(1999) 1 ΑΑΔ 342
[*342]22 Μαρτίου, 1999
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων-Eναγόμενος,
ν.
ΙΕΡΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Eνάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10144)
Συνταγματικό Δίκαιο — Αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος — Η ενάγουσα, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, κατέβαλε στον Διευθυντή του Κτηματολογίου οφειλόμενο φόρο κεφαλαιουχικού κέρδους, που προέκυψε από τη διάθεση αριθμού οικοπέδων, ως προϋπόθεση για τη μεταβίβασή τους στους αγοραστές — Η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου αργότερα ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, γιατί μόνο φόροι, οι οποίοι βαρύνουν το ακίνητο, πρέπει να εξοφληθούν για την πραγματοποίηση μεταβίβασης ακινήτου — Κατά πόσο η άρνηση της Διοίκησης να της επιστρέψει το ποσό της καταβληθείσας φορολογίας, παρά την ακύρωση των σχετικών πράξεων, προκάλεσε στην ενάγουσα ζημία για την οποία δικαιούται σε δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος — Κατά πόσο η καταβολή οφειλής στο δημόσιο τεκμηριώνει ζημία.
Φορολογία — Εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων των διοικουμένων — Συνιστά κοινωνικό χρέος, από την εκπλήρωση του οποίου εξαρτάται η αποτελεσματική λειτουργία του κράτους — Αποφυγή της φορολογίας διαβρώνει τον οικονομικό προγραμματισμό και απολήγει στην άνιση κατανομή των οικονομικών βαρών, κατά παράβαση του Άρθρου 24.1 του Συντάγματος.
Συνταγματικό Δίκαιο — Αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος — Εφαρμοστέες αρχές που διέπουν τη στοιχειοθέτηση δικαιώματος για αποζημιώσεις και το μέτρο για τον καθορισμό τους.
Λέξεις και Φράσεις — “Δίκαια” στο Άρθρο 23.4 του Συντάγματος.
[*343]Η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξιώνοντας την επιστροφή των φόρων κεφαλαιουχικού κέρδους που κατέβαλε στο Διευθυντή του Κτηματολογίου ως προϋπόθεση για τη μεταβίβαση αριθμού οικοπέδων στους αγοραστές. Δυνάμει του Άρθρου 14(γ) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965, (Ν. 9/65), η καταβολή του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη μεταβίβαση του κτήματος. Η αγωγή βασίστηκε στο Άρθρο 146.6 του Συντάγματος. Προηγουμένως είχαν ακυρωθεί με προσφυγές και οι δύο πράξεις της Διοίκησης: (α) η απαίτηση του Διευθυντή για την εξόφληση των φόρων και (β) η είσπραξη τους από το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων.
Η Δημοκρατία απέρριψε το αίτημα της εφεσίβλητης για την επιστροφή της καταβληθείσας φορολογίας, με το δικαιολογητικό ότι τα καταβληθέντα ποσά συνιστούσαν οφειλή της, η καταβολή της οποίας δεν της προκάλεσε οποιαδήποτε ζημία.
Οι απόψεις των μερών διϊσταντο ως προς το βάσιμο της αγωγής. Η Δημοκρατία υποστήριξε ότι η καταβολή φόρου δεν προκάλεσε οποιαδήποτε ζημιά στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, εφόσον επρόκειτο για οφειλή την οποία είχε υποχρέωση να καταβάλει. Η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου υποστήριξε ότι ο φόρος που κατέβαλε έπρεπε να της επιστραφεί ανεξάρτητα από το βάσιμο της οφειλής του. Εξαναγκάστηκε να προβεί στην πληρωμή, λόγω αποφάσεων της Διοίκησης που ακυρώθηκαν. Κατακράτηση των χρημάτων θα ισοδυναμούσε με μορφή αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος εκκλησιαστικής περιουσίας, την οποία αποκλείει το Άρθρο 23.9 του Συντάγματος.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο αποδέκτηκε την αγωγή και επιδίκασε αποζημιώσεις υπέρ της εφεσίβλητης ίσες προς το ποσό των καταβληθέντων φόρων - £245.060,05 – πλέον τόκο προς 8% από 29.11.96.
Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το επίδικο θέμα της αγωγής αφορούσε τη ζημία, που υπέστη η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου από την άρνηση των Αρχών να της επιστρέψουν το ποσό, το οποίο κατέβαλε βάσει των διοικητικών πράξεων που ακυρώθηκαν.
2. Το ερώτημα είναι αν η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου υπέστη ζημία, καταβάλλοντας οφειλή της στο δημόσιο και, αν η απάντηση είναι θετική, ποία η αποζημίωση στην οποία δικαιούται.
[*344]
3. Η παράλειψη της ακυρωθείσας πράξης δεν τεκμηριώνει, αφ’ εαυτής, ζημία. Η ζημία πρέπει να αποδειχθεί. Η ζημία συνίσταται στην απώλεια ή βλάβη την οποία ο ενάγων υφίσταται, λόγω της πράξης που στοιχειοθετεί το αγώγιμο δικαίωμα. Το αγώγιμο δικαίωμα, το οποίο παρέχει η παράγραφος 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, είναι ιδιόμορφο (cause sui generis) και οι κανόνες καθορισμού των αποζημιώσεων διάφοροι από εκείνους του κοινοδικαίου. Το μέτρο της αποζημίωσης που θέτει η παράγραφος 6 του Άρθρου 146, είναι “δικαία και εύλογος αποζημίωσις” έννοια συνυφασμένη με το δίκαιο του πράγματος στην ευρύτερη του διάσταση, ταυτισμένη με τη δικαιοσύνη.
Ανάλογη είναι και η προσέγγιση της ελληνικής νομολογίας στην ανεύρεση και καθορισμό της ζημίας, η οποία διεκδικείται ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης.
4. Η υποχρέωση για την καταβολή οφειλόμενου φόρου στοιχειοθετείται από το νόμο και όχι από τα μέσα, τα οποία παρέχει, για την αναγκαστική είσπραξη του. Και αν υποτεθεί ότι το Άρθρο 23.9 του Συντάγματος αποκλείει καταναγκαστικά μέτρα είσπραξης φόρων, που οφείλονται από τις Εκκλησιαστικές Αρχές, η αδυναμία αυτή δεν μεταβάλλει, ούτε αλλοιώνει τη φύση των υποχρεώσεων. Αν τούτο γινόταν δεκτό, θα είχαμε ουσιαστικά δύο μέτρα για τον προσδιορισμό των υποχρεώσεων των Εκκλησιαστικών Αρχών και κάθε άλλου διοικουμένου, θέση αντινομική προς την αρχή της ισότητας.
5. Η ζημία η οποία διεκδικείται, αντιστοιχεί απόλυτα με την υποχρέωση της εφεσίβλητης προς το δημόσιο. Η απώλεια δεν στοιχειοθετείται με αναφορά στα μέσα που παρέχονται για την αναγκαστική είσπραξη της οφειλής, αλλά με αυτά τούτα τα δικαιώματα του πολίτη. Συσχετισμός τους, στην προκείμενη περίπτωση, δεν καταδεικνύει οποιαδήποτε ζημία. Διαφορετική προσέγγιση θα απέληγε σε ανισορροπία μεταξύ της διεκδίκησης δικαιωμάτων και της εκπλήρωσης υποχρεώσεων, αντινομική προς τις αρχές της επιείκειας, στις οποίες βασίζεται το Άρθρο 146.6.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία κ.ά. v. Κυθραιώτη (1992) 3 Α.Α.Δ. 21,
Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου v. Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 898/90, [*345]κ.α., 30/3/93,
Συμβ. Εγγρ. Αρχ. & Πολ. Μηχανικών v. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 453,
Attorney-General v. Markoullides a.o. (1966) 1 C.L.R. 242,
Tsakistos v. Attorney-General (1969) 1 C.L.R. 355,
Frangoulides v. Republic (1982) 1 C.L.R. 462,
Κεντρική Τράπεζα v. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420,
Holy Bishopric Paphos v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1371,
Σεργίδης v. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119,
Rainbow v. Republic (1984) 3 C.L.R. 846,
Γενικός Εισαγγελέας v. Σχίζα κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 175,
Γενικός Eισαγγελέας v. A. Makris Tourist Taxi Serv. Co. Ltd (1996) 2 A.A.Δ. 262.
Έφεση.
Έφεση από το Γενικό Eισαγγελέα της Δημοκρατίας-εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Nαθαναήλ, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 13 Nοεμβρίου, 1997 (Aγωγή Aρ. 9606/93) υπέρ της ενάγουσας-εφεσίβλητης και εναντίον του εναγόμενου-εφεσείοντα για το ποσό των £245.060,05 με τόκο 8% από 29 Nοεμβρίου, 1996, ίσο προς το ποσό των καταβληθέντων φόρων, ως αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 146(6) του Συντάγματος.
Π. Κληρίδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου , Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Eφεσείοντα.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. [*346]Μ. Πικής, Π..
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο Διευθυντής του Κτηματολογίου ζήτησε από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, (την «εφεσίβλητη»), όπως εξοφλήσει τον οφειλόμενο φόρο κεφαλαιουχικού κέρδους, που προέκυψε από τη διάθεση αριθμού οικοπέδων, ως προϋπόθεση για τη μεταβίβασή τους στους αγοραστές. Η εφεσίβλητη συμμορφώθηκε, με επιφύλαξη του δικαιώματος να αμφισβητήσει την εγκυρότητα της απαίτησης του Διευθυντή. Κατέβαλε τους οφειλόμενους φόρους, ανερχόμενους σε £245.060,05, που αντιστοιχούν προς το κεφαλαιουχικό κέρδος που πραγματοποιήθηκε, και μεταβίβασε τα κτήματα στους αγοραστές.
Η εφεσίβλητη προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο και αξίωσε την ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή να ζητήσει την εξόφληση του φόρου και της συνακόλουθης πράξης καταβολής του στο Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων. Ασκήθηκαν τόσες προσφυγές όσες και οι μεταβιβάσεις οικοπέδων και οι αντίστοιχες πράξεις καταβολής του φόρου κεφαλαιουχικού κέρδους.
Η εκτελεστότητα καμιάς από τις δύο πράξεις της Διοίκησης, που αποτέλεσαν το επίδικο θέμα των προσφυγών, δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση, ούτε το θέμα απασχόλησε αυτεπάγγελτα το Δικαστήριο.
Συγκλίνουσα θέση και των δύο μερών - της Δημοκρατίας και της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου - ήταν ότι οι αποφάσεις της Διοίκησης έπρεπε να ακυρωθούν, ενόψει της απόφασης στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Κυθραιώτη (1992) 3 Α.Α.Δ. 21, (απόφαση πλειοψηφίας), στην οποία αποφασίστηκε ότι ο φόρος κεφαλαιουχικού κέρδους δεν περιλαμβάνεται στους φόρους, η καταβολή των οποίων αποτελεί προϋπόθεση για τη μεταβίβαση κτήματος βάσει του Άρθρου 14(γ) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965, (Ν. 9/65). Σύμφωνα με την απόφαση στην Κυθραιώτη, μόνο φόροι, οι οποίοι βαρύνουν το ακίνητο, είναι απαραίτητο να εξοφληθούν. Σ’ εκείνη την περίπτωση, η άρση του βάρους είναι αναγκαία για την αποδέσμευση του κτήματος, προϋπόθεση για τη μεταβίβασή του. Οι διατάξεις του Άρθρου 17(2) του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου του 1980, (Ν. 52/80), όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 135/90, δεν καθιστούν, έκρινε η Ολομέλεια, την καταβολή του φόρου που προβλέπεται προϋπόθεση για τη μεταβίβαση του ακινήτου. Το Άρθρο 17(2) προβλέπει:-
«(2) Ο φόρος καταβάλλεται ανεξαρτήτως οιασδήποτε εν[*347]στάσεως ή προσφυγής, αλλά οπωσδήποτε πριν από τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας, εκτός εάν ο Διευθυντής διατάξη την αναστολήν της πληρωμής του φόρου ή μέρους αυτού μέχρι της εν τω τοιούτω διατάγματι καθοριζομένης ημερομηνίας.»
Καθοδηγούμενο από την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Κυθραιώτη (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχτηκε τις προσφυγές και διέταξε την ακύρωση και των δύο πράξεων της Διοίκησης: (α) την απαίτηση του Διευθυντή για την εξόφληση των φόρων και (β) την είσπραξή τους από το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων - (Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 898/90, κ.ά., 30/3/93, (απόφαση Λοΐζου, Π.)).
Η Δημοκρατία απέρριψε το αίτημα της εφεσίβλητης για την επιστροφή της καταβληθείσας φορολογίας, παρά την ακύρωση των σχετικών πράξεων, με το δικαιολογητικό ότι τα καταβληθέντα ποσά συνιστούσαν οφειλή της, η καταβολή της οποίας δεν προκάλεσε οποιαδήποτε ζημία σ’ αυτή.
Η εφεσίβλητη, με αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο, αξίωσε την επιστροφή των φόρων που αποπλήρωσε, ως ζημία απορρέουσα από τις πράξεις της Διοίκησης που ακυρώθηκαν με την απόφαση του Δικαστηρίου. Το αγώγιμο δικαίωμα θεμελιώθηκε στις διατάξεις της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, η οποία προβλέπει:-
«6. Παν πρόσωπον ζημιωθέν εξ αποφάσεως ή πράξεως ή παραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου δικαιούται, εφ’ όσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιήθη υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου, να επιδιώξη δικαστικώς αποζημίωσιν ή άλλην θεραπείαν επί τω τέλει, όπως επιδικασθή εις τούτο δικαία και εύλογος αποζημίωσις καθοριζομένη υπό του δικαστηρίου ή παρασχεθή εις τούτο άλλη δικαία και εύλογος θεραπεία ην το δικαστήριον έχει την εξουσίαν να παράσχη.»
Η Πολιτική Δικαιοδοσία, πρέπει να υπογραμμίσουμε, διαχωρίζεται θεσμικά από την Αναθεωρητική Δικαιοδοσία. Οι δύο δικαιοδοσίες δεν εφάπτονται σε κανένα σημείο, όπως αναγνωρίζει η νομολογία - (βλ., μεταξύ άλλων, Συμβ. Εγγρ. Αρχ. & Πολ. Μηχανικών ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 453). Στην πολιτική δίκη λαμβάνονται ως δεδομένα τα αποτελέσματα και οι επιπτώσεις της ακυρωτικής απόφασης, που εκδίδεται στο πλαίσιο της άσκη[*348]σης της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Και στην προκείμενη περίπτωση, αφετηρία για την εξέταση της αγωγής της εφεσίβλητης αποτέλεσε, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ενώπιόν μας, η ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου - (βλ. Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω)).
Τα γεγονότα, στα οποία βασίστηκε η αγωγή, έγιναν παραδεκτά. Διϊστάμενες, όμως, ήταν οι απόψεις των μερών, ως προς το βάσιμό της. Η Δημοκρατία υποστήριξε ότι η καταβολή του φόρου δεν προκάλεσε οποιαδήποτε ζημία στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, εφόσον επρόκειτο για οφειλή την οποία είχε υποχρέωση να καταβάλει. Η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου υποστήριξε ότι ο φόρος που κατέβαλε έπρεπε να της επιστραφεί, άσχετα από το παραδεκτό της οφειλής του. Εξαναγκάστηκε να προβεί στην πληρωμή, λόγω των αποφάσεων της Διοίκησης που ακυρώθηκαν. Κατακράτηση των χρημάτων θα ισοδυναμούσε με μορφή αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος εκκλησιαστικής περιουσίας, την οποία, η εφεσίβλητη υπέβαλε, αποκλείει το Άρθρο 23.9 του Συντάγματος.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι συμμόρφωση με τις ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος, αποτελεί καθήκον των αρχών, όπως άλλωστε ορίζει η παράγραφος 5 του Άρθρου 146 του Συντάγματος: «... όργανα, αρχαί ή πρόσωπα υποχρεούνται εις ενεργόν συμμόρφωσιν ...».
Το Επαρχιακό Δικαστήριο αποδέχτηκε την αγωγή και επιδίκασε αποζημιώσεις υπέρ της εφεσίβλητης, ίσες προς το ποσό των καταβληθέντων φόρων - £245.060,05 - πλέον τόκο προς 8% από 29 Νοεμβρίου, 1996. Στην απόφασή του αναφέρεται στις αρχές, που διέπουν τη στοιχειοθέτηση δικαιώματος για αποζημιώσεις κάτω από το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος και το μέτρο για τον καθορισμό τους, όπως προκύπτει από τη νομολογία, ερμηνευτικής της συνταγματικής αυτής διάταξης - (βλ. The Attorney-General of The Republic v. Andreas A. Markoullides and Another (1966) 1 C.L.R. 242 και Costas Tsakistos v. The Attorney-General of The Republic etc. (1969) 1 C.L.R. 355· ιδιαίτερα τις Frangoulides v. Republic (1982) 1 C.L.R. 462 και Κεντρική Τράπεζα ν. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420, αποσπάσματα από τις οποίες παρατίθενται).
Άμεσα σχετική, προς λύση των επιδίκων θεμάτων, το Επαρχιακό Δικαστήριο θεώρησε την απόφαση του Τριανταφυλλίδη, Π., στη Holy Bishopric Paphos v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1371, που εκ[*349]δόθηκε στο πλαίσιο της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τα γεγονότα της υπόθεσης ήταν τα εξής: Ο Διευθυντής Εσωτερικών Προσόδων αρνήθηκε να επιστρέψει στην Ιερά Μητρόπολη Πάφου φόρο, ο οποίος κατακρατήθηκε από μέρισμα που καταβλήθηκε στους μετόχους από την Ελληνική Τράπεζα Κύπρου, παρόλο που η Μητρόπολη δεν υπόκειτο σε φορολογία. Το ποσό που κρατήθηκε πιστώθηκε στο όνομα των δικαιούχων, προς χρήση για την εξόφληση άλλων φορολογικών υποχρεώσεων της Εκκλησιαστικής Αρχής. Η Ιερά Μητρόπολη Πάφου προσέφυγε στο Δικαστήριο και αξίωσε την ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή. Το Δικαστήριο αποδέχτηκε την προσφυγή, επειδή, αφενός, η κατακράτηση ήταν παράνομη και, αφετέρου, δε χωρούσε συμψηφισμός χρημάτων, που κρατεί το κράτος εις πίστη του διοικουμένου, με άλλες υποχρεώσεις του. Επίσης, κρίθηκε ότι η κατακράτηση θα καταστρατηγούσε τις πρόνοιες του Άρθρου 23.9 του Συντάγματος.
Δυσκολευόμεθα να δούμε το συσχετισμό της απόφασης στη Holy Bishopric Paphos v. Republic, (ανωτέρω), με τα επίδικα θέματα της παρούσας υπόθεσης. Η κατακράτηση από το κράτος περιουσίας του διοικουμένου στερείται νομικού ερείσματος. Ο συμψηφισμός, εξάλλου, αποτελεί θεσμό του ιδιωτικού δικαίου. Το αντικείμενο της προσφυγής ήταν η νομιμότητα της άνευ εξουσίας κατακράτησης ποσού χρημάτων, το οποίο ανήκε στο διοικούμενο, και όχι η διαπίστωση ζημίας και, αν ναι, το μέτρο της αποζημίωσης, βάσει των προνοιών της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Το επίδικο θέμα της αγωγής αφορούσε τη ζημία, που υπέστη η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου από την άρνηση των αρχών να της επιστρέψουν το ποσό, το οποίο κατέβαλε βάσει των διοικητικών πράξεων που ακυρώθηκαν. Το ερώτημα είναι αν υπέστη ζημία, καταβάλλοντας οφειλή της στο δημόσιο, και, αν η απάντηση είναι θετική, ποία η αποζημίωση στην οποία δικαιούται;
Η παράλειψη εξάλειψης της ακυρωθείσας πράξης δεν τεμηριώνει, αφ’ εαυτής, ζημία. Η ζημία πρέπει να αποδειχθεί. Η ζημία συνίσταται στην απώλεια ή βλάβη, την οποία ο ενάγων υφίσταται, λόγω της πράξης που στοιχειοθετεί το αγώγιμο δικαίωμα. Το αγώγιμο δικαίωμα, το οποίο παρέχει η παράγραφος 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, είναι ιδιόμορφο (cause sui generis), όπως αναγνωρίζεται στη Frangoulides v. Republic, (ανωτέρω), και οι κανόνες καθορισμού των αποζημιώσεων διάφοροι από εκείνους του κοινοδικαίου.
[*350]
Ανάλογη είναι και η προσέγγιση της ελληνικής νομολογίας στην ανεύρεση και καθορισμό της ζημίας, η οποία διεκδικείται ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης. Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα της Δ. Κοντόγιωργα - Θεοχαροπούλου «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως», 1988:- (σελ. 233)
«Το δικαίωμα της αποζημιώσεως δεν γεννάται ipso facto εκ της ακυρωτικής αποφάσεως.»
Εξηγεί γιατί:- (σελ. 234)
«Διότι ακριβώς η ακύρωσις έχει αιτίαν την παρανομίαν της διοικητικής πράξεως, ενώ η ευθύνη προς αποζημίωσιν έχει γενεσιουργόν αιτίαν την προξενηθείσαν ζημίαν εκ της παρανόμου πράξεως.»
Και καταλήγει:- (σελ. 135)
«Συνεπώς, δεν δύναται να υπάρξη εκ μόνης της ακυρώσεως υποχρέωσις προς αποζημίωσιν, ως ενέργεια αποκαταστάσεως, ούτε κατ’ αρχήν, ούτε κατ’ έκτασιν. Εις την έννοιαν της αποκαταστάσεως, ακόμη και υπό την δυναμικήν της μορφήν, δεν περιλαμβάνεται η ανόρθωσις της περιουσιακής ζημίας εκ της ακυρωθείσης πράξεως.»
Το πρώτο ερώτημα είναι αν προκλήθηκε ζημία στην εφεσίβλητη από την παράλειψη της Διοίκησης να της επιστρέψει ποσό χρημάτων ίσο προς τη φορολογική οφειλή της προς το κράτος. Η επιστροφή των χρημάτων θα αναβιώσει την οφειλή προς την Πολιτεία για ίσο ποσό.
Υπεισέρχονται στην απάντηση του ερωτήματος οι πρόνοιες του Άρθρου 23.9 του Συντάγματος; Αν γίνει δεκτό ότι η εφεσίβλητη ζημιώθηκε, το θέμα δεν τελειώνει. Πρέπει να καθοριστεί η ζημία, η οποία είναι δίκαιο να της αποδοθεί. Το μέτρο της αποζημίωσης, που θέτει η παράγραφος 6 του Άρθρου 146, είναι «δικαία και εύλογος αποζημίωσις», έννοια συνυφασμένη με το δίκαιο του πράγματος στην ευρύτερή του διάσταση, ταυτισμένη με τη δικαιοσύνη. Όπως επισημαίνεται στη The Attorney-General of The Republic v. Andreas A. Markoullides and Another (ανωτέρω), το δίκαιο, αποτιμούμενο υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστατικών της υπόθεσης, αποτελεί το επίμετρο των αποζημιώσεων. Λαμβάνο[*351]νται υπόψη οι εκατέρωθεν θέσεις, η στάση των μερών και, προπάντων, η ουσιαστική απώλεια.
Ανάλογη αρχή αποζημίωσης, με εκείνη που τίθεται στην παράγραφο 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, απαντάται και στο Άρθρο 23.4 του Συντάγματος, ως το μέτρο της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση γης.
Η ερμηνεία του όρου «δικαία», στο πλαίσιο του Άρθρου 23.4 του Συντάγματος, εξετάστηκε από την Ολομέλεια στη Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119. Το ακόλουθο απόσπασμα διαφωτίζει, ως προς τη σημασία του:- (σελ. 128)
«Ετυμολογικά ο όρος ‘δίκαιη’ συναρτάται με το ίσον, που στο πλαίσιο του άρθρου 10 δε μπορεί να πάρει άλλη διάσταση από την εξίσωση της αποζημίωσης με την ουσιαστική απώλεια.»
Το Δικαστήριο, στη Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), απέρριψε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα - ότι η αφαίρεση από την καταβλητέα αποζημίωση της επαύξησης της αξίας κτήματος, που προκύπτει από την απαλλοτρίωση, παραβιάζει τα Άρθρα 28.1 και 2 του Συντάγματος, (ισότητα), και 24.1 του Συντάγματος, (συνεισφορά στο δημόσιο σύμφωνα με τις δυνάμεις εκάστου), ή την αρχή της δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης, που κατοχυρώνεται στο Άρθρο 23.4(γ) του Συντάγματος. Δίκαιη, αναφέρεται, είναι η αποζημίωση, η οποία αποβλέπει στην αποκατάσταση της πραγματικής απώλειας.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι, και σ’ αυτό επιστρέφουμε, κατά πόσο η καταβολή οφειλής στο δημόσιο τεκμηριώνει ζημία.
Σε σειρά αποφάσεων, έχουμε εξηγήσει τη σπουδαιότητα που ενέχει η εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων των διοικουμένων. Στη Rainbow v. Republic (1984) 3 C.L.R. 846, εξηγήσαμε ότι η καταβολή φόρου εισοδήματος - και αυτό ισχύει για κάθε φορολογική υποχρέωση - αποτελεί κοινωνικό χρέος, από την εκπλήρωση του οποίου εξαρτάται η αποτελεσματική λειτουργία του κράτους. Υποδείξαμε ότι αποφυγή της φορολογίας διαβρώνει τον οικονομικό προγραμματισμό και απολήγει στην άνιση κατανομή των οικονομικών βαρών, κατά παράβαση του Άρθρου 24.1 του Συντάγματος.
Σχετική με την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων και τη σοβαρότητα, που ενέχουν παραβιάσεις των καθηκόντων που [*352]επιβάλλει ο νόμος, είναι και η απόφαση στη Γεν. Εισαγγελέας ν. Σχίζα κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 175.
Η σημασία εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων τονίζεται, με τον πλέον εμφαντικό τρόπο, στη Γεν. Εισαγ. v. A. Makris Tourist Taxi Serv. Co. Ltd (1996) 2 Α.Α.Δ. 262, (απόφαση Χρυσοστομή, Δ.), (σελ. 265):-
«Η παράλειψη εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων που θέτει ο Νόμος περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, όπως και κάθε άλλη φορολογική νομοθεσία, συνιστά σοβαρό παράπτωμα και η εκπλήρωση τους ενέχει μεγάλη σημασία για το δημόσιο. Ανάλογα μεγάλη είναι και η ευθύνη των πολιτών για εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών. (Βλ. Rainbow v. Republic (1984) 3 C.L.R. 846 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Νίκου Σχίζα και Άλλων (1996) 2 Α.Α.Δ. 175).»
Η υποχρέωση για την καταβολή οφειλόμενου φόρου στοιχειοθετείται από το νόμο και όχι από τα μέσα, τα οποία παρέχει, για την αναγκαστική είσπραξή του. Η εκπλήρωσή της βαρύνει τον κάθε φορολογούμενο, στον ίδιο βαθμό και έκταση. Και αν υποθέσουμε ότι το Άρθρο 23.9 του Συντάγματος αποκλείει καταναγκαστικά μέτρα είσπραξης φόρων, που οφείλονται από τις Εκκλησιαστικές Αρχές, θέμα επί του οποίου δεν εκφέρουμε άποψη, η αδυναμία αυτή δε μεταβάλλει, ούτε αλλοιώνει τη φύση των υποχρεώσεων. Αν τούτο γινόταν δεκτό, θα είχαμε, ουσιαστικά, δύο μέτρα για τον προσδιορισμό των υποχρεώσεων των Εκκλησιαστικών Αρχών και κάθε άλλου διοικουμένου, θέση αντινομική προς την αρχή της ισότητας. Στον προσδιορισμό της ζημίας, βάσιμα μπορεί να υποτεθεί ότι κάθε φορολογούμενος, αδιακρίτως, προτίθεται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του στο δημόσιο. Διαφορετικά, όπως εξηγούμε πιο κάτω, θα γινόταν δεκτή η διεκδίκηση δικαιωμάτων έναντι του δημοσίου, χωρίς να εκπληρώνονται οι υποχρεώσεις προς αυτό, που είναι τόσο άδικο όσο και αντινομικό προς τις αρχές που διέπουν τη ζημία που μπορεί να αποδοθεί κάτω από το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος. Το γεγονός και μόνο ότι η επιστροφή του καταβληθέντος ποσού στην εφεσίβλητη θα αναβιώσει τη φορολογική υποχρέωση για την καταβολή ίσου ποσού στο δημόσιο, καθιστά τη διεκδικούμενη ζημία πλασματική και όχι ουσιαστική. Το ίδιο ποσό θα ήταν υπόχρεη να καταβάλει αυθημερόν η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου στο δημόσιο, για την εκπλήρωση της οφειλής προς την πολιτεία. Η ζημία, η οποία διεκδικείται, αντιστοιχεί απόλυτα με την υποχρέωση της εφεσίβλητης προς το δημόσιο. Η απώλεια δε στοιχειοθετείται με αναφορά στα μέσα που παρέχονται για την ανα[*353]γκαστική είσπραξη της οφειλής αλλά με αυτά τούτα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του πολίτη. Συσχετισμός τους, στην προκείμενη περίπτωση, δεν καταδεικνύει οποιαδήποτε ζημία. Άλλη προσέγγιση θα απέληγε σε ανισορροπία μεταξύ της διεκδίκησης δικαιωμάτων και εκπλήρωσης υποχρεώσεων, αντινομική προς τις αρχές της επιείκειας, στις οποίες βασίζεται το Άρθρο 146.6. Ούτε θα μπορούσε να γίνουν δεκτές, στο πλαίσιο αυτής της συνταγματικής διάταξης, διεκδικήσεις δικαιωμάτων ανεξάρτητα από την εκπλήρωση αντίστοιχων υποχρεώσεων. Ο διαχωρισμός τους θα απέληγε στην απόδοση ως ζημίας ποσού, το οποίο ο διοικούμενος είναι υπόχρεος να καταβάλει στο δημόσιο και δεν το πράττει. Τέτοια αξίωση δε θα μπορούσε να γίνει δεκτή με το μέτρο της επιείκειας.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση επιτρέπεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο