας απασχολεί.  Την παραθέτουμε αυτούσια:

«Αlong with the dissolution of former Yugoslavia, its institutions also ceased to exist, including the National Bank of former Yugoslavia. Despite the fact that all activities of the National Bank of former Yugoslavia (as the central bank of the former state) terminated, its former officials as signatories to various accounts pretended to have retained the right to dispose of the joint foreign exchange reserves of the former state which  remained on the accounts of the not-existent National Bank of former Yugoslavia abroad.  New Yugoslavia has adopted a new law constituting the central bank of that new state, to which it gave the same name-the National Bank of Yugoslavia, although it was an entirely different legal entity from the central bank of the former Yugoslavia. New Yugoslavia refuses to recognise Slovenia as one of the successor states to former Yugoslavia claiming that new Yugoslavia is the only successor state to former Yugoslavia.»

Εξίσου σημαντική είναι και η αναφορά στην παράγραφο 5, που έχει ως εξής:

«Τhe bank (η εφεσίβλητη δηλαδή) is controlled by one of the successor states to former Yugoslavia, namely the new state of the Federal Republic of Yugoslavia (which was formerly known as Serbia and Montenegro)

(Η υπογράμμιση δική μας).

[*236]

Τούτο επαναλαμβάνεται και στην παράγραφο 17(α).

«The Bank  is controlled by the government of new Yugoslavia.  New Yugoslavia is claiming that it is the only successor state to former Yugoslavia and that new Yugoslavia is entitled to the entirety of the assets of the National Bank of former Yugoslavia».

(Η υπογράμμιση δική μας).

Η ένορκη δήλωση καταλήγει με τη θέση της εφεσείουσας, όπως εκφράζεται από τον ενόρκως δηλούντα, ότι δηλαδή οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Σλοβενίας και της Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας - Νέας Γιουγκοσλαβίας, αναφορικά με την κυριότητα στα χρήματα και άλλα περιουσιακά στοιχεία, που διεκδικεί, δεν είχαν ευοίωνη  κατάληξη παρά την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, που καλούσε όλα τα κράτη της πρώην Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας να λύσουν τις διαφορές τους με φιλικές διαπραγματεύσεις.  Γι’ αυτό και η εφεσείουσα διεκδικεί δικαστικά τις απαιτήσεις της εναντίον της εφεσίβλητης.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, που κατατίθενται από την ίδια την ενάγουσα, και για τους σκοπούς μόνο του επίμαχου διατάγματος, κρίνουμε πως η πραγματική αιτία της αγωγής φαίνεται να πηγάζει από διακρατική διαφορά, μεταξύ της ενάγουσας και της Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας.  Θα επαναλάβουμε, έστω με τον κίνδυνο να γίνουμε φορτικοί, πως οι διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνουμε, γίνονται για τους σκοπούς της εξέτασης της έκδοσης ή μη του προσωρινού διατάγματος, αντικείμενο της πρωτόδικης απόφασης και της έφεσης. Όλα τα ζητήματα που εγείρονται στην αγωγή παραμένουν ζωντανά για να αποφασιστούν όταν θα εκδικαστεί η ουσία της. 

Η ίδια η εφεσείουσα ισχυρίζεται πως η εφεσίβλητη τράπεζα ελέγχεται από τη Νέα Γιουγκοσλαβία, η οποία διεκδικεί ως κράτος τη νόμιμη συνέχιση της Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, ενώ η τελευταία θεωρεί πως η εφεσείουσα αποσχίστηκε από την Ομοσπονδία. Προκύπτει επομένως εύλογα το ερώτημα, με βάση τους πιο πάνω ισχυρισμούς της ίδιας της ενάγουσας, γιατί η Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας δεν είναι εναγόμενη στην αγωγή ως αναγκαίος και απαραίτητος διάδικος;

Η βάση της αξίωσης, όπως εμφανίζεται στο κλητήριο ένταλμα, αλλά και στην ένορκη δήλωση που προωθεί την αίτηση για την έκδοση του προσωρινού διατάγματος, στηρίζεται στον ισχυρισμό [*237]πως η Νέα Γιουγκοσλαβία κατέχει και διαχειρίζεται όλα τα χρήματα και περιουσιακά στοιχεία, που βρίσκονταν κατατεθειμένα στην Εθνική Τράπεζα της πρώην Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας.  Η άποψη επομένως του πρωτόδικου δικαστή πως εγείρεται σοβαρό ζήτημα κρατικής ασυλίας είναι ορθή, έστω και αν δεν έχει διατυπωθεί με τον πρέποντα τρόπο, όπως υποδείξαμε πιο πάνω.

Η αρχή της κρατικής ασυλίας, της μη εκδικασιμότητας υπόθεσης που δημιουργείται από πράξεις κράτους, είναι από πολλά χρόνια εμπεδωμένη στο αγγλικό κοινοδίκαιο, όπως πολύ πρόσφατα έχει επιβεβαιωθεί από το Δικαστήριο της Βουλής των Λόρδων στη γνωστή υπόθεση Regina v. Evans and Others, Ex parte Pinochet Ugarte Regina V. Bartle and Others, Ex parte Pinochet Ugarte Amnesty International and Others, intervening, The Times Law Report 26.11.98.,  Επισημαίνουμε επίσης ότι, όπως προβάλλεται στην  υπόθεση, όλες οι καταθέσεις στην εφεσίβλητη εμφανίζονται να αποτελούνται από χρήματα, ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που είχαν κατατεθεί στην Εθνική Τράπεζα της πρώην Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Η εφεσίβλητη όμως παρουσιάζεται ως ιδιωτικός οργανισμός με εκατοντάδες μετόχους που διεξάγει γενικής φύσεως τραπεζικές εργασίες. Δεν γίνεται καμιά μνεία στην ένορκη δήλωση, προς υποστήριξη της αιτήσεως για την έκδοση του προσωρινού διατάγματος, αναφορικά με πρόσωπα ή οργανισμούς που μπορεί να είναι καταθέτες στην εφεσίβλητη, μήτε και διευκρινίζεται αν ο μόνος καταθέτης είναι η Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας.  Η σύνδεση των χρημάτων, που καταθέτονταν στην Εθνική τράπεζα της πρώην Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, με αυτά που είναι κατατεθειμένα στην εφεσίβλητη, σχολιάστηκε και από τον πρωτόδικο Δικαστή, με αναφορά στον ισχυρισμό της εφεσείουσας για την ύπαρξη καταπιστεύματος υπέρ της.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε, πάλιν εσφαλμένα, ρητή αρνητική απάντηση στην εισήγηση, αντί να μετρήσει και αξιολογήσει και το στοιχείο τούτο, για τους σκοπούς μόνο της έκδοσης ή μη του διατάγματος.

Οι ίδιες σκέψεις ισχύουν και για άλλες πτυχές της υπόθεσης.  Η εφεσείουσα διεκδικεί, διαζευκτικά, το 1/5 ως το δίκαιο ποσοστό, στα χρήματα και άλλα περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται κατατεθειμένα στην εφεσίβλητη, εφόσον πέντε ήσαν τα κράτη που συναποτελούσαν την Σοσιαλιστική Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας και οι εν λόγω καταθέσεις γινόντουσαν στην Εθνική της Τράπεζα.  Η αριθμητική αυτή αναλογία  ξεκινά προφανώς από τη θεωρία πως οι πολίτες και τα κράτη της πρώην  Ομοσπονδίας [*238]κατέθεταν ίσα ποσά στην Εθνική Τράπεζα, κάτι βεβαίως που σ’ αυτό το στάδιο της διαδικασίας δεν δείχνει να στηρίζεται σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.  Το σημείο τούτο αφορά άμεσα και στο ζήτημα που εγείρεται στην υπόθεση, τη σύνδεση δηλαδή των χρημάτων και περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται σήμερα κατατεθειμένα στην εναγόμενη, μ’ αυτά που είχαν κατατεθεί στην Εθνική Τράπεζα της Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας.

Για να εκφύγει η αγωγή από την αρχή της μη εκδικασιμότητας, προβλήθηκε από την εφεσείουσα η θέση πως η αντιδικία είναι εμπορικής - οικονομικής φύσης.  Τα γεγονότα όμως, που αναφέρουμε πιο πάνω, καθιστούν την εισήγηση τόσο αδύνατη ώστε να επηρεαστεί αρνητικά η πιθανότητα επιτυχίας της στη δίκη. Θα προσθέσουμε, πάνω σ’ αυτό το σημείο και ένα άλλο στοιχείο, για το οποίο μας επιτρέπεται να λάβουμε δικαστική γνώση.  Η διάλυση της Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και η ανεξαρτητοποίηση των κρατών που την συναποτελούσαν, δεν έγινε ειρηνικά.  Ακολούθησε πόλεμος μεταξύ ορισμένων κρατών, που προκάλεσε την επέμβαση των Ηνωμένων Εθνών και μάλιστα με δυναμικά μέσα.

Με τις απόψεις που εκφράζουμε πιο πάνω καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως το ζήτημα που εγείρεται στην αγωγή προς εκδίκαση έγκειται στην αξίωση της εφεσείουσας, φαινομενικά μεν εναντίον της εφεσίβλητης, αλλά στην ουσία στρέφεται εναντίον άλλου κράτους, της Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Η προϋπόθεση όμως, για την έκδοση του διατάγματος, που θέτει η επιφύλαξη στο άρθρο 32 του Ν.14/60, είναι η ύπαρξη πιθανότητας πως ο ενάγων δικαιούται εις θεραπεία.  Αυτή η προϋπόθεση, για τους λόγους που εξηγήσαμε, δεν λειτουργεί υπέρ της έκδοσης του διατάγματος.

Η πρωτόδικη επομένως απόφαση, με την οποία ακυρώθηκε το διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς κρίνεται στην κατάληξη της ως ορθή, αλλά με το δικό μας σκεπτικό.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Επιλαμβανόμαστε έφεσης κατά της απόφασης Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή για ακύρωση παρεμπίπτοντος διατάγματος που είχε εκδοθεί ex parte και εγείρεται, ως πρώτο, θεμελιακό ερώτημα αναφορικά με το ποιά ζητήματα ανήκουν στο θέμα.  Ειδικότερα, αν εντάσσεται σ΄αυτήν η απόφανση [*239]αναφορικά με την καθόλου δυνατότητα ανάληψης ή άσκησης δικαιοδοσίας προς εκδίκαση της αγωγής.  Και κατά προέκταση, οι επιπτώσεις από το γεγονός ότι η εκδίκαση της αγωγής, λόγω του ύψους του ποσού που αξιώνεται, δεν ενέπιπτε στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστή.

Δεν είχαν ακόμα ανταλλαγεί έγγραφες προτάσεις και σημείο αναφοράς ως προς τη φύση της αξίωσης ήταν το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα.  Δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν οι λεπτομέρειές του.  Βρίσκεται στον πυρήνα του η θέση πως μεγάλα ποσά χρημάτων και άλλη περιουσία κατέχονται από την εναγόμενη τράπεζα δυνάμει εμπιστεύματος ή για λογαριασμό της Δημοκρατίας της Σλοβενίας.  Διεκδικούν δε οι εφεσείοντες συγκεκριμένο ποσό κατ΄επίκληση των αρχών που διέπουν την αποκατάσταση αλλά και ως αποζημιώσεις για παραβάσεις εμπιστεύματος, καθηκόντων ως προς αυτό, σύμβασης και άλλα.  Επιπρόσθετες αξιώσεις αφορούν στην απόδοση λογαριασμού και στην αποκάλυψη, έρευνα και άλλα προς εντοπισμό (tracing).

Eπίσης δεν παρίσταται ανάγκη πλήρους αναφοράς στο περιεχόμενο του διατάγματος που είχε εκδοθεί.  Απέβλεπε, σε γενικές γραμμές, σε παγοποίηση ποσών και άλλων περιουσιακών στοιχείων προερχόμενων από την Εθνική Τράπεζα της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας ή κατεχομένων προς όφελος ή σε πίστη της.  Σημειώνουμε πως πρόσθετο διάταγμα για επιθεώρηση και λήψη αντιγράφων είχε ήδη εκτελεστεί μέχρι την ακρόαση του θέματος. 

Για τη συμπλήρωση της ακρόασης χρειάστηκε να συνεδριάσει το Δικαστήριο επί 37 μέρες.  Αντεξετάστηκαν μάρτυρες, προσάχθηκε όγκος υλικού και θα δούμε αμέσως την εξήγηση του φαινομένου.  Ήταν η βασική θέση των εφεσιβλήτων πως η διαφορά που εγειρόταν ήταν διακρατικού επιπέδου και πως η εκδίκαση της θα παραβίαζε την ασυλία άλλου κράτους.  Ο πρωτόδικος Δικαστής παραθέτει στην απόφασή του τις λεπτομέρειες αλλά εδώ αρκεί να σταθούμε στο προσδιορισμό του εγχειρήματος που αναλήφθηκε.  Καταγράφεται ρητά στην πρωτόδικη απόφαση.

“Το πρώτο θέμα το οποίο πρέπει να εξετασθεί κατά τη γνώμη μου είναι το θέμα της “Ξένης Κρατικής Ασυλίας” όπως τέθηκε από τον ευπαίδευτο δικηγόρο της καθ΄ης η αίτηση το οποίο εάν κριθεί υπέρ της θα είναι και καθοριστικό δια την περαιτέρω πορεία της παρούσας διαδικασίας.”

Ακολούθησε η εξέταση του θέματος με αρκετά εκτεταμένη ανα[*240]φορά στις θέσεις των δυο πλευρών, σε νομολογία και σε βιβλιογραφία.  Ενδιαφέρει η κατάληξη:

“Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω που να σημειωθεί είναι και οι ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν έχω παρά να πώ ότι πρόκειται περί διακρατικής διαφοράς.”

Και στη συνέχεια, στη σελίδα 35:

“Έχοντας φθάσει σε αυτό το σημείο σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση θα πρέπει να αναστείλω τη διαδικασία.”

Προχώρησε όμως  το πρωτόδικο δικαστήριο γιατί απέμενε ο εναλλακτικός ισχυρισμός πως, αφού η υπόθεση αφορούσε στη διαχείριση εμπιστεύματος, ίσχυε “εξαίρεση του κανόνα περί κρατικής ασυλίας”.  Έκρινε πως δεν υπήρχε περιθώριο για τέτοια εξαίρεση και επανέλαβε:

“Δια όλους τους πιο πάνω λόγους είναι η απόφασή μου ότι εις τα περιστατικά της παρούσας υποθέσεως ισχύει ο κανόνας της κρατικής ασυλίας προς όφελος της Ο.Δ.Γ.”

Με το τελευταίο μέρος της πρωτόδικης απόφασης έγινε δεκτός ο ισχυρισμός πως οι εφεσείοντες αιτητές δεν είχαν αποκαλύψει,  στο πλαίσιο της ex parte αίτησής τους, όλα τα ουσιώδη γεγονότα.  Εμφανίζεται να είναι αυτοτελές το θέμα αυτό αλλά στην πραγματικότητα διασυνδέεται προς το προηγούμενο.  Το γεγονός που κρίθηκε ότι δεν αποκαλύφθηκε (η ύπαρξη νόμου για την κατάθεση ξένου συναλλάγματος από τις εμπορικές τράπεζες της Σλοβενίας στην Εθνική Τράπεζα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας) θεωρήθηκε ότι προσλάμβανε σημασία στο πλαίσιο του ευρύτερου θέματος της κρατικής ασυλίας.  Παραθέτουμε και  την τελική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου:

“Συνεπώς και διά το λόγο αυτό το Δικαστήριο δεν πρέπει να προχωρήσει να εξετάσει την ουσία.......

Δια όλους τους πιο πάνω λόγους το Διάταγμα ημερ. 17.7.1996 ακυρούται.  Δεν μπορεί να τεθεί θέμα αναστολής του συνεπεία της αποφάσεως μου επί του θέματος της μη αποκάλυψης αλλά και σε σχέση με την κρατική ασυλία η αναστολή του Διατάγματος θα είχε αντίθετα αποτελέσματα”.

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την κατ’ ουσίαν ορθότητα των συ[*241]μπερασμάτων στα οποία άχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο αλλά, πριν από όλα, θέτουν το ζήτημα που προσδιορίσαμε στην αρχή.   Συνοψίζουμε τα επιχειρήματά τους. Καθήκον του Δικαστηρίου ήταν η διερεύνηση της συνύπαρξης των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 32 (1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60).  Αντ΄αυτού, το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε ως εάν να είχε ενώπιόν του αίτηση για αναστολή της διαδικασίας.  Αφού δε διαπίστωσε πως δεν ήταν δυνατό να αναληφθεί ή να ασκηθεί δικαιοδοσία ενόψει κρατικής ασυλίας, ουσιαστικά ανέστειλε τη διαδικασία.  Εν πάση περιπτώσει, κατέληξε σε οριστική δικαστική κρίση για ύπαρξη κρατικής ασυλίας χωρίς να είχε παρασχεθεί στους εφεσείοντες η δυνατότητα να ακουστούν στα πλαίσια της αγωγής με βάση τους καθιερωμένους δικονομικούς κανόνες.  Με αποτέλεσμα να έχει ουσιαστικά “τορπιλλιστεί” ή να έχει “σκοτωθεί” η υπόθεσή τους εφόσον η δικαστική κρίση ως προς την κρατική ασυλία θα συνιστά δεδικασμένο.  Ταυτόχρονα, το πρωτόδικο δικαστήριο επελήφθη θέματος το οποίο, στην πραγματικότητα, καθόριζε την τύχη της ίδιας της αγωγής, αντίθετα προς τις διατάξεις του άρθρου 22 (3) του Ν. 14/60.  Ως εκ του ύψους της απαίτησης, δεν είχε δικαιοδοσία για την εκδίκαση της αγωγής.  Η δική του αρμοδιότητα περιοριζόταν σε θέματα μή διαγνωστικά της ουσίας της.  Όπως κρίθηκε ότι έγινε στην Ρ.Ι.Κ. κ.ά. ν. Νικολαίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 364 όπου η διαγραφή μέρους της απαίτησης, ως διαγνωστική της ουσίας της, θεωρήθηκε ότι ανήκε στη δικαιοδοσία του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Δεν διαφωνούν, βέβαια, οι εφεσίβλητοι πως δεν εξετάζεται η ουσία της υπόθεσης ούτε επιλύονται αμφισβητήσεις ως προς τα γεγονότα της στη διαδικασία για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος.  Θεωρούν όμως πως το Δικαστήριο όχι μόνο θα μπορούσε αλλά είχε και καθήκον να ικανοποιηθεί εξ αρχής ότι είχε δικαιοδοσία. Όπως το έθεσαν, “δεν είναι νοητό για ένα δικαστήριο να επιλαμβάνεται υπόθεσης εκτός εάν ικανοποιείται ότι έχει δικαιοδοσία να το πράξει”.  Και παραπέμπουν στην υπόθεση Παναγιώτου ν. Χ”Κυριάκου (1991) 1 Α.Α.Δ. 362 αναφορικά με τη δυνατότητα εξέτασης του ζητήματος της δικαιοδοσίας σε οποιοδήποτε στάδιο, και αυτεπαγγέλτως ακόμα.  Επίσης, στις υπόθεσης El Fath Co v. EDT Shipping και Άλλοι (1992) 1 Α.Α.Δ. 1255 και Paolo Bonnici and Co and Another v. The Ship “Kyarlda” (1980) 1 C.L.R. 149 ως παραδείγματα εξέτασης του θέματος της δικαιοδοσίας στο πλαίσιο αιτήσεων για σύλληψη πλοίου.  Στη δεύτερη, μάλιστα, σε σχέση με αλλοδαπή κρατική ασυλία.

Πρόσθεσαν πως ορθώνεται και δεύτερο συναφές εμπόδιο στην [*242]εκδίκαση της υπόθεσης.  Δεν το είχαν εισηγηθεί πρωτοδίκως, δεν προκύπτει ως επίδικο από τους λόγους έφεσης, οι ίδιοι δεν άσκησαν “αντέφεση” αλλά πιστεύουν πως μπορεί να εξεταστεί, σε πρώτο στάδιο από το Ανώτατο Δικαστήριο, με γνώμονα την πρωτογενή αξιολόγηση του υλικού που είχε προσαχθεί πρωτοδίκως. Εισηγούνται πως οι αξιώσεις των εφεσειόντων είναι μή εκδικάσιμες (non justiciable) ενώπιον των Δικαστηρίων μας.  Αναλύουν το θέμα και προτείνουν:

“Υποβάλλεται ότι, με αυτά τα δεδομένα, δεν είναι επιτρεπτό για το Σεβαστό Δικαστήριο να καταλήξει σε συμπέρασμα για ύπαρξη “ορατής πιθανότητας επιτυχίας” ή άλλως για ύπαρξη “εκ πρώτης όψεως” υπόθεσης γιατί ακριβώς είναι αυτό που δεν νομιμοποιείται να πράξει, δηλαδή να επιληφθεί της υπόθεσης.”

Τί ακριβώς εννοούσαν αποσαφηνίστηκε κατά την ακρόαση.  Η δικαστική κρίση για τα πιο πάνω, σ΄αυτό το στάδιο, δεν είναι οριστική.  Διατυπώνεται - και αυτή την περιορισμένη εμβέλεια θα έχει και η τυχόν επικυρωτική της πρωτόδικης, απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου - στο πλαίσιο και για τους σκοπούς της ενδιάμεσης διαδικασίας.  Θα είναι ανοικτό και για τις δυο πλευρές, ακόμα και αν κρίνουμε πως υπάρχει κρατική ασυλία και το θέμα δεν είναι εκδικάσιμο, να το συζητήσουν αργότερα, εντελώς αδέσμευτες, κατά την εκδίκαση της αγωγής. Η οποία, αυτή καθ’ εαυτήν, δεν ανεστάλη αλλά εξακολουθεί να υπόκειται σε εκδίκαση.

Δικαιοδοτικό ζήτημα μπορεί να εξεταστεί σε οποιοδήποτε στάδιο, ακόμα και κατ΄έφεση, ανεξάρτητα μάλιστα από τους λόγους έφεσης, αυτεπαγγέλτως.  (Βλ. συναφώς και Central Co-operative Bank v. CY.E.M.S. (1984) 1 C.L.R. 435).  Θα δούμε και στη συνέχεια πως αυτή η δυνατότητα ή ακόμα και το επιθυμητό, κατά κανόνα, της επίλυσης του δικαιοδοτικού ζητήματος όσο γίνεται πιο γρήγορα, δεν σημαίνει πως δικαιολογεί διάδικο να αναμένει, άνευ ετέρου εγκατάλειψη του ορισμένου θέματος που κατά τους δικονομικούς κανόνες αποτελεί το αντικείμενο της εξέτασης, οποτεδήποτε δηλώνει ότι εγείρει ζήτημα δικαιοδοσίας.  Η νομολογία μας, μάλιστα, προσφέρει παραδείγματα αποφυγής επίλυσης του δικαιοδοτικού ζητήματος όταν αυτό εγείρεται πριν την αποκρυστάλλωση, κατά τις δυνατότητες που προσφέρουν οι δικονομικοί κανόνες, των δεδομένων που δυνητικά διαδραματίζουν ρόλο. (Βλ. Katarina Shipping v. Ship “Poly” (1978) 1 C.L.R. 271, Cypruς Potato Marketing. v. Primlacks etc (1990) 1 Α.Α.Δ. 219, Mούρτζινος ν. Global Cruises Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 1160). Στην υπόθεση  Κyriacos Theofanous v. Artemis Georghiou (1969) 1 C.L.R. 203, [*243]στην οποία ηγέρθη για πρώτη φορά με τους λόγους έφεσης ζήτημα ως προς την κατά τόπο αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου, εξηγήθηκε πως εισήγηση για έλλειψη δικαιοδοσίας μπορεί να εξεταστεί σε οποιοδήποτε στάδιο αν όλα τα γεγονότα βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου. Όπως θα μπορούσαν να τα είχαν προβάλει οι διάδικοι αν το θέμα είχε εγερθεί πρωτοδίκως. 

Οι εφεσείοντες αντιδρούν στην εξέταση του ζητήματος της εκδικασιμότητας.  Δεν είχε εγερθεί πρωτοδίκως, δεν έχουν καν καταχωρηθεί γραπτές προτάσεις και δεν είχαν καμιά απολύτως ευκαιρία να θέσουν ό,τι θα θεωρούσαν ως σχετικό.  Επικαλέστηκαν συναφώς την απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην Kuwait Airways Corporation v. Iraqi Airways Company and Republic of Iraq [1995] 2 Lloyd’s Rep. 317 στην οποία δεν εξετάστηκε το θέμα της εκδικασιμότητας επειδή δεν είχαν ανταλλαγεί ακόμα έγγραφες προτάσεις και τα επίδικα ζητήματα δεν είχαν προσδιοριστεί. 

Δεν θα είμαστε έτοιμοι να αρνηθούμε αυτή τη δικονομική τάξη, ως προϋπόθεση, σε τελική ανάλυση, για τη δίκαιη εκδίκαση ενός θέματος, αλλά θα προσθέταμε και κάτι άλλο.  Οι εφεσίβλητοι, ουσιαστικά, μας κάλεσαν να ασχοληθούμε με το θέμα της εκδικασιμότητας στο πλαίσιο της διαδικασίας του παρεμπίπτοντος διατάγματος. Όχι για να λήξει οριστικά το θέμα αλλά μόνο για να καταφανεί το πρακτέο ως προς το παρεμπίπτον διάταγμα.  Η όποια απόφασή μας σ΄αυτό το στάδιο δεν θα δέσμευε πέραν τούτου και η κάθε πλευρά θα είχε τη δυνατότητα να συζητήσει εκ νέου το θέμα στο πλαίσιο της αγωγής.  Όπως αντιλαμβάνονται ότι έγινε και στην περίπτωση της κρατικής ασυλίας που απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο.

Έχουμε παραθέσει την αιτιολογική βάση της πρωτόδικης απόφασης. Κάθε άλλο παρά στηρίζεται σε εκ πρώτης όψεως αντίληψη ως προς την κρατική ασυλία. Ακυρώθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα επειδή διαπιστώθηκε πως υπήρχε κρατική ασυλία.  Εν πάση περιπτώσει, δεν νομίζουμε ότι το ζήτημα επιδέχεται τέτοια διάσπαση.  Δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα εκ πρώτης όψεως κρίσης για τέτοιο θέμα ή για τέτοια κρίση μόνο για ορισμένο σκοπό στο πλαίσιο της αγωγής.  Το δικαστήριο είτε μπορεί είτε δεν μπορεί να αναλάβει ή να ασκήσει δικαιοδοσία.  Αν μπορεί, επιλαμβάνεται κάθε θέματος στην αγωγή.  Αν όχι, τελειώνει η αγωγή. 

Όταν εγείρεται δικαιοδοτικό θέμα το Δικαστήριο μπορεί να το εξετάσει ως πρώτο.  Ανεξάρτητα από την αφορμή που προκάλεσε [*244]την έγερσή του.  (Βλ. Sevegep Ltd v. United Sea Transport (1989) 1 A.A.Δ. 729).  Μάλιστα, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, αυτό είναι κατά κανόνα το επιθυμητό.  Εναπόκειται στο Δικαστήριο να καθορίσει τις προτεραιότητες στη βάση των δεδομένων της κάθε περίπτωσης.  Αν αποφασίσει πως παρέχονται τα εχέγγυα για αποτελεσματική επίλυση του δικαιοδοτικού θέματος, το επιλύει.  Ως αυτοτελές όμως και, βέβαια, νοουμένου ότι έχει τη δικαιοδοσία προς τούτο.  Δεν μπορεί να εξετάζεται τέτοιο θέμα ως θέμα παρεμφερές, επιδεχόμενο επί μέρους θεώρηση για τις ανάγκες ενδιάμεσης διαδικασίας. 

Η ακρόαση αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα προϋποθέτει δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγής.  Είναι όρος για την εξέταση της αίτησης και όχι θέμα της.  Το λέγει και το ίδιο το άρθρο 32(1) του Ν. 14/60. Το δικαστήριο έχει εξουσία να εκδίδει παρεμπίπτοντα διατάγματα “εν τη ενασκήσει της πολιτικής αυτού δικαιοδοσίας”. Το παρεμπίπτον διάταγμα αποβλέπει, τελικά, στη διασφάλιση της απονομής πλήρους δικαιοσύνης στην πολιτική διαδικασία και εκδίδεται ή δεν εκδίδεται με δοσμένη τη δικαιοδοσία για εκδίκαση της αγωγής. Αυτή η δικαιοδοσία δεν συμπλέκεται με τους όρους που προαπαιτούνται για την έκδοσή του.  Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος, η πιθανότητα επιτυχίας και οι προοπτικές πλήρους απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο είναι προϋποθέσεις, θα μπορούσε να λεχθεί και αυτές δικαιοδοτικής φύσης, για την άσκηση της επιμέρους εξουσίας.  Δεν αφορούν όμως στη δικαιοδοσία για την εκδίκαση της αγωγής.  Αφορούν στην ποιότητα της βάσης της αγωγής και στις ανάγκες της υπόθεσης. (Βλ. Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557).  Θα παρεμβάλλαμε, μάλιστα, ως προς τις ανάγκες της υπόθεσης, πως και αυτές, εφόσο δεν εντάσσονται στην ουσία της αντιδικίας, επιλύονται ως αυτοτελές θέμα της αίτησης.  (βλ. Μυριάνθη Κυριάκου Νικόλα ν. Μιχάλη Κεφάλα κ.ά. (1998) 1 A.A.Δ. 1400.

Οι υποθέσεις El Fath Co και Bonici and Co (ανωτέρω) δεν κινήθηκαν σε διαφορετικές γραμμές. Στην πρώτη ο δικαιοδοτικός όρος αφορούσε ειδικά στην έκδοση του διατάγματος που επιδιωκόταν.  Στη δεύτερη, το θέμα της κρατικής ασυλίας δεν εξετάστηκε ως θέμα της αίτησης για σύλληψη του πλοίου αλλά ως αυτοτελές, απο το δικαστήριο που είχε δικαιοδοσία να το εξετάσει.  Το έθεσε αυτεπαγγέλτως, άκουσε επιχειρήματα και αφού κατέληξε στην οριστική απόφαση πως δεν εγειρόταν θέμα κρατικής ασυλίας, εξέτασε την αίτηση και εξέδωσε το διάταγμα. 

Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο είχε την ευ[*245]χέρεια να θεωρήσει πως ενδείκνυται να δικαστεί ως πρώτο το δικαιοδοτικό ζήτημα. Μπορούσε όμως και να προσανατολιστεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όπως αναφέρεται στο Mareva Injuctions - Law and Practice των Gee and Andrews στη σελ. 42 ενυπάρχει πάντοτε η δυνατότητα παροχής ενδιάμεσης θεραπείας σε διαδικασία στην οποία ο εναγόμενος αμφισβητεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, μέχρις ότου διαγνωστεί τελικά το βάσιμο της αμφισβήτησης.  Εκείνο που δεν μπορούσε να κάμει ήταν η εκδίκαση του δικαιοδοτικού ζητήματος ως θέματος της αίτησης για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος. 

Ο χειρισμός είχε καταλυτική συνέπεια.  Όχι όμως γιατί ο πρωτόδικος δικαστής διατύπωσε εκ πρώτης όψεως κρίση ως προς την κρατική ασυλία.  Η κρίση του είχε τη σφραγίδα της οριστικότητας.  Το σφάλμα ήταν αυτή καθ’ εαυτήν η εξέταση του θέματος της κρατικής ασυλίας που προδήλως στηρίκτηκε στην αντίληψη πως αφού εγέρθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας για παρεμπίπτον διάταγμα, εντασσόταν σ’ αυτή.  Οπότε, αφού δυνάμει του άρθρου 22(4) του Ν. 14/60 είχε δικαιοδοσία εκδίκασης της αίτησης για τέτοιο διάταγμα, είχε και δικαιοδοσία να εκδικάσει τα θέματα που εγείρονται στο πλαίσιο της.

Τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, να ακούει και να αποφασίζει πρωτοδίκως αγωγή την καθορίζει το άρθρο 22(1) και (3) του Ν. 14/60.  Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε άλλες πρόνοιες. Εδώ, όπως ήταν παραδεκτό, τη δικαιοδοσία αυτή δεν την είχε ο πρωτόδικος δικαστής. Η εξουσία του πρωτόδικου δικαστή προέκυπτε και μπορούσε να κινηθεί μόνο μέσα στο πλαίσιο του άρθρου 22(4)(β) “να εκδίδη οιονδήποτε διάταγμα εν οιαδήποτε αγωγή, μή διαγιγνώσκον την ουσίαν της αγωγής”.  Σαφώς, δηλαδή, διάταγμα μέσα στην αγωγή και συνεπώς όχι προσδιοριστικό της τύχης της.  Η υπόθεση Ρ.Ι.Κ. κ.ά. ν. Νικολαϊδης (ανωτέρω), είναι σχετική.  Εν προκειμένω, η απόφαση για την ύπαρξη ή μή δικαιοδοσιας προς εκδίκαση της αγωγής, δεν είναι ούτε μπορεί να καταστεί διάταγμα “εν τη αγωγή”.

Το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε με το δικαιοδοτικό ζήτημα καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του και η πρωτόδικη απόφαση, που στηρίχτηκε στην κρίση πως υπάρχει κρατική ασυλία, πρέπει να παραμεριστεί.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως το δήλωσε ρητά, δεν ασχολήθηκε με την “ουσία” του θέματος.  Συνεπώς, θα παραπέμπαμε το θέμα για εξέταση της ουσίας του στο Επαρχιακό Δικαστήριο, στο οποίο ανήκει η σε πρώτο βαθμό διάγνωση της συνύπαρξης των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 32 και στη συνέ[*246]χεια, αν αυτές συνυπάρχουν, η άσκηση διακριτικής εξουσίας.  Χωρίς αναφορά στο ζήτημα της κρατικής ασυλίας ή και της εκδικασιμότητας.  Το κατά πόσο θα προκρινόταν η κατά προτεραιότητα εξέταση αυτών των ζητημάτων από το αρμόδιο Δικαστήριο, απόκειται στο Επαρχιακό Δικαστήριο.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο