(1999) 1 ΑΑΔ 428
[*428]26 Mαρτίου, 1999
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ
ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
A. ELIA & CO. LTD. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΓΙΑ
ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/ Ή ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
(ΧΡ. ΔΕΡΜΟΣΟΝΙΑΔΗΣ, ΠΡΟΕΔΡΟΣ) ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ
ΤΗΝ 22ΑΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ Κ.225/96 ΤΟΥ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (AΡ. 2).
(Αίτηση Αρ. 19/99)
Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Απόφαση του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων για αύξηση ενοικίου, εκδοθείσα με διαφορετική σύνθεση από εκείνη εκδίκασης της υπόθεσης — Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari προς ακύρωση της — Απόρριψη της αίτησης λόγω μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων στη ένορκη δήλωση που τη συνόδευε.
Προνομιακά εντάλματα — Διατάγματα ex-parte —Υποχρέωση αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων τα οποία επενεργούν στην άσκηση των εξουσιών του Δικαστηρίου για την παροχή θεραπείας — Παράλειψη αποκάλυψης ότι η αιτήτρια αποδέχθηκε τη συνέχιση και συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας παρά την αλλαγή της σύνθεσης του Δικαστηρίου — Απέβη μοιραία στην αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari για ακύρωση της απόφασης που προέκυψε από το Δικαστήριο με σύνθεση άλλη από εκείνη που εκδίκασε την υπόθεση.
Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, εξέδωσε απόφαση με την [*429]οποία το ενοίκιο καταστήματος στην εντός των τειχών Λευκωσία αυξήθηκε κατά 14%. Το εν λόγω κατάστημα ήταν ενοικιασμένο στην Εταιρεία A. Elia & Co Ltd., αιτήτρια στην παρούσα αίτηση. Η αιτήτρια προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης λόγω της αλλαγής της σύνθεσης του Δικαστηρίου.
Η αιτήτρια ισχυρίσθηκε ότι η απόφαση εκδόθηκε από το Δικαστήριο με άλλη σύνθεση από εκείνη που εξεδίκασε την υπόθεση και δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή, αφού το Δικαστήριο με τη νέα σύνθεση δεν είχε αρμοδιότητα να εκδώσει απόφαση σε υπόθεση που είχε ακουστεί από τον ίδιο Πρόεδρο, αλλά όμως από άλλους Παρέδρους.
Η καθ’ ης η αίτηση, ιδιοκτήτρια του καταστήματος, έφερε ένσταση και ισχυρίσθηκε ότι δεν υπήρξε πλήρης αποκάλυψη όλων των στοιχείων που έπρεπε να παρουσιαστούν από την αιτήτρια.
Αποφασίστηκε ότι:
Από τα πρακτικά της απόφασης φαίνεται ότι η αιτήτρια παρέλειψε να αποκαλύψει ένα απόλυτα ουσιώδες στοιχείο στην όλη διαδικασία και τούτο είναι η αποδοχή της στη συνέχιση και συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας παρά την αλλαγή της σύνθεσης του Δικαστηρίου.
Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Attorney-General a.o. v. Savvidis (No.2) (1989) 1 C.L.R. 349,
Cobelfret Ro-Ro Services N.V. a.o. v. The Cyprus Potato Marketing Board (1996) 1(B) A.A.Δ. 733,
King v. The General Commissioners for the Purposes of the Income Tax Acts for the District of Kensigngton, Ex parte Princess Edmond De Polignac [1917] 1 K.B. 486,
Χριστοφόρου v. Γρηγορίου (1995) 1 Α.Α.Δ. 224,
Lloyds Bowmaker Ltd v. Britannia Arrow Holdings plc (Lavens, third party) [1988] 3 All E.R. 178,
Brink’s - MAT Ltd v. Elcombe a.o. [1988] 3 All E.R. 188,
[*430]Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 597,
Caspi Shipping Ltd a.o. v. Πλοίου “Saphire Seas” (1997) 1(B) A.A.Δ. 833,
Fedossova Larissa (1997) 1(Γ) A.A.Δ. 1333.
Aίτηση.
Aίτηση με την οποία η αιτήτρια εταιρεία ζητά άδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari για ακύρωση απόφασης του Δικαστηρίου Eλέγχου Eνοικιάσεων Λευκωσίας λόγω του ότι η απόφαση εκδόθηκε με άλλη σύνθεση από εκείνη που είχε εκδικάσει την υπόθεση.
Χρ. Θεμιστοκλέους, για την Aιτήτρια Eταιρεία.
Σταυρινίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ’ ων η αίτηση 1 και 2.
Καντούνας για Παπαχαραλάμπους, για την Kαθ’ ης η αίτηση 3.
Cur. adv. vult.
HΛIAΔHΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα
Η Ιωάννα Λοβαρίδου είναι ιδιοκτήτρια ενός καταστήματος που βρίσκεται στη γωνία των οδών Ονασαγόρου και Απόλλωνος στη Λευκωσία. Το πιο πάνω κατάστημα ενοικιαζόταν στην Εταιρεία A. ELIA & CO. LTD. Με την αίτηση υπ’ αριθμό Κ.225/96 που κατεχώρησε στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων (Τμήμα Λευκωσίας) η πιο πάνω ιδιοκτήτρια ζητούσε την αύξηση κατά 14% του ενοικίου από £312.00 σε £355.68. Η ακρόαση της αίτησης άρχισε την 1/12/97 ενώπιον των Χρ. Δερμοσονιάδη (Προέδρου) και κας Σκαλιώτου και κ. Τασουρή (Παρέδρων). Η ακρόαση συνεχίστηκε ενώπιον της ίδιας σύνθεσης στις 4/2/98 και 13/3/98. Κατά την πιο πάνω ημερομηνία συμπληρώθηκε η προφορική παράθεση μαρτυρίας και η υπόθεση ορίστηκε για αγορεύσεις στις 10/4/98. Από τη σχετική απόφαση που έχει επισυναφθεί στην αίτηση δεν φαίνεται τι είχε γίνει στις 10/4/98. Στις 22/10/98 εκδόθηκε η σχετική απόφαση. Η σύνθεση του Δικαστηρίου την ημέρα της έκδοσης της απόφασης αποτελείτο από τους Χρ. Δερμοσονιάδη (Πρόεδρο) και Α. Κατσουρίδη και Θ. Δημητρίου (Πάρεδροι).
[*431]
Είναι η θέση της αιτήτριας εταιρείας ότι με την έκδοση της απόφασης με άλλη σύνθεση Δικαστηρίου, οι Πάρεδροι του οποίου δεν είχαν παρακαθήσει ως εκδικάζοντες δικαστές και δεν είχαν ακούσει τη μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί, αποτελεί παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης και φυσικής δικαιοσύνης. Ειδικότερα η αιτήτρια εταιρεία εισηγείται ότι η έκδοση της απόφασης με άλλη σύνθεση από εκείνη που είχε εκδικάσει την υπόθεση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, αφού το Δικαστήριο με τη νέα σύνθεση δεν είχε αρμοδιότητα να εκδώσει απόφαση σε υπόθεση που είχε ακουστεί από τον ίδιο Πρόεδρο, αλλά όμως από άλλους Παρέδρους.
Η καθ’ης η αίτηση Ιωάννα Λοβαρίδου φέρνει ένσταση στην έκδοση του σχετικού εντάλματος ισχυριζόμενη ότι δεν υπήρξε πλήρης αποκάλυψη όλων των στοιχείων που έπρεπε να παρουσιασθούν από την αιτήτρια εταιρεία. Επιπρόσθετα η καθ’ης η αίτηση ισχυρίζεται ότι η αιτήτρια εταιρεία δεσμεύεται με τη δήλωση της δικηγόρου της ότι δεν υπήρχε ένσταση εκ μέρους της για τη συνέχιση της ακροαματικής διαδικασίας με τη νέα σύνθεση του Δικαστηρίου, ότι η καταχώριση της αίτησης για την έκδοση του εντάλματος έγινε με καθυστέρηση 8½ μηνών από την ημερομηνία της πιο πάνω δήλωσης εκ μέρους της αιτήτριας εταιρείας και 5 μήνες μετά την έκδοση της σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου.
Η ευπαίδευτη συνήγορος που εμφανίζεται εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα υπέβαλε ότι αποτελεί βασικό κανόνα της απονομής της δικαιοσύνης ότι η ίδια σύνθεση του Δικαστηρίου ακούει και αποφασίζει για συγκεκριμένη υπόθεση. Ταυτόχρονα υποδείχθηκε ότι δεν υπήρξε εκ μέρους της αιτήτριας πλήρης αποκάλυψη γεγονότων, αφού η αιτήτρια παρέλειψε να αποκαλύψει ότι η δικηγόρος της είχε συμφωνήσει στη διαδικασία που ακολουθήθηκε.
Κρίνω σκόπιμο σε αυτό το στάδιο να παραθέσω τα πρακτικά της 15/5/98, 21/5/98 και 25/9/98 που παραλείφθηκαν.
“Ημερ.: 15.5.1998
Για την Αιτήτρια: κ. Καντούνας.
Για τον Καθ’ου η αίτηση: κα Θεμιστοκλέους.
κα Θεμιστοκλέους: Παρακαλώ να δοθεί μια εβδομάδα αναβολής για να μελετήσουμε το θέμα που προέκυψε με τον μη επαναδιορισμό των Παρέδρων.
κ. Καντούνας: Συμφωνώ.
[*432]
Δικαστήριο: Ορίζεται 21.5.1998 για οδηγίες.
Ημερ.: 21.5.1998
Για την Αιτήτρια: κ. Νικολάου για κ. Κ. Καντούνα.
Για τους Καθ’ων η αίτηση: δ. Θεμιστοκλέους.
Νικολάου: Μας ελέχθη από το Δικαστήριο ότι δεν ανανεώθηκε η θητεία των δύο Παρέδρων. Εισηγούμαστε να γραφτούν και να αναγνωστούν και να κατατεθούν τα πρακτικά ενώπιον της νέας σύνθεσης και να προχωρήσει η ακρόαση.
δ. Θεμιστοκλέους: Συμφωνώ.
Δικαστήριο: Δίνονται οδηγίες να ετοιμαστούν τα πρακτικά και ορίζεται για οδηγίες στις 25.9.1998.
Ημερ.: 25.9.1998
Για την Αιτήτρια: κ. Καντούνας.
Για τους Καθ’ων η αίτηση: δ. Θεμιστοκλέους.
Δικαστήριο: Δόθηκαν αντίγραφα πρακτικών στους δικηγόρους και αναβάλλεται για αγορεύσεις στις 15.10.1998, ώρα 8.30.”
(β) Η μη αποκάλυψη των ουσιωδών στοιχείων
Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι ένα πρόσωπο που εμφανίζεται ως διάδικος και επιζητεί την έκδοση ενός διατάγματος, έχει την υποχρέωση να θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου όλα εκείνα τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία μπορούν να βοηθήσουν το Δικαστήριο να καταλήξει στα ορθά συμπεράσματα. Σε μονομερείς αιτήσεις (ex parte applications) το Δικαστήριο πρέπει να βρίσκεται σε θέση να αξιολογεί όλα τα στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν τη λήψη μιας απόφασης και μέσα σε αυτά τα πλαίσια δεν έχει άλλη επιλογή παρά να βασίζεται στο περιεχόμενο των δηλώσεων του δικηγόρου και το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων του αιτητή. Ετσι προκύπτει η ανάγκη της πλήρους αποκάλυψης γεγονότων. (Attorney-General and another (No.2) v. Savvidis [1989] 1 C.L.R. 349). Όπως έχει τονιστεί από το Δικαστή Καλλή στην υπόθεση Cobelfret Ro-Ro Services N.V. and others v. The Cyprus Potato Marketing Board (1996) 1(B) A.A.Δ. 733,
“Είναι θεμελιωμένο ότι διάδικος ο οποίος επιδιώκει με μονομερή αίτηση τη χορήγηση θεραπείας, πρέπει να προβεί σε πλήρη [*433]αποκάλυψη των γεγονότων τα οποία επενεργούν στην άσκηση των εξουσιών του Δικαστηρίου για την παροχή θεραπείας. Η αρχή αυτή συναρτάται με την καλή πίστη η οποία πρέπει να επιδεικνύεται οποτεδήποτε επιδιώκεται η θεραπεία στην απουσία του αντιδίκου. (Βλέπε Jadranska Slobodna Plovidba v. Photos Photiades & Co (1965) 1 C.L.R. 58, Abdu Ali Altobeiqui v. M/V Nada G. and another (1985) 1 C.L.R. 543, Sekavin S.A. v. Ship “Platon Ch” (1987) 1 C.L.R. 297, Amathus Navigation Co Ltd v. Concort Express Liners and Others (1993) 1 A.A.Δ. 1030 και Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.ά. (1996) 1 A.A.Δ. 597).”
Στην υπόθεση The King v. The General Commissioners for the Purposes of the Income Tax Acts for the District of Kensington, Ex parte Princess Edmond De Polignac [1917] 1 K.Β. 486 όπου το θέμα της μη αποκάλυψης όλων των ουσιωδών στοιχείων εξετάστηκε σε έκταση, το Δικαστήριο εξέδωσε προσωρινό διάταγμα με το οποίο ο Διευθυντής του Φόρου Εισοδήματος κλήθηκε να απαντήσει γιατί να μην εκδοθεί ένταλμα Prohibition το οποίο θα απαγόρευε τον καθορισμό καταβολής φόρου εισοδήματος που θα έπρεπε να καταβληθεί από την αιτήτρια (Πριγκίπισσα Edmond De Polignac). Η τελευταία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς που περιέχονταν σε ένορκη δήλωση της, δεν ήταν Αγγλίδα υπήκοος, δεν ήταν κάτοικος Αγγλίας εκτός μόνο για προσωρινούς λόγους και δεν είχε συμπληρώσει ποτέ συνολική διαμονή έξι μηνών στην Αγγλία σε ένα οποιοδήποτε χρόνο. Αντίθετα η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ήταν Γαλλίδα υπήκοος και μόνιμη κάτοικος Γαλλίας. Από το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που καταχωρήθηκαν εκ μέρους των καθ’ων η αίτηση και της αιτήτριας ως απάντηση, διεφάνη ότι η αιτήτρια είχε πληρώσει για την ενοικίαση και επίπλωση ενός διαμερίσματος στην περιοχή Chelsea του Λονδίνου και ότι τα έξοδα συντήρησης του διαμερίσματος τα κατέβαλλε από κοινού μαζί με τον αδελφό της. Το Δικαστήριο ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε χωρίς να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης, αφού η αιτήτρια απέκρυψε ή παρουσίασε ψευδώς γεγονότα, που ήταν ουσιώδη με την αίτηση που καταχώρησε. Όπως έθεσε το θέμα ο Δικαστής Scrutton L.J.,
“It has been for many years the rule of the Court, and one which it is of the greatest importance to maintain, that when an applicant comes to the Court to obtain relief on an ex parte statement he should make a full and fair disclosure of all the material facts - facts, not law. He must not misstate the law if he can help it - the Court is supposed to know the law. But it knows [*434]nothing about the facts, and the applicant must state fully and fairly the facts, and the penalty by which the Court enforces that obligation is that if it finds out that the facts have not been fully and fairly stated to it, the Court will set aside any action which it has taken on the faith of the imperfect statement.”
Για το ίδιο θέμα ο Δικαστής Warrington L.J. ανέφερε ότι,
“It is perfectly well settled that a person who makes an ex parte application to the Court - that is to say, in the absence of the person who will be affected by that which the Court is asked to do - is under an obligation to the Court to make the fullest possible disclosure of all material facts within his knowledge, and if he does not make that fullest possible disclosure, then he cannot obtain any advantage he may have already obtained by means of the order which has thus wrongly been obtained by him.”
Η υποχρέωση της πλήρους αποκάλυψης δεν καλύπτει μόνο εκείνα τα γεγονότα που ήταν γνωστά στον αιτητή, αλλά επεκτείνεται και σε εκείνα τα γεγονότα τα οποία ο αιτητής θα μπορούσε να αποκαλύψει με μια εύλογη έρευνα. (Ιδε Χριστοφόρου ν. Γρηγορίου (1995) 1 Α.Α.Δ. 224). Αν ο αιτητής παραλείψει να συμμορφωθεί με την πιο πάνω υποχρέωση τότε το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να προβεί στην έκδοση του διατάγματος, ανεξάρτητα αν η παράλειψη ήταν αθώα ή σκόπιμη. (Ιδε Lloyds Bowmaker Ltd v. Britannia Arrow Holdings plc (Lavens, third party) [1988] 3 All E.R. 178).
Το θέμα εξετάστηκε πρόσφατα στην Αγγλική υπόθεση Brink’s - MAT Ltd v. Elcombe and Others [1988] 3 All E.R. 188) όπου ο Δικαστής Ralph Gibson L.J. καθόρισε τα στοιχεία που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως ακολούθως:
“In considering whether there has been relevant non-disclosure and what consequence the court should attact to any failure to comply with the duty to make full and frank disclosure, the principles relevant to the issues in these appeals appear to me to include the following. (1) The duty of the applicant is to make “a full and fair disclosure of all the material facts”: see Rex v. Kensington Income Tax Commissioners, Ex parte Princess Edmond de Polignac [1917] 1 K.B. 486, 514, per Scrutton L.J.
(2) The material facts are those which it is material for the judge to know in dealing with the application as made: [*435]materiality is to be decided by the court and not by the assessment of the applicant or his legal advisers: see Rex v. Kensington Income Tax Commissioners, per Lord Cozens-Hardy M.R., at p. 504, citing Dalglish v. Jarvie [1850] 2 Mac. & G. 231, 238, and Browne Wilkinson J. in Thermax Ltd. v. Schott Industrial Glass Ltd. [1981] F.S.R. 289, 295.
(3) The applicant must make proper inquiries before making the application: see Bank Mellat v. Nikpour [1985] F.S.R. 87. The duty of disclosure therefore applies not only to material facts known to the applicant but also to any additional facts which he would have known if he had made such inquiries.
(4) The extent of the inquiries which will be held to be proper, and therefore necessary, must depend on all the circumstances of the case including (a) the nature of the case which the applicant is making when he makes the application; and (b) the order for which application is made and the probable effect of the order on the defendant: see, for example, the examination by Scott J. of the possible effect of an Anton Piller order in Columbia Picture Industries Inc. v. Robinson [1987] Ch. 38; and (c) the degree of legitimate urgency and the time available for the making of inquiries: see per Slade L.J. in Bank Mellat v. Nikpour [1985] F.S.R. 87, 92-93.
(5) If material non-disclosure is established the court will be “astute to ensure that a plaintiff who obtains [an ex parte injunction] without full disclosure .. is deprived of any advantage he may have derived by that breach of duty:” see per Donaldson L.J. in Bank Mellat v. Nikpour, at p. 91, citing Warrington L.J. in the Kensington Income Tax Commissioners’ case [1917] 1 K.B. 486, 509.
(6) Whether the fact not disclosed is of sufficient materiality to justify or require immediate discharge of the order without examination of the merits depends on the importance of the fact to the issues which were to be decided by the judge on the application. The answer to the question whether the non-disclosure was innocent, in the sense that the fact was not known to the applicant or that its relevance was not perceived, is an important consideration but not decisive by reason of the duty on the applicant to make all proper inquiries and to give careful consideration to the case being presented.
(7) Finally, it “is not for every omission that the injunction [*436]will be automaticallly discharged. A locus poenitentiae may sometimes be afforded:” per Lord Denning M.R. in Bank Mellat v. Nikpour [1985] F.S.R. 87, 90.”
Το θέμα απασχόλησε την Κυπριακή δικαιοσύνη στην υπόθεση Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd κ.ά. (1996) 1(A) A.A.Δ. 597 όπου οι ενάγοντες, στην ένορκη δήλωση που καταχώρησαν προς υποστήριξη του αιτήματος τους για την παροχή άδειας για επίδοση της αγωγής στο εξωτερικό, παρέλειψαν να αναφέρουν ότι στη σχετική φορτωτική (που ας σημειωθεί ότι είχε επισυναφθεί στην ένορκη δήλωση) υπήρχε όρος για παραπομπή της διαφοράς σε αλλοδαπή δικαιοδοσία. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η μη αποκάλυψη για παραπομπή της διαφοράς σε Δικαστήριο της αλλοδαπής αποτελούσε εκτροπή από την υποχρέωση της πλήρους αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων και προέβη στην ακύρωση του σχετικού διατάγματος.
Η ίδια γραμμή με τα ίδια ακριβώς γεγονότα ακολουθήθηκε στην υπόθεση 1. Caspi Shipping Ltd, 2. Natour Travel Association for Organised Tours Ltd. v. Το πλοίο Saphire Seas (1997) 1(B) A.A.Δ. 833, όπου τονίστηκε ότι,
“Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι ένας διάδικος που ζητά τη χορήγηση θεραπείας με μονομερή αίτηση (ex parte), πρέπει να προβαίνει σε πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων τα οποία μπορεί να επενεργήσουν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να παράσχει θεραπεία. (Altobeiqui v. M/V Nada G. and Another (1985) 1 C.L.R. 543. Ειδικότερα στην υπόθεση Zachariades Ltd. v. Economides (1989) 1 C.L.R. 437, τονίστηκε ότι η μη αποκάλυψη όρου με τον οποίο διαφορές μεταξύ των συμβαλλομένων παραπέμπονται σε διαιτησία στην αλλοδαπή συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης για πλήρη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων και δικαιολογεί την ακύρωση του διατάγματος.”
Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της FEDOSSOVA LARISSA για έκδοση διατάγματος Certiorari (1997) 1(Γ) A.A.Δ. 1333, η αιτήτρια ζητούσε την έκδοση εντάλματος Certiorari για την ακύρωση διατάγματος κατάσχεσης σε χέρια τρίτου επειδή υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος εκπροσώπησης της κατά παράβαση του άρθρου 30.3 του Συντάγματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αφού η αιτήτρια παρέλειψε να αποκαλύψει πρακτικό του Δικαστηρίου στο οποίο φαινόταν ότι το Δικαστήριο της είχε δώσει την ευκαιρία να εκπροσωπηθεί πριν από την έκδοση του επίδικου διατάγματος.
[*437]
Στην παρούσα περίπτωση η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων (Τμήμα Λευκωσίας) την 1/12/97 και συνεχίστηκε στις 4/2/98 και 13/3/98 με την ίδια σύνθεση. Η απόφαση εκδόθηκε στις 22/10/98 με διαφορετική σύνθεση. Η αιτήτρια προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης λόγω της αλλαγής της σύνθεσης του Δικαστηρίου. Η αιτήτρια παρέλειψε να αποκαλύψει το περιεχόμενο των πρακτικών της 15/5/98, 21/5/98 και 25/9/98 από τα οποία φαίνεται ότι στις 15/5/98 η ίδια η δικηγόρος της αιτήτριας εταιρείας αρχικά ζήτησε ένα χρονικό διάστημα μιας βδομάδας για να εξετάσει το θέμα που προέκυψε από το μη επαναδιορισμό των παρέδρων. Ακολούθως στις 21/5/98 η δικηγόρος της αιτήτριας εταιρείας αποδέχθηκε όπως τα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας αφού αναγνωστούν, να τεθούν ενώπιον της νέας σύνθεσης για να προχωρήσει η ακροαματική διαδικασία. Οι δικηγόροι των δύο πλευρών αφού παρέλαβαν και μελέτησαν τα πρακτικά (όπως διαφαίνεται από το πρακτικό του Δικαστηρίου της 25/9/98) προέβηκαν στις τελικές αγορεύσεις τους και η απόφαση του Δικαστηρίου δόθηκε στις 22/10/98.
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η αιτήτρια εταιρεία παρέλειψε να αποκαλύψει ένα στοιχείο το οποίο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παρά ως απόλυτα ουσιώδες στην όλη διαδικασία και τούτο είναι η αποδοχή της εκ μέρους της συνέχισης και συμπλήρωσης της ακροαματικής διαδικασίας παρά την αλλαγή της σύνθεσης του Δικαστηρίου. Η αιτήτρια εταιρεία γνώριζε για τα όσα είχαν διαμειφθεί στις τρεις πιο πάνω αναφερόμενες συνεδρίες του Δικαστηρίου και παρέλειψε να τα αποκαλύψει. Κρίνω ότι η ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε προς υποστήριξη της παρούσας αίτησης δεν ήταν ειλικρινής και ότι τα γεγονότα που απεκρύβησαν ήταν ουσιώδη, σε βαθμό που το Δικαστήριο είχε εξαπατηθεί. Η κατακριτέα αυτή συμπεριφορά δεν μπορεί παρά να επηρεάσει την πορεία της παρούσας διαδικασίας. Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας εταιρείας.
Με βάση τα πιο πάνω δεν κρίνω σκόπιμο να ασχοληθώ με την ουσία της αίτησης.
H αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο