New Marathon Tours Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 278

(1999) 1 ΑΑΔ 278

[*278]3 Mαρτίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΆΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ

ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ)

ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (ΝΟΜΟΣ 33 ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΣ

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ).

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ NEW MARATHON TOURS LTD

ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡHΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI

ΚΑΙ/ Ή PROHIBITION ΚΑΙ/ Ή MANDAMUS.

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΗΜΕΡ. 26.2.1999 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΠΙΦΥΛΑΞΕ

ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΆΚΗ ΚΙΚΑ, ΜΑΡΙΟΥ

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΥ, ΜΕΡΟΠΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ

ΠΑΡΙ ΝΤΕΡ ΚΡΙΚΟΡΙΑΝ, ΗΜΕΡ. 15.12.1998

ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΛΟΓΩ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗΣ

ΤΗΣ NEW MARATHON TOURS LTD ΝΑ

ΚΑΤΑΧΩΡHΣΕΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΣΤΗΝ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 13730/98.

(Aίτηση Aρ. 21/99)

 

Προνομιακά Εντάλματα — Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari, Prohibition και Mandamus προς ακύρωση απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας η οποία εκδόθηκε λόγω παράλειψης καταχώρησης έκθεσης υπεράσπισης — Άρνηση άδειας καθότι η απόφαση δεν λήφθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας, ούτε κατά παράβαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης και επίσης λόγω απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για άδεια.

Οι ενάγοντες καταχώρησαν αγωγή εναντίον των εναγομένων-αιτητών στην παρούσα αίτηση - για αποζημιώσεις για ισχυριζόμενη πα[*279]ράβαση συμφωνίας.  Οι ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση για έκδοση απόφασης λόγω παράλειψης των εναγομένων να καταχωρήσουν έκθεση υπεράσπισης.  Οι εναγόμενοι ζήτησαν παράταση για καταχώρηση της υπεράσπισής τους και το Δικαστήριο ανέβαλε την αίτηση για απόδειξη στις 26.2.99 εκτός αν καταχωρείτο υπεράσπιση εντός 15 ημερών δηλαδή μέχρι 5.2.99.  Οι εναγόμενοι καταχώρησαν την υπεράσπιση τους στις 10.2.99.

Στις 26.2.99 ο δικηγόρος των εναγόντων απέδειξε την απαίτηση του και το Δικαστήριο επεφύλαξε την απόφαση του.  Λίγο αργότερα εμφανίστηκαν στο Δικαστήριο και οι δικηγόροι των αιτητών.  Όπως προκύπτει από το πρακτικό του Δικαστηρίου, με το οποίο επιφυλάχθηκε η απόφαση, τούτο έγινε στις 9.05 το πρωί μετά που εμφανίστηκε ο δικηγόρος των εναγόντων και ενώ δεν είχε εμφανιστεί μέχρι την ώρα εκείνη ο συνήγορος των αιτητών-εναγομένων.

Οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση των πιο πάνω προνομιακών ενταλμάτων.  Προς υποστήριξη της αίτησης τους εισηγήθηκαν ότι:

1.  Εφόσον το Δικαστήριο είχε ενώπιον του την έκθεση υπεράσπισης των αιτητών, έστω και αν καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα, δεν θα έπρεπε να δεχθεί απόδειξη της αγωγής στην απουσία τους, εφόσον αν εδίδετο ευκαιρία στους αιτητές θα μπορούσαν να ζητήσουν παράταση του χρόνου για καταχώρηση της υπεράσπισης, αίτημα που αν εγκρίνετο θα οδηγούσε σε κανονική εκδίκαση της υπόθεσης.

2.  Ενόψει του γεγονότος ότι υπήρχε στο φάκελο της υπόθεσης η εκπρόθεσμα καταχωρηθείσα έκθεση υπεράσπισης, το Δικαστήριο έπρεπε να λάβει υπόψη το γεγονός και να μην προχωρήσει σε απόδειξη της υπόθεσης.

3.  Οι αιτητές στερήθηκαν του δικαιώματος τους να ακουστούν, όταν το Δικαστήριο απεδέχθη απόδειξη της υπόθεσης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το επιχείρημα 1) δεν ευσταθεί εφόσο κατά την ημερομηνία εκείνη οι αιτητές δεν είχαν εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου.  Οι αιτητές είχαν καθήκον να είναι ενώπιον του Δικαστηρίου από την ώρα που το Δικαστήριο άρχισε να επιλαμβάνεται αιτήσεων.  Η παράλειψη τους να εμφανισθούν εγκαίρως ήταν και η αιτία της απώλειας του δικαιώματος τους να ακουστούν και δεν υπήρξε υπέρβαση εξουσίας του Δικαστηρίου με το να επιληφθεί της αίτησης [*280]στις 9.05 όπως έπραξε.

2.  Το απόσπασμα από το Annual Practice Vol. 1, σελ. 612 που επικαλέσθηκαν οι αιτητές προς υποστήριξη του ισχυρισμού τους στην παρ. 2) ανωτέρω, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι εμποδίζετο το Δικαστήριο να προχωρήσει.  Αυτό προκύπτει από τα αναφερόμενα αμέσως μετά το εν λόγω απόσπασμα.

3.  Το επιχείρημα 3) ανωτέρω δεν ευσταθεί.  Το Δικαστήριο έδωσε ευκαιρία στους αιτητές να προβάλουν την υπεράσπιση τους με το να τους δώσει παράταση χρόνου να καταχωρήσουν την έκθεση υπεράσπισης, ευκαιρία που όμως δεν εκμεταλλεύθηκαν.

4.  Η αίτηση για άδεια θα έπρεπε να απορριφθεί και μόνο για το λόγο απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων στην ένορκη δήλωση που την συνοδεύει.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Aίτηση.

Aίτηση με την οποία οι αιτητές ζητούν άδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari και/ή Prohibition και/ή Mandamus αναφορικά με την έκδοση απόφασης λόγω παράλειψής τους να καταχωρήσουν εμπρόθεσμα Έκθεση Yπεράσπισης.

Σπ. Ευαγγέλου, για τους Aιτητές.

Cur. adv. vult.

APTEMHΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση οι αιτητές ζητούν την άδεια του Δικαστηρίου για να καταχωρήσουν Προνομιακά Εντάλματα της φύσης Certiorari και/ή Prohibiton και/ή Mandamus.  Το ιστορικό των γεγονότων που οδήγησε στην παρούσα αίτηση αναφέρεται στο σώμα της αίτησης των αιτητών και είναι κατά λέξη το εξής:

“1.  Στις 4.11.1998 οι ενάγοντες καταχώρισαν την αγωγή εναντίον των αιτητών, οι οποίοι διατηρούν τουριστικό γραφείο, για ισχυριζόμενη παράβαση συμφωνίας, αναφορικά με ένα οργανωμένο ταξίδι που πραγματοποίησαν στο εξωτερικό μέσω του γραφείου των αιτητών, με την οποία αξίωναν αποζημιώσεις για ισχυριζόμενη φυσική ταλαιπωρία, πνευματική όχληση και/ή καταπόνηση, απογοήτευση και οδύνη.  Οι αιτητές κατα[*281]χώρησαν Σημείωμα Εμφάνισης στην αγωγή στις 27.11.1998.

2.  Στις 15.12.1998 οι ενάγοντες καταχώρισαν αίτηση για έκδοση απόφασης εναντίον των αιτητών λόγω παράλειψης τους να καταχωρίσουν Υπεράσπιση (“η αίτηση ημερ. 15.12.1998). Η αίτηση ημ. 15.12.1998 ορίστηκε για επίδοση 21.1.1999.

3.  Στις 21.1.1999 ενώπιον του δικαστηρίου εμφανίστηκαν οι ενάγοντες, μέσω του δικηγόρου τους και οι αιτητές, μέσω των δικηγόρων τους.  Οι εναγόμενοι ζήτησαν χρόνο για καταχώριση Υπεράσπισης και το δικαστήριο ανέβαλε την αίτηση ημερ. 15.12.1999 για απόδειξη στις 26.2.1999 εκτός αν καταχωρείτο Υπεράσπιση εντός 15 ημερών, δηλαδή μέχρι τις 5.2.1999.

4. Οι αιτητές καταχώρισαν την Υπεράσπιση τους στις 10.2.1999. Οι ενάγοντες δεν εξέφρασαν οποιανδήποτε ένσταση στους αιτητές, προφορικώς ή γραπτώς, ή άλλως πως, για την εκπρόθεσμη καταχώριση της Υπεράσπισης τους, αποδεχόμενοι ουσιαστικά την καταχώριση της Υπεράσπισης των αιτητών.

5. Στις 26.2.1999 ο δικηγόρος των εναγόντων εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου μόνος του και καταχώρισε ένορκη δήλωση προς απόδειξη της απαίτησης των εναγόντων.  Το δικαστήριο στην απουσία των δικηγόρων των αιτητών και/ή χωρίς να τους ακούσει και/ή χωρίς να τους δώσει την ευκαιρία να εκφράσουν τη θέση τους και/ή αρνούμενο να τους ακούσει, παρόλο που αυτοί εμφανίστηκαν ενώπιον του λίγο αργότερα και/ή χωρίς να λάβει υπόψη του το γεγονός ότι οι εναγόμενοι καταχώρισαν την Υπεράσπιση τους από τις 10.2.1999, επεφύλαξε την απόφαση του.”

Είναι βασικά το παράπονο των αιτητών ότι, εφόσον το Δικαστήριο είχε ενώπιον του την Έκθεση Υπεράσπισης των αιτητών, έστω και αν καταχωρήθηκε αυτή εκπρόθεσμα, δεν θα έπρεπε να προχωρήσει και να δεχθεί απόδειξη της αγωγής των εναγόντων στην απουσία τους, εφόσον αν εδίδετο ευκαιρία στους αιτητές θα μπορούσαν  να ζητήσουν παράταση του χρόνου για καταχώρηση της υπεράσπισης, αίτημα που αν εγκρίνετο θα οδηγούσε σε κανονική εκδίκαση της υπόθεσης.  Οι αιτητές περαιτέρω, πρόβαλαν το επιχείρημα ότι, εφόσον οι ενάγοντες είχαν δεχθεί την εκπρόθεσμα καταχωρηθείσα Έκθεση Υπεράσπισης, χωρίς να προβάλουν καμμία διαμαρτυρία, ουσιαστικά δέχθηκαν την εκπρόθεσμη καταχώρηση της, παραδεχόμενοι εντούτοις ότι η τελική απόφαση αφίετο στο Δικαστή αν θα ενέκρινε παράταση του χρόνου για να νομιμο[*282]ποιηθεί η Έκθεση Υπεράσπισης.

Όπως προκύπτει από το πρακτικό του Δικαστηρίου, με το οποίο επιφυλάχθηκε η απόφαση, τούτο έγινε στις 9.05 το πρωϊ μετά που εμφανίστηκε ο δικηγόρος των εναγόντων και ενώ δεν είχε εμφανισθεί μέχρι την ώρα εκείνη ο συνήγορος των αιτητών-εναγομένων.

Υπέβαλε ο συνήγορος των αιτητών ότι εν όψει του γεγονότος ότι υπήρχε στο φάκελο της υπόθεσης η εκπρόθεσμα καταχωρηθείσα Έκθεση Υπεράσπισης, το Δικαστήριο έπρεπε να λάβει το γεγονός υπόψη και να μην προχωρήσει σε απόδειξη της υπόθεσης.  Προς υποστήριξη του γεγονότος τούτου έκαμε αναφορά στο Annual Practice 1960 Vol. 1, σελ. 612, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:  “A defence delivered after the proper time cannot be disregarded.”

Κατά τη γνωμη μου το πιο πάνω απόσπασμα δεν οδηγεί στο συμέρασμα ότι εμποδίζετο το Δικαστήριο να προχωρήσει, όπως προκύπτει και αμέσως πιο κάτω στο ίδιο σημείο όπου αναφέρεται ότι:  “In such a case a Court will have regard to the contents of the defence delivered out of time  and deal with the case in such a manner that justice can be done”.  Τούτο, κατά τη γνώμη μου, σημαίνει ότι το Δικαστήριο όταν θα εκδίδει την επιφυλαχεθίσα απόφαση του θα πρέπει να εξετάσει τη μαρτυρία των εναγόντων σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς που υπάρχουν στην εκπρόθεσμα καταχωρηθείσα υπεράσπιση.

Παραπονούνται περαιτέρω οι αιτητές ότι, με το να δεχθεί απόδειξη της υπόθεσης, το Δικαστήριο τους στέρησε το δικαίωμα να ακουστούν, παραβαίνοντας έτσι τον κανόνα φυσικής δικαιοσύνης. Είμαι της γνώμης ότι το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα.  Το Δικαστήριο είχε δώσει την ευκαιρία στους αιτητές να προβάλουν την υπεράσπιση τους με το να δώσει παράταση του χρόνου καταχώρησης της Έκθεσης Υπεράσπισης, ευκαιρία που δεν εκμεταλλεύτηκαν οι αιτητές.

Επίσης, το επιχείρημα τους ότι το Δικαστήριο έπρεπε να δώσει την ευκαιρία κατά την ημέρα που επιφύλαξε την απόφαση στους αιτητές να εμφανισθούν και να προβάλουν αίτημα για παράταση του χρόνου καταχώρησης της υπεράσπισης, δεν ευσταθεί, εφόσον κατά την ημερομηνία εκείνη δεν είχαν εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οι αιτητές.  Το επιχείρημα του συνηγόρου των αιτητών ότι κανονικά το Δικαστήριο επιλαμβάνεται αιτήσεων μέχρι και τις [*283]10.30, δεν έδιδε σε αυτούς το δικαίωμα να εμφανισθούν οποιαδήποτε ώρα ήθελαν μέχρι τις 10.30 για να χειριστούν την υπόθεση τους. Ήταν καθήκον τους να είναι ενώπιον του Δικαστηρίου από την ώρα που το Δικαστήριο άρχιζε να επιλαμβάνεται αιτήσεων. Η παράλειψη των αιτητών-εναγομένων να εμφανισθούν εγκαίρως ήταν και η αιτία της απώλειας του δικαιώματος τους να ακουστούν και δεν υπήρξε υπέρβαση της εξουσίας του Δικαστηρίου με το να επιληφθεί της υπόθεσης στις 9.05 όπως έπραξε.

Είναι νομολογημένο ότι οι αρχές που διέπουν την πρακτική και διαδικασία στην έκδοση προνομιακών ενταλμάτων στην Αγγλία εφαρμόζονται και στην Κύπρο. Στο Practice Note (1939) W.N. 76 Div. Ct. αναφέρεται ότι η αίτηση πρέπει να περιέχει δήλωση στην οποία να εκτίθενται το όνομα και η περιγραφή του αιτητή, η αιτούμενη θεραπεία και οι λόγοι στους οποίους βασίζεται και να συνοδεύεται από ενόρκους δηλώσεις που επαληθεύουν τα γεγονότα επί των οποίων βασίζεται ο αιτητής.  Η δήλωση αυτή δεν πρέπει να περιέχει τίποτε περισσότερο απ΄ότι απαιτούν οι θεσμοί και δεν είναι επιτρεπτό  να κατατίθεται δήλωση η οποία απλώς να επαληθεύεται με την ένορκη δήλωση.  Στην παρούσα περίπτωση, τα μόνα γεγονότα που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση είναι εκείνα που αφορούν την 26.2.99, δηλαδή την ημερομηνία κατά την οποία στην απουσία του συνηγόρου των αιτητών το Δικαστήριο δέχθηκε απόδειξη της υπόθεσης και επιφύλαξε την απόφαση του.  Έτσι, είναι φανερόν ότι, εφόσον το προηγούμενο ιστορικό που αφορά το χρόνο που δόθηκε για καταχώρηση υπεράσπισης, καθώς και την εκπρόθεσμη καταχώρηση της Έκθεσης Υπεράσπισης,  που είναι ουσιαστικά στοιχεία για την υπόθεση των αιτητών, δεν περιέχονται στην ένορκη δήλωση.  Ως εκ τούτου και μόνο γι’ αυτό το λόγο η αίτηση για άδεια έκδοσης των αιτουμένων προνομιακών ενταλμάτων θα έπρεπε ν’ απορριφθεί.

Κάτω από το φως των πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται.

H αίτηση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο