(1999) 1 ΑΑΔ 500
[*500]20 Απριλίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΛΑΖΟΥΡΑΣ,
Εφεσείων-Eνάγων,
ν.
ΣΕΡΓΗ ΣΕΡΓΙΟΥ,
Εφεσίβλητου-Eναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9846)
Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιοπιστία μαρτύρων — Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία μαρτύρων εκτός αν δεν δικαιολογούνται από την ενώπιον του μαρτυρία ή όταν ικανοποιηθεί ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής.
Απόδειξη — Δηλώσεις “άνευ βλάβης δικαιωμάτων” διαδίκου —Υπό ποίες προϋποθέσεις συνιστούν αποδεκτή μαρτυρία.
Έξοδα — Διακριτική εξουσία πρωτόδικου Δικαστηρίου — Επέμβαση Εφετείου μόνο όπου η εν λόγω εξουσία δεν ασκήθηκε ορθά.
Ο εφεσείων-ενάγων εφεσιβάλλει: (α) απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία του επιδικάσθηκε το ποσό των £1.672.- και έξοδα για εκτελεσθείσα ξυλουργική εργασία στην οικία του εφεσίβλητου-εναγομένου και (β) απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των £50.- με έξοδα, για αντικείμενα τα οποία, κατά τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου, ο εφεσείων, κατακρατούσε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εκδοχή του εφεσείοντα, ο οποίος με την αγωγή του ζητούσε υπόλοιπο για την εκτελεσθείσα εργασία £7.761, ήταν αναξιόπιστη, λόγω αντιφατικότητας μεταξύ των αξιώσεων του αναφορικά με την αξία της εν λόγω εργασίας όπως εδιατυπώνετο στις επιστολές του δικηγόρου του προς τον εφεσίβλητο και της προφορικής του μαρτυρίας επί του ιδίου θέματος. Οι εν λόγω επιστολές είχαν γίνει άνευ βλάβης και κατατέθηκαν στο δικαστήριο εκ συμφώνου και έγιναν τεκμήρια της υπόθεσης.
[*501]Η δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι η πιο πάνω διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Το Δικαστήριο δεν έπρεπε να λάβει υπόψη τις επιστολές που στάληκαν από τον τότε δικηγόρο του εφεσείοντα προς τον εφεσίβλητο με την ένδειξη “Άνευ βλάβης των δικαιωμάτων του”, γεγονός που τις καθιστούσε, όπως ανέφερε, προνομιούχες, μη δυνάμενες να αποτελέσουν στοιχείο μαρτυρίας σε αστική υπόθεση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δήλωση η οποία γίνεται “άνευ βλάβης δικαιωμάτων” ή “άνευ επηρεασμού” και κατατίθεται στο δικαστήριο με τη συγκατάθεση του διαδίκου που έκανε τη δήλωση, χωρίς να διατυπωθεί οποιαδήποτε επιφύλαξη ως προς την έκταση της δεχτότητας του περιεχομένου της σαν στοιχείου μαρτυρίας, γίνεται αποδεκτή ως μαρτυρία.
2. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης βασίζεται στη μαρτυρία μάρτυρα ο οποίος υπολόγισε την εκτελεσθείσα εργασία κατόπιν εντολής του εφεσίβλητου. Η εν λόγω μαρτυρία συνάδει με την εκδοχή του εφεσίβλητου και με έκθεση η οποία ετοιμάστηκε από κοινού με μάρτυρα που ενεργούσε κατ’ εξουσιοδότηση του εφεσείοντα.
3. Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εύλογα επιτρεπτά με βάση τη μαρτυρία στο σύνολό της και δεν δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου αναφορικά με αυτά.
4. Η μη επιδίκαση εξόδων κατά την απόρριψη της ανταξίωσης του εφεσίβλητου, με την οποία ζητούσε αποζημιώσεις £8.000 αναφορικά με ισχυριζόμενη απώλεια χρήσης της οικίας λόγω καθυστερήσεων στην εργασία που ανέλαβε να του εκτελέσει ο εφεσείων, δεν συνιστά κακή άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Σπύρου v. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298,
Teklima Ltd v. Salamis Tours Ltd (1995) 1 A.A.Δ. 317.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχια[*502]κού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Aρέστης, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 31 Oκτωβρίου, 1996 (Aγωγή Aρ. 927/90) με την οποία του επιδικάστηκε ποσό £1.672 που αναλύεται σε £852 σαν υπόλοιπο εκτελεσθείσας εργασίας και £820 σαν αποζημίωση για παράβαση της συμφωνίας να κατασκευάσει τα ξυλουργικά αναγειρόμενης οικίας του εφεσίβλητου - εναγομένου και με την οποία απορρίφθηκε η ανταξίωση του εφεσίβλητου, εναγόμενου χωρίς να επιδικαστούν έξοδα εναντίον του.
Λ. Γεωργιάδου, για τον Eφεσείοντα.
Α. Χριστοφίδης, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων είναι ξυλουργός. Εφεσείων και εφεσίβλητος συμφώνησαν μεταξύ τους όπως ο εφεσείων κατασκευάσει τα ξυλουργικά ανεγειρόμενης οικίας του εφεσίβλητου.
Η συμφωνία των διαδίκων είχε ως βάση γραπτή προσφορά του εφεσείοντα που δόθηκε στον εφεσίβλητο με προσδιορισμένη την τιμή μονάδας για κάθε είδος ξυλουργικής κατασκευής που επρόκειτο να κατασκευασθεί χωρίς να καθορίζεται η ποσότητα της εργασίας.
Ο εφεσείων άρχισε να κατασκευάζει και να παραδίδει ξυλουργικά στον εφεσίβλητο από τον Νοέμβριο 1988 μέχρι τον Νοέμβριο 1989.
Στις 15.12.89 ο εφεσίβλητος απέστειλε μέσω του δικηγόρου του επιστολή στον εφεσείοντα με την οποία διατύπωνε παράπονα για ελαττωματική εργασία και καθυστερήσεις και συνάμα έτασσε προθεσμία επτά ημερών για παράδοση της εργασίας που απέμεινε.
Προτού παρέλθει η ταχθείσα προθεσμία των επτά ημερών, ο δικηγόρος του εφεσίβλητου με νεώτερη επιστολή του ημερομηνίας 18.12.89 κάλεσε τον εφεσείοντα να μη προχωρήσει στην κατασκευή άλλης εργασίας παρά μόνο να συμπληρώσει εκείνη που ήταν ημιτελής. Με την ίδια επιστολή απαγόρευσε την είσοδο του εφεσείοντα στην οικοδομή μετά τις 22.12.89. Με την εν λόγω επιστολή, [*503]όπως ορθά διαπιστώθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, ουσιαστικά ο εφεσίβλητος τερμάτισε τη συμφωνία.
Η διαφορά παρέμεινε αγεφύρωτη και τα πράγματα οδηγήθηκαν στο δικαστήριο. Ο εφεσείων κίνησε αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου με την οποία ζητούσε £7761 εντόκως προς 9% ετησίως από 11.11.89, υπόλοιπο εκτελεσθείσας εργασίας και “πέραν των £2000.- γενικάς αποζημιώσεις διά διάρρηξη της συμφωνίας “.
Σύμφωνα με την εκδοχή του εφεσείοντα, η αξία του συνόλου της εκτελεσθείσας εργασίας με βάση τη συμφωνηθείσα τιμή μονάδας ήταν £13761. Μέρος της εκτελεσθείσας εργασίας, αξίας £820.- παρέμεινε τελικά στο εργαστήριό του λόγω άρνησης του εφεσίβλητου να την παραλάβει επειδή είχε προηγηθεί ο τερματισμός της συμφωνίας. Από τον εφεσίβλητο εισέπραξε £6000.- και το υπόλοιπο £7761.- είναι αντικείμενο απαίτησης στην αγωγή.
Ο εφεσίβλητος, με βάση τα στοιχεία που παραθέτει στο δικόγραφο της υπεράσπισης, υπολογίζει την αξία της εκτελεσθείσας εργασίας στις £6852.- και παραδέχεται ότι πλήρωσε έναντι £6000.-. Αρνείται τους υπόλοιπους ισχυρισμούς του εφεσείοντα και παράλληλα, διατυπώνει ισχυρισμούς οι οποίοι υποθεμελιώνουν την ανταπαίτηση που εγείρει εναντίον του εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, ο εφεσίβλητος διεκδικεί από τον εφεσείοντα την παράδοση κάποιων αντικειμένων αξίας £780.- ή την αξία τους ως αποζημιώσεις. Πρόκειται για αντικείμενα, τα οποία, κατά τον ισχυρισμό του, κατακρατεί ο εφεσείων. Αξιώνει επίσης από τον εφεσείοντα £8000.- ως αποζημιώσεις για την απώλεια χρήσεως της οικίας για οκτώ μήνες λόγω καθυστερήσεων εξ υπαιτιότητος του εφεσείοντα, υπολογιζομένων των ζημιών με βάση την ενοικιαστική αξία της οικίας την οποία προσδιορίζει στις £1000.- μηνιαίως.
Ο εφεσείων δεν προσκόμισε μαρτυρία για να αποδείξει την απαίτησή του για γενικές αποζημιώσεις και ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε τη σχετική αξίωση ως εγκαταληφθείσα.
Κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε διαπιστώσεις τις οποίες συνοπτικά παραθέτουμε:
(α) Ο τερματισμός της συμφωνίας που έγινε από τον εφεσίβλητο στις 18.12.89 ήταν αδικαιολόγητος. Η συμφωνία τερματίστηκε προτού παρέλθει η προθεσμία των επτά ημερών που είχε τάξει ο εφεσίβλητος με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 15.12.89 και αυτό, σε συνάρτηση προς τη διαπίστωση ότι ο [*504]χρόνος αποπεράτωσης των εργασιών, με βάση τη συμφωνία, δεν ήταν ουσιώδης.
(β) Η αξία της εκτελεσθείσας αλλά μη παραληφθείσας από τον εφεσίβλητο εργασίας ήταν πράγματι £820.- όπως υπολογίσθηκε από τον εφεσείοντα. Ο εφεσείων δικαιούται στο εν λόγω ποσό υπό μορφή αποζημίωσης λόγω του αδικαιολόγητου τερματισμού της συμφωνίας υπό του εφεσίβλητου.
(γ) Η αξία της εκτελεσθείσας και παραδοθείσας εργασίας προσδιορίστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο στο ποσό των £6852.-. Το δικαστήριο αποδέχθηκε έκθεση που αρχικά ετοίμασαν από κοινού δύο εκτιμητές που αντιστοίχως διόρισαν οι διάδικοι για να εκτιμήσουν την αξία της εν λόγω εργασίας. Δοθέντος ότι ο εφεσείων πληρώθηκε από τον εφεσίβλητο £6000.- ο εφεσείων δικαιούται στην πληρωμή του υπόλοιπου των £852.-.
(δ) Επειδή ο εφεσίβλητος απέτυχε να αποδείξει την αξία των αντικειμένων που ο εφεσείων κατακράτησε και επειδή ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι κατακρατούσε τα εν λόγω αντικείμενα το δικαστήριο επιδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου ονομαστικό ποσό αποζημιώσεων ύψους £50.-.
(ε) Ο εφεσίβλητος απέτυχε να αποδείξει το βάσιμο της ανταπαίτησης του για αποζημιώσεις £8000.- αναφορικά με την ισχυριζόμενη απώλεια χρήσης της οικίας.
Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις, εκδόθηκε υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου απόφαση για το ποσό των £1672.- με έξοδα στην κλίμακα £1000-£3000 και απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των £50.- με έξοδα στην κλίμακα £25-£50.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και επιδιώκει την ανατροπή της.
Η έφεση βασικά εστιάζεται στη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εκδοχή του εφεσείοντα κατά την έκταση που αυτή αναφέρεται στην αξία της εκτελεσθείσας εργασίας είναι αναξιόπιστη. Η συγκεκριμένη διαπίστωση έχει ως βάση την διαπιστωθείσα αντιφατικότητα μεταξύ των αξιώσεων του εφεσείοντα αναφορικά με την αξία της εκτελεσθείσας εργασίας όπως διατυπώνονται στις επιστολές του δικηγόρου του προς τον εφεσίβλητο και της προφο[*505]ρικής μαρτυρίας του εφεσείοντα επί του ιδίου θέματος.
Η κα Γεωργιάδου υποστήριξε πως οι επιστολές που στάληκαν από τον τότε δικηγόρο του εφεσείοντα προς τον εφεσίβλητο ήταν με την ένδειξη “ΑΝΕΥ ΒΛΑΒΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ” γεγονός που τις καθιστούσε, όπως ανέφερε, προνομιούχες και ως τέτοιες δεν έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο.
Το περιεχόμενο δηλώσεων που γίνονται “άνευ βλάβης δικαιωμάτων” ή “άνευ επηρεασμού” δεν μπορεί να αποτελέσει στοιχείο μαρτυρίας σε αστική υπόθεση εκτός αν υπάρχει η συγκατάθεση του διαδίκου που έκανε τη δήλωση. Τέτοιες δηλώσεις συνήθως γίνονται στα πλαίσια προσπάθειας συμβιβασμού. Η λογική του πράγματος εντοπίζεται στο ότι, αν επιτρεπόταν η αποκάλυψη της δήλωσης ενδεχομένως αυτό να επηρέαζε επιζήμια τα δικαιώματα του προσώπου που έκανε τη δήλωση στο πλαίσιο της προσπάθειας για συμβιβασμό.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι επιστολές του δικηγόρου του εφεσείοντα προς τον εφεσίβλητο με την ένδειξη “ΑΝΕΥ ΒΛΑΒΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ” καθώς και οι επιστολές που στάληκαν από τον δικηγόρο του εφεσίβλητου προς τον εφεσείοντα, κατατέθηκαν μαζί στο δικαστήριο και έγιναν τεκμήρια της υπόθεσης εκ συμφώνου χωρίς να διατυπωθεί οποιαδήποτε επιφύλαξη από τη μια ή την άλλη πλευρά ως προς την έκταση της δεχτότητας του περιεχομένου τους σαν στοιχείου μαρτυρίας στην υπόθεση. Συνακόλουθα, η εκ συμφώνου κατάθεση των επιστολών πρόσφερε και στις δύο πλευρές τη δυνατότητα επίκλησης του περιεχομένου τους είτε για την απόδειξη οικείων ισχυρισμών ή για κατάρριψη ισχυρισμών της άλλης πλευράς, ανάλογα με την περίπτωση.
Ποια όμως ήταν η μαρτυρία που το δικαστήριο χαρακτήρισε αντιφατική και τελικά αναξιόπιστη; Έγινε αναφορά στην επιστολή ημερομηνίας 16.12.89 με την οποία ο εφεσείων μέσω του δικηγόρου του απαιτούσε από τον εφεσίβλητο £4000.- ποσό που αντιπροσώπευε, καθώς αναφέρεται στην επιστολή, το μέχρι τότε οφειλόμενο υπόλοιπο της εκτελεσθείσας εργασίας. Με άλλη επιστολή ημερομηνίας 20.12.89 απαίτησε το ίδιο ποσό. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο εφεσείων στη μαρτυρία του κατέθεσε πώς μετά τις 20.12.89 δεν έκαμε άλλη εργασία για τον εφεσίβλητο. Παρ’ όλα αυτά, με νεώτερη επιστολή του προς τον εφεσίβλητο ημερομηνίας 3.1.90, ο εφεσείων απαιτεί ως υπόλοιπο εκτελεσθείσας εργασίας, £7761.- δηλαδή το ποσό που απαιτεί με την αγωγή. Όπως ορθά διαπιστώνει ο πρωτόδικος δικαστής, οι αντιφάσεις αυξήθηκαν ακόμα περισσότερο με τη μαρτυρία του ειδικού εκτιμητή του εφε[*506]σείοντα ο οποίος υπολόγισε την αξία του συνόλου της εκτελεσθείσας εργασίας στις £14999.-.
Μετά τη διαπίστωση των πιο πάνω σημαντικών αντιφάσεων αναφορικά με την αξία της εκτελεσθείσας εργασίας, η εκδοχή του εφεσείοντα κατέρρευσε. Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία κάποιου Κώστα Σάββα ο οποίος επέβλεπε την ανέγερση της οικοδομής. Ο Κώστας Σάββα, κατόπιν εντολής του εφεσίβλητου, υπολόγισε την εκτελεσθείσα εργασία. Παράλληλα, η εκτελεσθείσα εργασία υπολογίσθηκε και από κάποιον Ανδρέα Χριστοφή για λογαριασμό του εφεσίβλητου. Οι Σάββα και Χριστοφή ετοίμασαν κοινή έκθεση η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο (Τεκμ. 12) της υπόθεσης. Η μαρτυρία του Κώστα Σάββα η οποία συνάδει με την εκδοχή του εφεσίβλητου και με την έκθεση τεκμ. 12, έγινε δεκτή από το δικαστήριο ως αξιόπιστη και αποτέλεσε τη βάση των διαπιστώσεων του δικαστηρίου επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης.
Ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Ανδρέας Χριστοφή ενεργούσε εκ μέρους του και ότι υπέγραψε την έκθεση τεκμήριο 12 χωρίς τη δική του εξουσιοδότηση. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα χωρίς να υπάρχει επί του θέματος σχετική μαρτυρία. Το παράπονο του εφεσείοντα δεν ευσταθεί. Επί του θέματος υπάρχει μαρτυρία προερχόμενη μεταξύ άλλων και από τον ίδιο τον εφεσείοντα ο οποίος στην ένορκη δήλωση του η οποία συνόδευε αίτηση του για να κληθεί ως μάρτυρας ο εν λόγω Ανδρέας Χριστοφή, αποκαλύπτει την μεταξύ τους σχέση και αναφέρεται στην καταμέτρηση της εκτελεσθείσας εργασίας η οποία έγινε από τον εν λόγω Ανδρέα Χριστοφή με τη δική του εξουσιοδότηση. Κατά την κρίση μας υπήρχε μαρτυρία η οποία δικαιολογεί τις διαπιστώσεις και συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου επί του θέματος.
Κατόπιν των ανωτέρω επαναλαμβάνουμε, ίσως εκ περισσού, την γνωστή αρχή ότι το Εφετείο επεμβαίνει στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου είτε αυτές αφορούν γεγονότα είτε αναφέρονται στην αξιοπιστία μαρτύρων όταν ικανοποιηθεί ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής ή ότι τα ευρήματα δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία θεωρούμενη στο σύνολό της. Τέτοια επέμβαση δικαιολογείται μόνο στις περιπτώσεις όπου η δικαιοσύνη το απαιτεί εκ του λόγου ότι τα ευρήματα δεν είναι εύλογα επιτρεπτά. Το ίδιο ισχύει ανάλογα και για την αξιοπιστία μαρτύρων. Βλ. Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 298 και Teklima Ltd ν. Salamis Tours Ltd (1995) 1 A.A.Δ. 371.
[*507]
Ο εφεσείων αμφισβητεί επίσης την ορθότητα της απόφασης κατά το μέρος που αυτή αναφέρεται στα επιδικασθέντα έξοδα. Εισηγείται ότι το δικαστήριο κατά την απόρριψη της ανταξίωσης του εφεσίβλητου για το ποσό των £8000 χωρίς να επιδικάσει έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου συνιστά κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του εφεσείοντα. Η αγωγή και η ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν. Όλα τα επίδικα θέματα συζητήθηκαν στο πλαίσιο της δίκης γεγονός το οποίο δικαιολογεί τον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε την διακριτική του ευχέρεια επί του θέματος των εξόδων. Δεν βλέπουμε ότι υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί την δική μας παρέμβαση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο