Γεωργίου Γεώργιος N. ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (1999) 1 ΑΑΔ 384

(1999) 1 ΑΑΔ 384

[*384]23 Mαρτίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Eφεσείων,

ν.

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Πειθαρχική Έφεση Αρ. 1/98)

 

Δικηγόροι — Πειθαρχικά παραπτώματα — Αίτηση δικηγόρου για άδεια έναρξης πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον συναδέλφου του — Απόρριψη της αίτησης από το Πειθαρχικό Συμβούλιο — Έφεση —  Κρίθηκε ότι η έφεση ήταν εκπρόθεσμη και η απόφαση εναντίον της οποίας εστρέφετο δεν ήταν εφέσιμη.

Έφεση — Προθεσμία καταχώρησης έφεσης — Εκπρόθεσμη καταχώρηση — Έφεση εκπρόθεσμη και απαράδεκτη.

Πολιτική Δικονομία — Δικονομικές προθεσμίες — Παράβαση προθεσμίας καταχώρησης έφεσης.

Ερμηνεία νόμων — Όπου το λεκτικό του νόμου είναι καθαρό και σαφές πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τη φυσική και συνηθισμένη του έννοια γιατί αυτό το λεκτικό εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την πρόθεση του νομοθέτη.

Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων απέρριψε την αίτηση του εφεσείοντα για απόκτηση άδειας δυνάμει του Άρθρου 17(2) του περί Δικηγόρων Νόμου Κεφ. 2 (ο Νόμος), για έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον συναδέλφου του.

Ο εφεσείων άσκησε έφεση κατά της πιο πάνω απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου.  Ο συνήγορος του εγκαλούμενου δικηγόρου ήγειρε τις πιο κάτω δύο προδικαστικές ενστάσεις και ζήτησε όπως αποφασιστούν πριν από την εξέταση των λόγων της έφεσης:

(1)   Η έφεση είναι εκπρόθεσμη αφού δεν καταχωρήθηκε εντός δύο μηνών από την έκδοση της απόφασης όπως ρητά προβλέπεται στο Άρθρο 17(4) του Νόμου.

[*385](2)    Η απόφαση δεν είναι εφέσιμη.  Σύμφωνα με το Άρθρο 17(2)(δ) του Νόμου μόνο αποφάσεις που οδηγούν σε καταδίκη ή αθώωση είναι εφέσιμες.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Υπό Καλλή, Δ. συμφωνούντος και του Νικήτα, Δ.:

1.  Το λεκτικό του Άρθρου 17(4) του Νόμου προνοεί με σαφήνεια και καθαρότητα πως η έφεση πρέπει να ασκείται εντός δύο μηνών από την έκδοση της απόφασης, που δεν επιδέχεται οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία.  Καθήκον του Δικαστηρίου είναι να ερμηνεύσει το Νόμο σύμφωνα με τη φυσική και συνηθισμένη του έννοια όπου το λεκτικό του είναι – όπως στην παρούσα περίπτωση - καθαρό και σαφές και όχι να διερευνήσει τη σοφία του Νόμου.  Εφόσον η παρούσα έφεση έχει ασκηθεί μετά την εκπνοή της δίμηνης προθεσμίας, είναι εκπρόθεσμη και για τον λόγο αυτό η πρώτη προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει.

2.  Η άρνηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου να χορηγήσει την δυνάμει του εδαφίου 2(δ) απαιτούμενη άδεια δεν αποτελεί απόφαση εντός της εννοίας του εδαφίου 4.  Δεν είναι επομένως εφέσιμη απόφαση.  Ως εκ τούτου και η δεύτερη προδικαστική ένσταση πρέπει να επιτύχει.

Per Curiam:

1.  Ένα ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί να επικαλεσθεί την καθυστέρηση στη λήψη της απόφασης, για παράταση προθεσμίας για άσκηση έφεσης.  Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει επιδιωχθεί παράταση.

2.  Θα ήταν σκόπιμο όπως εξεταστεί η δυνατότητα τροποποίησης του Νόμου με τρόπο που να παρέχεται δικαίωμα έφεσης και στις περιπτώσεις που εμπίπτουν εντός του εδαφίου 2(δ), αφού η προβλεπόμενη από το εδάφιο (7) του Άρθρου 17 του Νόμου, δυνατόν να οδηγεί σε παραβίαση βασικών αρχών του δικαίου η οποία μεγενθύνεται και λόγω της απουσίας δικαιώματος έφεσης.

Β. Υπό Πική, Π.:

1.  Το δικαίωμα έφεσης που παρέχει το Άρθρο 17(4) του Νόμου περιορίζεται σε αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου επί της ουσίας παραπόνων των οποίων επιλαμβάνεται.  Δεν εκτείνεται σε αποφάσεις που σχετίζονται με την παραπομπή παραπόνων στο [*386]Πειθαρχικό Συμβούλιο δυνάμει του Άρθρου 17(2)(δ).  Ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν υπόκειται σε έφεση.

2.  Η γνωστοποίηση της απόφασης στους επηρεαζομένους, αποτελεί προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της προθεσμίας άσκησης έφεσης.  Η ταύτιση του δικαιώματος με τη γνωστοποίηση της απόφασης εξυπακούεται από αυτή τούτη την παροχή του δικαιώματος.  Διαφορετικά το δικαίωμα θα ήταν χωρίς αντίκρυσμα.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Income Tax Commissioners v. Pemsel [1891] A.C. 531,

Pilavakis v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1963) 2 C.L.R. 429,

Sutters v. Briggs [1922] 1 A.C. 1,

Kanaris v. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637,

Papaneophytou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191,

Μιχαηλίδη v. Χρίστου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1190,

Κληρίδης v. Σταυρίδη (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1348.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της άρνησης του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων να χορηγήσει άδεια δυνάμει του άρθρου 17(2) των περί Δικηγόρων Nόμων για έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας με τη δικαιολογία ότι δεν αποδεικνύεται, βάσει των ενώπιόν του στοιχείων, εκ πρώτης όψεως, η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος εκ μέρους του εγκαλούμενου δικηγόρου.

Α. Κυριάκου, για τον Eφεσείοντα.

Ξ. Ξενόπουλος, για το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων.

Λ. Κληρίδης, για τον εγκαλούμενο δικηγόρο.

Cur. adv. cult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Καταλήγουμε ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί.  Η πρώτη απόφαση, με το σκεπτικό της οποίας συμφωνεί και ο Νικήτας, Δ., θα δοθεί από τον Καλλή, Δ..

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Με επιστολή του ημερ. 2.2.1998 προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ο εφεσείων κατήγγειλε τον δικηγόρο Α.Π. για διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος κατά παράβαση του περί Δικηγόρων Νόμου (“ο Νόμος”). Η καταγγελία εξετάσθηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων κατά τη συνεδρία του ημερ. 25.6.98.  Είχε προγηθεί η λήψη των απόψεων του εγκαλούμενου δικηγόρου. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι “δεν αποδεικνύεται, βάσει των ενώπιον του στοιχείων, εκ πρώτης όψεως, η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος εκ μέρους του εγκαλούμενου δικηγόρου και για τούτο δε δίδεται άδεια, δυνάμει του άρθρου 17(2)* των περί Δικηγόρων Νόμων για έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας”.  

Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα με επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας - Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου - ημερ. 10.7.98.  Αποτελεί κοινό έδαφος ότι ο εφεσείων παρέλαβε την επιστολή στις 17.7.98.

Στις 11.9.98 ο εφεσείων άσκησε έφεση κατά της πιο πάνω απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος που εμφανίσθηκε για τον εγκαλούμενο δικηγόρο ήγειρε τις πιο κάτω προδικαστικές ενστάσεις και ζήτησε όπως αποφασιστούν πριν από την εξέταση των λόγων της έφεσης:

(1)   Η έφεση είναι εκπρόθεσμη.

(2)   Η απόφαση δεν είναι εφέσιμη.

Νομικό έρεισμα της πρώτης προδικαστικής ένστασης ήταν το άρθρο 17(4)* του Νόμου, το οποίο προβλέπει για την καταχώριση έφεσης “εντός δύο μηνών από την έκδοση της απόφασης από το Πειθαρχικό Συμβούλιο”.  Σχετικός είναι και ο Καν. 3** του περί Δικηγόρων (Εφέσεις εις Πειθαρχικές Υποθέσεις) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1980 (“ο Κανονισμός”), ο οποίος προβλέπει ότι η έφεση παραδίδεται εις τον Αρχιπρωτοκολλητή “εντός δύο μηνών από της αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου”.  

Έρεισμα για την δεύτερη προδικαστική ένσταση αποτέλεσε το πιο πάνω άρθρο 17(2)(δ) του Νόμου - παρατίθεται στη σελ. 2.

Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του εγκαλούμενου δικηγόρου πως η έφεση έπρεπε να είχε ασκηθεί εντός δύο μηνών “από την έκδοση της απόφασης”, όπως ρητά προβλέπεται από το άρθρο 17(4) του Νόμου.  Το λεκτικό της σχετικής νομοθετικής πρόνοιας είναι καθαρό και δεν είναι επιδεκτικό οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας.  Η έφεση ήταν εκπρόθεσμη γιατί ασκήθηκε μετά την εκπνοή της δίμηνης προθεσμίας.

Αναφορικά με την δεύτερη προδικαστική ένσταση υποστήριξε πως σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο 17(2)(δ) του Νόμου μόνο αποφάσεις που οδηγούν σε καταδίκη ή αθώωση είναι εφέσιμες.  Στην κρινόμενη περίπτωση δεν δόθηκε άδεια από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, δεν ξεκίνησε η πειθαρχική δίωξη και δεν υπάρχει εφέσιμη απόφαση.

Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστή[*389]ριξε πως η προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία παραλαβής της πιο πάνω επιστολής ημερ. 17.7.98 από τον εφεσείοντα.  Σε σχέση με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση ήταν η θέση του πως η εκκαλούμενη απόφαση εξομειώνεται με εφέσιμη απόφαση εφόσο το Πειθαρχικό Συμβούλιο με το να μη δώσει άδεια στην ουσία απέρριψε το παράπονο.

Η έκβαση της πρώτης προδικαστικής ένστασης εξαρτάται από την ερμηνεία που θα δοθεί στο πιο πάνω άρθρο 17(4) του Νόμου.

Όπου το λεκτικό του Νόμου είναι καθαρό και σαφές πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη φυσική και συνηθισμένη του έννοια γιατί αυτό το λεκτικό εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την πρόθεση του Νομοθέτη (Maxwell on the Interpretation of Statutes, 10η έκδοση, σελ. 2., Income Tax Commissioners v. Pemsel [1891] A.C. 531, 543, Pilavakis v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1963) 2 C.L.R. 429).  Εφόσον το νόημα ενός νόμου είναι απλό το δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να διερευνήσει την σοφία του.  Δεν είναι καθήκο του δικαστηρίου να καταστήσει τον Νόμο λογικό αλλά να τον ερμηνεύσει όπως έχει σύμφωνα με το ορθό νόημα του λεκτικού του (Sutters v. Briggs [1922] 1 A.C. 1, 8, Kanaris v. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637, 643).  Δεν είναι επιτρεπτή η προσθήκη λέξεων στο κείμενο του Νόμου και η παρεμβολή επεκτάσεων οι οποίες δεν βρίσκονται στο Νόμο (Papaneophytou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191, 204).  

Σε σχέση δε με το ζήτημα που μας απασχολεί - της προθεσμίας - καθώς έχει νομολογηθεί, οι τασσόμενες προθεσμίες αποτελούν βασικό υποστήριγμα του νομικού μας συστήματος για την πιο αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης (Μιχαηλίδη ν. Χρίστου (1996) 1(B) A.A.Δ. 1190 και Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1997) 1(Γ) A.A.Δ. 1348).   

Στην κρινόμενη περίπτωση το λεκτικό της σχετικής νομοθετικής διάταξης είναι απλό, καθαρό και σαφές.  Είναι καθήκο του δικαστηρίου να το ερμηνεύσει και εφαρμόσει σύμφωνα με τη φυσική και συνήθη έννοια του. Είναι τόσο καθαρό που δεν είναι επιδεκτικό οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας. Έχουμε, επομένως, την άποψη πως η έφεση πρέπει να ασκείται εντός δύο μηνών από την έκδοση της  απόφασης.  Εφόσον η παρούσα έφεση έχει ασκηθεί μετά την εκπνοή της δίμηνης προθεσμίας είναι εκπρόθεσμη και για το λόγο αυτό η πρώτη προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει.

Οι σχετικές με την δεύτερη προδικαστική ένσταση πρόνοιες του Νόμου είναι τα εδάφια (1), (2), (4)* και (7) του άρθρου 17**.  Με βάση το κείμενο των σχετικών διατάξεων έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο όρος “απόφαση” στο εδάφιο (4) του άρθρου 17 περιλαμβάνει απόφαση που εκδίδεται μετά από την έναρξη διαδικασίας για επιβολή οποιασδήποτε από τις ποινές που προνοούνται στο εδάφιο (1) του ιδίου άρθρου και την διεξαγωγή έρευνας όπως προβλέπεται από το εδάφιο (7).  Για την έναρξη της εν  λόγω διαδικασίας πρέπει να συντρέχει μια ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το εδάφιο (2). Στην κρινόμενη περίπτωση πρέπει να συντρέχει η προϋπόθεση της παραγ. (δ) του εδαφίου (2) - “αίτηση οποιουδήποτε προσώπου που έχει παράπονα από τη διαγωγή του δικηγόρου κατόπιν άδειας του Πειθαρχικού Συμβουλίου”. Εδώ δεν έχει δοθεί η εν λόγω άδεια. Δεν έχει επομένως ενεργοποιηθεί η διαδικασία για επιβολή ποινής και δεν έχει διεξαχθεί η έρευνα με τον τρόπο που προβλέπεται από το εδάφιο (7). Η άρνηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου να χορηγήσει την δυνάμει του εδαφίου 2(δ) απαιτούμενη άδεια δεν αποτελεί απόφαση εντός της έννοιας του εδαφίου (4). Δεν είναι επομένως εφέσιμη απόφαση   Ακολουθεί πως και η δεύτερη προδικαστική ένσταση πρέπει να πετύχει.

Αναπόφευκτη κατάληξη της επιτυχίας των προδικαστικών ενστάσεων ειναι η απόρριψη της έφεσης.

Πριν τελειώσουμε θεωρούμε σκόπιμο να προβούμε στις πιο κάτω παρατηρήσεις:

(1)  Η οποιαδήποτε καθυστέρηση στη λήψη της απόφασης από ένα ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη σε αδικία.  Μπορεί να γίνει επίκληση της καθυστέρησης για παράταση της προθεσμίας για άσκηση έφεσης. Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει επιδιωχθεί παράταση.

[*391](2)         Η εξέταση και απόρριψη ενός παραπόνου χωρίς να έχει προηγηθεί η ακρόαση προφορικής μαρτυρίας, όπως προβλέπεται και από το εδάφιο (7) του άρθρου 17 του Νόμου, δυνατόν να οδηγεί σε παραβίαση βασικών αρχών του δικαίου η οποία μεγενθύνεται και λόγω της απουσίας δικαιώματος έφεσης. Θα ήταν επομένως σκόπιμο όπως εξεταστεί η δυνατότητα τροποποίησης του Νόμου με τρόπο που να παρέχεται δικαίωμα έφεσης και στις περιπτώσεις που εμπίπτουν εντός του εδαφίου 2(δ).

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  H απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου η οποία προσβάλλεται δεν υπόκειται σε έφεση, διαπίστωση που επάγεται και την απόρριψή της.  Σ’ αυτό είμαι σύμφωνος με την απόφαση του Καλλή, Δ.. Το δικαίωμα έφεσης που παρέχει το άρθρο 17(4) του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, περιορίζεται σε αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου επί της ουσίας παραπόνων των οποίων επιλαμβάνεται.  Δεν εκτείνεται σε αποφάσεις που σχετίζονται με την παραπομπή παραπόνων στο Πειθαρχικό Συμβούλιο βάσει του άρθρου 17(2)(δ).

Προβλήθηκε και δεύτερος λόγος ο οποίος καθιστά, κατά την εισήγηση των εφεσιβλήτων, την έφεση εν πάση περιπτώσει απαράδεχτη.  Η θέση τους είναι ότι η έφεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα δηλαδή μετά την εκπνοή της περιόδου των δύο μηνών που ορίζει το εδάφιο 4 του άρθρου 17, από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Οι επιφυλάξεις που διατυπώνονται πιο κάτω αφορούν το εκπρόθεσμο της έφεσης. Σχετίζονται με την ερμηνεία του άρθρου 17(4) του Κεφ. 2.

Η διαπίστωση ότι ο Νόμος καταφατικά ορίζει ότι έφεση ασκείται μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου, είναι ορθή. Πράγματι ο Νόμος δεν συσχετίζει την προθεσμία άσκησης έφεσης με τη γνωστοποίηση της απόφασης στα πρόσωπα που παρέχεται δικαίωμα έφεσης. Άποψή μου είναι ότι η γνωστοποίηση της απόφασης στους επηρεαζομένους, αποτελεί προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της προθεσμίας άσκησης έφεσης. Η ταύτιση του δικαιώματος με τη γνωστοποίηση της απόφασης στους επηρεαζομένους εξυπακούεται από αυτή τούτη την παροχή του δικαιώματος. Διαφορετικά το δικαίωμα θα ήταν χωρίς αντίκρισμα. Αδυνατώ να δεχτώ ότι μπορεί να παρασχεθεί δικαίωμα χωρίς τα εχέγγυα για την άσκησή του. Αυτό θα αποτελούσε αντίφαση προς την παροχή αυτού τούτου του δικαιώματος. 

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο