Zeeland Navigation Company Limited ν. Banque Worms (Αρ. 1) (1999) 1 ΑΑΔ 463

(1999) 1 ΑΑΔ 463

[*463]6 Aπριλίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

ZEELAND NAVIGATION COMPANY LIMITED,

Ενάγοντες,

ν.

BANQUE WORMS (AP. 1),

Εναγομένων.

(Αγωγή Ναυτοδικείου Aρ. 51/98)

 

Ναυτοδικείο — Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου — Πώληση πλοίου των εναγόντων από τους εναγομένους, ενυπόθηκους δανειστές — Αγωγή για δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι εναγόμενοι ενήργησαν κακή τη πίστει κατά παράβαση των καθηκόντων τους ως ενυπόθηκων δανειστών και για αποζημιώσεις — Αίτηση από πλευράς εναγομένων για ακύρωση της αγωγής και αναστολή της διαδικασίας, για ισχυριζόμενη απόκρυψη γεγονότων, κατάχρηση διαδικασίας, κώλυμα προώθησης της παρούσας αγωγής λόγω προηγούμενης διαδικασίας ενώπιον του Κυπριακού Δικαστηρίου η οποία απεσύρθη και ακαταλληλότητα δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων — Αποδοχή της αίτησης λόγω τεκμηρίωσης του ισχυρισμού ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν αποτελούσαν την κατάλληλη δικαιοδοσία (forum conveniens).

Ναυτοδικείο — Πώληση πλοίου από τους εναγομένους, ενυπόθηκους δανειστές — Αγωγή των ιδιοκτητών του πλοίου για δήλωση ότι οι εναγόμενοι ενήργησαν κακή τη πίστει — Διάταγμα επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας εκδοθέν μετά από μονομερή αίτηση — Μη αποκάλυψη καταχώρησης και απόσυρσης έφεσης εναντίον Αγγλικής απόφασης με την οποία αναγνωρίσθηκε το δικαίωμα των εναγομένων να πωλήσουν το πλοίο καθώς και διακοπής προηγούμενης αγωγής στην Κύπρο — Δεν δικαιολογούσαν ακύρωση του διατάγματος για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.

Ναυτοδικείο — Δικονομία Ναυτοδικείου — Απόκρυψη γεγονότων σε αιτήσεις ex-parte — Ανάλυση της σχετικής νομολογίας.

Δεδικασμένο — Καταχώρηση αγωγής στο Ναυτοδικείο Κύπρου μετά που [*464]είχε προηγηθεί Αγγλική αγωγή — Το Αγγλικό Δικαστήριο στην Αγγλική αγωγή είχε να αποφασίσει αν υπήρχε δικαίωμα πώλησης του πλοίου — Στην Κυπριακή αγωγή, επίδικο θέμα ήταν αν η πώληση έγινε με τον ορθό τρόπο — Δεν εγείρετο θέμα δεδικασμένου.

Ναυτοδικείο — Δικονομία Ναυτοδικείου — Διακοπή της διαδικασίας (discontinuance) — Κανονισμοί 80 και 81 του Cyprus Admiralty Jurisdiction Order, 1983 — Η διακοπή αγωγής δεν επηρεάζει το δικαίωμα του ενάγοντα να καταχωρήσει νέα, δυνάμει της Δ.15 θ.1.

Με Συμφωνία Δανείου που υπεγράφη στο Παρίσι, οι εναγόμενοι συμφώνησαν να δανείσουν τους ενάγοντες και δύο άλλες εταιρείες το ποσό των U.S.$13.000.000. Οι ενάγοντες υποθήκευσαν το πλοίο Foresight Driller II (F.D. II), δικής τους ιδιοκτησίας.  Με βάση τις μεταξύ τους συμφωνίες, οι εναγόμενοι εξέδωσαν ειδοποίηση που καλούσε τους ενάγοντες να πωλήσουν το πλοίο εντός 60 ημερών.  Οι ενάγοντες, όμως, ήγειραν αγωγή εναντίον των εναγομένων στο Εμπορικό Δικαστήριο Λονδίνου με την οποία ζητούσαν δήλωση ότι η ειδοποίηση ήταν άκυρη.  Οι εναγόμενοι με ανταπαίτηση ζητούσαν δήλωση ότι η ειδοποίηση ήταν έγκυρη και ότι η αποτυχία των εναγόντων να πωλήσουν το πλοίο έδιδε σ’ αυτούς το δικαίωμα πώλησής του.  Το Αγγλικό Δικαστήριο δικαίωσε τους εναγομένους οι οποίοι προχώρησαν σε πώληση του πλοίου.  Οι ενάγοντες καταχώρησαν έφεση η οποία απεσύρθη και απερρίφθη.

Οι ενάγοντες καταχώρησαν την αγωγή στο Ναυτοδικείο (υπ’ αρ. 37/95), ζητώντας δήλωση ότι οι εναγόμενοι δεν είχαν δικαίωμα να πωλήσουν το πλοίο και επίσης ότι η πώληση ήταν παράνομη και έγινε κατά παράβαση των καθηκόντων των εναγομένων ως ενυποθήκων δανειστών.

Οι εναγόμενοι κατεχώρησαν εμφάνιση υπό διαμαρτυρία και στη συνέχεια αίτηση για απόρριψη ή παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος και/ή της επίδοσης, η οποία έγινε αποδεκτή και ακυρώθηκε το αρχικό διάταγμα που επέτρεπε επίδοση.  Οι ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση για αναθεώρηση της πιο πάνω απόφασης. Τελικά διέκοψαν και απέσυραν τόσο την αίτηση για αναθεώρηση όσο και την αγωγή 37/95.

Οι ενάγοντες καταχώρησαν την παρούσα αγωγή, με την οποία ζητούν δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι εναγόμενοι με την πώληση του πλοίου ενήργησαν κακή τη πίστει και χωρίς να λάβουν τα δέοντα μέτρα για να εξασφαλίσουν την ορθή και λογική τιμή του πλοίου και/ή την πραγματική αγοραία αξία του.

[*465]Οι εναγόμενοι καταχώρησαν σημείωμα εμφανίσεως υπό όρους και μετά πάροδο τριών μηνών καταχώρησαν την παρούσα αίτηση με την οποία ζητούν διάταγμα για απόρριψη και/ή ακύρωση της αγωγής και/ή διάταγμα για αναστολή κάθε διαδικασίας στην αγωγή.  Οι λόγοι που προέβαλαν ήταν οι ακόλουθοι:

α) Απόκρυψη γεγονότων στην αίτηση για επίδοση εκτός της δικαιοδοσίας.

β) Κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου.

γ)  Κώλυμα προώθησης της παρούσας αγωγής λόγω της προηγούμενης διαδικασίας ενώπιον του Κυπριακού Δικαστηρίου.

δ) Τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν αποτελούν την κατάλληλη δικαιοδοσία (forum conveniens).

Το Ναυτοδικείο επέτρεψε την αίτηση, ακυρώνοντας την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και αποφάνθηκε ότι:

Σύμφωνα με τις αρχές που εφαρμόζονται αναφορικά με το θέμα του forum conveniens και ενόψη των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, οι αιτητές ικανοποίησαν το Δικαστήριο ότι η Κύπρος δεν είναι η καταλληλότερη δικαιοδοσία για εκδίκαση της αγωγής.  Η αγωγή και τα θέματά της συνδέονται περισσότερο με την Αγγλική δικαιοδοσία παρά με την Κύπρο, είναι δε, λόγω της προέλευσης των μαρτύρων και της γλώσσας που μπορεί να χρησιμοποιούν, πρακτικότερο η αγωγή να εκδικασθεί στην Αγγλία, αλλά και λιγότερο δαπανηρό, όσον αφορά τους μάρτυρες.  Η κατάλληλη δικαιοδοσία, είναι ως εκ τούτου, η Αγγλική δικαιοδοσία.

Η αίτηση επιτυγχάνει και η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας τίθεται εκποδών.  Διατάσσεται επίσης η αναστολή κάθε περαιτέρω διαδικασίας στην αγωγή.

Η αίτηση επιτράπηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γρηγορίου κ.ά. v. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248,

Talbot v. Berkshire County Council [1994] Q.B. (C.A.) 290,

K.S.R. Comercio S.A. κ.ά. v. Bluecoral Nav. Ltd (1995) 1 A.A.Δ. 309,

[*466]The Abidin Daver [1984] AC 398,

The Abidin Daver [1984] 1 All E.R. 470,

Spiliada Maritime Corpn v. Cansulex Ltd, The Spiliada [1987] AC 460,

Spiliada Maritime Corpn v. Cansulex Ltd, The Spiliada [1986] 3 All E.R. 843,

Gannet Shipping Ltd v. NAAFI κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 10.

Aίτηση σε Aγωγή Nαυτοδικείου.

Aίτηση σε Aγωγή Nαυτοδικείου με την οποία οι αιτητές ζητούν διάταγμα του Δικαστηρίου που να απορρίπτει και/ή να παραμερίζει και/ή να ακυρώνει την αγωγή και/ή το κλητήριο ένταλμα και/ή την ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος και/ή το διάταγμα επίδοσης και/ή την επίδοση της πιο πάνω αγωγής και/ή τη μέχρι σήμερα διαδικασία στην παρούσα αγωγή και/ή διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται κάθε διαδικασία και/ή περαιτέρω διαδικασία στην παρούσα αγωγή.

Π. Πολυβίου με Μ. Χαραλάμπους, για τους Eναγόμενους - Aιτητές.

Ε. Μοντάνιος με Γ. Λεοντίου, για τους Eνάγοντες - Kαθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

APTEMHΣ, Δ.: Οι εναγόμενοι-αιτητές είναι τραπεζικό ίδρυμα εγγεγραμμένο στη Γαλλία.

Οι ενάγοντες-καθ’ ων η αίτηση είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, εγγεγραμμένη στην Κύπρο.

Με Συμφωνία Δανείου που υπεγράφη στο Παρίσι στις 20.1.93 οι εναγόμενοι συμφώνησαν να δανείσουν στους ενάγοντες και σε δύο άλλες εταιρείες το ποσό των U.S.$13.000.000.  Οι χρεώστες, με βάση τη συμφωνία, ήταν υπεύθυνοι ομού και κεχωρισμένως.  Ως ασφάλεια για το πιο πάνω δάνειο δόθηκε υποθήκη προς τους εναγομένους επί του πλοίου Foresight Driller II (F.D.II), το οποίο ήταν ιδιοκτησία των εναγόντων.  Με βάση τις μεταξύ τους συμφωνίες, στις 3.3.94 οι εναγόμενοι εξέδωσαν ειδοποίηση που καλούσε τους [*467]ενάγοντες να πωλήσουν το πλοίο εντός 60 ημερών.  Σε απάντηση οι ενάγοντες ήγειραν αγωγή εναντίον των εναγομένων στο Εμπορικό Δικαστήριο Λονδίνου (Commercial Court), με την οποία βασικά ζητούσαν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η ειδοποίηση ήταν άκυρη.  Οι εναγόμενοι με ανταπαίτηση ζητούσαν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η δήλωση ήταν έγκυρη και ότι η αποτυχία των εναγόντων να πωλήσουν το πλοίο έδιδε το δικαίωμα σε αυτούς να προχωρήσουν σε πώληση.

Στις 26.5.94 εξεδόθη η απόφαση του Αγγλικού Δικαστηρίου, με την οποία η ειδοποίηση θεωρήθηκε έγκυρη και αναγνωρίστηκε το δικαίωμα των εναγομένων να πωλήσουν το πλοίο.  Οι εναγόμενοι προχώρησαν σε πώληση του πλοίου τον Ιούνιο του 1994. Στις 12.7.94 οι ενάγοντες κατεχώρησαν ειδοποίηση έφεσης εναντίον της απόφασης του Αγγλικού Δικαστηρίου και στις 29.2.96 η έφεση αυτή αποσύρθηκε και απορρίφθηκε.

Στις 20.4.95 οι ενάγοντες κατεχώρησαν στο Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου την Αγωγή Ναυτοδικείου 37/95, με την οποία ζητούσαν:

1) Δήλωση ότι οι εναγόμενοι δεν είχαν δικαίωμα να πωλήσουν το πλοίο FD II και,

2) Δήλωση ότι η πώληση για $4.000.000 ήταν παράνομη και κατά παράβαση των καθηκόντων των εναγομένων ως ενυποθήκων δανειστών ή/ και κατά παράβαση των όρων και προνοιών της Υποθήκης και Συμφωνίας Υποχρεώσεων (Deed of Covenant) κ.λ.π.

Στις 31.5.95 οι εναγόμενοι κατεχώρησαν εμφάνιση υπό διαμαρτυρία και στις 29.9.95 κατεχώρησαν αίτηση για απόρριψη ή παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος και/ή της επίδοσης, η οποία μετά από εκδίκαση έγινε αποδεκτή και το αρχικό διάταγμα που επέτρεπε επίδοση τέθηκε εκποδών. Στις 8.9.97 οι ενάγοντες κατεχώρησαν αίτηση για αναθεώρηση της πιο πάνω απόφασης και στις 30.4.98 με ειδοποίηση διέκοψαν και απέσυραν τόσο την αίτηση για αναθεώρηση όσο και την Αγωγή 37/95.

Στις 29.5.98 οι ενάγοντες καταχώρησαν την παρούσα αγωγή, με την οποία ζητούν δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι εναγόμενοι με την πώληση του πλοίου F.D II κατά ή περί την 21.6.94 στην τιμή των $4.000.0000 “ενήργησαν με κακή πίστη και/ή χωρίς να λάβουν τη δέουσα και/ή τη λογική φροντίδα για να εξασφαλίσουν την ορθή [*468]και λογική τιμή και/ή την πραγματική αγοραία αξία του πλοίου κατά το χρόνο της πώλησης του, κατά παράβαση των καθηκόντων τους σαν ενυποθήκων δανειστών”.  Επίσης με την αγωγή ζητούν και αποζημιώσεις $4.000.500 καθώς και τόκους.

Οι εναγόμενοι στις 29.6.98 καταχώρησαν σημείωμα εμφανίσεως υπό όρους και στις 28.9.98 καταχώρησαν την παρούσα αίτηση, με την οποία ζητούν διάταγμα που να απορρίπτει και/ή να παραμερίζει και/ή να ακυρώνει την αγωγή  και /ή το κλητήριο ένταλμα και/ή την ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος και/ή το διάταγμα επίδοσης και/ή την επίδοση της πιο πάνω αγωγής και/ή τη μέχρι σήμερα διαδικασία στην παρούσα αγωγή ΚΑΙ/Η διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται κάθε διαδικασία και/ή περαιτέρω διαδικασία στην παρούσα αγωγή.

Αφού αντεξετάστηκαν οι ενόρκως δηλούντες στην αίτηση καθώς και στην ένσταση που καταχωρήθηκε, έγιναν εκτενείς αγορεύσεις ενώπιον μου και από τις δύο πλευρές.

Οι λόγοι που προτάχθηκαν για έγκριση της αίτησης εκ μέρους του ευπαίδευτου συνήγορου των αιτητών ήταν:

α) Η απόκρυψη γεγονότων στην αίτηση για επίδοση εκτός της δικαιοδοσίας.

β) Κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου.

γ)  Κώλυμα προώθησης της παρούσας αγωγής λόγω της προηγού- μενης διαδικασίας ενώπιον του Κυπριακού Δικαστηρίου που απεσύρθη και,

δ) Ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν αποτελούν την κατάλληλη δικαιοδοσία (forum conveniens).

Με τη δική του επιχειρηματολογία ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγόντων επιχείρησε να αντικρούσει τους πιο πάνω λόγους ως ανεδαφικούς, αναλύοντας επί του προκειμένου, όπως και ο συνάδελφός του, τόσο τις αρχές της νομολογίας, όσο και την εφαρμογή τους στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

Θα προχωρήσω τώρα να εξετάσω ένα έκαστο των λόγων που προβάλλουν οι αιτητές ξεχωριστά.

 

[*469]Α.  Απόκρυψη Γεγονότων.

Στο επιχείρημα των αιτητών ότι υπήρξε απόκρυψη γεγονότων και ότι ως εκ τούτου έπρεπε η αίτηση να γίνει αποδεκτή, οι καθ’ ων η αίτηση υπέβαλαν ότι ουσιαστικά δεν υπήρξε οποιαδήποτε απόκρυψη γεγονότων και υπαλλακτικά ισχυρίστηκαν ότι αν δεν δηλώθηκαν ορισμένα γεγονότα αυτά δεν ήταν ουσιώδη ώστε να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε ακύρωση του διατάγματος.

Το θέμα της απόκρυψης γεγονότων σε αιτήσεις ex parte έχει αποτελέσει το αντικείμενο σωρείας αποφάσεων, τόσο των Αγγλικών όσο και των Κυπριακών Δικαστηρίων.  Μία γενική ανάλυση του θέματος έγινε στην υπόθεση Γρηγορίου και Άλλοι ν. Χριστοφόρου και Άλλοι (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, από την οποία παραθέτω  εκτενές σχετικό απόσπασμα από τις σελ. 264 - 267:

“Η διαδικασία με μονομερή αίτηση επιβάλλει στον αιτητή την αποκάλυψη στο Δικαστήριο όλων των ουσιαστικών γεγονότων που μπορεί να ασκήσουν επιρροή στη δικαστική κρίση.  Η αίτηση αυτή είναι υψίστης πίστεως (uberrima fides).  Ο αιτητής έχει καθήκον να φέρει σε γνώση του Δικαστηρίου οποιαδήποτε γεγονότα γνωρίζει, ή που με εύλογη επιμέλεια θα εγνώριζε, τα οποία μπορεί να είναι ευνοϊκά για τον απόντα διάδικο και μπορεί να ασκήσουν επιρροή στην κρίση του Δικαστηρίου.

Παράλειψη παρουσίασης ουσιαστικών γεγονότων ενώπιον του Δικαστηρίου στη μονομερή αίτηση θεωρείται ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου και το Δικαστήριο απαντά: “δεν σας ακούω πλέον” και ακυρώνει τη διαταγή που έδωσε, χωρίς να εξετάσει την ουσία.  Τα γεγονότα πρέπει να είναι ουσιώδη για την απόφαση του Δικαστηρίου στη μονομερή αίτηση. (Βλ. Attorney-General and Another (No.2) v. Savvides (1979) 1 C.L.R. 349· National Line v. Ship “Sunset” (1986) 1 C.L.R. 393, σελ. 406-412· Ζachariades Ltd v. Economides (1989) 1 C.L.R. 437, σελ. 443, 446· Άνθιμος Δημητρίου ν. Τhe Dolphin Insurance Company Limited και Άλλων (1990) 1 Α.Α.Δ. 351· Gircotis & Achilleos Limited v. Chr. M. Sarlis & Co. M.S. και Άλλου (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 360· και Χριστιάνα Στυλιανού, δια της μητρός αυτής Έλλης Στυλιανού ως πλησιεστέρας συγγενούς και φίλης ν. Ανδρέας Στυλιανού (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 583.)

Σημαντικές αποφάσεις πάνω στο θέμα αυτό είναι η Brink’ s Mat Ltd. v. Elcombe (C.A.) [1988] 1 W.L.R. 1350 και η Tate Access Floors Inc. v. Boswell [1990] 3 All E.R. 303.  Ο Δικαστής [*470]Ralph Gibson είπε στην Απόφαση Brink’ s Mat Ltd., (ανωτέρω), τα ακόλουθα στις σελ. 1356-1357:

In considering whether there has been relevant non-disclosure and what consequence the court should attach to any failure to comply with the duty to make full and frank disclosure, the principles relevant to the issue in these appeals appear to me to include the following.  (1) The duty of the applicant is to make ‘a full and fair disclosure of all the material facts’: see Rex v. Kensington Income Tax Commissioners, Ex parte Princess Edmond de Polignac [1917] 1 K.B. 486, 514, per Scrutton L.J.

(2)  The material facts are those which it is material for the judge to know in dealing with the application as made: materiality is to be decided by the court and not by the assessment of the applicant or his legal advisers: see Rex v. Kensington Income Tax Commissioners, per Lord Cozens-Hardy M.R., at p. 504, citing Dalglish v. Jarvie [1850] 2 Mac. & G. 231, 238, and Browne Wilkinson J. in Thermax Ltd. v. Schott Industrial Glass Ltd. [1981] F.S.R. 289, 295.

(3) The applicant must make proper inquiries before making the application: see Nank Mellat v. Nikpour [1985] F.S.R. 87.  The duty of disclosure therefore applies not only to material facts known to the applicant but also to any additional facts which he would have known if he had made such inquiries.

(4) The extent of the inquiries which will be held to be proper, and therefore necessary, must depend on all the circumstances of the case including (a) the nature of the case which the applicant is making when he makes the application; and (b) the order for which application is made and the probable effect of the order on the defendant: see, for example, the examination by Scott J. of the possible effect of an Anton Pillar order in Columbia Picture Industries Inc. v. Robinson [1987] Ch. 38; and (c) the degree of legitimate urgency and the time available for the making of inquiries: see per Slade L.J. in Bank Mellat v. Nikpour [1985] F.S.R. 87, 92-93.

(5)  If material non-disclosure is established the court will be ‘astute to ensure that a plaintff who obtains (an ex parte [*471]injunction) without full disclousre .... is deprived of any advantage he may have derived by that breach of duty:” see per Donaldson L.J. in Bank Mellat v. Nikpour, at p.91 citing Warrington L.J. in the Kensington Income Tax Commissioners’ case [1917] 1 K.B. 486, 509.

(6) Whether the fact not disclosed is of sufficient materiality to justify or require immediate discharge of the order without examination of the merits depends on the importance of the fact to the issues which were to be decided by the judge on the application. The answer to the question whether the non-disclosure was innocent, in the sense that the fact was not known to the applicant or that its relevance was not perceived, is an important consideration but not decisive by reason of the duty on the applicant to make all proper inquiries and to give careful consideration to the case  being presented.

(7) Finally, it ‘is not for every omission that the injunction will be automatically discharged. A locus poenitentiae may sometimes be afforded:’ per Lord Denning M.R. in Bank Mellat v. Nikpour [1985] F.S.R. 87, 90.”

Υποχρέωση της πλήρους αποκάλυψης δεν καλύπτει μόνο ουσιώδη γεγονότα που είναι γνωστά στον αιτητή, αλλά και εκείνα που μπορούσε να ανακαλύψει με εύλογη έρευνα. Ο Δικαστής κρίνει αν το γεγονός που παραλείφθηκε είναι ουσιαστικό, αν δεν ήταν γνωστό στον αιτητή και δεν μπορούσε εύλογα να γίνει γνωστό και αν η παράλειψη έγινε χωρίς σκοπό παραπλάνησης.  Αυτά ενέχουν ουσιαστική βαρύτητα, αλλά δεν είναι και οι μόνοι αποφασιστικοί παράγοντες. Τελικά το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια, παρ’ όλη την απόδειξη ουσιαστικής μη αποκάλυψης που δικαιολογεί την άμεση ακύρωση του διατάγματος που εκδόθηκε στη μονομερή αίτηση, να διατάξει τη συνέχιση της ισχύος του ή να εκδώσει νέο διάταγμα με όρους.”

Θα προχωρήσω τώρα να εξετάσω την εφαρμογή των πιο πάνω αρχών στα γεγονότα της υπόθεσης.

Ο ισχυρισμός των αιτητών για μη αποκάλυψη βασίζεται στο ότι στη βεβαίωση που συνόδευε την αίτηση για το επίδικο διάταγμα δεν αποκαλύφθηκε η καταχώρηση και η απόσυρση της έφεσης εναντίον της Αγγλικής απόφασης καθώς επίσης και το γεγονός ότι η Αγωγή Ναυτοδικείου 37/95 είχε διακοπεί.

[*472]Είναι προφανές από το σύνολο των γεγονότων και των δηλώσεων που περιέχονται στη βεβαίωση που ανέφερα πιο πάνω, ότι αναγνωρίζεται το τελεσίδικο της Αγγλικής απόφασης έστω και αν δεν γίνεται αναφορά στην καταχώρηση έφεσης και την τελική της απόσυρση.  Επιπρόσθετα, έχω να παρατηρήσω ότι, εφόσο το αντικείμενο της Αγγλικής Αγωγής ήταν το δικαίωμα πώλησης του πλοίου, ενώ στην παρούσα αγωγή είναι ο τρόπος που τελικά πωλήθηκε το πλοίο, μπορεί να λεχθεί ότι η Αγγλική απόφαση ήταν άσχετη με τα θέματα που εγείρονται στην παρούσα αγωγή.  Εν πάση περιπτώσει κάτω από τις συνθήκες δεν θεωρώ ότι υπήρξε απόκρυψη ουσιαστικού γεγονότος επί του θέματος τούτου.

Αναφορικά με την παράλειψη να δηλωθεί ότι η Κυπριακή αγωγή είχε διακοπεί, επισημαίνω ότι τούτο είναι πράγματι γεγονός.  Από τη βεβαίωση όμως που συνόδευε την επίδικη αίτηση φαίνεται ότι ο βεβαιών θεώρησε, έστω και λανθασμένα, ότι η εκπνοή του κλητηρίου εντάλματος κατέστησε την αγωγή ανύπαρκτη.  Όπως αναφέρθηκε στο απόσπασμα από την Γρηγορίου και Άλλοι (ανωτέρω), σκοπός της πλήρους αποκάλυψης γεγονότων είναι για να έχει ενώπιον του το Δικαστήριο γεγονότα που “μπορεί να είναι ευνοϊκά για τον απόντα διάδικο και μπορεί να ασκήσουν επιρροή στην κρίση του Δικαστηρίου”.  Είναι προφανές ως εκ τούτου ότι η δήλωση για διακοπή της αγωγής αν περιείχετο στη βεβαίωση, όχι μόνο δεν θα ήταν γεγονός ευνοϊκό για τους αιτητές, αλλά αντίθετα θα ήταν ευνοϊκό για τους καθ’ ων η αίτηση, αφού θα επιβεβαίωνε πέραν πάσης αμφιβολίας τη μη ύπαρξη άλλης αγωγής στην οποία εζητείτο η ίδια θεραπεία, αποκλείοντας έτσι κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

Κατά συνέπεια θεωρώ ότι η μη αποκάλυψη της διακοπής της προηγούμενης αγωγής δεν θα εδικαιολογούσε επ’ ουδενί λόγο ακύρωση του διατάγματος για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.

Β. Κατάχρηση Δικαστικής Διαδικασίας

Το επιχείρημα των αιτητών περί κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας, που βασίζεται στην προηγηθείσα αγγλική αγωγή, δεν μπορεί να ευσταθήσει.  Το τι είχε στην Αγγλική αγωγή να αποφασίσει το Αγγλικό Δικαστήριο ήταν αν υπήρχε δικαίωμα πώλησης του πλοίου και δεν εγειρόταν κατά το στάδιο εκείνο αν η πώληση είχε γίνει με τον ορθό τρόπο.  Ως εκ τούτου θα ήταν αδύνατο τα θέματα που εγείρονται σε αυτή την αγωγή να εγείρονταν στην Αγγλική αγωγή, αφού όταν εξεδόθη η απόφαση στην αγωγή εκείνη δεν είχε καν πωληθεί το πλοίο.  Παρόλον ότι σύμφωνα με τον ισχυρισμό του ευπαίδευτου συνήγορου των αιτητών στην Αγγλική αγωγή ακούστηκε πολλή μαρτυρία και αναφορικά με την αξία του πλοίου, εντούτοις επισημαίνεται ότι κανένα εύρημα δεν έγινε από το Δικαστήριο επί του θέματος, αφού τούτο δεν ήταν επίδικο.  Έτσι, κάτω από τις συνθήκες, δεν εγείρεται ούτε θέμα δεδικασμένου επί του προκειμένου. (Δέστε και Talbot v. Berkshire County Council [1994] Q.B. (C.A.) 290 και K.S.R. Comercio S.A. κ.α. v. Bluecoral Nav. Ltd (1995) 1 A.A.Δ. 309).

Καταλήγοντας, κρίνω ότι, κάτω από τις συνθήκες, οι καθ΄ων η αίτηση-ενάγοντες είχαν δικαίωμα να εγείρουν αγωγή επί των θεμάτων του τρόπου της και της κατ΄ισχυρισμό αμέλειας στην πώληση του πλοίου αφού τούτο ουδέποτε υπήρξε αντικείμενο της Αγγλικής διαδικασίας. Tούτο συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

Γ.  Κώλυμα Προώθησης της Αγωγής Λόγω της Προηγούμενης Διαδικασίας Ενώπιον του Κυπριακού Δικαστηρίου που Απεσύρθη

Υπέβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών ότι η διακοπή της Αγωγής 37/95 αποτελούσε κώλυμα για την καταχώρηση νέας αγωγής.

Το δικαίωμα για διακοπή της διαδικασίας (discontinuance) υπάρχει με βάση τους Κανονισμούς 80 και 81 του Cyprus Admiralty Jurisdiction Order, 1893.  Περαιτέρω, σύμφωνα με τη Δ.15 θ.1 η διακοπή αγωγής δεν επηρεάζει το δικαίωμα του ενάγοντα να καταχωρήσει νέα.  Ως εκ τούτου και εν όψει του γεγονότος ότι η Αγωγή 37/95 διεκόπη στα αρχικά της στάδια και χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε απόφαση επί επίδικων σημείων, κρίνω ότι η διακοπή της δεν αποτελούσε εμπόδιο για την καταχώρηση της παρούσας αγωγής.

Δ. Forum Conveniens

Αναφορικά με το θέμα του fοrum conveniens σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 4th Ed., Vol. 1(1), §353:

“The court may stay an action if there is another forum in which the case can be more conveniently tried.  Account is taken not only of convenience and expense, but also of other factors, such as the law governing the transaction, which point to the most appropriate or natural forum. In ascertaining the most [*474]appropriate forum, the court searches for the country with which the case has its most real and substantial connection.

If a foreign court is found to be a more appropriate forum, a stay may still be refused if its effect would be to deprive the plaintiff of some real and legitimate personal or juridical advantage available to him by suing in England. A common instance of this in Admiralty proceedings is the opportunity for the plaintiff to secure his claim by the arrest of the vessel in an action in rem.  Other examples from the decided cases are the availability in England of a more generous limitation period, a speedier or cheaper trial, a more generous measure of damages, or a more favourable rule of substantive law.  Particular weight may be attached to juridical advantages which do not involve a corresponding disadvantage to the defendant.  Normally however the court will not compare the quality of justice available in England with that dispensed elsewhere, and allegations that a fair trial would not be obtainable in the foreign jurisdiction must be supported by cogent evidence.

Ultimately the court’s task is to weigh in the balance the factors both for and against a stay, so that even if the plaintiff can point to a legitimate advantage in suing in England, this will not be decisive if another jurisdiction is clearly the more appropriate forum.”

(Δέστε The Abidin Daver [1984] AC 398 at 411, [1984] 1 All E.R. 470 at 476, HL, per Lord Diplock; Spiliada Maritime Corpn v. Cansulex Ltd, The Spiliada [1987] AC 460 at 474, [1986] 3 All ER 843 at 854, HL, per Lord Goff of Chieveley.)

Στην υπόθεση Spiliada (ανωτέρω) αναφέρθηκε περαιτέρω ότι το βάρος απόδειξης ευρίσκεται στους ώμους του εναγομένου να καταδείξει ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία και να εγκρίνει αναστολή.

Στην υπόθεση Gannet Shipping Ltd v. NAAFI κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 10 ο Κούρρης, Δ., αφού αναφέρεται στη Spiliada (ανωτέρω) και σε σχετικό απόσπασμα από την απόφαση, καταλήγει ως εξής στη σελ.29:

“Είναι φανερό ότι η μαρτυρία σχετικά με τα πιο πάνω θέματα δεν βρίσκεται στην Κύπρο αλλά στην Αγγλία, Αμβέρσα και Αμβούργο.  Σύμφωνα με την εν λόγω ένορκη δήλωση οι πτήσεις [*475]μεταξύ Αμβέρσας-Αμβούργου και Λονδίνου είναι συνεχείς, καθημερινές πτήσεις και σε σύντομο χρόνο οι μάρτυρες μπορούν να βρίσκονται στο Λονδίνο.  Αντίθετα, δεν υπάρχουν τακτικές, απευθείας πτήσεις από την Αμβέρσα και το Αμβούργο προς την Κύπρο και το κόστος είναι πολύ μεγαλύτερο.  Επίσης, στην Κύπρο θα πρέπει να έρθουν και οι μάρτυρες που εδρεύουν στην Αγγλία.  Όσον δε αφορά τα γεγονότα του ατυχήματος και τους εμπειρογνώμονες, δεν θα κληθούν μάρτυρες από την Κύπρο είτε από τους ιδιοκτήτες του πλοίου, είτε από τους εναγόμενους.”

Θα προχωρήσω τώρα να εξετάσω τα σχετικά στοιχεία που έχω ενώπιον μου, όπως προκύπτουν από τις ένορκες δηλώσεις και όπως αναπτύχθηκαν στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις των δύο πλευρών.

Σημειώνω εδώ ότι η δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων δεν αμφισβητείται, αλλά προβάλλεται το επιχείρημα ότι η Κύπρος δεν είναι το κατάλληλο forum για εκδίκαση της υπόθεσης.

Η Συμφωνία Δανείου υπεγράφη εκτός Κύπρου και ρητώς προβλέπει ότι διέπεται και ερμηνεύεται με βάση το Αγγλικό Δίκαιο.  Για να εξασφαλιστεί το δάνειο υπεγράφη Υποθήκη και  Συμφωνία Υποχρεώσεων (Deed of Covenant), που συναρτάται με την Υποθήκη και το οποίο διέπεται από το Κυπριακό Δίκαιο.  Όπως υπεβλήθη εκ μέρους των αιτητών, η βάση της απαίτησης είναι η Συμφωνία Δανείου και όχι η Υποθήκη και το άλλο έγγραφο, τα οποία είναι συμπληρωματικά της Συμφωνίας Δανείου.  Αντίθετα, υποστηρίχθηκε από την άλλη πλευρά ότι βασικό έγγραφο είναι η Υποθήκη και η Συμφωνία Υποχρεώσεων (Deed of Covenant), που τη συμπληρώνει και ως εκ τούτου η σχέση με την Κυπριακή δικαιοδοσία είναι άμεση.

Όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία οι πλείστοι μάρτυρες στην υπόθεση θα είναι από τη Γαλλία και μερικοί ίσως από την Αγγλία, αλλά κανένας όπως φαίνεται από την Κύπρο.  Ως εκ τούτου υπεβλήθη από τους αιτητές ότι θα είναι πρακτικότερο και θα συνεπάγεται λιγότερα έξοδα αν η υπόθεση δικαστεί στην Αγγλία αντί στην Κύπρο.  Από την πλευρά των καθ’ ων η αίτηση  δόθηκε μαρτυρία για τα δικηγορικά έξοδα στην Αγγλία και προεβλήθη το επιχείρημα ότι το κόστος δίκης στην Αγγλία είναι πολύ ψηλότερο απ’ ότι στην Κύπρο. Βεβαίως παρατηρώ ότι δεν έχω ενώπιον μου μαρτυρία για το συγκριτικό κόστος στην Κύπρο.  Εντούτοις είναι φανερό ότι η παρουσία μαρτύρων εδώ από τη [*476]Γαλλία και Αγγλία θα είναι δυσκολότερη και πιο πολυδάπανη παρά αν η υπόθεση εκδικαστεί στην Αγγλία και επιπρόσθετα θα απαιτείται και μετάφραση της μαρτυρίας στα Ελληνικά, ενώ τούτο δεν θα είναι αναγκαίο στην Αγγλία γιατί όλοι οι μάρτυρες μιλούν αγγλικά.

Τέλος, επισημαίνω ότι η διαδικασίες για την πώληση του πλοίου έγιναν στη Γαλλία και τελικά το Έγγραφο Πώλησης υπεγράφη στην Αγγλία.

Παρατηρώ ότι αυστηρά ομιλούντες η απαίτηση στην αγωγή αυτή δεν αφορά άμεσα τα διάφορα έγγραφα που έχουν υπογραφεί σε σχέση με το δάνειο και την επακόλουθη πώληση του πλοίου, δηλαδή τη Συμφωνία Δανείου, ή την Υποθήκη και τη Συμφωνία Υποχρεώσεων (Deed of Covenant), αλλά τον τρόπο που έγινε η πώληση, αφού πρόκειται για ισχυρισμό για κακή πίστη και αμέλεια στη διαδικασία πώλησης του πλοίου και υπάρχει και απαίτηση για αποζημιώσεις.  Ως εκ τούτου θα μπορούσε να προβληθεί και να ευσταθήσει το επιχείρημα ότι, αφού η διαδικασία πώλησης έγινε στο εξωτερικό και το Έγγραφο Πώλησης υπεγράφη στην Αγγλία, η άμεση σχέση των επιδίκων θεμάτων είναι με την Αγγλική δικαιοδοσία και κανένα δεσμό δεν έχουν με την Κυπριακή δικαιοδοσία.

Κατά την κρίση μου το βασικό έγγραφο των διαδικασιών που προηγήθηκαν της πώλησης ήταν η Συμφωνία Δανείου και όλα τα άλλα έγγραφα ήταν συμπληρωματικά της συμφωνίας αυτής.

Δεν μπορώ επίσης παρά να παρατηρήσω ότι, ενώ για την εγκυρότητα της ειδοποίησης για πώληση του πλοίου οι καθ’ ων η αίτηση επέλεξαν την Αγγλική δικαιοδοσία, τώρα επιλέγουν την Κυπριακή, επιχειρηματολογώντας ότι είναι η πλέον κατάλληλη.  Τούτο κατά την κρίση μου, ενέχει αντιφατικότητα και η επιχειρηματολογία ότι διακρίνεται η βάση της παρούσας αγωγής και δεν θεμελιώνεται στην ίδια βάση όπως και η προηγούμενη, δεν με έχει ικανοποιήσει, αφού εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι η αγωγή και πάλιν έχει ως βάση ένα από τα προαναφερθέντα έγγραφα, δηλαδή την Υποθήκη.

Έχοντας υπόψη τα όσα προανέφερα και τις αρχές με βάση τις οποίες αποφασίζεται το θέμα του forum conveniens όπως τις έχω εκθέσει ανωτέρω, κρίνω ότι οι αιτητές με έχουν ικανοποιήσει ότι η Κύπρος δεν είναι η καταλληλότερη δικαιοδοσία για εκδίκαση της αγωγής αλλά τέτοια είναι η Αγγλική δικαιοδοσία.  Η αγωγή και τα θέματά της συνδέονται περισσότερο με την Αγγλική δικαιοδοσία [*477]παρά με την Κύπρο, είναι δε, λόγω της προέλευσης των μαρτύρων και της γλώσσας που μπορεί να χρησιμοποιούν, πρακτικότερο η αγωγή να εκδικασθεί στην Αγγλία, αλλά και λιγότερο δαπανηρό, τουλάχιστο όσον αφορά τους μάρτυρες.

Ως εκ τούτου η αίτηση επιτυγχάνει και η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας τίθεται εκποδών.  Επίσης διατάσσεται η αναστολή κάθε περαιτέρω διαδικασίας στην παρούσα αγωγή.  Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ των αιτητών.

H αίτηση επιτρέπεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο