Φιλική Aσφαλιστική Eταιρεία Λτδ ν. Kατερίνας Δημήτρη (1999) 1 ΑΑΔ 551

(1999) 1 ΑΑΔ 551

[*551]26 Aπριλίου, 1999

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΦΙΛΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες-Eναγόμενοι,

v.

ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗ,

Εφεσίβλητης-Eνάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10070)

 

Αντιπροσωπεία — Φαινομένη εξουσιοδότηση (apparent or ostensible authority) — Κατά πόσο, στη βάση των γεγονότων, ασφαλιστική εταιρεία ευθύνετο, στο πλαίσιο των αρχών της φαινομένης εξουσιοδότησης, να αποζημιώσει την ενάγουσα για ζημιές στα περιουσιακά της στοιχεία οι οποίες προκλήθηκαν από πυρκαγιά.

Αρχές του κωλύματος (estoppel) — Φαινομένη πληρεξουσιότητα — Οι συνέπειες της βρίσκουν έρεισμα στις αρχές του κωλύματος που συνιστούν μέρος του Κυπριακού Δικαίου κατά το Άρθρο 29 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 — Η επίκληση του κωλύματος είναι επιτρεπτή όταν αυτό προκύπτει από τα γεγονότα — Η ρητή αναφορά σε κώλυμα στις γραπτές προτάσεις, δεν είναι απαραίτητη.

Στις 2.8.91 η εφεσίβλητη ζήτησε δάνειο από την τράπεζα Barclays και υπάλληλος της τράπεζας της υπέδειξε ότι για σκοπούς εξασφάλισης, θα έπρεπε να ασφαλίσει τα περιουσιακά στοιχεία του καταστήματος της, έναντι πυρκαγιάς. Το ασφαλιστήριο έγγραφο εκδόθηκε και παρέμεινε στην κατοχή της τράπεζας.

Τον Απρίλιο του 1992, η εφεσίβλητη μετέφερε την επιχείρηση της σε άλλο κατάστημα και γνωστοποίησε το γεγονός σε δύο λειτουργούς της τράπεζας.  Εκδόθηκε, στη συνέχεια, νέο ασφαλιστήριο έγγραφο για την περίοδο 2.8.92 - 2.8.93, το οποίο, όπως και το πρώτο, παρέμεινε στην κατοχή της τράπεζας, στην οποία και πληρώνονταν από την εφεσίβλητη τα ασφάλιστρα.

Στις 8.10.92 εξερράγη πυρκαγιά, η εφεσίβλητη ειδοποίησε την τρά[*552]πεζα και υπέβαλε αξίωση για αποζημίωση η οποία απερρίφθη από τους εφεσείοντες.  Οι τελευταίοι επικαλέσθηκαν την παράγραφο 8 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου σύμφωνα με την οποία δεν θα φέρουν ευθύνη στην περίπτωση μεταφοράς της περιουσίας, αντικείμενο της ασφάλισης, σε χώρο άλλο από τον αναφερόμενο σ’ αυτό, χωρίς τη γραπτή τους συγκατάθεση.  Τέτοια συγκατάθεση ουδέποτε τους ζητήθηκε ή δόθηκε.  Στην υπεράσπιση τους, καταλόγισαν δόλο ή έλλειψη απόλυτης καλής πίστης εκ μέρους της εφεσίβλητης.

Το ζήτημα που εγείρεται είναι αν, στη βάση των γεγονότων, οι εφεσείοντες ευθύνονταν στο πλαίσιο των αρχών της φαινομένης εξουσιοδότησης (apparent or ostensible authority).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε την εφεσίβλητη.  Αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες, με την αποδοχή της είσπραξης ασφαλίστρου μετά τη μετακίνηση και με την έκδοση και του δευτέρου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, υποδήλωναν τη συγκατάθεση τους στη μετακίνηση χωρίς να χρειαζόταν πλέον τήρηση της παραγράφου 8 του συμβολαίου.  Η συμπεριφορά τους εξυπονοούσε παραίτηση από τον όρο αυτό και θα ήταν ανεπιεικές να τον επικαλούνται για να αποφύγουν ευθύνη.  Θεώρησε επίσης ότι από τα στοιχεία αποδείκτηκε πράγματι σχέση αντιπροσωπείας μεταξύ των εφεσειόντων και της τράπεζας.

Οι εφεσείοντες προέβαλαν τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

1.  Η διαπίστωση το πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπάρχει σχέση αντιπροσωπευομένου μεταξύ της τράπεζας Barclays και των εναγομένων, είναι εσφαλμένη.

2.  Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η “ενάγουσα εγνώριζε ότι η τράπεζα Barclays ενεργούσε σαν αντιπρόσωπος των εναγομένων” και συναφώς ότι “οι εναγόμενοι εμποδίζοντο από του να λέγουν ότι η Barclays δεν είχε εξουσία να ασφαλίσει τα περιουσιακά τους στοιχεία στα νέα τους υποστατικά”, είναι εσφαλμένο.

3.  Το συμπέρασμα ότι τα ασφάλιστρα αναφορικά με την ανανέωση του ασφαλιστηρίου εγγράφου, αφορούσαν κάλυψη περιουσιακών στοιχείων σε χώρο άλλο από τον αναφερόμενο σε αυτό, ήταν αποτέλεσμα υποκειμενικής κρίσης του Δικαστηρίου που δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία.

4.  Η πρωτόδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και ατεκμηρίωτη με την έννοια ότι είναι αντίθετη προς τη νομολογία και τις αυθεντίες.

[*553]Η εφεσίβλητη υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Είναι γεγονός ότι η εφεσίβλητη ουδέποτε είχε κατ’ ευθείαν επαφή με τους εφεσείοντες, δηλαδή με λειτουργούς τους, ούτε υπήρχαν στοιχεία που να θεμελιώνουν ότι πράγματι η τράπεζα ήταν αντιπρόσωπος των εφεσειόντων.  Αυτή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία. Όμως οι αρχές ως προς τη φαινομένη πληρεξουσιότητα, που αποτέλεσε ανεξάρτητο και αυτοτελές έρεισμα, υπερβαίνουν και τα δύο.  Δεν προϋποθέτουν ρητή παράσταση απαραιτήτως.  Αρκεί συμπεριφορά διά της οποίας κάποιος παριστά ή επιτρέπει να παρίσταται πως άλλος είναι αντιπρόσωπος του.  Τίθεται θέμα ευθύνης από φαινομένη πληρεξουσιότητα ακριβώς επειδή δεν υπάρχει τέτοια.  Γι’ αυτό και δεν θα μπορούσαν, ούτως ή άλλως, να διαδραματίσουν ρόλο στην περίπτωση οι πρόνοιες του περί Ασφαλειών Νόμου του 1984 (Ν. 72/84 όπως τροποποιήθηκε) αναφορικά με την έννοια του μεσίτη (broker) και την απαγόρευση μη εγγεγραμμένων ως αντιπροσώπων ασφαλειών, μεσιτών ή αντιπροσώπων μεσιτών, να ενεργούν ως τέτοιοι.  Δεν θεμελιώνεται η ευθύνη στην ενέργεια πράγματι αντιπροσώπου αλλά φαινομένου αντιπροσώπου. Ο περί Συμβάσεων Νόμος Κεφ. 149 στο μέρος αναφορικά με την αντιπροσωπεία δεν περιλαμβάνει καν πρόνοια προς τέτοια κατεύθυνση.  Ρυθμίζεται μόνο (άρθρο 197) η έκφανση της φαινομένης πληρεξουσιότητας στην περίπτωση που ενώ πράγματι υπάρχει σχέση αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου, ο πρώτος υπερβαίνει την εξουσιοδότηση του.

2.  Οι συνέπειες από τη φαινομένη πληρεξουσιότητα βρίσκουν έρεισμα κατά τα επικρατούντα, στις αρχές του κωλύματος (estoppel) που συνιστούν μέρος του δικαίου μας κατά το Άρθρο 29 του περί Δικαστηρίων Νομου 14/60, αφού δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός, ότι αποκλείονται από τις διατάξεις του Κεφ. 149.

3.  Δεν είναι απαραίτητη η ρητή αναφορά σε κώλυμα όταν από τα γεγονότα που παρατίθενται προκύπτει η επίκληση του.

4.  Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν απολύτως δικαιολογημένα.  Προέκυπτε σαφής φαινομένη πληρεξουσιότητα της τράπεζας, διά των υπαλλήλων της, σε σχέση με ότι αφορούσε στην ασφάλιση των περιουσιακών στοιχείων της εφεσίβλητης.  Ήταν το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς των εφεσειόντων, η εφε[*554]σίβλητη στηρίκτηκε σ’ αυτή θεωρώντας πως επήλθε η ασφαλιστική κάλυψη των περιουσιακών της στοιχείων στο νέο κατάστημα, οι εφεσείοντες κωλύονται να ισχυριστούν το αντίθετο και δεσμεύονται.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Spiro v. Lintern [1973] 1 W.L.R. 1002,

Freeman & Lockyer v. Buckhurst Park Properties (Mangel) Ltd [1964] 2 Q.B.D. 480,

Heely-Hutshinson v. Brayhead Ltd [1967] 3 All E.R. 98,

Liopetri Transport Co v. Constantinou (1971) 1 C.L.R. 424,

Σιαμμάς v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 312/94 ημερ. 17.10.95,

National Bank of Greece v. Masonou (1980) 1 C.L.R. 195,

Zoe Ch. Papaellina v. EPCO (Cyprus) Ltd a.o. (1969) 1 C.L.R. 525,

Παϊκκος v. Κοντεμενιώτης (1989) 1 C.L.R. 50,

Stylianou v. Papakleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542,

Hotel & Catering v. Pilava (1982) 1 C.L.R. 81,

Καλαμαράς v. Γενικού Εισαγγελέα (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 343.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Kραμβής, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου, 1997 (Aγωγή Aρ. 530/93) με την οποία επιδικάστηκε υπέρ της εφεσίβλητης-ενάγουσας το ποσό των £15.000 ως ασφαλιστική κάλυψη των ζημιών που υπέστη λόγω φωτιάς που εξερράγηκε στο κατάστημά της.

Α. Δικηγορόπουλος, για τους Eφεσείοντες.

Α. Ποιητής, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

[*555]ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη (ενάγουσα) διεκδίκησε ασφαλιστική κάλυψη των ζημιών που υπέστη λόγω φωτιάς που εξερράγη στο κατάστημά της, στην οδό Γαλιλαίου 30, στη Λάρνακα. Το ύψος των ζημιών είχε συμφωνηθεί (£15.000) και εκδικάστηκε, ως το μόνο επίδικο ζήτημα, η συμβατική ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρείας (εφεσείοντες-εναγόμενοι). Ειδικότερα το κατά πόσον είχαν οι εφεσείοντες ευθύνη εφόσον τα περιουσιακά στοιχεία που ασφαλίστηκαν κάηκαν ενώ βρίσκονταν σε κατάστημα άλλο από εκείνο που αναφερόταν στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο που είχε υπογραφεί. Ήταν, συναφώς η θέση της εφεσίβλητης πως γνωστοποίησε την αλλαγή του χώρου στέγασης της επιχείρησής της, κάτω από συνθήκες που θεμελίωναν ευθύνη των εφεσειόντων.

Η αντιδικία δεν αφορά στα γεγονότα.  Ό,τι αποτελεί το αντικείμενο της έφεσης, είναι οι διαφορετικές εκτιμήσεις αναφορικά με τις νομικές επιπτώσεις τους.

Στις 2.8.91 η εφεσίβλητη απευθύνθηκε στην τράπεζα Barclays για δάνειο και υπάλληλος της Τράπεζας, ο Χ. Χαραλάμπους, της υπέδειξε πως θα έπρεπε, για σκοπούς εξασφάλισης, να ασφαλιστούν τα περιουσιακά στοιχεία του καταστήματος της έναντι πυρκαγιάς. Συγκατένευσε, ο ίδιος υπάλληλος συμπλήρωσε έντυπο πρότασης ασφάλισης από τους εφεσείοντες, το υπέγραψε, η πρόταση διατυπώθηκε μέσω της τράπεζας στους εφεσείοντες και εκδόθηκε ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο παρέμεινε στην κατοχή της τράπεζας.  Ας σημειωθεί πως είχε προηγηθεί επιθεώρηση του καταστήματος από τον Χ. Χαραλάμπους.

Τον Απρίλιο του 1992 η εφεσίβλητη μετέφερε την επιχείρησή της σε άλλο κατάστημα, στην οδό Γαλιλαίου 30, στη Λάρνακα.  Η εφεσίβλητη γνωστοποίησε το γεγονός σε δυο λειτουργούς της τράπεζας.  Στη Μ. Κτωρίδου και στο Χ. Χαραλάμπους δια του οποίου είχε συναφθεί το πρώτο συμβόλαιο.  Τη διαβεβαίωσαν πως θα γίνονταν οι σχετικές τροποποιήσεις στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και εκδόθηκε νέο ασφαλιστήριο συμβόλαιο για την περίοδο 2.8.92 - 2.8.93, το οποίο όμως, όπως και το πρώτο για τον προηγούμενο χρόνο, παρέμεινε στην κατοχή της τράπεζας στην οποία και πληρώνονταν από την εφεσίβλητη τα ασφάλιστρα.  Μετά δε τη γνωστοποίηση της αλλαγής που έγινε, η απόδειξη είσπραξής τους στάληκε στο νέο κατάστημα της εφεσίβλητης.

[*556]Στις 8.10.92 εξερράγη πυρκαγιά.  Η εφεσίβλητη ειδοποίησε την τράπεζα, επισκέφθηκε το κατάστημα ο Χ. Χαραλάμπους, υποβλήθηκε αξίωση για αποζημίωση και οι εφεσείοντες την απέρριψαν.  Επικαλέστηκαν την παράγραφο 8 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου σύμφωνα με την οποία δεν θα φέρουν ευθύνη χωρίς επί τούτου οπισθογράφηση από ή εκ μέρους τους στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση μεταφοράς της περιουσίας που αποτελεί το αντικείμενο της ασφάλισης σε χώρο άλλο από τον αναφερόμενο σ’ αυτό.  Συγκατάθεση που ουδέποτε ζητήθηκε η δόθηκε.  Προτάθηκαν με την υπεράσπιση και διαζευκτικές αιτίες.  Καταλογίστηκε στην εφεσίβλητη πως ενεργούσε με δόλο ή χωρίς απόλυτη καλή πίστη.  Αυτά δεν προωθήθηκαν, δεν απασχόλησαν το πρωτόδικο δικαστήριο και δεν εγείρονται με τους λόγους έφεσης.

Το ζήτημα ήταν αν, στη βάση των γεγονότων, οι εφεσείοντες ευθύνονταν στο πλαίσιο των αρχών της φαινομένης εξουσιοδότησης (apparent ή ostensible authority).  H άρνηση των εφεσειόντων συνοδεύθηκε με αναφορά στα άρθρα 2, 63 και 64 του περι Ασφαλειών Νόμου του 1984 (Ν. 72/84 όπως τροποποιήθηκε) αναφορικά με την έννοια του μεσίτη (broker) και την απαγόρευση μή εγγεγραμμένων ως αντιπροσώπων ασφαλειών, μεσιτών ή αντιπροσώπων μεσιτών, να ενεργούν ως τέτοιοι.  Υπήρχαν υπάλληλοι της τράπεζας που ήταν εγγεγραμμένοι αντιπρόσωποί τους, οι Π. Κυριακίδης και Α. Αθηνοδώρου, αλλά δεν ήταν σ΄αυτούς που γνωστοποιήθηκε η μεταφορά των περιουσιακών στοιχείων.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά στις υποθέσεις Spiro v. Lintern [1973] 1 W.L.R. 1002, Freeman & Lockyer v. Buckhurst Park Properties (Mangel) Ltd [1964] 2 Q.B.D. 480, Heely-Hutshinson v. Brayhead Ltd [1967] 3 All E.R. 98, Liopetri Transport Co v. Constantinou (1971) 1 C.L.R. 424 και στα συγγράμματα Chitty on Contracts, 2oς Τόμος, 25η Έκδοση, σελ. 22, παρ. 2231 και σελ. 30 παρ. 2247 και Βοwstead & Reynolds on Agency, 16η έκδοση, παρ. 8-013 - 8-029 δικαίωσε την εφεσίβλητη.  Έκρινε πως

“η συμπεριφορά των εναγόμενων ήταν τέτοια που καθιστούσε εμφανή (apparent or ostensible) προς τους άλλους την εξουσία της τράπεζας Barclays να ενεργεί εκ μέρους των εναγομένων ως μεσίτης (Broker) για την παραγωγή ασφαλιστηρίων συμβολαίων και για άλλα συναφή ή παρεμφερή προς αυτά θέματα και κατά συνέπεια οι εναγόμενοι εμποδίζονται από του να λέγουν ότι η τράπεζα δεν είχε εξουσία.”

[*557]Το τί έκαμε η τράπεζα σε σχέση  με το γεγονός της μετακίνησης των περιουσιακών στοιχείων της εφεσίβλητης σε άλλο κατάστημα, δεν μπορούσε να επηρεάσει την εφεσίβλητη. Ήταν πλέον θέμα εσωτερικό της σχέσης “των εναγομένων και της τράπεζας”. Οι εφεσείοντες αποδέκτηκαν την είσπραξη ασφαλίστρου μετά την μετακίνηση και αφού εκδόθηκε και το δεύτερο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, υποδηλώθηκε συγκατάθεση στη μετακίνηση και συνέχιση της ασφάλισης χωρίς να χρειαζόταν πλέον τήρηση της παραγράφου 8 του συμβολαίου.  Η συμπεριφορά τους εξυπονοούσε παραίτηση από τον όρο αυτό και θα ήταν ανεπιεικές να τον επικαλούνται εκ των υστέρων για να αποφύγουν ευθύνη.

Το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε με ένα ακόμα βήμα.  Θεώρησε πως από τα στοιχεία αποδείκτηκε πράγματι σχέση αντιπροσωπείας  μεταξύ των εφεσειόντων και της τράπεζας.  Απέρριψε ως αδιάφορο για τους σκοπούς της υπόθεσης το εάν δεν μερίμνησαν να βρίσκεται η συνεργασία τους στα πλαίσια της νομιμότητας, ενόψει του Ν. 72/84.  Δεν μπορούν, όπως συμπλήρωσε, να επικαλούνται τη δική τους παράλειψη ή παρανομία για να αποκομίσουν όφελος σε βάρος αθώου τρίτου.

Διατυπώθηκαν τέσσερεις λόγοι έφεσης. Με τον πρώτο προσβάλλεται ως λανθασμένη η πρόσθετη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι, όπως το θέτει η ειδοποίηση έφεσης, “υπάρχει σχέση αντιπροσωπευομένου μεταξύ της τράπεζας Barclays και των εναγομένων”. Εξηγούν πως η ιδιότητα του αντιπροσώπου ασφαλειών, όπως κρίθηκε από τον Πική Π. στην υπόθεση Ανδρέας Σιαμμάς ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Υπόθεση Αρ. 312/94 ημερομηνίας 17.10.95, ενέχει ως συστατικό στοιχείο την ύπαρξη συμφωνίας για την αντιπροσώπευση ασφαλιστικής εταιρείας και μαρτυρία για τέτοια συμφωνία δεν υπήρχε.  Ούτε  θα μπορούσε η τράπεζα να ασκεί το επάγγελμα του “αντιπροσώπου εταιρειών”, ενόψει των άρθρων 2, 63 και 64 του Ν. 72/84 όπως τροποποιήθηκε.  Αντίθετα, υπάρχει αναντίλεκτη μαρτυρία ως προς το ποιοί δικαιούνταν να λειτουργούν ως αντιπρόσωποι των εφεσειόντων.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου το ότι η “ενάγουσα εγνώριζε ότι η τράπεζα Barclays ενεργούσε σαν αντιπρόσωπος των εναγομένων”.  Συναφώς το ότι “οι εναγόμενοι εμποδίζοντο από του να λέγουν ότι η Barclays δεν είχε εξουσία να ασφαλίσει τα περιουσιακά στοιχεία στην οδό Γαλιλαίου”.  Επεξηγούν οι εφεσείοντες πως δεν εγειρόταν με τα δικόγραφα θέμα κωλύματος (estoppel) και πως η νομολογία στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν δι[*558]καιολογούσε τα συμπεράσματά του.  Αφού, αντίθετα προς ότι είχε συμβεί στην περίπτωσή τους, η εφεσίβλητη ουδέποτε ήλθε σε επαφή με τους εφεσείοντες, δεν γνώριζε την ύπαρξή τους και, επομένως, ουδέποτε τη διαβεβαίωσαν για τη θέση της Barclays έναντί τους.  Οποιαδήποτε αξίωση της εφεσίβλητης θα έπρεπε να στραφεί κατά της τράπεζας, για αμέλεια.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλεται ως αυτοτελές συμπέρασμα η θεώρηση πως τα ασφάλιστρα αναφορικά με την ανανέωση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, αφορούσαν κάλυψη περιουσιακών στοιχείων σε χώρο άλλο από τον αναφερόμενο σε αυτό.  Υποστηρίζουν πως αυτό ήταν το αποτέλεσμα υποκειμενικής κρίσης του Δικαστηρίου που δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία.  Δεν υπήρχε ασφαλιστήριο συμβόλαιο που να κάλυπτε περιουσιακά στοιχεία της εφεσίβλητης στο δεύτερο κατάστημα και το γεγονός ότι, την επομένη της πυρκαγιάς, έφθασε στα γραφεία τους πρόταση ασφάλισης γι΄αυτά, ενώ δεν μπορούσε να ισοδυναμεί με σύμβαση που να γεννά ευθύνη, οδηγούσε και σε συμπέρασμα αντίθετο προς εκείνο στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως αναιτιολόγητη και ατεκμηρίωτη με την έννοια ότι είναι αντίθετη προς τη νομολογία και τις αυθεντίες.  Παραπέμπουν συναφώς στους Bowstead on Agency 13η έκδοση σελίδες 248 - 251 και MacGillirray & Parkinson Insurance Law 6η έκδοση (1975) σελ. 192 - 194, 504 - 510 ως προς τη φαινομένη πληρεξουσιότητα και στον Ivamy General Principles of Insurance Law (1966) (1966) σελ. 56 - 57 σε σχέση με το αποτέλεσμα της υποβολής πρότασης για ασφάλιση και τις μεθόδους αποδοχής της.

Η εφεσίβλητη υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση σε όλη της έκταση.  Απαριθμεί όσα από τη συμπεριφορά των εφεσειόντων δείχνουν πως εμφάνισαν την τράπεζα ως αντιπρόσωπό τους και αντέκρουσε τον ισχυρισμό πως δεν περιείχε η δικογραφία αναφορά σε κώλυμα, παραπέμποντας στην επίκληση φαινομένης πληρεξουσιότητας.  Επισήμανε πως δεν στηρίχτηκε το πρωτόδικο δικαστήριο στην πρόταση ασφάλισης που έφθασε στα γραφεία των εφεσιβλήτων μετά την πυρκαγιά και υποστήριξε πως η εκ των υστέρων πρόταση δεν ήταν σχετική προς την ευθύνη που προέκυπτε από όσα είχαν προηγηθεί. Επικαλέστηκε τελικά την υπόθεση Ναtional Bank of Greece v. Kyriacou Masonou (1980) 1 C.L.R. 195 αναφορικά με το ανεπιεικές, κάτω από τις περιστάσεις, της επίκλησης της παραγράφου 8 του Συμβολαίου. Στην υπόθεση εκείνη επιδικάστηκε υπέρ του καταθέτη το ποσό γραμματίου που είχε [*559]εγκαταλειφθεί στο κατεχόμενο από τους Τούρκους χωριό του, παρά τη ρητή συμβατική πρόνοια πως για την απόσυρση χρημάτων ήταν απαραίτητη η παρουσίασή του.

Πρώτα μια διευκρίνιση σε σχέση με τον όρο 8 και την επίκληση από την εφεσίβλητη της αμέσως πιο πάνω υπόθεσης.  Δεν έχει αμφισβητηθεί πως θα εδικαιούτο η εφεσίβλητη σε κάλυψη της ζημιάς της αν ήταν ορθά τα συμπεράσματα σε σχέση με το ζήτημα της αντιπροσώπευσης.  Οι λόγοι έφεσης αφορούν μόνο σ’ αυτό το δεύτερο θέμα.  Δεν διατυπώθηκε παράπονο σε σχέση με την προέκταση από τη θεμελίωση φαινομένης πληρεξουσιότητας που θα σήμαινε πως η πράξη της τράπεζας μέσω των υπαλλήλων της, κατά τις γενικές αρχές της αντιπροσωπείας, εξομοιώνονται προς πράξεις των εφεσειόντων.

Είναι γεγονός πως ουδέποτε η εφεσίβλητη ήλθε σε κατ’ ευθείαν επαφή με τους ίδιους τους εφεσείοντες, δηλαδή με λειτουργούς τους.  Ούτε υπήρξε μαρτυρία για ρητή παράσταση από την πλευρά των εφεσειόντων πως η τράπεζα ήταν αντιπρόσωπός τους.  Είναι επίσης ορθό πως δεν υπήρχαν στοιχεία που να θεμελίωναν ότι πράγματι η τράπεζα ήταν αντιπρόσωπος των εφεσειόντων.  Αυτή η επιπρόσθετη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία. Όμως οι αρχές ως προς τη φαινομένη πληρεξουσιότητα, που αποτέλεσε ανεξάρτητο και αυτοτελές έρεισμα, υπερβαίνουν και τα δυο.  Δεν προϋποθέτουν ρητή παράσταση απαραιτήτως.  Αρκεί συμπεριφορά διά της οποίας κάποιος παριστά ή επιτρέπει να  παρίσταται πως άλλος είναι αντιπρόσωπός του.  Το γεγονός ότι δεν είναι στην πραγματικότητα αντιπρόσωπός του, με ρητή ή έστω σιωπηρή πληρεξουσιότητα, όχι μόνο είναι αδιάφορο αλλά αποτελεί και το λόγο της γέννησης των αρχών δικαίου ως προς τις επιπτώσεις από τέτοια παράσταση. Τίθεται ζήτημα ευθύνης από φαινομένη πληρεξουσιότητα ακριβώς επειδή δεν υπάρχει πράγματι τέτοια.  Γι’ αυτό και δεν θα μπορούσαν, ούτως ή άλλως, να διαδραματίσουν ρόλο στην περίπτωση οι πρόνοιες του Ν. 72/84. Δεν θεμελιώνεται η ευθύνη στην ενέργεια πράγματι αντιπροσώπου αλλά φαινομένου αντιπροσώπου.  Θα παρεμβάλλαμε εδώ πως στο Μέρος αναφορικά με την αντιπροσωπεία, στον περί Συμβάσεων Νόμο Κεφ. 149, δεν περιλαμβάνεται κάν πρόνοια προς τέτοια κατεύθυνση.  Ρυθμίζεται μόνο (άρθρο 197) η έκφανση της φαινομένης πληρεξουσιότητας στην περίπτωση που ενώ πράγματι υπάρχει σχέση αντιπροσώπου  και αντιπροσωπευομένου, ο πρώτος υπερβαίνει την εξουσιοδότησή του. Οπότε, και πάλιν, ο αντιπροσωπευόμενος δεσμεύεται “αν προφορικά ή με την συμπεριφορά του εξωθήσει τους τρίτους να πιστέψουν ότι οι πράξεις [*560]και υποχρεώσεις αυτές διενεργήθηκαν εντός των ορίων της πληρεξουσιότητας των αντιπροσώπων”.  Στις υποθέσεις Zoe Ch. Papaellina v. EPCO (Cyprus) Ltd and Another (1969) 1 C.L.R. 525 και Liopetri Transport Co. v. Loucas Constantinou (1971) 1 C.L.R. 424 δεν έγινε αναφορά στο άρθρο 197, αλλά είναι σχετικές.  (Βλ. συναφώς και Hotel & Catering v. Pilava (1982) 1 C.L.R. 81, Καλαμαράς ν. Γενικού Εισαγγελέα (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 343 και Pollock and Mulla, 9η έκδοση, σελ. 794).

Οι συνέπειες από τη φαινομένη πληρεξουσιότητα βρίσκουν έρεισμα κατά τα επικρατούντα, στις αρχές του κωλύματος (estoppel) που αποτελούν μέρος του δικαίου μας κατά το άρθρο 29 του περι Δικαστηρίων Νόμου του 1960 Ν. 14/60. αφού δεν μπορεί να θεωρηθεί, ούτε βέβαια προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός, ότι αποκλείονται από τις διατάξεις του Κεφ. 149. (βλ. σχετικά Παΐκκος ν. Κοντεμενιώτης (1989) 1 C.L.R. 50).  Βρίσκεται στον πυρήνα της δέσμευσης η εμφάνιση των πραγμάτων όπως αυτή μπορεί να συνδεθεί προς παράσταση, ρητή ή με τη συμπεριφορά.  Κωλύεται εκείνος που παριστά ή που επιτρέπει με αυτό τον τρόπο να παρίσταται άλλος ως αντιπρόσωπός του, να αρνηθεί δέσμευση όταν ο τρίτος, στηριγμένος σ΄αυτή την παράσταση, ενεργεί προς βλάβη του ή, ακόμα ευρύτερα, διαφοροποιεί τη θέση του.

Επομένως, δεν δικαιολογείται ούτε η ένσταση των εφεσειόντων σε σχέση με τη μή ρητή αναφορά σε κώλυμα στις γραπτές προτάσεις.  Αυτό είναι συνακόλουθο της φαινομένης πληρεξουσιότητας στην οποία ρητά αναφέρεται η έκθεση απαίτησης, με παράθεση μάλιστα και των γεγονότων προς θεμελίωσή της.  Σημειώνουμε εδώ την υπόθεση Stylianou v. Papakleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542 και την επεξήγηση στο Βullen and Leake 12η έκδοση σελ. 1056 σύμφωνα με την οποία δεν είναι απαραίτητη η ρητή αναφορά σε κώλυμα όταν από τα γεγονότα που παρατίθενται προκύπτει επίκλησή του.

Τα δεδομένα ήταν συντριπτικά.  Η τράπεζα είχε στην κατοχή τη κενά έντυπα πρότασης για ασφάλιση, εκ των προτέρων σφραγισμένα από τους εφεσείοντες, έτοιμα προς συμπλήρωση. Τέτοιο έντυπο συμπληρώθηκε από υπάλληλο της τράπεζας και υπεγράφη από την εφεσίβλητη, για να ακολουθήσει επιθεώρηση του πρώτου καταστήματος από τοv ίδιο υπάλληλο.  Αυτά οδήγησαν στην αποδοχή των εφεσειόντων και στην έκδοση, την επομένη της πρότασης, του πρώτου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο κρατήθηκε από την τράπεζα.  Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, αναπόφευκτα θα λέγαμε, η εφεσίβλητη θεώρησε πως η επαφή με την τράπεζα, αποτελεσματική όπως ανεδείχθη, ήταν επαφή για κάθε σκοπό που [*561]την ενδιέφερε με τους εφεσείοντες.  Φυσιολογικά απευθύνθηκε για την γνωστοποίηση της αλλαγής του καταστήματος σε εκείνους που με τις ενέργειές τους οδήγησαν στην ασφαλιστική κάλυψη και δικαιολογημένα εφησύχασε.  Δεν ήταν λογικό να πιστέψει πως χρειαζόταν άλλη ενέργεια από την πλευρά της και, το κυριότερο, πως δεν ήταν σε αντιπρόσωπο των εφεσειόντων που απευθύνθηκε.  Πολύ περισσότερο όταν έγινε αποδεκτή η είσπραξη ασφαλίστρων μετά την μετακίνηση, η απόδειξη για την οποία, μάλιστα, της στάληκε στο νέο κατάστημα. Ενώ, όπως σημειώσαμε, και το δεύτερο ασφαλιστήριο συμβόλαιο που εκδόθηκε κρατήθηκε από την τράπεζα και δεν είχε τη δυνατότητα να δει το περιεχόμενό του.

Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν απολύτως δικαιολογημένα. Προέκυπτε σαφής φαινομένη πληρεξουσιότητα της τράπεζας, δια των υπαλλήλων της, σε σχέση με ό,τι αφορούσε στην ασφάλιση των περιουσιακών στοιχείων της εφεσίβλητης. Ήταν το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς των εφεσειόντων, η εφεσίβλητη στηρίκτηκε σ’ αυτή θεωρώντας πως επήλθε η ασφαλιστική κάλυψη των περιουσιακών της στοιχείων στο νέο κατάστημα, οι εφεσείοντες κωλύονται να ισχυριστούν το αντίθετο και δεσμεύονται.

Το γεγονός της ασφαλιστικής πρότασης ημερομηνίας 8.10.92 που έφθασε στα γραφεία των εφεσειόντων την επομένη, δεν υποβαθμίζει την επενέργεια των προηγηθέντων και είναι εσφαλμένη και η εντύπωση των εφεσειόντων πως αποτέλεσε τη βάση για οτιδήποτε.  Το πρωτόδικο δικαστήριο ρητά ανέφερε πως “η απλή παρουσίαση του εγγράφου είναι χωρίς σημασία και δεν χύνει φως στην υπόθεση”. Όπως σημείωσε, “οι συνθήκες κάτω από τις οποίες συμπληρώθηκε και υπογράφηκε η πρόταση για ασφάλιση (τεκμ. 6) είναι άγνωστες.”

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο