Centra (Holdings) Ltd ν. Reuters Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 298

(1999) 1 ΑΑΔ 298

[*298]8 Mαρτίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

CENTRA (HOLDINGS) LTD.,

Εφεσείουσα,

ν.

REUTERS LTD.,

Eφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9331)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου — Ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων — Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

Αποζημιώσεις — Παράβαση σύμβασης — Καθορισμός αποζημιώσεων — Βάρος αποδείξεως — Ο ενάγων πρέπει να αποσείσει το βάρος τόσον όσον αφορά τα γεγονότα όσο και τις ζημιές πριν νομιμοποιηθεί στη διεκδίκηση ουσιαστικών αποζημιώσεων —Το βάρος αποδείξεως για τη λήψη μέτρων για μετριασμό των ζημιών του ενάγοντα, βαρύνει τον εναγόμενο.

Η εφεσίβλητη-ενάγουσα συνήψε δύο συμβάσεις με την εφεσείουσα-εναγομένη για την παροχή προς την εφεσείουσα υπηρεσιών.  Οι εν λόγω υπηρεσίες συνίσταντο στην παροχή πληροφοριών προς την εφεσείουσα για τις διεθνείς συναλλαγματικές ισοτιμίες, αντί μηνιαίου ενοικίου $2.500 Η.Π.Α. και στη διατύπωση προβλέψεων από εμπειρογνώμονες για τις αναμενόμενες διακυμάνσεις στις ισοτιμίες συναλλάγματος αντί μηνιαίου ενοικίου $150 Η.Π.Α.  Οι συσκευές παροχής υπηρεσιών που συμφωνήθηκαν, εγκαταστάθηκαν για την εξυπηρέτηση της εφεσείουσας σύμφωνα με τα αντίστοιχα συμβόλαια, η μεν πρώτη στις αρχές Ιουλίου του 1988, η δε δεύτερη στις αρχές Ιανουαρίου του 1989.

Η εφεσίβλητη αξίωσε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις συνολικού ύψους $93.634 Η.Π.Α. για ισχυριζόμενη παράβαση των δύο συμβάσεων εκ μέρους της εφεσείουσας. Η εφεσείουσα αρνήθηκε την αξίωση της εφεσίβλητης και ισχυρίσθηκε ότι η εφεσίβλητη δεν της πρόσφερε τις υπηρεσίες που συμφωνήθηκαν.

[*299]Το πρωτόδικο Δικαστήριο διακρίβωσε ως πραγματικά γεγονότα ότι οι συσκευές εγκαταστάθηκαν και λειτουργούσαν ομαλά. Το ενοίκιο καταβαλλόταν κανονικά μέχρι το τέλος του 1988.  Η παροχή υπηρεσιών προς την εφεσείουσα διακόπηκε το τέλος του 1989, το δε Μάρτιο του 1990 τερματίστηκαν τα συμβόλαια.  Η εφεσίβλητη δικαιολογημένα διέκοψε την περαιτέρω παροχή των υπηρεσιών της και τερμάτισε τα συμβόλαια, εφόσο δεν καταβαλλόταν το ενοίκιο, η έγκαιρη πληρωμή του οποίου αποτελούσε ουσιώδη όρο των συμβάσεων.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα ήταν υπεύθυνη παράβασης των συμβάσεων και ως εκ τούτου είχε ευθύνη να αποζημιώσει την εφεσίβλητη για οποιαδήποτε ζημιά είχε φυσιολογικά υποστεί εξ αιτίας της παράβασης.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση για δύο κυρίως λόγους:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.

2.  Το ύψος των αποζημιώσεων που επιδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εφεσίβλητη και που ανερχόταν σε ποσό ίσο με το ενοίκιο που θα ελάμβανε για ολόκληρη τη διετή περίοδο της αρχικής διάρκειας των συμβάσεων, ήταν εσφαλμένο καθότι δεν λήφθηκε υπόψη ότι με τον τερματισμό των συμβάσεων και την απελευθέρωση των συσκευών της εφεσίβλητης, η τελευταία απεκόμισε όφελος με την απελευθέρωση των μέσων της (resources) τα οποία όφειλε να εκμεταλλευθεί κατά το χρονικό διάστημα από τον τερματισμό των συμβάσεων μέχρι τη λήξη της διετούς περιόδου και να μετριάσει τη ζημιά της.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του.  Στην προκείμενη περίπτωση δεν διαπιστώθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας τη μαρτυρία της εφεσείουσας στο σύνολό της, έσφαλε, ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.

2.  Η εφεσίβλητη επέμενε στην εκπλήρωση των συμβολαίων για εύλογο χρονικό διάστημα και, τελικά, εφόσο η εφεσείουσα συνέχισε να μην καταβάλλει ενοίκια, τερμάτισε τα συμβόλαια έξι μήνες πριν τη [*300]λήξη της διετούς περιόδου της αρχικής διάρκειας τους.  Κατά το χρόνο αυτό σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία, δεν ετίθετο θέμα χρήσης των συσκευών που παραχωρήθηκαν στην εφεσείουσα κάπου αλλού, βάσει άλλου συμβολαίου από άλλο συνδρομητή, διότι η εφεσίβλητη διέθετε αποθέματα συσκευών και οποιοδήποτε άλλο συμβόλαιο μπορούσε εύκολα να εκπληρωθεί με την παραχώρηση συσκευών από αυτά.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Hadley v. Baxendale [1854] 9 Exch. 341,

Victoria Laundry (Windsor) Ltd. v. Newman Industries Ltd. [1949] 1 All E.R. 997,

Roper v. Johnson [1873] L.R. 8 C.P. 167,

Garnac Grain Co. v. Faure and Fairclough [1968] A.C. 1130.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη εταιρεία εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λαούτας, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου, 1994 (Aγωγή Aρ. 2602/90) υπέρ της ενάγουσας-εφεσίβλητης για το ποσό των $46.800 πλέον έξοδα ως αποζημιώσεις για παράβαση των δύο συμβάσεων που συνήφθησαν μεταξύ των δύο εταιρειών για την παροχή υπηρεσιών από την ενάγουσα εταιρεία-εφεσίβλητη στην εναγόμενη-εφεσείουσα.

Κ. Χατζηϊωάννου, για την Eφεσείουσα.

Γ. Κολοκασίδης, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.

ΓABPIHΛIΔHΣ, Δ.:  Η εφεσίβλητη είναι αλλοδαπή εταιρεία με έδρα το Λονδίνο.  Ασχολείται με την ενοικίαση συσκευών ή συστημάτων που παρέχουν πληροφορίες για διάφορα θέματα έναντι καθορισμένης συνδρομής ή ενοικίου.  Η εφεσείουσα είναι κυπριακή εταιρεία.  Μεταξύ των δύο εταιρειών συνήφθησαν δύο συμβάσεις, μία στις 27/6/1988, και μία, συμπληρωματική, στις 12/1/1989, για [*301]την παροχή υπηρεσιών από την εφεσίβλητη στην εφεσείουσα.  Στο πρώτο συμβόλαιο οι υπηρεσίες ονομάζοντο “International Money Rates Service” και συνίσταντο στην παροχή πληροφοριών προς την εφεσείουσα για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες διεθνώς, αντί μηνιαίου ενοικίου $2,500 Η.Π.Α.. Το δεύτερο συμβόλαιο περιλάμβανε το σύστημα υπηρεσιών “Global Analysis System” που συνίστατο στη διατύπωση προβλέψεων από εμπειρογνώμονες για τις αναμενόμενες διακυμάνσεις στις ισοτιμίες συναλλάγματος, αντί μηνιαίου ενοικίου $150 Η.Π.Α.. Οι συσκευές παροχής των υπηρεσιών που συμφωνήθηκαν εγκαταστάθηκαν για την εξυπηρέτηση της εφεσείουσας, σύμφωνα με τα αντίστοιχα συμβόλαια, η μεν πρώτη στις αρχές Ιουλίου του 1988, η δε δεύτερη στις αρχές Ιανουαρίου του 1989. 

Με την αγωγή που καταχώρησε στο πρωτόδικο Δικαστήριο η εφεσίβλητη αξίωσε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις συνολικού ύψους $93,634 Η.Π.Α. για ισχυριζόμενη παράβαση των δύο συμβάσεων εκ μέρους της εφεσείουσας. Ήταν η θέση της ότι, αν και η ίδια πρόσφερε προς την εφεσείουσα όλες τις υπηρεσίες που συμφωνήθηκαν, η τελευταία δεν τίμησε τις δικές της συμβατικές υποχρεώσεις με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη να υποστεί ζημιά.  Η εφεσείουσα αρνήθηκε την αξίωση της εφεσίβλητης. Η δική της θέση ήταν ότι η εφεσίβλητη δεν της πρόσφερε τις υπηρεσίες που συμφωνήθηκαν. Πρόβαλε, μάλιστα, και ανταπαίτηση για £42,000 αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστη λόγω των ισχυριζόμενων παραβάσεων των συμβατικών υποχρεώσεων της εφεσίβλητης.  Επιπλέον, αξίωσε $15,000 Η.Π.Α., ποσό που αντιστοιχούσε στα ενοίκια που καταβλήθηκαν προς την εφεσίβλητη, ισχυριζόμενη πλήρη αποτυχία του ανταλλάγματος (total failure of consideration).

Προς απόδειξη της υπόθεσης της η εφεσίβλητη κάλεσε τρεις μάρτυρες η δε εφεσείουσα ένα, το διευθυντή της.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε και αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία σε συνάρτηση με τα έγγραφα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια, προτίμησε και αποδέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας.  Διακρίβωσε ως πραγματικά γεγονότα ότι οι συσκευές παροχής των υπηρεσιών που συμφωνήθηκαν εγκαταστάθηκαν στα γραφεία της εφεσείουσας σύμφωνα με τις πρόνοιες των συμβολαίων και λειτουργούσαν ομαλά.  Το ενοίκιο καταβαλλόταν κανονικά μέχρι το τέλος του 1988.  Από τον Ιανούαριο, όμως, του 1989 δεν καταβλήθηκε κανένα ποσό.  Η παροχή υπηρεσιών προς την εφεσείουσα διακόπηκε περί το τέλος Δεκεμβρίου του 1989 το δε Μάρτιο του 1990 τερματίστηκαν τα συμβόλαια με επιστολή, αφού προηγήθηκαν τηλέτυπα από την εφεσί[*302]βλητη και επιστολή των δικηγόρων της για αποπληρωμή των καθυστερημένων ενοικίων. Περαιτέρω, αφού διαπίστωσε ότι η εφεσίβλητη δικαιολογημένα διέκοψε την περαιτέρω παροχή των υπηρεσιών της και τερμάτισε τα συμβόλαια, εφόσον δεν καταβαλλόταν το ενοίκιο, η έγκαιρη πληρωμή του οποίου αποτελούσε ουσιώδη όρο των συμβάσεων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα ήταν υπεύθυνη παράβασης των συμβάσεων και, επομένως, υπείχε υποχρέωση να αποζημιώσει την εφεσίβλητη για οποιαδήποτε ζημιά είχε φυσιολογικά υποστεί εξ αιτίας της παράβασης.  Ακολούθως, αφού παρέθεσε τις γενικές νομικές αρχές που διέπουν τον υπολογισμό των αποζημιώσεων για παράβαση συμβάσεως, με αναφορά στις κλασσικές αγγλικές αποφάσεις Hadley v. Baxendale [1854] 9 Exch. 341, και Victoria Laundry (Windsor) Ltd. v. Newman Industries Ltd. [1949] 1 All E.R. 997, το πρωτόδικο Δικαστήριο συνέχισε ως εξής:- 

“Το ύψος του καταβλητέου ενοικίου δεν αμφισβητείται.  Αναφέρεται σαφώς στα συμβόλαια. Για το πρώτο (τεκμ.1) ήταν $15,000.- προπληρωτέο κάθε εξαμηνία και το δεύτερο (τεκμ. 1Α) $150.- μηνιαίως. Το δεύτερο συμβόλαιο θα τερματίζετο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του, αυτόματα με τον τερματισμό του αρχικού συμβολαίου (τεκμ.1).  Είναι αναντίλεκτο και το δεχόμαστε ότι για την περίοδο από 1.1.1989 - 31.12.1989 δεν καταβλήθηκαν ενοίκια. Εφόσον η Εναγομένη ευθύνεται για την διάρρηξη της συμφωνίας η Ενάγουσα δικαιούται στην καταβολή του ποσού των μη καταβληθέντων ενοικίων.  Για το πρώτο συμβόλαιο το ποσό ανέρχεται σε $30,000.- ενώ για το δεύτερο σε $1,800.-.

Η διάρκεια των συμβολαίων, σύμφωνα πάντοτε με τους όρους τους, ήταν αρχικά διετής και με πρόνοια για ακόμα δύο έτη εκτός εάν έκαστος των συμβαλλομένων έδιδε εξάμηνη προειδοποίηση πριν την εκπνοή της αρχικής συμφωνίας ή της συμφωνίας που θα ανανεώνετο για άλλα δύο χρόνια.

Η Ενάγουσα ουσιαστικά αξιώνει αποζημιώσεις για ολόκληρη τη διετή περίοδο της αρχικής διάρκειας της συμφωνίας (τεκμ. 1) ήτοι μέχρι τον Ιούνιο του 1990.  Ο κ. Χ”Ιωάννου εισηγήθηκε στο Δικαστήριο να μην αποδώσει αυτές τις αποζημιώσεις καθότι η Ενάγουσα υποχρεούται να λάβει μέτρα για μετριασμό των ζημιών.

Είναι νομολογημένο και αποτελεί στοιχειώδη αρχή ότι το βάρος αποδείξεως τόσον των γεγονότων όσο και των ζημιών [*303]βαρύνει τον Ενάγοντα.  Θα πρέπει να αποσύσει το βάρος αυτό πριν νομιμοποιηθεί στη διεκδίκηση ουσιαστικών αποζημιώσεων. Ενίοτε συμβαίνει ο Εναγόμενος να παραδέχεται τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα αναφορικά με τις ζημιές αλλά ταυτόχρονα προβάλλει ισχυρισμούς προς αποφυγή ευθύνης.  Τούτο συμβαίνει εκεί όπου ο Εναγόμενος επιδιώκει να αποδείξει ότι ο Ενάγων είχε υποχρέωση να λάβει ορισμένα μέτρα για μετριασμό της απώλειας του.  Η αρχή αυτή διατυπώθηκε πολύ νωρίς.  Στην υπόθεση Roper v. Johnson [1873] L.R. 8 C.P. 167 αποφασίστηκε ότι το βάρος αποδείξεως επί του θέματος βαρύνει τον Εναγόμενο και οι επιδικασθησόμενες αποζημιώσεις δεν μειώνονται εκτός αν ο εναγόμενος πετύχει να αποδείξει ότι ο Ενάγων όφειλε εύλογα να προβεί στη λήψη των μέτρων για μετριασμό των ζημιών.  (Βλ. επίδης Garnac Grain Co. v. Faure and Fairclough [1968] A.C. 1130, McGregor on Damages 14th Ed. p. 1023).

Από την εξέταση της μαρτυρίας δεν είμαστε ικανοποιημένοι ότι η Εναγομένη πέτυχε να αποσύσει το βάρος αποδείξεως επί του συγκεκριμένου θέματος. Δεν προσάχθηκε ίχνος μαρτυρίας η οποία να αποδεικνύει ότι η Ενάγουσα όφειλε και δεν έλαβε μέτρα για μετριασμό των ζημιών της.  Συνεπώς δεν προτιθέμεθα να μειώσουμε τις αιτούμενες αποζημιώσεις για τη χρονική περίοδο των δύο ετών.  Η Ενάγουσα δικαιούται να αποζημιωθεί για τον υπόλοιπο χρόνο, μέχρι τη διετή λήξη, ήτοι έξι μήνες δηλ. $15,000.- για το τεκμ. 1 και $900.- για το τεκμ. 1Α.”

Τα υπόλοιπα κονδύλια που διεκδίκησε η εφεσίβλητη απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αναπόδεικτα.  Την ίδια τύχη είχε και η ανταπαίτηση της εφεσείουσας.

Η έφεση επικεντρώθηκε σε δύο λόγους.

Ο πρώτος λόγος που προβλήθηκε είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην εκτίμηση και αξιολόγηση της μαρτυρίας, ιδιαίτερα εκείνης του μάρτυρα της εφεσείουσας, με αποτέλεσμα να καταλήξει στο εσφαλμένο εύρημα ότι η εφεσείουσα ευθύνετο για παράβαση των συμβάσεων ενώ, στην πραγματικότητα, ευθύνη για παράβαση των συμβάσεων υπείχε η εφεσίβλητη, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία του μάρτυρα της εφεσείουσας.  Προς υποστήριξη του λόγου αυτού ο συνήγορος της εφεσείουσας μας παρέπεμψε σε ορισμένα σημεία της μαρτυρίας του μάρτυρα της εφεσείουσας για να καταδείξει ότι το Δικαστήριο έπρεπε να αποδεχθεί ότι μερικοί τουλάχιστο ισχυρισμοί του ευσταθούσαν και, επομένως, διαφορε[*304]τικό έπρεπε να είναι το εύρημα του  ως προς το ποια πλευρά είχε παραβεί τις συμβατικές της υποχρεώσεις.  Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί.  Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που στηρίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων είναι γνωστές.  Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του.  Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχουμε διαπιστώσει,  έχοντας υπόψη τα σημεία που μας υποδείχθηκαν, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τη μαρτυρία της εφεσείουσας στο σύνολο της, έσφαλε καθ’ οιονδήποτε τρόπο ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση μας.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αναφέρεται στις αποζημιώσεις.   Στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει στην εφεσίβλητη, ως αποζημίωση, ποσό ίσο με το ενοίκιο που θα ελάμβανε για ολόκληρη τη διετή περίοδο της αρχικής διάρκειας των συμβάσεων, να της επιδικάσει, δηλαδή, ποσό ίσο με εκείνο που θα ελάμβανε αν η εφεσείουσα είχε εκπληρώσει στο ακέραιο τις συμβατικές της υποχρεώσεις μέχρι τη λήξη της αρχικής διάρκειας των συμβάσεων.  Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε κατά τον υπολογισμό του ύψους των καταβλητέων αποζημιώσεων διότι παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι, με τον τερματισμό των συμβάσεων και την απελευθέρωση των συσκευών της εφεσίβλητης, η τελευταία απεκόμισε όφελος με την απελευθέρωση των μέσων της (resources) τα οποία όφειλε να εκμεταλλευθεί, κατά το χρονικό διάστημα από τον τερματισμό των συμβάσεων μέχρι τη λήξη της διετούς περιόδου, και να μετριάσει, με αυτό τον τρόπο, τη ζημιά της.  Ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει, ως εβαρύνετο, ότι η εφεσίβλητη παρέλειψε να λάβει τα μέτρα που όφειλε για μετριασμό των ζημιών της είναι απόλυτα ορθή.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία η εφεσείουσα δεν εξεδήλωσε σε οποιοδήποτε στάδιο την πρόθεση να διακόψει τα συμβόλαια.  Αντάλλαξε κάποια αλληλογραφία με την εφεσίβλητη ενώ, παράλληλα, παρέλειπε να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις με την καταβολή του ενοικίου που συμφωνήθηκε.  Η εφεσίβλητη επέμενε στην εκπλήρωση των συμβολαίων για εύλογο χρονικό διάστημα και, τελικά, εφόσον η εφεσείουσα συνέχισε να μην καταβάλλει τα ενοίκια, τερμάτισε τα συμβόλαια, έξι μήνες πριν τη λήξη της διετούς περιόδου της αρχικής διάρκειας τους.  Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, πάντοτε σύμφωνα με τη [*305]μαρτυρία, δεν ετίθετο θέμα μεταφοράς και χρησιμοποίησης των συσκευών που παραχωρήθηκαν στην εφεσείουσα κάπου αλλού, βάσει άλλου συμβολαίου, από άλλο συνδρομητή, διότι η εφεσίβλητη διέθετε αποθέματα συσκευών στις αποθήκες της και οποιοδήποτε νέο συμβόλαιο μπορούσε εύκολα να εκπληρωθεί με την παραχώρηση συσκευών από τα υπάρχοντα αποθέματα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο