Φυσικού Παγκράτης ν. Eλληνικής Mεταλλευτικής Eταιρείας Λτδ (1999) 1 ΑΑΔ 521

(1999) 1 ΑΑΔ 521

[*521]22 Απριλίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΓΚΡΑΤΗΣ ΦΥΣΙΚΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ.,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9553)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιοπιστία μαρτύρων — Το θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο — Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.

Αμέλεια — Εργοδότης και εργοδοτούμενος — Ασφαλές σύστημα εργασίας — Εργάτης μεταλλείου προσβλήθηκε από πνευμοκονίαση — Οι εργοδότες είχαν λάβει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα προς αποφυγήν του κινδύνου πρόκλησης της εν λόγω ασθένειας στους εργάτες και δεν ήταν ως εκ τούτου ένοχοι αμέλειας.

Ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή για αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και υλικές ζημίες τις οποίες, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, υπέστη λόγω της αμέλειας και/ή παραβάσεως των νομικών καθηκόντων της εφεσίβλητης κατά τα χρονικά διαστήματα που ήταν εργοδοτούμενος της ως μεταλλωρύχος.

Ο εφεσείων εργοδοτείτο από την εφεσίβλητη στο μεταλλείο της που βρισκόταν στο Μιτσερό, μεταξύ των ετών 1955-1957 ως μπαζαδώρος και μεταξύ των ετών 1960-1963 εργαζόταν στην επιφάνεια του μεταλλείου, συγκεκριμένα στο πλυντήριο.  Μετά το 1963, και για τα επόμενα 23 χρόνια, ο εφεσείων εργαζόταν ως υπάλληλος σε φρουταγορά.  Το 1986 διαπίστωσε ότι έπασχε από πνευμοκονίαση και ειδικά από την μορφή της που ονομάζεται σιλίκωση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αποδέχθηκε τη μαρτυρία του διευθύνοντος συμβούλου της εφεσίβλητης ότι λήφθηκαν όλα τα δέοντα [*522]μέτρα για μείωση του κινδύνου της πνευμοκονίασης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη δεν παρέβη το καθήκον επιμέλειας που υπείχε έναντι του εφεσείοντα και, επομένως δεν υπείχε υποχρέωση να τον αποζημιώσει για τις σωματικές βλάβες και τις υλικές ζημίες που υπέστη λόγω της σιλίκωσης που οφειλόταν στην εκ μέρους του εισπνοή σκόνης κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο μεταλλείο.

Η έφεση επικεντρώθηκε σε τρία ουσιαστικά σημεία.

α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του διευθύνοντος συμβούλου της εφεσίβλητης,

β) Το εύρημα ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε αμέλεια από πλευράς εφεσίβλητης είναι εσφαλμένο, και,

γ)  Το εύρημα ότι ο εφεσείων γνώριζε την ύπαρξη του κινδύνου της πνευμοκονίασης και ρητά ή σιωπηρά τον αποδέχθηκε είναι εσφαλμένο.

Αποφασίστηκε ότι:

Δεν έχει διαπιστωθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία του διευθύνοντος συμβούλου της εφεσίβλητης στο σύνολο της, έσφαλε με οποιοδήποτε τρόπο ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.  Περαιτέρω, αφ’ ης στιγμής το πρωτόδικο Δικαστήριο εύλογα αποδέχθηκε την εν λόγω μαρτυρία ως αξιόπιστη, ήταν ορθό και το επακόλουθο εύρημα του ότι η εφεσίβλητη έλαβε όλα τα εκάστοτε από το 1956 ενδεδειγμένα μέτρα για να αποφύγει τον κίνδυνο πρόκλησης πνευμοκονίασης-σιλίκωσης στους εργάτες της και δεν παρέλειψε να επιδείξει την απαραίτητη επιμέλεια υπό τις περιστάσεις.  Τούτου δοθέντος το ερώτημα ως προς το κατά πόσο ο εφεσείων, γνώριζε την ύπαρξη του, έστω απομακρυσμένου, κινδύνου να προσβληθεί από την ασθένεια και τον αποδέχθηκε, είναι άνευ ουσιαστικής σημασίας.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Robinson v. Post Office [1974] 2 All E.R. 737,

Fysco Constructing Co. Ltd. v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014.

 

[*523]Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Mιχαηλίδης, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου, 1995 (Aγωγή Aρ. 3115/90) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του για γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές τις οποίες, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, υπέστη λόγω της αμέλειας και/ή παραβάσεως των νομικών καθηκόντων της εφεσίβλητης-εναγομένης κατά τα χρονικά διαστήματα που ήταν εργοδοτούμενός της ως μεταλλωρύχος.

Α. Ευτυχίου με Χρ. Παπανδρέου, για τον Eφεσείοντα.

Π. Αγγελίδης, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.:  Η έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του εφεσείοντα για γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και υλικές ζημίες τις οποίες, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, υπέστη λόγω της αμέλειας και ή παραβάσεως των νομικών καθηκόντων της εφεσίβλητης κατά τα χρονικά διαστήματα που ήταν εργοδοτούμενος της ως μεταλλωρύχος.

Το πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης είναι σε συντομία το ακόλουθο.

Ο εφεσείων εργοδοτείτο από την εφεσίβλητη στο μεταλλείο της που βρισκόταν στο Μιτσερό.  Η εργοδότηση του έγινε σε δύο περιόδους. Μια μεταξύ του 1955 και του 1957 και μια μεταξύ του 1960 και του 1963.  Η εργασία του εφεσείοντα ήταν, ως εκ της φύσεως της, σκληρή και επίπονη.  Κατά την πρώτη περίοδο εργαζόταν στις υπόγειες στοές του μεταλλείου ως εκσκαφέας, στη γλώσσα των μεταλλωρύχων “μπαζαδώρος”.  Η εξόρυξη του μεταλλεύματος γινόταν κυρίως με ανατινάξεις, που στη γλώσσα των μεταλλωρύχων ονομάζονταν “φάλιες”. Η εργασία του “μπαζαδώρου” συνίστατο στο να ανοίγει τρύπες μέσα στις υπόγειες στοές όπου τοποθετούσε δυναμίτη.  Ακολουθούσε έκρηξη η οποία είχε ως αποτέλεσμα την εναπόθεση μεταλλεύματος γύρω από το σημείο της [*524]έκρηξης.  Οι “μπαζαδώροι”, όπως ήταν ο εφεσείων, φόρτωναν ακολούθως το μετάλλευμα σε βαγόνια για να μεταφερθεί στην επιφάνεια.  Το μετάλλευμα που ανωρύσσετο ήταν σιδηροπυρίτης.  Η έκρηξη και οι επακόλουθες φορτώσεις στα βαγόνια προκαλούσαν μεγάλες ποσότητες σκόνης, μόρια της οποίας αιωρούντο στις στοές καθ΄ όλη τη διάρκεια της εργασίας των “μπαζαδώρων”.  Πολλά από αυτά τα μόρια εισέπνεαν,  όπως ήταν φυσικό, όχι μόνο οι μπαζαδώροι αλλά και άλλοι εργάτες του μεταλλείου.  Κατά τη δεύτερη περίοδο της εργοδότησης του ο εφεσείων δεν δούλευε ως “μπαζαδώρος”.  Δούλευε στην επιφάνεια του μεταλλείου,  συγκεκριμένα στο πλυντήριο.  Εκεί το μετάλλευμα καθαριζόταν από τις περιττές ουσίες, μικρή ποσότητα σκόνης υπήρχε όμως και εκεί.

Μεταξύ των δύο περιόδων της εργοδότησης του στο μεταλλείο, δηλαδή από το 1957 μέχρι το 1960, ο εφεσείων παρέμεινε στο χωριό του και δεν εργαζόταν.  Μετά το 1963, και για τα επόμενα 23 χρόνια, μέχρι το 1986, ο εφεσείων εργαζόταν ως υπάλληλος σε φρουταγορά. Το 1986 διαπίστωσε ότι είχε δυσκολίες στην αναπνοή, πράγμα που τον οδήγησε στο γιατρό για εξετάσεις.  Από τις εξετάσεις διαπιστώθηκε ότι έπασχε από την ασθένεια των μεταλλωρύχων γνωστή ως “πνευμοκονίαση” και, ειδικά, από τη μορφή της που ονομάζεται “σιλίκωση”.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διεξήλθε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του και ανέλυσε σε έκταση τις γενικές νομικές αρχές που διέπουν το αστικό αδίκημα της αμέλειας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη δεν παρέβη το καθήκον επιμέλειας που υπείχε έναντι του εφεσείοντα και, επομένως, δεν υπείχε υποχρέωση να τον αποζημιώσει για τις σωματικές βλάβες και τις υλικές ζημίες που υπέστη λόγω της σιλίκωσης που οφειλόταν στην εκ μέρους του εισπνοή σκόνης κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο μεταλλείο.  Είπε σχετικά τα ακόλουθα:-

“Το βάρος της αποδείξεως το έφερε ο ενάγων που έπρεπε να προσκομίσει μαρτυρία ότι η πνευμοκονίαση, από την οποία αποδεδειγμένα πάσχει, προκλήθηκε από κάποια αμελή πράξη ή παράλειψη για την οποία νομικά ευθύνεται η εναγομένη εταιρεία. Αυτό συνεπάγεται ύπαρξη καθήκοντος, παράβαση του καθήκοντος και την πάθηση, ως επίσης και την αιτιώδη συνάφεια.  (Ίδε Robinson v. Post Office [1974] 2 All E.R. 737).  Η απόδειξη της πάθησης, χωρίς ταυτόχρονη απόδειξη παραβάσεως καθήκοντος, δεν είναι αρκετή, όπως επίσης δεν είναι αρκετή απόδειξη ότι η πάθηση μπορεί να προκλήθηκε ή να μη προκλήθηκε από παράβαση καθήκοντος. Αν όμως η πάθηση προκλήθηκε και [*525]η μόνη εξήγηση για την πρόκληση αποδίδεται στην παράβαση καθήκοντος του εναγομένου, τότε το βάρος της απόδειξης μεταφέρεται στους ώμους του εναγομένου που πρέπει να αποδείξει ότι πήρε όλες τις λογικές προφυλάξεις για αποφυγή του κινδύνου. (Ίδε Halsbury΄s Laws of England 4th Edition, τόμος 34, παρ. 54 και Hunter v. Wright [1938] 2 All E.R. 621.)   

Κατά τη γνώμη μου η εναγομένη εταιρεία είχε καθήκον να εφαρμόζει ασφαλές σύστημα εργασίας κατά την ανόρυξη ή πλύση του μεταλλεύματος. Δέχομαι σαν ορθή τη μαρτυρία του κ. Στέφου Λοϊζίδη ο οποίος τόνισε με έμφαση ότι η μέθοδος που ακολουθείτο από τους εναγομένους για προστασία των εργατών τους, ήταν την περίοδο 1955-1957 η χρησιμοποίηση νερού κατά την ανόρυξη μεταλλεύματος και η τοποθέτηση βρεγμένου σφογγαριού στη μύτη για αποφυγή εισπνοής σκόνης.  Από το 1956 και μετέπειτα, το σφουγγάρι ετοποθετείτο σε ειδικές μάσκες που δίνονταν στους μεταλλωρύχους.  Δέχομαι ότι η εταιρεία πάντοτε εφάρμοζε την καλύτερη δυνατή μέθοδο. Όσον αφορά τη σκόνη στο χώρο του πλυντηρίου, αυτή ήταν λιγότερη από το εσωτερικό του μεταλλείου.  Δέχομαι επίσης την άποψη του κ. Λοϊζίδη, ότι η τεχνολογία που χρησιμοποιούσαν οι εναγόμενοι για προστασία των εργατών τους, ήταν η ίδια με αυτές του εξωτερικού.  Εκτός από τα πιο πάνω, υπήρχαν και εξαεριστήρες για συνεχή ανανέωση του αέρα.  Αν οι εργαζόμενοι τηρούσαν τους κανονισμούς, οι κίνδυνοι ήσαν μηδαμινοί.

Το ότι ο κίνδυνος της πνευμοκονιάσεως υπήρχε, οι εναγόμενοι δεν μπορούν να το αρνηθούν. Ο παράγων “πρόβλεψη” ικανοποιείται πλήρως.  Το ότι είχαν καθήκον να λάβουν όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα προς αποφυγή του κινδύνου πρόκλησης πνευμοκονιάσεως είναι και αυτό δεδομένο.

Δέχομαι ότι πήραν τα ακόλουθα μέτρα:

(α)   Εφοδίασαν τους εργάτες με μάσκες σφογγαριών.

(β)   Δημιούργησαν εξαεριστήρες.

(γ)   Εφάρμοσαν τη μέθοδο της ύγρανσης του χώματος πριν τη χρήση φάλιων.

(δ)   Συνεργάζοντο πλήρως με το Τμήμα Μεταλλείων.

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ότι [*526]παρέλειψαν να επιδείξουν την απαιτούμενη φροντίδα και προσοχή.  Η συμπεριφορά της εταιρείας ήταν η ενδεδειγμένη, κατά τη γνώμη μου, έχοντας υπόψη το ισοζύγιο μεταξύ των μέτρων που λήφθηκαν, που ήταν και τα μόνα γνωστά, και της δαπάνης που θα απαιτείτο για 100% ασφάλεια και αποφυγή εισπνοής μορίων σκόνης σε βαθμό 100% από τους εργάτες.  Αυτό ήταν ανέφικτο, εκτός εάν εδαπανώντο τεράστια ποσά για κάθε εργάτη, πράγμα που θα καθιστούσε τη λειτουργία του μεταλλείου αδύνατη.  Ο ενάγων γνώριζε την ύπαρξη του κινδύνου και ρητά ή εξυπακουόμενα τον δέχθηκε. (Ίδε Fysco Constructing Co. Ltd. v. Γεωργίου (1991) 1 A.A.Δ. 1041).

Η έφεση επικεντρώθηκε σε τρία ουσιαστικά σημεία.

(α)       Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του μάρτυρα της εφεσίβλητης Στέφου Λοϊζίδη.

(β)       Ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε αμέλεια της εφεσίβλητης είναι εσφαλμένο.  Και,

(γ)        Ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων εγνώριζε την ύπαρξη του κινδύνου της πνευμοκονίασης και ρητά ή σιωπηρά τον αποδέχθηκε είναι, επίσης, εσφαλμένο.

Ο μάρτυρας Στέφος Λοϊζίδης, Διευθύνων Σύμβουλος της εφεσίβλητης, Χημικός-Μηχανικός και Μεταλλειολόγος, κατέθεσε ότι, λόγω των προβλημάτων που προκαλούνταν από τις σκόνες του μεταλλείου, ήδη από το 1956 λήφθηκαν διάφορα μέτρα με σκοπό τη μείωση του κινδύνου της πνευμοκονίασης.  Οι μεταλλωρύχοι προμηθεύονταν με μάσκες και σφογγάρια με πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα.  Η εφεσίβλητη εφάρμοζε πάντοτε τα καλύτερα και πιο σύγχρονα προστατευτικά μέσα και συνεχώς γίνονταν βελτιώσεις με βάση τα μέτρα που λαμβάνονταν στις προηγμένες χώρες του εξωτερικού. Το πιο ριζοσπαστικό μέτρο που λήφθηκε ήταν η χρήση νερού στις γεωτρήσεις για την ύγρανση του χώματος. Στο μεταλλείο υπήρχε πάντοτε σύστημα εξαερισμού μέσα στα πηγάδια η δε μέθοδος εξαερισμού ήταν ανάλογη με το μέγεθος των πηγαδιών.  Όλοι οι Κανονισμοί που εισήγαγε η Κυβέρνηση τηρούνταν με σχολαστικότητα, σε πλήρη συνεργασία με το αρμόδιο Τμήμα Μεταλλείων.  Το ποσοστό των εργατών που πάθαιναν σιλίκωση κυμαινόταν γύρω στο 1 έως 2% των εργατών μόνο. 

Οι αρχές με βάση τις οποίες επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που στηρίζονται στην αξιοπι[*527]στία των μαρτύρων είναι γνωστές.  Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του. Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε διαπιστώσει, έχοντας υπόψη τα σημεία που μας υποδείχθηκαν, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του Στέφου Λοϊζίδη στο σύνολο της, έσφαλε με οποιοδήποτε τρόπο ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση μας.  Περαιτέρω, αφ’ ης στιγμής το πρωτόδικο Δικαστήριο εύλογα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του  Στέφου Λοϊζίδη ως αξιόπιστη, κρίνουμε ότι ήταν ορθό και το επακόλουθο εύρημα του ότι η εφεσίβλητη έλαβε όλα τα εκάστοτε από το 1956 γνωστά ενδεδειγμένα μέτρα για να αποφύγει τον κινδύνο πρόκλησης πνευμοκονίασης - σιλίκωσης στους εργάτες της και δεν παρέλειψε να επιδείξει την απαραίτητη, υπό τις περιστάσεις, επιμέλεια.  Τούτου δοθέντος, το ερώτημα κατά πόσο ο εφεσείων, με την ανάληψη εργασίας στο μεταλλείο, γνώριζε την ύπαρξη του, έστω απομακρυσμένου, κινδύνου να προσβληθεί από την ασθένεια και τον αποδέχθηκε, είναι άνευ ουσιαστικής σημασίας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο