(1999) 1 ΑΑΔ 284
[*284]5 Mαρτίου, 1999
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΞ ΠΑΡΤΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΑΡ. 1) ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ
ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ
ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 113.2 ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 9, 11 ΚΑΙ 15 ΤΟΥ ΠΕΡΙ
ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ)
ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/64) ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1960 (Ν. 14/60)
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΑΡ. 4961/95 ΤΟΥ
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΜΕΤΑΞΥ:
UNITICA ENTERPRISES LIMITED
Eνάγουσας,
KAI
THE SLOVAK REPUBLIC,
Εναγομένης.
(Aίτηση Aρ. 15/99)
Προνομιακά Εντάλματα — Αίτηση με την οποία ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ζητά άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari προς ακύρωση διατάγματος πώλησης κτήματος ιδιοκτησίας της Σλοβακίας και επίσης προς ακύρωση κάθε διαδικαστικού διαβήματος ή μέτρου που λήφθηκε από την ενάγουσα, ημεδαπή εταιρεία, σε αγωγή κατά της Σλοβακίας — Κρίθηκε ότι εδικαιολογείτο η παροχή άδειας μόνο αναφορικά με την καταχώρηση της αίτησης για πώληση του κτήματος και την έκδοση του διατάγματος πώλησης του — Η ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου και η παραίτηση από κάθε ένσταση ως προς τον τρόπο επί[*285]δοσης του κλητηρίου εντάλματος, οδήγησαν σε απόρριψη της αίτησης για άδεια αναφορικά με τα υπόλοιπα διαβήματα.
Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο — Κρατική ασυλία διέπουσα τις διακρατικές σχέσεις — Αρχή Par in parem non habet juridictionem — Θεωρίες της απόλυτης ετεροδικίας και της σχετικής ετεροδικίας — Εφαρμοστέες αρχές.
Προνομιακά Εντάλματα — Certiorari — Διεθνείς σχέσεις — Κατά πόσο ο Γενικός Εισαγγελέας νομιμοποιείται να παρέμβει με Certiorari σε υποθέσεις που αφορούν διεθνείς σχέσεις.
Η κυπριακή εταιρεία Unitica Enterprises Ltd. καταχώρησε αγωγή κατά της Σλοβακίας για παράβαση γραπτής συμφωνίας πώλησης κτήματος. Στις 22.5.96 επιδόθηκε αίτηση ημερ. 14.5.96 για λήψη απόφασης συνοδευόμενη από την έκθεση απαιτήσεως. Στις 12.11.96 το Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο, αφού άκουσε μαρτυρία εξέδωσε απόφαση για αποζημιώσεις, τόκους και έξοδα υπέρ της ενάγουσας, στην παρουσία δικηγόρου, που κατονομάζεται στο διατακτικό της απόφασης, εκ μέρους της εναγομένης.
Στη συνέχεια κατατέθηκε - και επιδόθηκε - αίτηση ημερ. 24.4.97 για πώληση της ακίνητης ιδιοκτησίας της Σλοβακίας προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους. Στις 8.7.97 εκδόθηκε διάταγμα πώλησης, ερήμην της εναγομένης.
Η Σλοβακία κινήθηκε για ματαίωση της πώλησης ζητώντας από το Γενικό Εισαγγελέα να παρέμβει. Ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο αίτηση με την οποία ζήτησε άδεια χωριστά για ακύρωση όχι μόνο του κλητηρίου, του προσωρινού διατάγματος και του διατάγματος πώλησης αλλά και για κάθε διαδικαστικό βήμα ή μέτρο λήφθηκε.
Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε σαν πρώτο θέμα το κατά πόσο ο Γενικός Εισαγγελέας έχει δικαίωμα παρέμβασης με certiorari υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης και αποφάνθηκε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έχει τέτοιο δικαίωμα τουλάχιστον σε θέματα περιφρούρησης των διεθνών σχέσεων του κράτους, που άπτονται των δικαστικών διαδικασιών και υποθέσεων και που δικαιολογούν ανάληψη πρωτοβουλίας, έστω και αν δεν έχει την ιδιότητα του διαδίκου.
Οι εισηγήσεις που προβλήθηκαν στην αίτηση για άδεια έχουν βασικά δικονομικό χαρακτήρα. Τα θέματα εξετάζονται τόσο από την σκοπιά των εσωτερικών δικονομικών κανόνων όσο και από τη σκο[*286]πιά του διεθνούς δικαίου και καταλήγουν στη θέση ότι κάθε διάβημα χωριστά πάσχει από ακυρότητα. Προβλήθηκαν οι ακόλουθες εισηγήσεις:
1. Ο ενάγων δεν εξασφάλισε την προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου, η οποία απαιτείται πριν την καταχώρηση και σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος για επίδοση στην αλλοδαπή, δυνάμει του θ. 2 της Δ.2 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού.
2. Η επίδοση αντίκειται στις διατάξεις του Άρθρου 22 της Σύμβασης της Βιέννης περί Διπλωματικών Σχέσεων (που κυρώθηκε με το Ν. 40/68), το οποιο αναγνωρίζει και καθιερώνει το απαραβίαστο των χωρών των ξένων αποστολών.
3. Η επίδοση δεν ήταν έγκυρη λόγω του ότι η πρεσβεία θεωρείται δευτερεύον κρατικό όργανο και αποτελεί μέρος του Υπουργείου Εξωτερικών μιας ξένης χώρας χωρίς να έχει αυτόνομη προσωπικότητα. Επίσης η επίδοση παραγνώριζε τις πρόνοιες της Σύμβασης της Χάγης για Επίδοση στην Αλλοδαπή Δικαστικών και Ετέρων Εγγράφων σε Αστικές και Εμπορικές Υποθέσεις, που κυρώθηκε με το Ν. 40/82.
Με βάση τα ανωτέρω, ο Γενικός Εισαγγελέας στη συνέχεια ισχυρίσθηκε ότι η απόφαση ημερ. 14.5.96 εκδόθηκε χωρίς δικαιοδοσία, έπασχε το κλητήριο ένταλμα και η επίδοση του όπως και η επίδοση της αίτησης για λήψη της απόφασης στην αγωγή και επίσης ότι παραβιάσθηκε το προνόμιο της κρατικής ασυλίας που η ξένη πολιτεία απολαμβάνει με βάση τις αρχές του Κοινού Δικαίου και του Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου. Παράνομη και άκυρη χαρακτηρίστηκε τελικά και η καταχώρηση της αίτησης για πώληση του κτήματος ημερ. 24.4.97 και η έκδοση του διατάγματος πώλησης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το καθεστώς κρατικής ασυλίας που διέπει τις διακρατικές σχέσεις εδράζεται στην αρχή par in parem non habet juridisctionem. Υπάρχουν δύο θεωρίες, της απόλυτης ετεροδικίας και της σχετικής ετεροδικίας. Σύμφωνα με τη θεωρία της σχετικής ετεροδικίας, που εκφράζει τη σύγχρονη ροπή του Διεθνούς Δικαίου, το ξένο κράτος απολαμβάνει το προνόμιο της ετεροδικίας όταν ενεργεί κυριαρχικά (jure imperii). Η ασυλία όμως δεν επεκτείνεται σε πράξεις οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας ιδιωτών (πράξεις jure gestionis). Τη νέα τάση εκφράζει η Σύμβαση που [*287]κυρώθηκε με το Ν. 6/76.
2. Κατά το Άρθρο 16 του Νόμου 6/76, κράτος που εμφανίζεται κατά τη διαδικασία - όπως συνέβηκε στην παρούσα υπόθεση με την εμφάνιση δικηγόρου εκ μέρους της Σλοβακίας κατά τη λήψη της απόφασης - θεωρείται ότι παραιτείται από κάθε ένσταση που σχετίζεται με τον τρόπο της επίδοσης. Υποδηλώνει επίσης σιωπηρή παραίτηση από το προνόμιο. Για τον λόγο αυτό και ενόψει της φύσης της συναλλαγής, ότι δε φαίνεται η σύναψη της συμφωνίας να είναι πράξη κυριαρχικού χαρακτήρα, το Δικαστήριο δεν έχει πεισθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Αυτό ισχύει για όλα τα διαβήματα από την κατάθεση του κλητηρίου μέχρι την έκδοση του τεκμηρίου της απόφασης. Η αίτηση σε σχέση με αυτά απορρίπτεται.
3. Η χορήγηση άδειας δεν δικαιολογείται και για τον πρόσθετο λόγο της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου για διεκδίκηση θεραπείας που δεν χρησιμοποιήθηκε. Η εναγομένη είχε την ευχέρεια να αποταθεί στο Δικαστήριο ή ακόμη και στον Γενικό Εισαγγελέα για να θέσει το ζήτημα της ασυλίας ενώπιον του δικαστηρίου που επιλήφθηκε της αγωγής. Μια τέτοια ενέργεια δεν θεωρείται υποταγή στη δικαιοδοσία του κυπριακού δικαστηρίου, ενόψη του Άρθρου 3(2) του Ν. 6/76. Ωστόσο η κατάσταση διαφοροποιείται σε σχέση με την καταχώρηση της αίτησης για πώληση της ακίνητης ιδιοκτησίας ημερ. 24.4.97 και την έκδοση του διατάγματος πώλησης ημερ. 8.7.97 ενόψη του Άρθρου 23 του Ν. 6/76, το οποίο προνοεί ότι για τη λήψη μέτρων εκτέλεσης κατά της περιουσίας Συμβαλλομένου κράτους χρειάζεται η ρητή και έγγραφη συγκατάθεσή του. Αναφορικά με τα δύο αυτά διαβήματα δικαιολογείται η παροχή άδειας για κατάθεση αίτησης certiorari.
Η αίτηση επιτράπηκε μερικώς.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
R. v. Amendt [1915] 2 KB 276,
Adams v. Adams (Attorney General Intervening) [1970] 3 All E.R. 572,
Γενικός Εισαγγελέας (1989) 1 Α.Α.Δ. 97,
Congreso del Partido [1981] 2 All E.R. 1064,
Paolo Bonnici and Co. a.o. v. The ship “Kyardla” (1980) 1 C.L.R. 149,
[*288]Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41.
Aίτηση.
Aίτηση με την οποία ο Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ζητά άδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση διατάγματος πώλησης κτήματος ιδιοκτησίας της Σλοβακίας, το οποίο κείται στην ενορία Aγίου Aνδρέα στη Λευκωσία.
Μαίρη-Άν Μάρκου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Aιτητή.
Παρίσταται ο κ. Κ. Βελάρης που παρακολούθησε τη διαδικασία εκ μέρους της Δημοκρατίας της Σλοβακίας
Cur. adv. vult.
NIKHTAΣ, Δ.: Αιτητής στην προκείμενη περίπτωση είναι ο Γενικός Εισαγγελέας, ο οποίος διεκδικεί δικαίωμα παρέμβασης εκ μέρους της Δημοκρατίας της Σλοβακίας (στο εξής Σλοβακία). Eπιδιώκεται η αποσόβηση της πώλησης κτήματος (χωραφιού) ιδιοκτησίας της Σλοβακίας, το οποίο κείται στην ενορία Αγίου Ανδρέα στη Λευκωσία. Σαν πρώτο βήμα έχει κατατεθεί η υπό κρίση εξ πάρτε αίτηση για άδεια που θα επιτρέπει καταχώρηση αίτησης για έκδοση certiorari. Απώτερη επιδίωξη είναι η ακύρωση διατάγματος πώλησης του εν λόγω κτήματος ημερ. 8/7/97.
Το διάταγμα αυτό εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στο πλαίσιο της αγωγής αρ. 4961/95, που είχε εγείρει η ημεδαπή εταιρεία Unitica Enterprises Ltd. κατά της Σλοβακίας. Ήταν η κορύφωση όλων των άλλων διαδικαστικών ενεργειών που προηγήθηκαν της έκδοσης του. Θα ανατρέξω σύντομα στο ιστορικό τους. Ο λόγος είναι ότι η αιτούμενη άδεια επεκτείνεται και καλύπτει όλα τα διαδικαστικά μέτρα ανάμεσα στην άσκηση της αγωγής και το διάταγμα πώλησης.
Το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα της αγωγής καταχωρήθηκε την 1/6/95. Η αξίωση της εταιρείας ήταν για γενικές και ειδικές αποζημιώσεις αναφορικά με παράβαση γραπτής συμφωνίας ημερ. 4/10/94, που συνομολογήθηκε στη Λευκωσία μεταξύ των διαδίκων μερών. Η Σλοβακία ρητά συμφώνησε να πωλήσει και η ενάγουσα δέχθηκε να αγοράσει το κτήμα αντί ΛΚ 630.000. Η συμφωνία τελικά ναυάγησε. Η Σλοβακία αρνήθηκε να το μεταβι[*289]βάσει στην αγοράστρια επικαλούμενη όρο της συμφωνίας. Δεν είναι όμως του παρόντος να εξετάσουμε τη βασιμότητα του. Ούτε τη θέση της αντισυμβαλλόμενης εταιρείας ότι η Σλοβακία δεν είχε δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, την οποία τελικά διέρρηξε.
Η αγωγή επιδόθηκε στην πρεσβεία της Σλοβακίας στην Κύπρο στις 12/12/95. Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση δικαστικού επιδότη, η επίδοση του εντάλματος διενεργήθηκε “αφήνοντας το στην παρουσία του Βραχίμη Σκορδή, Ανώτερου Επιδότη και του πρέσβη της Σλοβακίας ο οποίος αρνήθη να παραλάβει τα έγγραφα στο γραφείο της πρεσβείας της Σλοβακίας”. Με την ίδια ευκαιρία και με τον ίδιο τρόπο επιδόθηκε προσωρινό διάταγμα, που απαγόρευε στην εναγόμενη να αποξενώσει με οποιονδήποτε τρόπο το κτήμα αντικείμενο της αγωγής. Γιαυτό και η αναφορά στην ένορκη δήλωση σε “έγγραφα”. Το απαγορευτικό διάταγμα δόθηκε στις 8/6/95, ύστερα από μονομερή αίτηση της ενάγουσας η οποία κατατέθηκε την ίδια ημέρα με την αγωγή. Και ορίστηκε αρχικά στις 23/6/95 και αναβλήθηκε τελικά στις 19/12/95 για να δείξει λόγο η εναγόμενη γιατί να μην εξακολουθήσει να ισχύει. Οι αναβολές παραχωρήθηκαν για να επιτευχθεί η επίδοση. Δεν προσκομίστηκε οτιδήποτε που να δείχνει τι έγινε στις 19/12/95 αναφορικά με το προσωρινό αυτό διάταγμα.
Επισημαίνεται ότι η Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας πήρε αντίθετη θέση, που θα εκθέσω στη συνέχεια, ενόσω εκκρεμούσε το ζήτημα επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος και του διατάγματος. Γνωμάτευσε (στις 24/11/95) ότι με βάση το άρθρ. 2 της Σύμβασης για τις Επιδόσεις Δικαστικών και Ετέρων Εγγράφων στην Αλλοδαπή σε Αστικές και Εμπορικές Υποθέσεις του 1965, ήταν έγκυρη η επίδοση στην πρεσβεία της χώρας αυτής στην Κύπρο. Όπως αναφέρεται στη γνωμοδότηση επί λέξει “μπορεί να γίνει η επίδοση στην πρεσβεία της Σλοβακίας, ο δε υπεύθυνος της πρεσβείας οφείλει να παραλάβει τα σχετικά έγγραφα.” Ας σημειωθεί ότι η Κύπρος προσχώρησε στη Σύμβαση, η οποία κυρώθηκε με το νόμο 40/82.
Η γνωμάτευση όπως και σωρεία άλλων εγγράφων στα οποία αναφέρθηκα ή θα αναφερθώ στη συνέχεια έχουν επισυναφθεί είτε στην αίτηση είτε στην ένορκη δήλωση, που την υποστηρίζει, ως παραρτήματα ή τεκμήρια αντίστοιχα. Ας σημειωθεί πως την παραπάνω γνωμάτευση προκάλεσε το γραπτό ερώτημα που υπέβαλε ο Αρχιπρωτοκολλητής του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσο εξακολουθεί να ισχύει η Σύμβαση ύστερα από τη διάλυση της πρώην [*290]Τσεχοσλοβακίας και τη δημιουργία δύο νέων χωριστών κρατών.
Στις 22/5/96 επιδόθηκε αίτηση ημερ. 14/5/96 για λήψη απόφασης συνοδευόμενη από την έκθεση απαιτήσεως. Στις 12/11/96 το Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο, αφού άκουσε μαρτυρία, εξέδωσε απόφαση για αποζημιώσεις, τόκους και έξοδα υπέρ της ενάγουσας και εναντίον της εναγομένης χώρας. Είναι αξιοσημείωτο - και στέκομαι ιδιαίτερα για να το επισημάνω - ότι παρέστη δικηγόρος, που κατονομάζεται στο διατακτικό της απόφασης (παράρτημα Ε συνημμένο στην αίτηση) εκ μέρους της εναγομένης. Παραθέτω το κείμενο που παρέχει και τις λεπτομέρειες της απόφασης:
“Κατόπιν ακρόασης της αγωγής αυτής στην παρουσία του κ. Παπαευσταθίου δια Τ. Παπαδόπουλο Δικηγόρου ενάγοντος και του κ. Ντ. Μιχαηλίδη Δικηγόρου εναγομένου και μετά την ακρόαση των ισχυρισμών των διαδίκων αντιστοίχως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΥΤΟ ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ ΚΑΙ ΕΠΙΔΙΚΑΖΕΙ όπως ο εναγόμενος πληρώσει στον ενάγοντα το ποσόν των Λ.Κ.420.000, με τόκο επ’ αυτού 6% το χρόνο από 12/11/96 μέχρι εξοφλήσεως.
ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ ΚΑΙ ΕΠΙΔΙΚΑΖΕΙ όπως ο εναγόμενος πληρώσει στον ενάγοντα το ποσό των Λ.Κ. 18, έξοδα της απόφασης αυτής καθώς και τα έξοδα της αγωγής αυτής όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή με τόκο επ’ αυτού 6% το χρόνο από 12/11/96 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον 8% ΦΠΑ.”
Το επόμενο βήμα αφορά το μηχανισμό εκτέλεσης της απόφασης. Κατατέθηκε - και επιδόθηκε - αίτηση ημερ. 24/4/97 για πώληση της ακίνητης ιδιοκτησίας της Σλοβακίας προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους. Την αίτηση, όπως προκύπτει από αντίγραφο που κατατέθηκε, παρέλαβε υπάλληλος της Σλοβακικής πρεσβείας. Η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε με την έκδοση διατάγματος πώλησης, ερήμην της εναγομένης, ημερ. 8/7/97. Δεν είναι εντελώς ξεκάθαρο πως εξελίχθηκαν μετά τα πράγματα. Η Σλοβακία κινήθηκε για ματαίωση της πώλησης ζητώντας από το Γενικό Εισαγγελέα να παρέμβει. Φαίνεται ότι επίκειται ο καθορισμός νέας ημερομηνίας πώλησης ύστερα από αναβολή, του δημόσιου πλειστηριασμού όπως μου λέχθηκε κατά τη συζήτηση, για λόγο που δε διευκρινίστηκε.
Η αίτηση για άδεια για καταχώρηση certiorari δεν περιορίζεται [*291]μόνο στην ακύρωση του κλητηρίου, του προσωρινού διατάγματος και του διατάγματος πώλησης. Επαναλαμβάνω πως επιζητείται άδεια χωριστά για κάθε διαδικαστικό βήμα ή μέτρο που έχω προηγουμένως περιγράψει.
Θα εξετάσω προκαταρκτικά κατά πόσο ο Γενικός Εισαγγελέας νομιμοποιείται να παρέμβει με certiorari υπό τις συνθήκες που έχω καταγράψει. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας που εμφανίστηκε για λογαριασμό του υποστήριξε, με αναφορά σε αγγλική και την κυπριακή νομολογία, πως είναι δυνατή και καθόλα νόμιμη τέτοια ενέργεια. Και μάλιστα δε χρειάζεται καν η άδεια του δικαστηρίου για ενεργοποίηση της διαδικασίας έκδοσης του εντάλματος. Αναζητήθηκε ενίσχυση της θέσης αυτής στην υπόθεση R. v. Amendt [1915] 2 KB 276. Εκεί αποφασίστηκε πράγματι πως ο Γενικός Εισαγγελέας έχει αυτοδικαίως τέτοια εξουσία χωρίς την προηγούμενη έγκριση του δικαστηρίου.
Πρέπει όμως να παρατηρήσω ότι το θέμα στην Αγγλία ρυθμιζόταν από Κανονισμούς που ρητά εξαιρούσαν το Γενικό Εισαγγελέα από την υποχρέωση να αποταθεί για άδεια. Παρατίθενται στην παραπάνω υπόθεση. Το άρθρ. 113 του Συντάγματος, που διαγράφει το ρόλο του Γενικού Εισαγγελέα στα νομικά πράγματα του τόπου, δεν παρέχει εξουσία αυτής της φύσεως, ενώ το άρθρ. 155.4 εναποθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα έκδοσης των προνομιακών ενταλμάτων στο Ανώτατο Δικαστήριο. Άλλωστε στην παρούσα περίπτωση επέλεξε να ακολουθήσει την ισχύουσα ανέκαθεν πρακτική.
Ωστόσο, προκύπτει από την υπόλοιπη νομολογία ότι αναγνωρίζεται στο Γενικό Εισαγγελέα δικαίωμα παρέμβασης με certiorari τουλάχιστον σε θέματα περιφρούρησης των διεθνών σχέσεων του κράτους, που άπτονται των δικαστικών διαδικασιών και υποθέσεων και που δικαιολογούν ανάληψη πρωτοβουλίας, έστω και αν δεν έχει την ιδιότητα του διαδίκου. Στην Adams ν. Adams (Attorney General Intervening) [1970] 3 All E.R. 572 στη σελ. 576, το δικαστήριο που μνημονεύει και την προγενέστερη νομολογία, παρατήρησε σχετικά:
“In my view the Attorney-General has a right of intervention in a private suit whenever it may after the prerogatives of the Crown, including its relations with foreign States (see Duff Development Co. Ltd. v. Kelantan Government); and he certainly has in such circumstances a locus standi at the invitation of the court (The Parlement Belge, in which the Attorney-General appealed the instant decision) or with the leave of the court (Engelke v. [*292]Musmann).”
Bλέπε επίσης την απόφαση του Στυλιανίδη Δ (όπως ήταν τότε), στην αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα στην ποινική υπόθεση αρ. 23069/87 (1989) 1 Α.Α.Δ. 97, όπου αναφέρθηκε η υπόθεση R. v. Amendt, ανωτέρω, και την απόφαση του Νικολαΐδη Δ στην αίτηση 81/97 του Γενικού Εισαγγελέα στην αγωγή αρ. 12017/95 ημερ. 11/7/97, στην οποία γίνεται αναφορά και στις δυο πιο πάνω αγγλικές υποθέσεις.
Θα μπορούσε στο σημείο αυτό να λεχθεί ότι η σχετικά σύντομη αγόρευση της κας Μάρκου περιορίστηκε στην επισήμανση και επεξήγηση των αυθεντιών που υποστηρίζουν τα σημεία που αναλύονται εκτεταμένα στην αίτηση για άδεια. Η αίτηση αποτελείται από 12 σελίδες. Οι εισηγήσεις που προβλήθηκαν έχουν βασικά δικονομικό χαρακτήρα. Τα θέματα εξετάζονται τόσο από τη σκοπιά των εσωτερικών δικονομικών κανόνων όσο και από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου. Και έχουν ως επωδό τη θέση ότι κάθε διάβημα χωριστά πάσχει από ακυρότητα.
Η πρώτη εισήγηση κινείται μέσα στο δικονομικό περίγυρο που θέτει ο περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικός Κανονισμός. Συγκεκριμένα ο θ. 2 της Δ.2 ορίζει ότι κανένα κλητήριο ένταλμα που προορίζεται για επίδοση στην αλλοδαπή δε θα σφραγίζεται χωρίς την άδεια του δικαστηρίου. Ο ενάγων μήτε αποτάθηκε μήτε εξασφάλισε τέτοια προηγούμενη άδεια πριν την καταχώρηση και σφράγιση του κλητηρίου. Άρα τούτο είναι άκυρο εξ υπαρχής. Για ενίσχυση η κα Μάρκου με παρέπεμψε στην απόφαση στην αίτηση αρ. 81/97, ανωτέρω.
Η επίδοση, υπό τις συνθήκες που περιγράψαμε, έχει και άλλη διάσταση. Αντίκειται (κατά το ίδιο επιχείρημα) στις διατάξεις του άρθρ. 22 της Σύμβασης της Βιέννης περί Διπλωματικών Σχέσεων (που κυρώθηκε με το ν. 40/68), το οποίο αναγνωρίζει και καθιερώνει το απαραβίαστο των χώρων των ξένων αποστολών. Η επίδοση δεν ήταν έγκυρη και για ένα πρόσθετο λόγο. Η πρεσβεία θεωρείται δευτερεύον κρατικό όργανο και αποτελεί μέρος του Υπουργείου Εξωτερικών μιας ξένης χώρας χωρίς να έχει αυτόνομη νομική προσωπικότητα.
Περαιτέρω, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντελέστηκε νόμιμα η επίδοση γιατί παραγνωρίστηκαν οι πρόνοιες της Σύμβασης της Χάγης για Επίδοση στην Αλλοδαπή Δικαστικών και Ετέρων Εγγράφων σε Αστικές και Εμπορικές Υποθέσεις, που κυρώθηκε με το [*293]ν. 40/82 (και ειδικότερα τα άρθρ. 2, 3 και 8) Και την οποία, όπως αναφέρει η υπό κρίση αίτηση, “υιοθέτησε η Σλοβακία ως διάδοχο κράτος της πρώην Τσεχοσλοβακίας”. Επαναλαμβάνεται το ίδιο επιχείρημα σχετικά με την επίδοση της αίτησης για έκδοση απόφασης ημερ. 14/5/96.
Με βάση την παραπάνω συλλογιστική πορεία ο Γενικός Εισαγγελέας στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι η απόφαση (παράρτημα Ε) εκδόθηκε χωρίς το δικαστήριο να έχει προς τούτο εξουσία ή δικαιοδοσία. Η απόφαση δεν είχε κανένα νόμιμο υπόβαθρο. Έπασχε το κλητήριο ένταλμα και η επίδοση του όπως και η επίδοση της αίτησης ημερ. 14/5/96. Πέρα από αυτό παραβιάστηκε το προνόμιο της κρατικής ασυλίας που η ξένη πολιτεία απολαμβάνει με βάση τις σχετικές αρχές του Κοινού Δικαίου και του Διεθνούς Δημόσιου Δικαίου. Πρέπει να λεχθεί πως δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση σε αυτή την πτυχή της υπόθεσης για να τονισθεί η παντελής έλλειψη δικαιοδοσίας.
Παράνομη και άκυρη χαρακτηρίστηκε τελικά η καταχώρηση της αίτησης ημερ. 24/4/97 καθώς και η έκδοση του διατάγματος πώλησης. Γίνεται ενισχυτική επίκληση στους λόγους που εξέθεσα συγκεφαλαιωμένα. Και περαιτέρω στο άρθρ. 23 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης περί Κρατικού Προνομίου Ετεροδικίας και Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, που κυρώθηκε με το νόμο 6/76. Επίσης επαναλαμβάνεται ότι το διάταγμα πώλησης αντιστρατεύεται τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.
Το καθεστώς κρατικής ασυλίας, που διέπει τις διακρατικές σχέσεις, εδράζεται στην αρχή par in parem non habet juridictionem. Υπάρχουν δύο θεωρίες, της απόλυτης ετεροδικίας και της σχετικής ετεροδικίας. Η πρώτη δεν αναγνωρίζει δικαιοδοσία στα εγχώρια δικαστήρια για όλες τις πράξεις ξένου κράτους. Στη δεύτερη, που εκφράζει τη σύγχρονη ροπή του Διεθνούς Δικαίου, το ξένο κράτος απολαμβάνει το προνόμιο της ετεροδικίας όταν ενεργεί κυριαρχικά (jure imperii). Δεν επεκτείνεται όμως η ασυλία στις περιπτώσεις πράξεων οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας που θα μπορούσε να τελέσει και ένας ιδιώτης (πράξεις jure gestionis). Το προνόμιο δεν καλύπτει τις ενέργειες αυτού του είδους της ξένης πολιτείας.
Θα παραθέσω μια σημαντική απόφαση του Δικαστηρίου της Βουλής των Λόρδων για τη διάκριση μεταξύ των παραπάνω κατηγοριών. Είναι η I Congreso del Partido [1981] 2 All E.R. 1064, 1065:
[*294]“Actions, whether commenced in personam or in rem, were to be decided according to the restrictive theory of sovereign immunity so that a sovereign state had no absolute immunity as regards commercial or trading transactions. Whether an act of a sovereign state attracted sovereign immunity depended on whether the act in question was a private act (jure gestionis) or a sovereign or public act (jure imperii), and the fact that the act was done for governmental or political reasons would not convert what would otherwise be an act jure gestionis or an act of private law into one done jure imperii. In considering whether state immunity should be granted, the court had to consider the whole context in which the claim against the state was made, with a view to deciding whether the relevant act on which the claim was based should, in the context, be considered as fairly within an area of activity, trading or commercial or otherwise, of a private law character in which the state had chosen to engage or whether the relevant act should be considered as having been done outside that area and within the sphere of governmental sovereignty”.
Η υπόθεση αυτή υιοθετήθηκε στην κυπριακή υπόθεση Paolo Bonnici and Co. and Another v. The ship “Kyardla” (1980) 1 C.L.R. 149.
Τη νέα τάση εκφράζει η Σύμβαση που κυρώθηκε με το ν. 6/76: Βλέπε άρθρ. 4 του νόμου, το οποίο ρητά προβλέπει ότι ένα κράτος δεν απολαμβάνει το προνόμιο σε εγχώριο δικαστήριο “εάν η διαδικασία αφορά εις υποχρέωσιν του Κράτους ήτις δυνάμει συμβάσεώς τινος (contract) πρόκειται νε εκπληρωθή εν τη εδαφική επικρατεία του Κράτους του forum”. Η Σύμβαση καθορίζει λεπτομερειακά τις εξαιρέσεις ετεροδικίας και σε άλλες πρόνοιες της (άρθρ. 1 έως 13).
Με έχει προβληματίσει έντονα η εμφάνιση δικηγόρου εκ μέρους της Σλοβακίας κατά τη λήψη της απόφασης (παράρτημα Ε). Στη διάρκεια της συζήτησης έθεσα το ζήτημα στην κα Μάρκου για να έχω την άποψη της αναφορικά με τις τυχόν επιπτώσεις του θέματος στη διαδικασία αυτή. Απάντησε ότι την απασχόλησε ιδιαίτερα το ζήτημα, το οποίο διερευνήθηκε, αλλά ουδέποτε η Σλοβακία έδωσε οδηγίες στο συγκεκριμένο ή άλλο δικηγόρο να εμφανιστεί για λογαριασμό της. Πρέπει να παρατηρήσω εδώ ότι στην ένορκο δήλωση που κατατέθηκε για υποστήριξη της κρινόμενης αίτησης δεν έγινε αναφορά σε τέτοια έρευνα ούτε παρέχεται οποιαδήποτε εξήγηση. Από το πιστό αντίγραφο της απόφασης, που ο αιτητής προσκόμισε (παράρτημα Ε) προκύπτει ότι παρέστη δικηγόρος κατά [*295]την έκδοση της απόφασης. Δεν μπορώ να παραγνωρίσω το στοιχείο αυτό. Ούτε είναι επιτρεπτό να βασισθώ στην παραπάνω προφορική δήλωση που έγινε ύστερα από δικό μου ερώτημα ή να προβώ σε εικασίες περί του περιεχομένου του επισήμου κειμένου της απόφασης.
Κατά το άρθρ. 16 του νόμου 6/76 κράτος που εμφανίζεται κατά τη διαδικασία θεωρείται ότι παραιτείται από κάθε ένσταση που σχετίζεται με τον τρόπο της επίδοσης. Υποδηλώνει επίσης σιωπηρή παραίτηση από το προνόμιο. Για το λόγο αυτό και έχοντας υπόψη τη φύση της συναλλαγής, ότι δε φαίνεται η σύναψη της συμφωνίας να είναι πράξη κυριαρχικού χαρακτήρα, δεν έχω πεισθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για παραχώρηση άδειας. Αυτό ισχύει για όλα τα διαβήματα από την κατάθεση του κλητηρίου μέχρι την έκδοση του τεκμηρίου της απόφασης (παράρτημα Ε). Η αίτηση σε σχέση με αυτά απορρίπτεται.
Υπάρχει και άλλος λόγος που κατά τη γνώμη μου υποστηρίζει το ίδιο αποτέλεσμα. Η εναγόμενη είχε κάθε ευχέρεια να αποταθεί στο δικαστήριο ή ακόμη στο Γενικό Εισαγγελέα για να θέσει το ζήτημα της ασυλίας ενώπιον του δικαστηρίου που επιλήφθηκε της αγωγής. Παρά την πάροδο μακρού χρόνου και τις αλλεπάλληλες και κατά καιρούς ενέργειες της ενάγουσας εταιρείας, η εναγόμενη αδράνησε πλήρως. Θέλω να πω ότι προσφερόταν άλλο ένδικο μέσο για διεκδίκηση θεραπείας, που δε χρησιμοποιήθηκε. Η στάση αυτή, σύμφωνα με την απόφαση Αναφορικά με την αίτηση Aνθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, αποτελεί λόγο για τη μη χορήγηση άδειας. Μια τέτοια ενέργεια για εξέταση θέματος ασυλίας δε θεωρείται υποταγή στη δικαιοδοσία του κυπριακού δικαστηρίου. Αυτό προκύπτει σαφώς από απλή ανάγνωση του άρθρ. 3(2) του N. 6/76:
“3. 2. Συμβαλλόμενον Κράτος δεν λογίζεται παραιτηθέν του προνομίου ετεροδικίας εάν εμφανισθή ενώπιον δικαστηρίου ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους προς τον σκοπόν υποστηρίξεως ενστάσεως ετεροδικίας.”
Διαφοροποιώ ωστόσο την κατάσταση σε σχέση με την καταχώρηση της αίτησης ημερ. 24/4/97 και την έκδοση του διατάγματος πώλησης ημερ. 8/7/97 ενόψει των διατάξεων του άρθρ. 23 του N. 6/76, που ορίζει ότι:
“Ουδέν εκτελεστικόν ή προληπτικόν μέτρον κατά της περιουσίας Συμβαλλομένου Κράτους δύναται να λαμβάνηται εν τη εδαφική επικρατεία ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους πλην [*296]οσάκις και καθ’ ήν έκτασιν το Κράτος κατά τρόπον ρητόν και εγγράφως συγκατατίθεται εις τούτο εν εκάστη συγκεκριμένη περιπτώσει.”
Έχω περαιτέρω υπόψη και την άποψη που εκφράζει ο Oppenheim “International Law”, 9th ed., Vol. 1, Peace, Introduction and Part 1, σελ. 350:
“Even where a foreign state is properly subject to the jurisdiction of the local courts, execution of any judgment against the state may not as a rule be levied against its property, unless it has separately waived its immunity from execution; the waiver must usually be express, but in some circumstances waiver by implication is regarded as effective.”
Eπίσης την υποσημείωση αρ. 40 στη σελ. 246 του συγράμματος Dicey & Morris “The Conflict of Laws”, 12η έκδοση, τόμος Ι::
“s.13(3). A submission merely to the jurisdiction is not to be regarded as a consent to execution: ibid. Cf Arab Banking Comp. v. International Tin Council [1986] 77 Int. L.R. 1.”
Και επίσης το σχόλιο του καθηγητή J.G. Starke “Introduction to International Law” 10η έκδοση (1989), σελ. 211-212:
“Τhe rule of jurisdictional immunity of foreign states and foreign heads of states, as previously applicable in English courts and in the courts of certain other countries, had two aspects of significance:
1. An immunity as to process of the court.
2. An immunity with respect to property belonging to the foreign state or foreign Sovereign.
.............................................................................................................
As to aspect (2) of the rule of immunity, the courts applied the principle that they would not by their process, whether the foreign state or foreign Sovereign was a party to the proceedings or not, allow the seizure or detention or judicial disposition of property which belonged to such state or Sovereign, or of which it was in possession or control.”
Έχοντας κατά νουν τις παραπάνω αυθεντίες κρίνω πως δικαι[*297]ολογείται η παροχή περιορισμένης άδειας για κατάθεση αίτησης certiorari για τα δύο διαβήματα που έχω διευκρινίσει υπό στοιχεία (Στ) και (Η) της αίτησης. Η αίτηση να καταχωρηθεί σε 3 εβδομάδες από σήμερα και να ορισθεί από τον Πρωτοκολλητή στις 30/3/99 για οδηγίες. Η αίτηση να επιδοθεί στην ενάγουσα εταιρεία. Στο μεταξύ διατάσσεται η αναστολή της εκτέλεσης του διατάγματος πώλησης μέχρι την εκδίκαση και τελική έκβαση της αίτησης που θα καταχωρηθεί.
H αίτηση επιτρέπεται μερικώς.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο