Heatron Co. Ltd ν. Πολύκαρπου Nικολάου (1999) 1 ΑΑΔ 577

(1999) 1 ΑΑΔ 577

[*577]28 Απριλίου 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

HEATRON CO LTD,

Εφεσείοντες,

ν.

ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9516)

 

Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Αντιστοιχία δικογράφων προς τη μαρτυρία — Έκθεση υπεράσπισης — Ισχυριζόμενη υπεράσπιση: συμφωνία αμοιβαίας απαλλαγής των εκατέρωθεν υποχρεώσεων των διαδίκων — Κατά πόσο το δικόγραφο (η έκθεση υπεράσπισης) κάλυπτε επαρκώς την υπεράσπιση η οποία προβλήθηκε στην ακρόαση και η οποία, αφού έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο κατέστη θεμέλιο της απόφασης του.

Συμβάσεις — Accord and satisfaction — Αποτελεί ιδίω δικαιώματι ισχύουσα σύμβαση, η αντιπαροχή για την οποία είναι η εκατέρωθεν ανταλλαγή προηγουμένων ή μη ανεξαρτήτων υποχρεώσεων.

Δικαίωμα συμψηφισμού (set off) — Δεν ισχύει στην Κύπρο.

Έφεση — Αξιολόγηση μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο — Είχε αξιολογηθεί και αιτιολογηθεί σωστά και δεν παρεχόταν οποιοδήποτε έρεισμα για επέμβαση του Εφετείου.

Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιοπιστία μαρτύρων — Η εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει κατ’ εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο — Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

Ο εφεσίβλητος ήταν από το 1990 υπάλληλος της εφεσείουσας, εμπορικής εταιρείας.  Ασχολείτο όμως και με δικές του εργασίες, στα πλαίσια των οποίων αγόραζε εμπορεύματα από την εφεσείουσα.  Από τις 30.6.92 μέχρι τις 20.3.93 αγόρασε εμπορεύματα συνολικής αξίας £2.689,64 σεντ τα οποία δεν πλήρωσε.  Αυτό το ποσό η εφεσείουσα ζη[*578]τούσε με την αγωγή της, αφαιρώντας £292 ως αναλογούντα 13ο μισθό προς τον εφεσίβλητο για το 1993, που έπαυσε να συνεργάζεται μαζί της.  Ο εφεσίβλητος, αποδεχόμενος ότι αγόρασε από την εφεσείουσα εμπορεύματα συνολικής αξίας £2.689,64 σεντ, πρόβαλε ως υπεράσπιση του ότι, καθ’ όσον η εφεσείουσα δεν του είχε πληρώσει τη συμφωνηθείσα και οφειλόμενη προμήθεια του επί των εμπορευμάτων της που πώλησε για το 1991 και 1992, “κατά ή περί τις αρχές του Ιούνη 1993 οι διάδικοι κατέληξαν σε συμβιβαστική λύση του θέματος της προμήθειας στο ποσό των ΛΚ2.689,64 όση ήταν η οφειλή του εναγομένου στους ενάγοντες για την αγορά από αυτούς διαφόρων εμπορευμάτων ......  Ο εναγόμενος αρνείται ότι μετά την ειρημένη συμφωνία οφείλει στους ενάγοντες οποιοδήποτε ποσό”.  Συμφωνώντας δε ότι η εφεσείουσα του οφείλει τις £292 ως 13ο μισθό για το 1993, ζητούσε αυτό το ποσό ανταπαιτητικά, καθ’ όσον, όπως έλεγε, αυτό δεν είχε ποτέ συμψηφισθεί με τη δική του οφειλή.  Η εφεσείουσα στην απάντηση της αρνείτο ότι είχε συμφωνήσει να καταβάλλει προμήθεια στον εφεσίβλητο και αρνείτο την ισχυριζόμενη συμφωνία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή και αποδέκτηκε την ανταπαίτηση του εναγομένου για τον 13ο μισθό.

Ο βασικός λόγος έφεσης φαίνεται να είναι ότι η υπεράσπιση του εναγομένου επικαλείται μόνο συμφωνία των διαδίκων επί των προμηθειών του και όχι συμφωνία συμψηφισμού των προμηθειών με το οφειλόμενο επί των αγορών ποσό, ώστε κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη τη μαρτυρία του εναγομένου για συμφωνία συμψηφισμού.

Άλλοι λόγοι έφεσης είναι:

1.  Ο συμψηφισμός ή set off δεν ισχύει στο κυπριακό δίκαιο.

2.  Κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε στον εφεσίβλητο να προβάλει τους ισχυρισμούς του για προμήθειες αφού δεν είχε σχετική ανταπαίτηση.

3.  Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι εσφαλμένα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η προβαλλόμενη με την υπεράσπιση συμφωνία δεν ανάγεται σε συμψηφισμό με την τεχνική έννοια του μονομερούς set off, κάτι που δεν θα ήταν όντως δυνατό στο κυπριακό δίκαιο σε αναφορά [*579]με το συμψηφισμό ποσών που απορρέουν από αμοιβαίες αλλά ανεξάρτητες υποχρεώσεις.  Η συμφωνία προβάλλεται ως συμφωνία συμψηφισμού (όρο τον οποίο η υπεράσπιση δεν χρησιμοποιεί) με την έννοια accord and satisfaction, που αποτελεί ιδίω δικαιώματι ισχύουσα σύμβαση, η αντιπαροχή για την οποία είναι η εκατέρωθεν ανταλλαγή προηγουμένων ανεξαρτήτων ή μη ανεξαρτήτων υποχρεώσεων.  Η ισχύς μιας τέτοιας σύμβασης δεν έγκειται στην αριθμητική αντιπαραβολή των εκατέρωθεν οφειλομένων ποσών αλλά στην ίδια την συμφωνία ως δημιουργούσα δικαιώματα και υποχρεώσεις δυνάμει των όρων της οι οποίοι καθορίζουν και το περιεχόμενο και το αποτέλεσμα της.

2.  Ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η υπεράσπιση του εναγομένου κάλυπτε επαρκώς τη θέση την οποία πρόβαλε στο Δικαστήριο και ορθώς ερμήνευσε την υπεράσπιση ως αναφερόμενη σε συμφωνία αμοιβαίας απαλλαγής υποχρεώσεων, με αυτή την έννοια δε και μόνο χρησιμοποιείται από το Δικαστήριο ο όρος “συμφωνία συμψηφισμού”.

3.  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθή και δεν διαπιστώνεται λόγος επέμβασης του Εφετείου στα ευρήματα του.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Curium Palace v. Eracleous (1979) 1 C.L.R. 26,

Παλλάρης v. Βογαζιανού (1990) 1 Α.Α.Δ. 760,

Αντωνίου v. Cyprus Popular Bank Ltd (1994) 1 A.A.Δ. 720,

Πίτσιλλος v. Ευγενίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 691,

Φράγκου v. Χουβαρτά (1992) 1 Α.Α.Δ. 39,

Ιωακείμ v. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Γεωργίου, E.Δ.) που δόθηκε στις 28 Iουνίου, 1995 (Aγωγή Aρ. 2569/94) με την οποία απορρίφθηκε η απαίτηση τους για £2.397, 64 ως ποσό οφειλόμενο από τον εφε[*580]σίβλητο-εναγόμενο για την αγορά εμπορευμάτων και έγινε αποδεκτή η ανταπαίτηση του εφεσιβλήτου-εναγομένου για £292 ως οφειλόμενος προς αυτόν μισθός από τους εφεσείοντες-ενάγοντες.

Χρ. Λειβαδιώτου, για τους Eφεσείοντες.

Α. Ντορζής, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η απαίτηση της Εφεσείουσας-Ενάγουσας εταιρείας για £2,397.64 σεντ ως ποσό οφειλόμενο από τον Εφεσίβλητο-Εναγόμενο για την αγορά εμπορευμάτων και έγινε αποδεκτή η ανταπαίτηση του Εφεσίβλητου-Εναγόμενου για £292 ως οφειλόμενο προς αυτόν μισθό από την Εφεσείουσα-Ενάγουσα εταιρεία. Το υπόβαθρο των γεγονότων είναι απλό και ουσιαστικά συνιστά κοινό έδαφος, πλην του επίδικου στην αγωγή θέματος το οποίο αφορά και η έφεση.  Ο εφεσίβλητος ήταν από το 1990 υπάλληλος της εφεσείουσας η οποία ήταν εμπορική εταιρεία, ασχολείτο όμως και με δικές του εργασίες, στα πλαίσια των οποίων αγόραζε εμπορεύματα από την εφεσείουσα.  Από τις 30.6.1992 μέχρι τις 20.3.1993 αγόρασε τέτοια εμπορεύματα συνολικής αξίας £2,689.64 σεντ, ποσό το οποίο δεν πλήρωσε.  Είναι αυτό το ποσό το οποίο η εφεσείουσα ζητούσε με την αγωγή της, αφαιρώντας £292 ως αναλογούντα 13ο μισθό προς τον εφεσίβλητο για το 1993 (που έπαυσε να συνεργάζεται με την εφεσείουσα).  Ο Εφεσίβλητος, αποδεχόμενος ότι είχε αγοράσει από την εφεσείουσα εμπορεύματα συνολικής αξίας £2,689.64 σεντ, πρόβαλε ως υπεράσπιση του ότι, καθ’όσον η Εφεσείουσα δεν του είχε πληρώσει τη συμφωνηθείσα και οφειλόμενη προμήθεια του επί των υπ΄αυτού πωλουμένων εμπορευμάτων της Εφεσείουσας για το 1991 και το 1992, “κατά ή περί τις αρχές του Ιούνη 1993 οι διάδικοι κατέληξαν σε συμβιβαστική λύση του θέματος της προμήθειας στο ποσό των ΛΚ2,689.64 όση ήταν η οφειλή του Εναγομένου προς τους Ενάγοντες για την αγορά από αυτούς διαφόρων εμπορευμάτων ..... Ο Εναγόμενος περαιτέρω αρνείται ότι μετά την ειρημένη συμφωνία ότι οφείλει στους Ενάγοντες οποιοδήποτε ποσό.”  Συμφωνώντας δε ότι η Εφεσείουσα του οφείλει τις £292 ως αναλογούντα 13ο μισθό του για το 1993, ζητούσε αυτό το ποσό ανταπαιτητικά καθ΄όσον, όπως έλεγε, αυτό δεν είχε ποτέ συμψηφισθεί με τη δική του οφειλή. Η Εφεσείουσα στην Απάντηση της αρνείτο ότι είχε συμφωνήσει να καταβάλλει προμήθεια [*581]στον Εφεσίβλητο και αρνείτο την ισχυριζόμενη από τον Εφεσίβλητο συμφωνία.

Οι ευάριθμοι και μακροσκελείς λόγοι αφορούν τελικά πολύ λιγότερα ουσιαστικά θέματα, δεν είναι δε πάντοτε σαφείς και μετά την αναμόρφωση τους κατόπιν υποδείξεως του Δικαστηρίου. Ο βασικός λόγος έφεσης φαίνεται να είναι ότι η υπεράσπιση του Εφεσίβλητου επικαλείται μόνο συμφωνία των διαδίκων επί των προμηθειών του και όχι συμφωνία συμψηφισμού των προμηθειών με το οφειλόμενο επί των αγορών ποσό, ώστε κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο να απεδέχθη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου για συμφωνία συμψηφισμού. Περαιτέρω, προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι ο συμψηφισμός ή set off δεν ισχύει εν πάση περιπτώσει στο κυπριακό δίκαιο. Άλλοι λόγοι έφεσης φαίνεται να είναι ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε στον εφεσίβλητο να προβάλει τους ισχυρισμούς του για προμήθειες αφού δεν είχε σχετική ανταπαίτηση.  Προσβάλλονται επίσης τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία, για το λόγο ότι η μαρτυρία του Εφεσίβλητου ήταν αντιφατική και δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή ενώ η μαρτυρία της Εφεσείουσας έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή.

Τις θέσεις αυτές ανέπτυξε και στο περίγραμμα της αγόρευσης της η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσείουσα.  Από δικής του πλευράς, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσίβλητο, στη γραπτή του αγόρευση, υποβάλλει ως θέση ότι η υπεράσπιση ισχυρίζεται επαρκώς συμφωνία αμοιβαίας απαλλαγής των εκατέρωθεν υποχρεώσεων των διαδίκων και όχι set off, για το λόγο αυτό δε και ο Εφεσίβλητος δεν ήγειρε ανταπαίτηση για τις προμήθειες του.  Η αναφορά επομένως του εφεσίβλητου στη μαρτυρία του στην εν λόγω συμφωνία και στις προμήθειες του ήταν όχι μόνο επιτρεπτή αλλά και αναγκαία για απόδειξη της συμφωνίας.  Υποβάλλει επίσης ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία δικαιολογούνται πλήρως από τη μαρτυρία.

Προκύπτει ότι το βασικό θέμα για απόφαση, στο οποίο και επικεντρώθησαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι κατά το στάδιο των αγορεύσεων, είναι κατά πόσο το δικόγραφο του καλύπτει επαρκώς την υπεράσπιση η οποία προβλήθηκε στην ακρόαση και η οποία, γενόμενη δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέστη το θεμέλιο της απόφασης του.  Για τις αρχές οι οποίες διέπουν την ανάγκη αντιστοιχίας των δικογράφων προς τη μαρτυρία δεν υπάρχει βέβαια διαφωνία ή αμφισβήτηση, και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι ασχολήθησαν μάλλον με την ερμηνεία της σχετικής αναφοράς στην υπεράσπιση.  Η δική μας άποψη είναι ότι, αν και η υπεράσπιση δεν [*582]είναι αξιοζήλευτο πρότυπο δικογράφου ως προς τη διατύπωση της εν λόγω υπεράσπισης, εν τούτοις, στο σύνολό της, την εγείρει επαρκώς ώστε το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς να επελήφθη αυτής.  Η υπεράσπιση αυτή δεν είναι δε συμψηφισμός ή set off αλλά accοrd and satisfaction, με την έννοια και το αποτέλεσμα ότι οι διάδικοι συμφώνησαν να απαλλάξουν εκάτερο των υποχρεώσεων του.  Δεν ερμηνεύουμε την παράγραφο 2(δ) της υπεράσπισης ως να περιορίζετο σε συμφωνία αναφορικά με το ύψος των οφειλομένων προμηθειών του Εφεσίβλητου.  Η παράγραφος 2(δ) ομιλεί όχι μόνο για “συμβιβαστική” λύση του θέματος των προμηθειών αλλά και συσχετισμό του συμφωνηθέντος ποσού προς το οφειλόμενο από τον Εφεσίβλητο για την αγορά εμπορευμάτων. Η δε παράγραφος 2(ε) καθιστά σαφές ότι μετά την εν λόγω συμφωνία ο Εφεσίβλητος δεν όφειλε πλέον οποιοδήποτε ποσό στην Εφεσείουσα, διευκρινίζοντας έτσι το νόημα της παραγράφου 2(δ) ως εγείρουσας υπεράσπιση accord and satisfaction.  Εξ άλλου, δεν θα είχε νόημα η αναφορά στην υπεράσπιση του Εφεσίβλητου στις οφειλόμενες προμήθειες του ως θέμα υπεράσπισης, παρά μόνο σε συσχετισμό με την ισχυριζόμενη συμφωνία αμοιβαίας απαλλαγής.  Εξ ου και ο Εφεσίβλητος δεν ανταπαιτεί τις προμήθειες του, παρά μόνο το παραδεκτά οφειλόμενο υπόλοιπο του 13ου μισθού του για το 1993, γεγονός που συνάδει με την ερμηνεία της υπεράσπισης ως αναφερομένης σε συμφωνία αμοιβαίας απαλλαγής. Αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Curium Palace v. Eracleous (1979) 1 C.L.R. 26, όπου ο Α. Λοΐζου, Δ., (ως ήτο τότε) δίδοντας την απόφαση του Εφετείου, είπε στη σελ. 34:

“Considering the pleading as a whole in its proper perspective, we find that it was wide enough to cover .........”,

υποδεικνύοντας ότι, όπως και στην προκειμένη περίπτωση, υπήρξε αντεξέταση και η υπόθεση διεξήχθηκε στην ακρόαση στη βάση που υποστηρίζετο ότι προβάλλετο από τα δικόγραφα.  Η προκειμένη περίπτωση σαφώς διαφοροποιείται από την υπόθεση Παλλάρης ν. Βογιαζιάνου (1990) 1 Α.Α.Δ. 760, στην οποία ανεφέρθη η κα. Λειβαδιώτου και στην οποία, όπως παρατήρησε το δικαστήριο, τα επίδικα θέματα δεν υποστηρίζοντο ούτε από τα δικόγραφα ούτε από τη μαρτυρία που ήταν αντίθετη και προς τα δικόγραφα.

Η αντίκρυση αυτή καλύπτει και την αναφορά στους λόγους έφεσης σε συμψηφισμό.  Η προβαλλόμενη με την υπεράσπιση συμφωνία δεν ανάγεται σε συμψηφισμό με την τεχνική έννοια του μονομερούς set off, κάτι που δεν θα ήταν όντως δυνατό στο κυπριακό δίκαιο σε αναφορά με το συμψηφισμό ποσών που απορρέουν από [*583]αμοιβαίες αλλά ανεξάρτητες υποχρεώσεις (ίδε: Aντωνίου ν. Cyprus Popular Bank Ltd (1994) 1 A.A.Δ. 720). Η συμφωνία προβάλλεται ως συμφωνία συμψηφισμού (όρο τον οποίο η ίδια η υπεράσπιση δεν χρησιμοποιεί) με την έννοια accord and satisfaction, που αποτελεί ιδίω δικαιώματι ισχύουσα σύμβαση, η αντιπαροχή για την οποία είναι η εκατέρωθεν ανταλλαγή προηγουμένων ανεξαρτήτων ή μη ανεξαρτήτων υποχρεώσεων.  Η ισχύς μιας τέτοιας σύμβασης δεν έγκειται στην αριθμητική αντιπαραβολή των εκατέρωθεν οφειλομένων ποσών αλλά στην ίδια τη συμφωνία ως δημιουργούσα δικαιώματα και υποχρεώσεις δυνάμει των όρων της οι οποίοι καθορίζουν και το περιεχόμενο και το αποτέλεσμα της.

Κρίνουμε λοιπόν ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η υπεράσπιση του Εφεσίβλητου κάλυπτε επαρκώς τη θέση την οποία πρόβαλε στο Δικαστήριο και ορθώς ερμήνευσε την υπεράσπιση ως αναφερόμενη σε συμφωνία αμοιβαίας απαλλαγής υποχρεώσεων, με αυτή την έννοια δε και μόνο χρησιμοποιείται από το πρωτόδικο Δικαστήριο ο όρος “συμφωνία συμψηφισμού”.

Απομένει ο λόγος έφεσης ο οποίος αφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.  Επ΄αυτού, δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να συνιστά λόγο επέμβασης μας με τα ευρήματα του.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επικεντρωνόμενο στο καίριο επίδικο θέμα κατά πόσο έγινε ή όχι η ισχυριζόμενη από τον εφεσίβλητο συμφωνία (η οποία αμφισβητείτο από την εφεσείουσα), έκρινε αξιόπιστη και απεδέχθη τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου και απέρριψε εκείνη της Εφεσείουσας. Έτσι πράττοντας, ενήργησε στα πλαίσια της αρμοδιότητας του και όχι με τρόπο που να δείχνει ότι τα ευρήματα του δεν μπορούν να συνάδουν με τη μαρτυρία ή ότι η εκτίμηση του της μαρτυρίας καθιστά την απόφαση ακροσφαλή.

Τα περιθώρια επέμβασης του Εφετείου είναι σαφώς καθορισμένα σαν θέμα αρχής.  Όπως τονίσθηκε από τον Πική, Δ., (ως ήτο τότε) στην υπόθεση Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 691, στη σελ. 697:

“Στο δικό μας σύστημα η ευθύνη για τη διαπίστωση των γεγονότων ανήκει κατ΄εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης (Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321).  Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η ευθύ[*584]νη για τον προσδιορισμό των γεγονότων ενόψει συγκρουόμενων εκδοχών βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Η επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας (βλέπε, μεταξύ άλλων, Fournides v. The Republic (1986) 2 C.L.R. 73, Psaras & Another v. The Republic (1987) 2 C.L.R. 132).”

Και ο Κωνσταντινίδης, Δ., στην υπόθεση Φράγκου ν. Χουβαρτά (1992) 1 Α.Α.Δ. 39, στις σελίδες 41-42:

“Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες δικαιολογείται παρέμβαση του Εφετείου προκειμένου να ανατραπεί η απόφαση πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και τα επακόλουθα ευρήματα ως προς τα πραγματικά γεγονότα, έχουν εξηγηθεί επανειλημμένα.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο στις ακραίες περιπτώσεις που η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου εμφανίζεται αυθαίρετη ή, έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας, δεν είναι εύλογα επιτρεπτή ή είναι εμφανώς λανθασμένη.  Το Εφετείο δεν επανεκτιμά τη μαρτυρία προκειμένου να προβεί το ίδιο σε πρωτογενή ευρήματα ως προς τα γεγονότα.  Αυτό είναι κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου που, όπως τονίστηκε, μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης βρίσκεται σε ιδανική θέση να αξιολογήσει τη μαρτυρία στο σωστό της πλαίσιο.  (Βλ. μεταξύ άλλων Polycarpou v. Polycarpou (1982) 1 C.L.R. 182, Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, Μαυρίδης ν. Dharaghji, Πολ. Έφεση 7617 της 30.11.90.”

Για το λόγο αυτό, όπως υπέδειξε και ο Αρτεμίδης, Δ., στην υπόθεση Ιωακείμ ν. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996 στη σελ. 998:

“Εισήγηση κατ’ έφεση πως η γενομένη εκτίμηση είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη αναμένεται να υποστηρίζεται με πολύ πειστικά επιχειρήματα.  Γι’ αυτό και πρέπει να γίνεται μετά από πολλή περίσκεψη και να χρησιμοποιείται με περισσή φειδώ.”

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο