Λευκίδου Mαρία Γεώργαινα ν. Άριστου Kανναουρίδη (1999) 1 ΑΑΔ 528

(1999) 1 ΑΑΔ 528

[*528]26 Aπριλίου, 1999

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΑΙΝΑ ΛΕΥΚΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα-ενάγουσα,

ν.

ΑΡΙΣΤΟΥ ΚΑΝΝΑΟΥΡΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου-εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10015)

 

Πολιτική Δικονομία — Παραμερισμός απόφασης που εκδόθηκε ερήμην — Προϋποθέτει απόδειξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης και επίδειξη ενδιαφέροντος από πλευράς εναγομένου να προωθήσει την υπόθεση του.

Πολιτική Δικονομία — Ενδιάμεση αίτηση — Αμφισβητούμενα γεγονότα — Επιβάλλεται η απόδειξη τους από το διάδικο που φέρει το βάρος της απόδειξης, με προφορική μαρτυρία — Δ.48 θ.4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας — Εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις αιτήσεων για παραμερισμό απόφασης, σε σχέση με γεγονότα τα οποία, στη βάση των αρχών της Evans v. Bartlam, πρέπει να αποδειχθούν, όπως π.χ. μπορεί να είναι οι λόγοι της μη εμφάνισης ή της όποιας καθυστέρησης.

Στις 21.3.96 ο εφεσίβλητος καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου που εκδόθηκε εναντίον του λόγω μη καταχωρήσεως σημειώματος εμφανίσεως. Η αίτηση εκείνη απερρίφθη και αμέσως μετά καταχωρήθηκε νέα.

Η εφεσείουσα δεν αμφισβήτησε πως οι ισχυρισμοί στην ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου αποκάλυπταν εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.  Ισχυρίστηκε όμως ότι ο εφεσίβλητος όφειλε να τους αποδείξει στο πλαίσιο της Δ.48 θ.4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είδε σύγχιση στη νομολογία αλλά θεώρησε πως τις αρχές στο θέμα τις εξέφρασε η απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Merkis Gen. Bonded Warehouse v. Merkis.  Έκρινε πως δεν ήταν υποχρεωμένος ο εφεσίβλητος να αποδείξει τους ισχυρι[*529]σμούς του ως προς την ουσία της υπεράσπισης του και πως αρκούσε το γεγονός ότι, όπως δεχόταν και η εφεσείουσα, η ένορκη δήλωση του αποκάλυπτε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ή συζητήσιμο θέμα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπεισήλθε στη διαφωνία ως προς τα γεγονότα.  ΄Εκρινε πως από τα δεδομένα δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί πως ο εφεσίβλητος επέδειξε αδιαφορία και πως, αφού υπήρχε εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση θα έπρεπε να δοθεί στον εφεσείοντα η ευκαιρία να τη συζητήσει.

Η εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα έφεση για ακύρωση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Εισηγήθηκε ότι ο εναγόμενος επέδειξε ασυγχώρητη αμέλεια στην καταχώρηση της αίτησης. 

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν προσεγγίστηκε στη σωστή της διάσταση η νομολογία σε σχέση με τη Δ.48 θ.4.  Όμως η υπόθεση Merkis μπορούσε να οδηγήσει τον πρωτόδικο δικαστή προς την κατεύθυνση που ακολούθησε.

2.  Η Δ.48 θ.4 αναφέρεται σε απόδειξη γεγονότων στην έκταση και στο βαθμό που υπέχεται βάρος απόδειξης τους. Δεν τίθεται θέμα απόδειξης γεγονότων για τα οποία δεν υπάρχει υποχρέωση απόδειξης.

3.  Στην περίπτωση σύγκρουσης ως προς τη μέθοδο αμφισβητουμένων γεγονότων, “το αποδεικτικό μέσο, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση που δεν γίνεται πρόνοια περί του αντιθέτου, είναι η προφορική μαρτυρία”, όπως εξηγήθηκε από τον Πική Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Louis Vuitton v. Δερμοσάκ κ.ά.

4.  Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστή είναι ορθή.  Τα γεγονότα της υπόθεσης καταδεικνύουν ότι ο εναγόμενος δεν επέδειξε ασυγχώρητη αμέλεια.  Συνέτεινε στην καθυστέρηση το λάθος του δικηγόρου του αναφορικά με την προθεσμία καταχώρησης της γραπτής αγόρευσης και την ημερομηνία που ορίστηκε για την ακρόαση της πρώτης αίτησης.  Η αίτηση εκείνη απορρίφθηκε και υποβλήθηκε άλλη αίτηση για επαναφορά της η οποία όμως τελικά αποσύρθηκε για να υποβληθεί, αμέσως μετά, νέα αίτηση για παραμερισμό. Υπεβλήθη ένσταση για δεδικασμένο που στην πορεία εγκαταλείφθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε σ’ αυτά τα γεγονότα και αφού τα στάθμισε έκρινε πως “η όλη συμπεριφορά του εφεσίβλητου δεν συνιστά ασυγχώρητη αμέλεια ή ασέβεια προς τη δικαστική διαδικασία”. Ήταν επιτρεπτή αυτή η κατάληξη στο πλαίσιο των δεδομένων και δεν δικαιολογείται πα[*530]ρέμβαση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Stylianou v. Stylianou (1988) 1 C.L.R. 520,

Krashias Shoe Factory v. Adidas (1989) 1(E) A.A.Δ. 750,

Νεάρχου v. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954,

Louis Vuitton v. Δερμοσάκ κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453,

Mine & Quarry Services Ltd v. Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26,

Παπαχρυσοστόμου v. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309,

Τουβλ. Γίγας Λτδ v. Ουστά (Νο.2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 262,

Merkis Gen. Bonded Wareh. v. Yiannoukas Ltd (1994) 1 A.A.Δ. 736,

Milouca Motor Trading v. Κούρτη (1997) 1(Β) C.L.R. 941,

Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646,

Ioannis Kotsapas and Sons Ltd v. Titan Construction & Engineering Company (1961) C.L.R. 317,

K.C.P. Com. Ag. Ltd κ.α. v. Vasco Tr. House (1993) 1 A.A.Δ. 415,

Eros Travel and Tours (Limassol - Paphos) Ltd v. D.E.L. Kirzis Tourist Enterpirse Ltd (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 712,

Νικόλα v. Κεφάλα κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1400,

Χρυσάνθου κ.ά. v. Mariala Construction Ltd (1996) 1(B) A.A.Δ. 1129,

Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204,

Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.ά. v. Χάπυ Στρήτς Ντίσκο Λτδ (1997)1(Α) Α.Α.Δ. 28.

 

[*531]Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Iωαννίδης, E.Δ.) που δόθηκε στις 18 Iουνίου, 1997 (Aγωγή Aρ. 9555/95) με την οποία εγκρίθηκε η αίτηση του εφεσίβλητου-εναγομένου για παραμερισμό της απόφασης ημερ. 2 Φεβρουαρίου, 1996 που εκδόθηκε εναντίον του λόγω παράλειψής του να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης.

Π. Mιχαήλ, για την Eφεσείουσα.

A. Bρυωνίδης, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Εκδόθηκε απόφαση εναντίον τoυ εφεσιβλήτου -εναγομένου λόγω παράλειψής του να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης και υποβλήθηκε αίτηση για παραμερισμό της, σύμφωνα με τη Δ.17 θ.10 των θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας.  Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία εγκρίθηκε η αίτηση. Συζητήθηκαν, όπως και πρωτοδίκως, δυο θέματα.

1.  Δεδομένου ότι η απόφαση που εκδόθηκε ήταν νομότυπη, η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης.

2.  Η αιτία της παράλειψης του εφεσιβλήτου να καταχωρίσει εμφάνιση και η εξήγηση για το χρόνο που παρήλθε ως την υποβολή της αίτησης για παραμερισμό.

Δεν αμφισβητήθηκε πως οι ισχυρισμοί που πρόβαλε με την ένορκη δήλωση του ο εφεσίβλητος αποκάλυπταν εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Τους αρνήθηκε όμως η εφεσείουσα με τη δική της ένορκη δήλωση και, κατά την εισήγησή της, όφειλε πλέον ο εφεσίβλητος να τους αποδείξει.  Να αποδείξει, δηλαδή, ότι τα γεγονότα που τη στοιχειθετούσαν, ήταν πράγματι αληθή.  Θεωρεί πως της παρέχει το έρεισμα η σειρά των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με την απόδειξη στο πλαίσιο της Δ.48 θ. 4 των θεσμών περι Πολιτικής Δικονομίας. Αναφέρθηκε συναφώς στις υποθέσεις Stylianou ν. Stylianou (1988) 1 C.L.R. 520, Krashias Shoe Factory v. Adidas (1989) 1(Ε) A.A.Δ. 750, Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Louis Vuitton v. Δερμοσάκ και Άλ[*532]λης (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453, Mine & Quarry Services Ltd v. Ανδρέα Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26, Μιχαήλ Παπαχρυσοστόμου ν. Μιράντα Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309, Τουβλ. Γίγας Λτδ ν. Ουστά (Νο. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 262, και στην απόφαση της μειοψηφίας στην υπόθεση Merkis Gen. Bonded Wareh. v. Yiannoukas Ltd (1994) 1 A.A.Δ. 736.  Όπως υποστήριξε, η απόφαση της πλειοψηφίας στην πιο πάνω υπόθεση αποτελεί μεμονομένη εξαίρεση η οποία, και πάλιν, υπερκαλύφθηκε από τη μεταγενέστερη απόφαση στην Μilοuca Motor Trading v. Χρυσάνθου Κούρτη (1997) 1 A.A.Δ. 941.

Ο πρωτόδικος δικαστής διαφώνησε.  Είδε και εκείνος σύγχυση στη νομολογία αλλά θεώρησε πως τις αρχές στο θέμα της εξέφραζε η απόφαση της πλειοψηφίας στην Merkis. Έκρινε πως δεν ήταν υποχρεωμένος να αποδείξει ο εφεσίβλητος τους ισχυρισμούς του ως προς την ουσία της υπεράσπισής του και πως αρκούσε το γεγονός ότι, όπως δεχόταν και η εφεσείουσα, η ένορκη δήλωση του αποκάλυπτε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ή συζητήσιμο θέμα.

Μας φαίνεται πως δεν προσεγγίστηκε στη σωστή της διάσταση η νομολογία σε σχέση με τη Δ.48 θ.4. Οφείλουμε όμως να αναγνωρίσουμε πως η υπόθεση Μerkis μπορούσε να οδηγήσει τον πρωτόδικο δικαστή προς την κατεύθυνση που ακολούθησε. Η πλειοψηφία στην Μerkis έκρινε πως σε αιτήσεις για παραμερισμό απόφασης, στη βάση της Εvans ν. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646 που ακολουθείται σταθερά (αναφέρονται συναφώς οι υποθέσεις Ioannis Kotsapas and Sons Ltd ν. Titan Construction & Engineering Company (1961) C.L.R. 317 και Mine & Quarry Services Ltd (ανωτέρω) δεν απαιτείται απόδειξη των γεγονότων που στοιχειοθετούν την υπεράσπιση.  Αρκεί να αποδείξει ο εναγόμενος ότι έχει καλή υπεράσπιση, πράγμα που κρίνεται χωρίς αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας που προσάγεται. Οι υποθέσεις Κrashias και Vuitton διακρίνονταν ενόψει της φύσης του θέματός τους και η Νεάρχου, που αφορούσε σε αίτηση για παραμερισμό, βρισκόταν σε αντίθεση προς τις αρχές που υιοθετήθηκαν με βάση την Evans v. Bartlam.  H πλειοψηφία διαφώνησε με την υπόθεση εκείνη, ακολούθησε τις άλλες και έκρινε πως θα έπρεπε να είχε παραμεριστεί η απόφαση αφού από την ένορκη δήλωση και τα έγγραφα που είχαν προσαχθεί, φαινόταν ότι ο εναγόμενος είχε εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση.

Η Δ.48 θ. 4 αναφέρεται σε απόδειξη γεγονότων στην έκταση και στο βαθμό που υπέχεται βάρος απόδειξής τους.  Δεν τίθεται θέμα απόδειξης γεγονότων για τα οποία δεν υπάρχει υποχρέωση [*533]απόδειξης. Τί πρέπει να αποδεικνύεται ως γεγονός πράγματι υπαρκτό, στο πλαίσιο ενδιάμεσης αίτησης που υποβάλλεται δυνάμει της Δ.48, είναι ζήτημα ασύνδετο προς το θ.4.  Ούτε είναι δυνατό να προσδιοριστεί κατά τρόπο γενικό, εκ των προτέρων.  Εξαρτάται από το είδος της αίτησης και τις προϋποθέσεις που τίθενται, ανάλογα με την περίπτωση, για την έγκρισή της.

Είναι σ’ αυτό το επίπεδο που συζητήθηκαν οι υποθέσεις από την Krashias (ανωτέρω) και μετά, που αφορούσαν σε ενδιάμεση αίτηση.  Με προσδιορισμένο το βάρος απόδειξης ορισμένου γεγονότος, εφάρμοσαν την Δ.48 θ.4 αναφορικά με τη μέθοδο της απόδειξής του.  Σε περιπτώσεις σύγκρουσης ως προς το γεγονός αυτό, όπως εξηγήθηκε από τον Πική Δ. που εξέδωσε την απόφαση στην Vuitton, “το αποδεικτικό μέσο, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση που δεν γίνεται πρόνοια περί του αντιθέτου, είναι η προφορική μαρτυρία”.

Η νομολογία σε σχέση με τη Δ.48 θ.4 που παραθέσαμε αφορά σε κάθε ενδιάμεση αίτηση, σε σχέση με γεγονότα τα οποία πρέπει να αποδεικνύονται.  Δεν τέμνεται με την Εvans v. Bartlam και την κυπριακή νομολογία ως προς τις αρχές που διέπουν το παραμερισμό απόφασης. Δεν επιβάλλει την απόδειξη γεγονότων που δεν χρειάζεται να αποδεικτούν.  Εφαρμόζεται όμως και σε περιπτώσεις αιτήσεων για παραμερισμό, σε σχέση με γεγονότα τα οποία, στη βάση των αρχών της Evans v. Bartlam, πρέπει να αποδεικτούν.  Όπως για παράδειγμα μπορεί να είναι οι λόγοι της μή εμφάνισης ή της όποιας καθυστέρησης. (Βλ. Μilouka Motor Trading Ltd, ανωτέρω, Μine & Quarry Serv. (ανωτέρω), Κ.C.P. Com. Ag. Ltd κ.α. v. Vasco Tr. House (1993) 1 A.A.Δ. 415, Εros Travel and Tours (Limassol - Paphos) Ltd v. D.E.L. Kirzis Tourist Enterprises Ltd (1997) 1 A.A.Δ. 712 και συναφώς Μυριάνθη Κυριάκου Νικόλα ν. Μιχάλη Κεφάλα κ.ά. (1998) 1 A.A.Δ. 1400).  Η υπόθεση Νεάρχου, με όλο το σεβασμό, δεν απομακρύνθηκε από αλλά εκδόθηκε σύμφωνα με τις αρχές της Evans v. Bartlam, απόσπασμα της οποίας και παραθέτει.  Αναφέρεται γενικά σε ανάγκη απόδειξης αμφισβητηθέντων γεγονότων ενόψει της Δ.48 θ.4 αλλά, ταυτόχρονα, τονίζει πως ό,τι απαιτείται είναι εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ή συζητήσιμο θέμα. Είχε προσαχθεί εκεί προφορική μαρτυρία αλλά, όπως διαπιστώθηκε, δεν θα θεμελιωνόταν εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ακόμα και αν ήταν αληθής η εκδοχή του αιτητή.  Αναφέρονται δε και τα ακόλουθα:

“Το Δικαστήριο ερευνά τα ενώπιόν του στοιχεία για να διαγνώσει μόνο εάν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ή συζητή[*534]σιμο σημείο. Στο στάδιο αυτό, δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπεράσπισης”.

(Βλ. και Γιαννάκης Χρυσάνθου κ.ά. ν. Mariala Construction Ltd (1996) 1 A.A.Δ. 1129.)

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως η ένορκη δήλωση του εφεσιβλήτου απεκάλυπτε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, αυτή η κρίση δεν αμφισβητήθηκε αλλά αντίθετα βρίσκει σύμφωνη και την εφεσείουσα και ορθά θεωρήθηκε πως δεν απαιτείτο απόδειξη από εκεί και πέρα, πως οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν ήταν πράγματι αληθείς.  Αυτό θα μετέτρεπε τη διαδικασία σε δίκη επί της ουσίας, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο της.  Για τους λόγους που εξηγήσαμε, το πρώτο από τα σημεία της εφεσείουσας δεν ευσταθεί.

Στην υπόθεση Μilοuca, με αναφορά, μεταξύ άλλων, στην Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, εξηγείται η σημασία της διαγωγής του εναγομένου ως παράγοντα που μπορεί να επενεργήσει κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από τη διαπίστωση της ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης.  Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Πική Π. από την τελευταία υπόθεση, όπως μεταφράστηκε στην προηγούμενη.

“Όπου η διαγωγή του διαδίκου, ο οποίος εξαιτείται τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, είναι ασυγχώρητη, περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου, το Δικαστήριο δύναται, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να αρνηθεί να παραμερίσει την απόφαση”.

Ο εφεσίβλητος, μόλις του επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα, επισκέφθηκε το δικηγόρο της εφεσείουσας.  Συζήτησαν την υπόθεση με προοπτική την εξώδικη διευθέτησή της και ορίστηκε ημερομηνία για συνάντηση των διαδίκων, στο γραφείο του δικηγόρου.  Ο εφεσίβλητος παρουσιάστηκε, όχι όμως και η εφεσείουσα.  Όπως εξηγεί, είχε αρρωστήσει το παιδί της.  Διαφωνούν οι δυο πλευρές αναφορικά με το αν ακολούθησε και άλλη επίσκεψη του εφεσίβλητου στο γραφείο του δικηγόρου για τον ίδιο σκοπό, χωρίς αποτέλεσμα, ενόψει της μή προσέλευσης της εφεσείουσας ή λόγω κωλύματος του δικηγόρου της. Και ισχυρίστηκε ο εφεσίβλητος πως όταν επισκέφθηκε εκ νέου το δικηγόρο της εφεσείουσας για να πληροφορηθεί για την ημερομηνία της νέας συνάντησης που είχε αναλάβει να διευθετήσει, έμαθε με έκπληξή του πως εκδόθηκε από[*535]φαση εναντίον του, αφού είχε παραλείψει να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης.  Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε πως δεν πραγματοποιήθηκε άλλη επίσκεψη του εφεσίβλητου στο δικηγόρο της μετά τη ματαίωση της πρώτης.  Συζητήθηκε η υπόθεση στην απουσία της, ο εφεσίβλητος ήταν αδιάλλακτος, φάνηκε πως δεν υπήρχε περιθώριο συμβιβασμού και εγκατέλειψε το γραφείο χωρίς άλλα.  Ενημερώθηκε, έδωσε οδηγίες στο δικηγόρο της να προχωρήσει, και στις 23.1.96 καταχωρίστηκε αίτηση για απόφαση.  Δεν παρέχεται εξήγηση  για το γεγονός ότι είχε παρέλθει, μέχρι την καταχώρισή της, περίπου 1 1/2 μήνας από την διευθετηθείσα συνάντηση,  αλλά δεν είναι αυτό το θέμα.

Η εφεσείουσα παραδέχεται πως ο εφεσίβλητος, αφού εκδόθηκε η απόφαση επισκέφθηκε το δικηγόρο της για να διαμαρτυρηθεί, όπως προκύπτει, για το γεγονός της έκδοσης απόφασης εναντίον του.  Και στη συνέχεια, στις 21.3.96 υπέβαλε αίτηση για παραμερισμό. Τα υπόλοιπα αφορούσαν στην πορεία εκείνης της αίτησης, στην απόρριψή της για λόγους τους οποίους θα αναφερθούμε και στην καταχώριση, αμέσως μετά, νέας.  Ως προς αυτά δεν υπήρξε διαφωνία. Υποβλήθηκε ισχυρισμός για δεδικασμένο λόγω της απόσυρσης της πρώτης αίτησης, που αποσύρθηκε στη συνέχεια και η αντιγνωμία αφορούσε κυρίως στη σημασία του χρόνου που παρήλθε και το χειρισμό που έγινε.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν υπεισήλθε στη διαφωνία ως προς τα γεγονότα. Έκρινε πως από τα δεδομένα δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί πως ο εφεσίβλητος επέδειξε αδιαφορία.  Αναφέρθηκε στην Phylactou v. Michael (ανωτέρω) και στην Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.ά. ν. Χάπυ Στρήτς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 A.A.Δ. 28 και έκρινε πως, αφού υπήρχε εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση θα έπρεπε να δοθεί στον εφεσείοντα η ευκαιρία να τη συζητήσει.

Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Οι αδιαμφισβήτητες επισκέψεις του εφεσίβλητου στο γραφείο του δικηγόρου, τουλάχιστον τρεις, η επακόλουθη διαμαρτυρία του που έδειχνε την εμμονή του στις θέσεις και στην επιθυμια του να τις προβάλει και μετά η καταχώριση της αίτησης για παραμερισμό, ανεξάρτητα από το τί ακριβώς είχε προηγηθεί, παρέχει επαρκές έρεισμα και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για παρέμβαση σε σχέση με θέμα που ανήκει στη διακριτική εξουσία του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Ούτε μπορούμε να συμφωνήσουμε πως όσα ακολούθησαν καταδείκνυαν, όπως εισηγείται η εφεσείουσα ασυγχώρητη αμέλεια.  Συνέτεινε στην καθυστέρηση το λάθος του δικηγόρου του εφεσίβλητου αναφορικά με την προθεσμία κα[*536]ταχώρισης της γραπτής αγόρευσης και την ημερομηνία που ορίστηκε για την ακρόαση της πρώτης αίτησης. Η αίτηση εκείνη απορρίφθηκε λόγω εκείνων των παραλείψεων και υποβλήθηκε αίτηση για επαναφορά της η οποία όμως τελικά αποσύρθηκε για να υποβληθεί, αμέσως μετά, νέα αίτηση για παραμερισμό.  Υπεβλήθη ένσταση για δεδικασμένο που στην πορεία εγκαταλείφθηκε και το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε σ΄αυτά τα γεγονότα και αφού τα στάθμισε έκρινε πως “η όλη συμπεριφορά του (του εφεσίβλητου) δεν συνιστά ασυγχώρητη αμέλεια η ασέβεια προς τη δικαστική διαδικασία”. Ήταν επιτρεπτή αυτή η κατάληξη στο πλαίσιο των δεδομένων και δεν δικαιολογείται παρέμβαση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

      

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο