Σπανού Έφη M. ν. G.I.P. Constructions Limited (1999) 1 ΑΑΔ 315

(1999) 1 ΑΑΔ 315

[*315]10 Μαρτίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ, ΚΕΦ. 113

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ G.I.P. CONSTRUCTIONS LIMITED (ΣΕ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ)

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΣ Μ. ΣΠΑΝΟΥ

Εφεσείουσας,

ΚΑΙ

ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ G.I.P. CONSTRUCTIONS LIMITED ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9772)

 

Εταιρείες — Διάταγμα αναστολής της διαδικασίας εκκαθάρισης εταιρείας — Μπορεί να ζητηθεί από πιστωτή ή πιστωτές που θα μπορούσαν να ζητήσουν διάταγμα εκκαθάρισης της εταιρείας δυνάμει του Άρθρου 213(1) του περί Εταιρειών Νόμου — Πιστωτής του οποίου η αξίωση αφορά μη εκκαθαρισμένες αποζημιώσεις δεν μπορεί να διεκδικήσει επιτυχώς την έκδοση του εν λόγω διατάγματος.

Λέξεις και Φράσεις — “Πιστωτής” στα Άρθρα 213(1) και 243(1) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 — Η έννοια του όρου πιστωτής είναι ταυτόσημη — Δυνάμει του Άρθρου 213(1) ανωτέρω, στην έννοια του “πιστωτή” περιλαμβάνεται και ο “ενδεχόμενος ή μελλοντικός πιστωτής” (contingent or prospective creditor).

Η εφεσείουσα, μαζί με άλλους, ήταν εναγόμενη σε αγωγή που ήγειρε η εφεσίβλητη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.  Η εφεσείουσα είχε εγείρει ανταπαίτηση για γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για παράβαση συμβάσεως ή/και για παράβαση νομίμου καθήκο[*316]ντος.  Το ερώτημα που τίθεται στην υπόθεση αυτή είναι κατά πόσο η αίτηση της για έκδοση διατάγματος αναστολής της διαδικασίας εκκαθάρισης της εφεσίβλητης, μέχρι πλήρους εκδικάσεως της αγωγής, μπορεί να επιτύχει.

Η εφεσείουσα ισχυρίσθηκε στην ένορκη δήλωση που υποστήριξε την αίτηση της ότι:

1.  Σε περίπτωση επιτυχίας της ανταπαίτησης της δεν θα μπορούσε να πάρει οτιδήποτε από την εφεσίβλητη, εάν εγκρίνετο και εφαρμόζετο το σχέδιο συμβιβασμού μεταξύ των πιστωτών και της εφεσίβλητης.

2.  Σε περίπτωση που το σχέδιο εγκρίνετο, αλλά προτού εφαρμοσθεί, εκδίδετο απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και των άλλων εναγομένων στην αγωγή, τούτο δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί διότι τα χρέη της εφεσίβλητης θα εδιπλασιάζοντο και δεν θα ήταν δυνατό να καταβληθεί στους πιστωτές το ποσοστό που συμφωνήθηκε.

3.  Αν δεν εκδίδονταν τα αιτούμενα διατάγματα αναστολής της διαδικασίας εκκαθάρισης της εφεσίβλητης, θα ήταν αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.  Ερμηνεύοντας το Άρθρο 243(1) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, όπως τροποποιήθηκε, (ο Νόμος), αποφάνθηκε ότι οι πιστωτές που μπορούν να ζητήσουν διάταγμα αναστολής της διαδικασίας εκκαθάρισης εταιρείας είναι μόνο εκείνοι που θα μπορούσαν να ζητήσουν διάταγμα εκκαθάρισης της εταιρείας δυνάμει του Άρθρου 213(1) του Νόμου.  Η εφεσείουσα δεν ήταν πιστωτής που μπορούσε να ζητήσει διάταγμα εκκαθάρισης της εφεσίβλητης αφού η ανταπαίτηση της στην αγωγή είχε ως βάση παράβαση συμφωνίας η δε αξίωση της αφορούσε αποζημιώσεις που δεν ήταν εκκαθαρισμένες.

Η εφεσείουσα εισηγήθηκε στην έφεση της ότι αν η ερμηνεία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθή, αντίθετα με το τι θεώρησε το Δικαστήριο, ήταν ενδεχόμενος ή μελλοντικός πιστωτής (contingent or prospective creditor), που μπορούσε να ζητήσει διάταγμα εκκαθάρισης της εφεσίβλητης αφού η αξίωσή της στην αγωγή αφορούσε, όχι μόνο αποζημιώσεις που δεν ήταν εκκαθαρισμένες, αλλά και αποζημιώσεις που ήταν εκκαθαρισμένες.

 

[*317]Αποφασίστηκε ότι:

Η ερμηνεία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στον όρο “πιστωτής” μέσα στα πλαίσια του Άρθρου 243(1) του Νόμου, ότι δηλαδή είναι ταυτόσημος με τον ίδιο όρο όπως απαντάται στο Άρθρο 213(1), είναι ορθή.  Δοθέντος ότι η έννοια του “πιστωτή” στα εν λόγω άρθρα είναι ταυτόσημη, εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο η εφεσείουσα είναι πιστωτής που μπορούσε να ζητήσει διάταγμα εκκαθάρισης της εφεσίβλητης.  Η αρνητική απάντηση που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθή.  Ο όρος πιστωτής δεν περιλαμβάνει πρόσωπο του οποίου η οφειλή τελεί υπό ουσιαστική αμφισβήτηση ακόμα και αν η εταιρεία είναι στην πραγματικότητα αφερέγγυα.  Δεν περιλαμβάνει, επίσης, πρόσωπο το οποίο έχει βέβαιη απαίτηση για αποζημιώσεις, οι οποίες όμως δεν είναι εκκαθαρισμένες.  Η εφεσείουσα, στην υπό εξέταση υπόθεση, δεν είναι πιστωτής έναντι του οποίου η υποχρέωση της εφεσίβλητης υφίσταται μεν αλλά τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή αναβλητική προθεσμία.  Είναι πρόσωπο έναντι του οποίου, με την υπεράσπιση στην ανταπαίτησή του, αμφισβητείται αυτή τούτη η υποχρέωση της εταιρείας.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Iωαννίδης, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 30 Mαΐου, 1996 (Aίτηση Aρ. 322/88) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της να ζητήσει διάταγμα αναστολής της διαδικασίας εκκαθάρισης της εφεσίβλητης εταιρείας μέχρι πλήρους εκδικάσεως της αγωγής.

Π. Σπανός, για την Eφεσείουσα.

Στ. Παπαϊωάννου  για Επίσημο Παραλήπτη, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.:  Η εφεσίβλητη είναι ενάγουσα στην αγωγή Αρ. 6399/87 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.  Η εφεσείουσα είναι μία από τους εναγόμενους στην αγωγή. 

[*318]Μέσα στα πλαίσια της αγωγής η εφεσείουσα, μαζί με τους άλλους εναγόμενους, ήγειραν ανταπαίτηση εναντίον της εφεσίβλητης για γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για παράβαση συμβάσεως ή/και για παράβαση νομίμου καθήκοντος.  Η εφεσίβλητη αρνήθηκε την ανταπαίτηση στο σύνολό της.

Στις 30/11/1989, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (το πρωτόδικο Δικαστήριο) εξέδωσε διάταγμα εκκαθάρισης της εφεσίβλητης.

Στις 6/11/1990, η εφεσείουσα, μαζί με τους άλλους εναγόμενους, εξασφάλισαν άδεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου για συνέχιση της διαδικασίας της αγωγής και της ανταπαίτησης.

Στις 17/4/1992, ο Επίσημος Παραλήπτης διορίστηκε εκκαθαριστής της εφεσίβλητης.

Στις 18/5/1994, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του Επίσημου Παραλήπτη, εξέδωσε διάταγμα για τη σύγκληση συνεδρίασης των πιστωτών της εφεσίβλητης με σκοπό την έγκριση σχεδίου συμβιβασμού μεταξύ των πιστωτών και της εφεσίβλητης.  Στις διάφορες συνεδριάσεις που έλαβαν χώρα ούτε η εφεσείουσα ούτε οποιοσδήποτε από τους εναγόμενους-ανταπαιτητές στην αγωγή κλήθηκε για να παρευρεθεί.

Στις 6/7/1995 ολοκληρώθηκε η έγκριση σχεδίου συμβιβασμού μεταξύ των πιστωτών και της εφεσίβλητης και απέμεινε η έγκρισή του από το δικαστήριο ώστε να τεθεί σε ισχύ.

Στις 13/7/1995, και ενώ η ακρόαση της αγωγής δεν είχε ακόμα αρχίσει, η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση στο πρωτόδικο Δικαστήριο με την οποία ζητούσε διάταγμα αναστολής της διαδικασίας εκκαθάρισης της εφεσίβλητης μέχρι πλήρους εκδικάσεως της αγωγής.  Στην ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε προς υποστήριξη της αίτησης, αφού πρώτα γινόταν αναφορά στην ανταπαίτηση και στην άδεια του δικαστηρίου για συνέχιση της διαδικασίας, προβαλλόταν ο ισχυρισμός ότι εάν εγκρίνετο και εφαρμόζετο το σχέδιο συμβιβασμού και εάν, στη συνέχεια, η εφεσείουσα, μαζί με τους άλλους εναγόμενους, πετύγχαναν στην ανταπαίτησή τους, δεν θα μπορούσαν να πάρουν οτιδήποτε από την εφεσίβλητη.  Επίσης, στην περίπτωση που το σχέδιο εγκρίνετο αλλά, προτού εφαρμοσθεί, εκδίδετο απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και των άλλων εναγομένων στην αγωγή, τούτο δεν θα μπορούσε να εφαρμοσθεί διότι τα χρέη της εφεσίβλητης θα διπλασιάζοντο και δεν θα ήταν δυνατό να κα[*319]ταβληθεί στους πιστωτές το ποσοστό που συμφωνήθηκε.  Τέλος,  εάν δεν εκδίδονταν τα αιτούμενα διατάγματα θα ήταν αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

Ο Επίσημος Παραλήπτης καταχώρησε ένσταση στην αίτηση προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι η εφεσείουσα, όπως και οι λοιποί εναγόμενοι στην αγωγή, δεν ήταν “πιστωτές” (creditors) της εφεσίβλητης υπό την έννοια του άρθρου 243(1) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, όπως τροποποιήθηκε, (ο Νόμος) και, επομένως, η εφεσείουσα δεν μπορούσε να ζητήσει διάταγμα αναστολής της διαδικασίας της εκκαθάρισης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση. Ερμηνεύοντας το άρθρο 243(1), πήρε τη θέση ότι οι πιστωτές που μπορούν να ζητήσουν διάταγμα αναστολής της διαδικασίας εκκαθάρισης εταιρείας είναι μόνο εκείνοι που θα μπορούσαν να ζητήσουν διάταγμα εκκαθάρισης της εταιρείας βάσει του άρθρου 213(1) του Νόμου.  Η εφεσείουσα δεν ήταν πιστωτής που μπορούσε να ζητήσει διάταγμα εκκαθάρισης της εφεσίβλητης αφού η ανταπαίτησή της στην αγωγή είχε ως βάση παράβαση συμφωνίας η δε αξίωσή της αφορούσε αποζημιώσεις που δεν ήταν εκκαθαρισμένες. Διαζευκτικά, σε περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι η εφεσείουσα ήταν πιστωτής που μπορούσε να ζητήσει διάταγμα αναστολής της διαδικασίας της εκκαθάρισης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν είχε ενώπιόν του την κατάλληλη υπόθεση εφόσον δεν είχαν παρουσιασθεί προτάσεις εκ μέρους της εφεσείουσας για ικανοποίηση των άλλων πιστωτών, του εκκαθαριστή και των άλλων απαιτητών.

Είναι η εισήγηση της εφεσείουσας ότι η ερμηνεία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο άρθρο 243(1) ότι περιορίζεται στους πιστωτές που θα μπορούσαν να ζητήσουν διάταγμα εκκαθάρισης της εταιρείας βάσει του άρθρου 213(1) είναι εσφαλμένη και, διαζευκτικά, εάν η εν λόγω ερμηνεία είναι ορθή, η εφεσείουσα, αντίθετα με το τι θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ενδεχόμενος ή μελλοντικός πιστωτής (contigent or prospective creditor) που μπορούσε να ζητήσει διάταγμα εκκαθάρισης της εφεσίβλητης αφού η αξίωσή της στην αγωγή αφορούσε, όχι μόνο αποζημιώσεις που δεν ήταν εκκαθαρισμένες, αλλά και αποζημιώσεις που ήταν εκκαθαρισμένες.  Επίσης, σύμφωνα με την εφεσείουσα, εσφαλμένη είναι και η διαζευκτική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ενώπιόν του υπόθεση δεν ήταν κατάλληλη για την έκδοση του διατάγματος που ζητήθηκε.

Το αρχικό αγγλικό κείμενο των άρθρων 213(1) και 243(1) του [*320]Νόμου έχει ως εξής:-

“213.  (1)  An application to the Court for the winding up of a company shall be by petition presented, subject to the provisions of this section, either by the company or by any creditor or creditors (inluding any contingent or prospective creditor or creditors), contributory or contributories, or by all or any of those parties, together or separately:  ...”

“243.  (1)  The Court may at any time after an order for winding up, on the application either of the liquidator or the official receiver or any creditor or contributory, and on proof to the satisfaction of the Court that all proceedings in relation to the winding up ought to be stayed, make an order staying the proceedings, either altogether or for a limited time, on such terms and conditions as the Court thinks fit.”

Τα πιο πάνω άρθρα είναι πανομοιότυπα με τα άρθρα 224(1) και 256(1) του Companies Act 1948 της Αγγλίας.

Το επίσημο ελληνικό κείμενο των ίδιων άρθρων, που είναι μετάφραση από το αγγλικό, έχει ως εξής:-

“213.-(1)  Αίτηση στο Δικαστήριο για την εκκαθάριση εταιρείας γίνεται με αίτηση που υποβάλλεται, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού, είτε από την εταιρεία είτε από οποιοδήποτε πιστωτή ή πιστωτές (περιλαμβανομένων οποιωνδήποτε ενδεχόμενων ή μελλοντικών πιστωτή ή πιστωτών), συνεισφορέα ή συνεισφορέων, ή από όλους ή οποιουσδήποτε από τα μέρη εκείνα, μαζί ή ξεχωριστά: ...”

“243.-(1)  Το Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, μετά από αίτηση είτε του εκκαθαριστή είτε του επίσημου παραλήπτη ή οποιουδήποτε πιστωτή ή συνεισφορέα, και αφού αποδειχθεί προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι κάθε διαδικασία σχετικά με την εκκαθάριση έπρεπε να ανασταλεί, να εκδώσει διάταγμα για αναστολή της διαδικασίας, είτε εξολοκλήρου ή για περιορισμένο χρονικό διάστημα με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο κρίνει πρέπον.”

Έχουμε την άποψη ότι η ερμηνεία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στον όρο “πιστωτής”, μέσα στα πλαίσια του άρθρου 243(1) του Νόμου, ότι δηλαδή είναι ταυτόσημος με τον ίδιο όρο όπως απαντάται στο άρθρο 213(1), είναι ορθή.  Όπως εύστοχα [*321]παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα ήταν παράλογο κάποιος που δεν μπορεί να ζητήσει διάταγμα εκκαθάρισης εταιρείας ως πιστωτής βάσει του άρθρου 213(1), να μπορεί να ζητήσει διάταγμα αναστολής της διαδικασίας της εκκαθάρισης ως πιστωτής βάσει του άρθρου 243(1).

Δοθέντος ότι η έννοια του “πιστωτή” στα άρθρα 213(1) και 243(1) είναι, σύμφωνα με τα πιο πάνω, ταυτόσημη, εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο, στην περίπτωση που εξετάζουμε, η εφεσείουσα είναι πιστωτής που μπορούσε να ζητήσει διάταγμα εκκαθάρισης της εφεσίβλητης.  Κρίνουμε ότι ορθή είναι η αρνητική απάντηση.  Βάσει του άρθρου 213(1) στην έννοια του “πιστωτή” περιλαμβάνεται και ο “ενδεχόμενος ή μελλοντικός πιστωτής”  (contingent or perspective creditor).  Σύμφωνα με την αγγλική νομολογία ως ενδεχόμενος πιστωτής, βάσει του άρθρου 224(1) του αγγλικού Νόμου, θεωρείται “a person towards whom, under an existing obligation, the company may or will become subect to a present liability on the happening of some future event or at some future debt” - πρόσωπο έναντι του οποίου, βάσει υφιστάμενης υποχρέωσης, η εταιρεία ενδέχεται ή πρόκειται να ευρεθεί υπόλογη παρούσης ευθύνης με την επέλευση κάποιου μελλοντικού γεγονότος ή σε κάποια μελλοντική ημερομηνία (βλ. Re William Hockley [1962] 1 W.L.R. 555, Re Community Development Pty [1969] Qd. R.1 και Palmer΄s Company Law, 23rd Ed., 1127, para. 85-15). Με άλλα λόγια, “ενδεχόμενος ή μελλοντικός πιστωτής” σημαίνει πιστωτή υπό αναβλητική αίρεση ή πιστωτή υπό αναβλητική προθεσμία όπως είναι ο πιστωτής μη ληξιπρόθεσμου χρέους, π.χ. μη πληρωτέας συναλλαγματικής, ή ο εγγυητής που δεν ξόφλησε χρέος της εταιρείας ή ο εκμισθωτής αναφορικά με μελλοντικά ενοίκια. Ο όρος “πιστωτής”, βάσει του ίδιου άρθρου του αγγλικού νόμου, δεν περιλαμβάνει “a person whose debt is substantially disputed even if the company is in fact insolvent” - πρόσωπο του οποίου η οφειλή τελεί υπό ουσιαστική αμφισβήτηση ακόμα και αν η εταιρεία είναι στην πραγματικότητα αφερέγγυα (βλ. Mann v. Golstein [1968] 1 W.L.R. 1091, Re Lympne Investments [1972] 1 W.L.R. 523, Palmer΄s πιο πάνω, σελ. 1127, παρ. 85-14, Halsbury΄s Laws of England, 4th Ed., Vol. 7, para. 1004).  Δεν περιλαμβάνει, δηλαδή,  πρόσωπο του οποίου αμφισβητείται αυτή τούτη η ιδιότητα του πιστωτή. Δεν περιλαμβάνει, επίσης, πρόσωπο το οποίο έχει βέβαιη απαίτηση για αποζημιώσεις οι οποίες όμως δεν είναι εκκαθαρισμένες (βλ. Re Pen-y-van Colliery Co. [1877] 6 Ch. D. 477).  Στην περίπτωση της εφεσείουσας δεν βρισκόμαστε μπροστά σε “ενδεχόμενο ή μελλοντικό πιστωτή”, δηλαδή πιστωτή έναντι του οποίου η υποχρέωση της εφεσίβλητης υφίσταται μεν αλλά τελεί υπο αναβλητική αίρεση ή [*322]αναβλητική προθεσμία.  Βρισκόμαστε μπροστά σε πρόσωπο έναντι του οποίου, με την υπεράσπιση στην ανταπαίτησή του, αμφισβητείται αυτή τούτη η υποχρέωση της εταιρείας.  Βρισκόμαστε, με άλλα λόγια, μπροστά σε πρόσωπο του οποίου αμφισβητείται αυτή τούτη η ιδιότητα του πιστωτή.  Επομένως η εφεσείουσα, έστω και εάν μέρος της ανταπαίτησής της είναι για εκκαθαρισμένες αποζημιώσεις, δεν είναι ούτε υφιστάμενος ούτε ενδεχόμενος ή μελλοντικός πιστωτής, υπό την έννοια των άρθρων 213(1) και 243(1) του Νόμου, και, κατά συνέπεια, δεν είχε το απαραίτητο locus standi για να ζητήσει διάταγμα εκκαθάρισης της εφεσίβλητης καθ’ η στιγμή τελούσε υπ’ αμφισβήτηση η ανταπαίτησή της στην αγωγή. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο