L.S.A. Packers & Forwarders Ltd ν. Θεοδοσίας Φράγκου και Άλλων (1999) 1 ΑΑΔ 392

(1999) 1 ΑΑΔ 392

[*392]23 Mαρτίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

L.S.A. PACKERS & FORWARDERS LTD.,

Eφεσείοντες,

ν.

1.  ΘΕΟΔΟΣΙΑΣ ΦΡΑΓΚΟΥ,

2.  ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΦΡΑΓΚΟΥ,

3.  ΓΙΩΡΓΟΥ ΦΡΑΓΚΟΥ,

4.  ΜΑΡΙΟΥ ΦΡΑΓΚΟΥ,

5.  ΑΝΔΡΕΑ ΦΡΑΓΚΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10089)

 

Πολιτική Δικονομία — Αγωγή ενώπιον Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων — Κατά πόσο οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας αναφορικά με τα δικόγραφα και συγκεκριμένα η υποβολή ανταπαίτησης, εφαρμόζονται και στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, δυνάμει του Κ. 11(α) των περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 1983.

Ερμηνεία νόμων — Ο νόμος για σκοπούς ερμηνείας πρέπει να διαβάζεται στο σύνολο του — Η ερμηνεία πρέπει να είναι εύλογη και τέτοια που να κάνει το νόμο λειτουργικό — Η ερμηνεία νόμου στοχεύει στην ανακάλυψη της πρόθεσης του νομοθέτη.

Λέξεις και Φράσεις — “Διεξαγωγή της διαδικασίας” στον Κ. 11(α) των περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 1983.

Λέξεις και Φράσεις — “Διαδικασία” σε Λεξικά της Νέας Ελληνικής Γλώσσης.

Με αίτηση τους στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων οι εφεσίβλητοι ζήτησαν αποζημιώσεις για ζημιές που προκάλεσαν οι εφεσείοντες-ενοικιαστές στα επίδικα καταστήματα προτού παραδώσουν την κατοχή τους στους εφεσίβλητους.  Οι εφεσείοντες ήγειραν ανταπαίτηση με την απάντηση/υπεράσπιση τους για ζημιές που εί[*393]χαν υποστεί όταν υποχρεώθηκαν να μετακινηθούν σε άλλο υποστατικό λόγω ακαταλληλότητας των επίδικων υποστατικών.

Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αίτηση για διάταγμα διαγραφής της ανταπαίτησης για το λόγο ότι η ανταπαίτηση δεν προβλέπεται από τους σχετικούς θεσμούς.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι:  α) Οι περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 1983 (οι Κανονισμοί) επιτρέπουν μόνο τη διεκδίκηση αποζημιώσεων για έκδοση διατάγματος ανάκτησης κατοχής και β) η παράγραφος 11(α) των Κανονισμών – που σύμφωνα με τους εφεσείοντες καθιστά δυνατή την εφαρμογή των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών οι οποίοι επιτρέπουν την καταχώρηση ανταπαίτησης μαζί με την υπεράσπιση – αφορά τη διεξαγωγή της δίκης και όχι τους τύπους και τα δικόγραφα.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση και υποστήριξαν ότι η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη φράση “διεξαγωγή της διαδικασίας” όπως αυτή συναντάται στην παράγραφο 11(α) των Κανονισμών ήταν εσφαλμένη.

Το θέμα που εγείρεται από το σχετικό λόγο της έφεσης εξαρτάται από την ερμηνεία της φράσης “διεξαγωγή της διαδικασίας” στην παράγραφο 11(α) των Κανονισμών.

Αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία ότι:

Α) Υπό Καλλή, Δ. συμφωνούντος και του Νικήτα, Δ:

1.  Η ερμηνεία ενός νόμου στοχεύει στην ανακάλυψη της πρόθεσης του νομοθέτη.  Αυτή η πρόθεση πρέπει να συνάγεται από το λεκτικό που έχει χρησιμοποιηθεί .  Όταν το λεκτικό είναι απλό και επιδεκτικό μόνο μιας ερμηνείας, δύσκολα μπορεί να εγερθεί θέμα ερμηνείας γιατί αυτό τούτο το λεκτικό εκφράζει την πρόθεση του νομοθέτη.

2.  Ο νόμος για σκοπούς ερμηνείας πρέπει να διαβάζεται στο σύνολό του.  Το Δικαστήριο δεν ερμηνεύει το νόμο με τρόπο που να οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα.

3.  Ο όρος “διεξαγωγή της διαδικασίας” στην παράγραφο 11(α) των Κανονισμών είναι πολύ ευρύς.  Δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στη διεξαγωγή της δίκης, όπως ήταν η σχετική κατάληξη [*394]του πρωτόδικου Δικαστή, αλλά περιλαμβάνει κάθε μέτρο ή διάβημα που προβλέπεται από τους θεσμούς και το οποίο λαμβάνεται από την κατάθεση της αγωγής ή αίτησης και μέχρι την εκδικαση της.  Η έγερση ανταπαίτησης αποτελεί ένα τέτοιο μέτρο ή διάβημα γιατί προβλέπεται από τους θεσμούς.

4.  Από το κείμενο των παραγράφων 11(β) και (γ) των Κανονισμών, είναι πρόδηλο πως ο όρος “διαδικασία” περιλαμβάνει κυρίως τους τύπους και τα δικόγραφα γιατί αναφέρεται σε ακύρωση και τροποποίηση διαδικασίας.  Τέτοια ακύρωση και τροποποίηση χωρεί κυρίως στην περίπτωση της διαδικασίας που σχετίζεται με τη δίκη, λήψη μαρτυρίας κ.λ.π.

5.  Σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία της παραγράφου 11(α) των Κανονισμών, τυγχάνει εφαρμογής η Δ.19 θ. 3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Θεσμών η οποία διέπει την έγερση ανταπαίτησης από εναγόμενο.  Η περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένη.

Β. Υπό Πική, Π.:

1.  Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο “η διεξαγωγή της διαδικασίας” στο πλαίσιο του Κ. 11(α) περιλαμβάνει και την έναρξη της διαδικασίας. Η διεξαγωγή της διαδικασίας προϋποθέτει την ύπαρξη θέματος προς το οποίο αναφέρεται η “διεξαγωγη” και τα μέσα τα οποία χρησιμοποιούνται, - η διαδικασία που ακολουθείται.  Στο ερώτημα αν ο καταθέτων αγωγή ή αίτηση διεξάγει διαδικασία, η απάντηση θα ήταν αρνητική.  Ο όρος “διαδικασία” διακρίνεται από τον όρο “δικονομία” που περιλαμβάνει το σύνολο των κανόνων του δικονομικού δικαίου.

2.  Η έγερση, διατύπωση και προβολή της ανταπαίτησης αποτελεί το αντικείμενο λεπτομερών ρυθμίσεων από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.

3.  Ακόμα και αν υιοθετείτο η άποψη ότι “η διεξαγωγή της διαδικασίας” περιλαμβάνει και την έγερση απαίτησης, και πάλιν θα αποκλειόταν η ανταπαίτηση ως μέσο έγερσης απαίτησης ενόψη των προνοιών του Κ. 7 των Κανονισμών που καθορίζουν εξαντλητικά τα μέσα υποβολής αιτήματος ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων.

Η έφεση επιτράπηκε κατά πλειοψηφία με έξοδα.

[*395]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Income Tax Commissioners v. Pemsel [1891] A.C. 531,

Copper v. Baldwin [1965] 2 Q.B. 53,

Siman v. Municipality of Famagusta (No. 2) (1972) 3 C.L.R. 329,

Cyprus Cement Co. Ltd v. Republic (1974) 3 C.L.R. 514,

Δήμος Λεμεσού v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 311,

Georghiades v. Republic (1969) 3 C.L.R. 396,

Kyriakides v. Improvement Board of Eylenja (1977) 3 C.L.R. 198,

Kyriakides v. Improvement Board of Eylenja (1979) 3 C.L.R. 86,

Myrianthis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 254,

Murray v. Commissioners of Inland Revenue [1918] A.C. 541,

Whitney v. Commissioners of Inland Revenue [1926] A.C. 37,

Ainsworth, an Unqualified Person, ex parte The Law Society [1905] 2 K.B. 103.

Έφεση.

Έφεση από τους Kαθ’ ων η αίτηση εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου Eλέγχου Eνοικιάσεων Λεμεσού - Πάφου (Tμήμα Λεμεσού) (Δερμοσονιάδης, Π.) που δόθηκε στις 21 Iανουαρίου, 1997 (Aίτηση Aρ. K157/96) με την οποία διατάχθηκε η διαγραφή της ανταπαίτησης των εφεσειόντων-καθ’ ων η αίτηση για έξοδα και ζημιές που είχαν υποστεί γιατί υποχρεώθηκαν να μετακινηθούν σε άλλο υποστατικό λόγω του ότι τα επίδικα υποστατικά κρίθηκαν ακατάλληλα για ανθρώπινη κατοικία ή χρήση.

Π. Ιακωβίδης, για τους Eφεσείοντες.

Κ. Μελάς, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Καταλήγουμε σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από τον Καλλή, Δ.. Με αυτή συμφωνεί ο Νικήτας, Δ.. Η δική μου απόφαση διαφωνίας ακολουθεί.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Με αίτηση στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων οι εφεσίβλητοι ζήτησαν αποζημιώσεις για ζημιές που προξένησαν οι εφεσείοντες-ενοικιαστές στα επίδικα καταστήματα προτού παραδώσουν την κατοχή τους στους εφεσίβλητους.  Με την απάντηση/υπεράσπιση τους οι εφεσείοντες αρνήθηκαν πολλούς από τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων.  Με το ίδιο δικόγραφο οι εφεσείοντες ήγειραν ανταπαίτηση για έξοδα και ζημιές που είχαν υποστεί γιατί υποχρεώθηκαν να μετακινηθούν σε άλλο υποστατικό λόγω του ότι τα επίδικα υποστατικά κρίθηκαν ακατάλληλα για ανθρώπινη κατοικία ή χρήση.

Ακολούθησε αίτηση των εφεσιβλήτων για διάταγμα διαγραφής της ανταπαίτησης για το λόγο ότι η ανταπαίτηση που καταχωρήθηκε μαζί με την απάντηση δεν προβλέπεται διαδικαστικά από τους σχετικούς θεσμούς και πρέπει να θεωρηθεί ανυπόστατη και να διαγραφεί.

Το πρωτόδικο δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση και χορήγησε το αιτηθέν διάταγμα. Έκρινε ότι οι περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 1983 (”οι Κανονισμοί”) δεν αφήνουν περιθώρια για άλλες διεκδικήσεις εκτός από τη διεκδίκηση αποζημιώσεων για έκδοση διατάγματος ανάκτησης κατοχής η οποία - διεκδίκηση - ρητά αναφέρεται στον τύπο 3, παραγ. Δ, των Κανονισμών.  Δεν δέχθηκε την εισήγηση των εφεσειόντων ότι η παραγ. 11(α)* των Κανονισμών καθιστά δυνατή την εφαρμογή των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών οι οποίοι επιτρέπουν την καταχώριση ανταπαίτησης μαζί με την υπεράσπιση. Έκρινε, συναφώς, ότι η παραγ. 11(α) αφορά τη διεξαγωγή της δίκης και όχι τους τύπους και τα δικόγραφα.  Με αυτή την άποψη - συνέχισε το πρωτόδικο δικαστήριο - συνηγορεί η λέξη “διεξαγωγή” που σημαίνει εκτέλεση, ενέργεια.

[*397]Με την παρούσα έφεση υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα διέταξε τη διαγραφή της ανταπαίτησης των εφεσειόντων. Ήταν, ανάμεσα σ’ άλλα, η θέση των εφεσειόντων πως η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο στη φράση “διεξαγωγή της διαδικασίας” όπως αυτή συναντάται στην πιο πάνω παραγ. 11(α) των Κανονισμών ήταν εσφαλμένη.  Το πρωτόδικο δικαστήριο - συνεχίζει η εισήγηση  των εφεσειόντων - αποφάσισε ότι η παραγ. “11(α) αφορά τη διεξαγωγή της δίκης και όχι τους τύπους και τα δικόγραφα”.  Ο Νομοθέτης δεν χρησιμοποιεί τη λέξη “δίκη” στην παραγ. 11(α) αλλά τη λέξη “διαδικασία”.  Αν η φράση “διεξαγωγή της διαδικασίας” ερμηνευόταν ως “διεξαγωγή της δίκης” τότε η φράση “λήψη μαρτυρίας” που συναντάται στην ίδια παράγραφο θα καθίστατο άχρηστη και/ή περιττή αφού η λήψη μαρτυρίας σε μια υπόθεση αποτελεί μέρος και/ή καλύπτεται από τη φράση “διεξαγωγή της δίκης”.

Το ζήτημα που εγείρεται από το σχετικό λόγο της έφεσης εξαρτάται από την ερμηνεία που θα δοθεί στην φράση “διεξαγωγή της διαδικασίας” στην πιο πάνω παράγραφο 11(α) των Κανονισμών.

Ο όρος “διαδικασία” ερμηνεύεται ως εξής στο “Πρωϊας Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης”, σελ. 723: “Διαδικασία (νομ.) η πορεία της δίκης από της εισαγωγης αυτής μέχρι της εκδικάσεως της ως και οι ρυθμίζοντες ταύτην κανόνες. (συνεκδ.) η καθ’ ωρισμένους τύπους και κανόνας διεξαγωγή πράξεως τινός: ‘διαδικασία της έκδοσης - του προβιβασμού στρατιωτικών κλπ.’”.

Στο “Νέον Λεξικόν Ορθογραφικόν και Ερμηνευτικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης”, σελ. 367 διαβάζουμε: “Διαδικασία, διεξαγωγή δίκης προς διευθέτησιν διαφορών ... το σύνολον των δικονομικών διατυπώσεων κατά την διεξαγωγήν δίκης τινός”.

Η ερμηνεία ενός νόμου στοχεύει στην ανακάλυψη της πρόθεσης του Νομοθέτη.  Αυτή η πρόθεση πρέπει να συνάγεται από το λεκτικό που έχει χρησιμοποιηθεί. Όταν το λεκτικό είναι απλό και επιδεκτικό μόνο μιας ερμηνείας δύσκολα μπορεί να εγερθεί θέμα ερμηνείας γιατί αυτό τούτο το λεκτικό εκφράζει την πρόθεση του νομοθέτη (Βλ. Income Tax Commissioners v. Pemsel [1891] A.C. 531, 543, Copper v. Baldwin [1965] 2 Q.B. 53, 61, Siman (No. 2) v. Municipality of Famagusta (1972) 3 C.L.R. 329, Cyprus Cement Co. Ltd v. Republic (1974) 3 C.L.R. 514).               

Αποτελεί ερμηνευτικό αξίωμα πως ο Νόμος για σκοπούς ερμηνείας πρέπει να διαβάζεται στο σύνολο του.  Η ερμηνεία πρέπει να είναι εύλογη και τέτοια που να κάνει το νόμο λειτουργικό.  Το δικαστήριο δεν ερμηνεύει το νόμο με τρόπο που να οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα.  Λέξεις ή φράσεις στον ίδιο νόμο θεωρούνται ότι έχουν, εκτός εάν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο, την ίδια έννοια (Βλ.  Δήμος Λεμεσού ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 311, 317, Georghiades v. Republic (1969) 3 C.L.R. 396, Kyriakides v. Improvement Board of Eylenja (1977) 3 C.L.R. 198, (1979) 3 C.L.R. 86, Myrianthis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 254, Murray v. Commissioners of Inland Revenue [1918] A.C. 541, 553, Whitney v. Commissioners of Inland Revenue [1926] A.C. 37, 52, Maxwell on Interpretation of Statutes, 12η έκδοση, σελ. 199 και Odgers Construction of Statutes, 5η έκδοση, σελ. 263).

Έχουμε την άποψη πως ο όρος “διεξαγωγή της διαδικασίας” στην παραγ. 11(α) των Κανονισμών είναι πάρα πολύ ευρύς.    Δεν μπορεί να περιορισθεί μόνο στη διεξαγωγή της δίκης όπως ήταν η σχετική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Αν ο Νομοθέτης είχε τέτοια πρόθεση θα έκαμνε χρήση του όρου “δίκη” και όχι του όρου “διαδικασία”, ο οποίος είναι ευρύτερος από τον όρο “δίκη”. Κατά την κρίση μας ο όρος “διεξαγωγή της διαδικασίας” περιλαμβάνει κάθε μέτρο ή διάβημα που προβλέπεται από τους θεσμούς και το οποίο λαμβάνεται από την κατάθεση της αγωγής ή αίτησης και μέχρι την εκδίκαση της.  Η έγερση ανταπαίτησης αποτελεί ένα τέτοιο μέτρο ή διάβημα γιατί προβλέπεται από τους θεσμούς.

Η άποψη μας για την ευρύτητα του όρου “διεξαγωγή της διαδικασίας” ενισχύεται και από τα αποφασισθέντα στην In re Ainsworth, an Unqualified Person, ex parte The Law Society [1905] 2 K.B. 103, στην οποία επίδικο θέμα ήταν η ερμηνεία του όρου “διεξάγει οποιαδήποτε διαδικασία” (“carry on any  proceeding”) στο άρθρο 2*  της Solicitor Act, 1843.  Αυτό το άρθρο απαγορεύει την άσκηση δικηγορίας από μη προσοντούχα πρόσωπα.  Ο κατηγορούμενος, ο οποίος δεν ήταν εγγεγραμμέ[*399]νος δικηγόρος έστειλε ταχυδρομικώς στους δικηγόρους του ενάγοντα σημείωμα εμφάνισης το οποίο είχε ως εξής:  “Ειδοποιείσθε ότι έχω σήμερα καταχωρήσει εμφάνιση στο κλητήριο ένταλμα για τον εναγόμενο Joseph Greenhalgh στο Γραφείο του Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Πρωτοκολλητείου του Manchester”.

Κρίθηκε ότι αυτό που έκαμε ο κατηγορούμενος αποτελούσε “διεξαγωγή της διαδικασίας στην αγωγή” (“What Mr. Ainsworth did was ‘carrying on’ a proceeding in the action”.   

Ενίσχυση της πιο πάνω άποψης μας παρέχεται και από την ερμηνεία των Κανονισμών στο σύνολο τους, όπως θα φανεί αμέσως πιο κάτω:

Σύμφωνα με την δοθείσα από το πρωτόδικο δικαστήριο ερμηνεία η φράση “διεξαγωγή της διαδικασίας” στην παραγ. 11(α) των Κανονισμών αφορά τη διεξαγωγή της δίκης και όχι τους τύπους και τα δικόγραφα.  Ωστόσο ο τρόπος διεξαγωγής της δίκης ή της ακροαματικής διαδικασίας ρυθμίζεται από την παραγ. 4 (α) των Κανονισμών, η οποία προβλέπει:  “Οι διάδικοι παρουσιάζουν μαρτυρία και προσάγουν αποδεικτικά στοιχεία με τη σειρά που προβλέπεται στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Θεσμούς. Μάρτυρες εξετάζονται, αντεξετάζονται και επανεξετάζονται όπως προνοείται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας”. 

Βλέπουμε, επομένως, πως με ρητή πρόνοια των Κανονισμών τυγχάνουν εφαρμογής οι σχετικές με την διεξαγωγή της δίκης ή της ακροαματικής διαδικασίας πρόνοιες των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Θεσμών, οι οποίες περιέχονται στις  Δ.33 και Δ.38. Οι τελευταίες περιέχουν ρυθμίσεις αναφορικά με όλα τα ζητήματα που θίγονται στην παραγ. 4(α) των Κανονισμών.  Παρά τη θέσπιση της παραγ. 4(α) η οποία περιέχει πρόνοιες αναφορικά με τον τρόπο διεξαγωγής της δίκης ή της ακροαματικής διαδικασίας ο Νομοθέτης με την παραγ. 11(α) των Κανονισμών έχει θεσπίσει πρόνοια για την εφαρμογή των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και του περι Δικαστηρίων Νόμου, “εκτός αν άλλως προβλέπεται στο Νόμο εις στους Κανονισμούς”, αναφορικά με τα πιο κάτω ζητήματα:

(α)   Τη διεξαγωγή της διαδικασίας.

(β)   Τη λήψη μαρτυρίας.

(γ)   Τη διασφάλιση του κύρους του δικαστηρίου.

Επομένως ο  Νομοθέτης έχει ρυθμίσει τα της διεξαγωγής της δίκης με την πιο πάνω παραγ. 4(α) και με το μέρος της παραγ. 11(α) το οποίο αναφέρεται “στη λήψη μαρτυρίας”.  Το τελευταίο ζήτημα - η λήψη μαρτυρίας - αποτελεί ένα εξειδικευμένο μέρος της διαδικασίας της δίκης.  Αν με τη φράση “διεξαγωγή της διαδικασίας” ο Νομοθέτης εννοούσε τη διεξαγωγή της δίκης, τότε:

(α)  Δεν θα θέσπιζε και την παραγ. 4(α) γιατί κάτι τέτοιο θα αποτελούσε πλεονασμό.

(β)  Δεν θα έκαμνε αναφορά στην ίδια παράγραφο - 11(α) - “στη λήψη μαρτυρίας” γιατί το τελευταίο ζήτημα αποτελεί μέρος της διαδικασίας της δίκης και θα είχαμε - και πάλιν - πλεονασμό.

Υπάρχει ακόμη ένας άλλος λόγος που συνηγορεί υπέρ της πιο πάνω άποψης μας.  Αυτός προκύπτει από την ερμηνεία των Κανονισμών στο σύνολό τους και ειδικά από την ερμηνεία των παραγ. 11(β) και (γ)* των Κανονισμών, στις οποίες γίνεται και πάλιν χρήση του όρου “διαδικασία”.  Είναι πρόδηλο από το κείμενο των παραγ. (β) και (γ)  πως ο όρος “διαδικασία” περιλαμβάνει κυρίως τους τύπους και τα δικόγραφα γιατί αναφέρεται σε ακύρωση και τροποποίηση διαδικασίας.  Τέτοια ακύρωση και τροποποίηση κυρίως χωρεί στην περίπτωση των τύπων και των δικογράφων και όχι στην περίπτωση της διαδικασίας που σχετίζεται με τη δίκη, λήψη μαρτυρίας κλπ.

Είναι, επομένως, η κατάληξη μας πως σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία της παραγ. 11(α) των Κανονισμών τυγχάνει εφαρμογής η Δ.19 θ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Θεσμών η οποία διέπει την έγερση ανταπαίτησης από εναγόμενο.  Ακολουθεί πως οι εφεσείοντες μπορούσαν να εγείρουν την επίδικη ανταπαίτηση μαζί με την απάντηση/υπεράσπιση τους και η περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμέ[*401]νη.

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μας δεν παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε τους άλλους λόγους της έφεσης γιατί ο μόνος λόγος για τον οποίο είχε διαταχθεί η διαγραφή της ανταπαίτησης ήταν η απουσία σχετικής πρόνοιας στους κανονισμούς.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.  Η επίδικη διαγραφή της ανταπαίτησης παραμερίζεται.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων αποφάσισε ότι η ανταπαίτηση η οποία, βάσει των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, αποτελεί μέσο έγερσης αγωγής ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου από τον εναγόμενο, δεν συνιστά ένδικο μέσο το οποίο προσφέρεται στον καθ’ ου η αίτηση σε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων.  Σύμφωνα με την απόφαση που εφεσιβάλλεται η ανταπαίτηση δεν συνιστά μέσο το οποίο προκρίνουν οι περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 1983 (οι Κανονισμοί), προς στοιχειοθέτηση απαίτησης ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων.  Η απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη και επιδιώκεται η ανατροπή της.

Η επιχειρηματολογία των εφεσειόντων στηρίζεται  κατεξοχή στις πρόνοιες του Κ.11(α), των Κανονισμών, οι οποίες κατά την εισήγησή τους, καθιστούν εφαρμοστέους τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας σε κάθε θέμα το οποίο δεν πραγματεύονται ρητά οι Κανονισμοί, περιλαμβανομένων των προνοιών που αφορούν την ανταπαίτηση.  Ο Κ.11(α) των Κανονισμών προβλέπει:

«Εκτός αν άλλως προβλέπεται στο Νόμο ή στους Κανονισμούς αναφορικά με τη διεξαγωγή της διαδικασίας τη λήψη μαρτυρίας και τη διασφάλιση του κύρους του δικαστηρίου εφαρμόζονται οι πρόνοιες του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 και των Θεσμών με τις αναγκαίες προσαρμογές για να συνάδουν με τους σκοπούς του Νόμου.»

Ο Κ. 11(α), δεν καθιστά τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας εφαρμοστέους σε όλη την έκτασή τους, αλλά μόνο σε τρεις τομείς, στη:

(α)   διεξαγωγή της διαδικασίας,

(β)   λήψη μαρτυρίας, και

(γ)   διασφάλιση του κύρους του Δικαστηρίου.

Η άλλη αναφορά που γίνεται από τους Κανονισμούς στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας απαντάται στον Κ.4(α), που υιοθετεί τις πρόνοιές τους σε σχέση με την κλήτευση, την παρουσία μαρτύρων, καθώς και την εξέτασή τους ενώπιον του Δικαστηρίου.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά  πόσο η «διεξαγωγή της διαδικασίας» στο πλαίσιο του Κ.11(α) περιλαμβάνει και την έναρξη της διαδικασίας. Η «διαδικασία», αποτελεί τεχνικό όρο, αντίστοιχο του αγγλικού όρου «procedure». Ο ορισμός του όρου αυτού που παρέχεται στο Oxford Dictionary of Law, 3rd Edition, αποδίδει με ακρίβεια τη σημασία του στο δικανικό  πλαίσιο.  Ορίζει, (σελ. 308):

«Procedure (in Court proceedings). The formal manner in which legal proceedings are conducted.  See also adjective law, practice, rules of court.»

Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:

«Διαδικασία (σε δικαστικές διαδικασίες).  Ο τυπικός τρόπος με τον οποίο διεξάγονται δικαστικές διαδικασίες.  Βλ. επίσης δικονομικό δίκαιο, πρακτική, δικαστικούς θεσμούς.»

Η «διεξαγωγή της διαδικασίας» προϋποθέτει την ύπαρξη θέματος προς το οποίο αναφέρεται η «διεξαγωγή» και τα μέσα τα οποία χρησιμοποιούνται, - η διαδικασία η οποία ακολουθείται.  Η πρωταρχική έννοια του ρήματος «διεξάγω» είναι «διενεργώ τι, φέρω εις πέρας»*. Ο ορισμός υποδηλώνει την ύπαρξη θέματος το οποίο, μέσω της «διεξαγωγής»,  άγεται εις πέρας.  Ανάλογη είναι κι η πρωταρχική σημασία του ουσιαστικού «διεξαγωγή» - «η πράξις και το αποτέλεσμα του διεξάγω, το φέρειν τι εις πέρας, εκτέλεσις διενέργεια»**. Αυτή είναι η έννοια του όρου «διεξαγωγή» στην καθομιλουμένη.  Στο ερώτημα αν ο καταθέτων αγωγή ή αίτηση διεξάγει διαδικασία, η απάντηση θα ήταν αρνητική.  Ως προς το τί πράττει με την καταχώρηση της αγωγής ή εναρκτήριας αίτησης, η απάντηση θα ήταν  και πάλιν εμφανής: αρχίζει τη διαδικασία.

Η «διεξαγωγή της διαδικασίας» προϋποθέτει την ύπαρξη θέματος προς εξέταση, την προβολή και εκδίκαση του οποίου ρυθμίζει.

Ο όρος «διαδικασία» διακρίνεται από τον όρο «δικονομία», που περιλαμβάνει το σύνολο των κανόνων του δικονομικού δικαίου.  Σύμφωνα με το «Λεξικόν Νομικής» του Γεωργ. Σ. Κώνστα, η «δικονομία» περιλαμβάνει:  «Το σύνολον των κανόνων οίτινες καθορίζουσι τα όργανα και τον τρόπον της παροχής της εννόμου προστασίας ή της εφαρμογής των κυρώσεων ή της λύσεως των διαφορών, ...» - (Τόμος 4ος, σελ. 105).  Στο ίδιο σύγγραμμα, γίνεται αναφορά και στις «διαδικαστικές προϋποθέσεις», που πρέπει να συντρέχουν «... διά την έγκυρον γέννεσιν και ύπαρξιν της εννόμου σχέσεως της δίκης ...» - (Τόμος 3ος, σελ. 170).

Για τη σημασία των όρων «διεξαγωγή δίκης», «διαδικασία» και «δικονομία», διαφωτιστικοί είναι, επίσης, οι ορισμοί οι οποίοι δίδονται στο  «Αντιλεξικόν ή Ονομαστικόν της Νεοελληνικής  του Θεολ. Βοσταντζόγλου*.

Η ανταπαίτηση αποτελεί ένα από τα μέσα, περιορισμένης εμβέλειας, το οποίο καθιερώνουν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας για την έγερση απαίτησης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Οι θεσμοί ορίζουν τόσο τον τρόπο και τα μέσα διατύπωσης της απαίτησης όσο και της υπεράσπισης σ’ αυτή.  Η έγερση, διατύπωση και προβολή της ανταπαίτησης σε διάφορες υποθέσεις αποτελεί το αντικείμενο λεπτομερών ρυθμίσεων από τους  Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.  (Βλ. Δ.9, θ.3, Δ.19, θ.3, Δ.20, θ.3, Δ.21, θ.7Α, 8, 9, 10, 11.  Βλ. επίσης τύπο 13.)  Ιδιαίτερη πρόνοια γίνεται και για την εκδίκαση της ανταπαίτησης στο πλαίσιο της δίκης για την απαίτηση και την πορεία η οποία ακολουθείται (Δ.33, θ.9). Και αντίθετη άποψη αν ήθελε υιοθετηθεί, δηλαδή ότι «η διεξαγωγή της διαδικασίας» περιλαμβάνει και την έγερση απαίτησης, και πάλιν θα αποκλειόταν η ανταπαίτηση ως μέσο έγερσης απαίτησης ενόψει των προνοιών του Κ.7 των Κανονισμών που καθορίζουν εξαντλη[*404]τικά τα μέσα υποβολής αιτήματος ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων.  Πρόκειται για συγκεκριμένη πρόνοια που γίνεται στους ίδιους τους Κανονισμούς.

Ο Κ.7(α), προβλέπει με τρόπο οριστικό, ότι η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, αρχίζει με την καταχώρηση της αίτησης στον Τύπο 1, ή 2, του παραρτήματος, ανάλογα με το επίδικο θέμα, ενώ ο Κ.11(α), αποκλείει την εφαρμογή των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας σε οποιοδήποτε θέμα ρυθμίζεται ειδικά από το Νόμο ή τους Κανονισμούς.

Για τους λόγους που έχω εκθέσει, θα απέρριπτα σε αντίθεση προς την πλειοψηφία, την έφεση.

H έφεση επιτρέπεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο