Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας της Kένυας ν. Bank Fur Arbeit und Wirtschaft A.G. (1999) 1 ΑΑΔ 585

(1999) 1 ΑΑΔ 585

[*585]28 Aπριλίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΕΝΥΑΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ

ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΕΝΥΑΣ,

Εφεσείοντες-Aιτητές,

v.

BANK FUR ARBEIT UND WIRTSCHAFT AG,

Εφεσίβλητης-Kαθ’ ης η αίτηση,

KAI

AΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ

ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟ 101/87 ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ Ι.C.C. INT COURT OF ARB. 7597/JK

KAI

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΕΝΥΑΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΚΑΙ

ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΕΝΥΑΣ ΓΙΑ ΑΚΥΡΩΣΗ ΚΑΙ Ή ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΩΣ ΑΝΩ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10071)

 

Διαιτησία — Διεθνής διαιτητική απόφαση — Αίτηση για ακύρωση διεθνούς διαιτητικής απόφασης που εκδόθηκε στην Κύπρο, κατά της Δημοκρατίας της Κένυας για ισχυριζόμενη εσφαλμένη διεξαγωγή διαδικασίας, προσβολή δημόσιας τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και εκκρεμοδικία (lis alibi pendens).

Διαιτησία — Διεθνής διαιτητική απόφαση — Χωρεί προσφυγή στο Δικαστήριο κατά διεθνούς διαιτητικής απόφασης μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμος του 1987 (Ν. 101/87) — Μεταξύ των περιπτώσεων αυτών είναι και αν η “διαιτητική απόφαση προσκρούει σε διατάξεις δημόσιας τάξεως της Κυπρια[*586]κής Δημοκρατίας”.

Διαιτησία — Διεθνής διαιτητική απόφαση εκδοθείσα στην Κύπρο — Αίτηση για αναστολή εκτέλεσής της, μέχρις ότου γνωσθεί η τύχη των εκκρεμουσών διαδικασιών στα Δικαστήρια της Κένυας — Κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε σύμφυτη εξουσία να αναστείλει την εκτέλεση της εν λόγω διαιτητικής απόφασης.

Διαιτησία — Καθιέρωση του θεσμού της διαιτησίας για επίλυση διαφορών ποικίλης φύσεως — Αποτελεί χαρακτηριστικό συμπλήρωμα κάθε σύγχρονου νομικού συστήματος — Οι κανόνες που διέπουν την διαιτησία, θεσμοθετούνται από τον περί Διαιτησίας Νόμο Κεφ. 4.

Διαιτησία — Διεθνής διαιτησία — Η διαιτησία έχει διεθνή χαρακτήρα και υπόκειται στις διατάξεις του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου του 1987 (Ν. 101/87), όταν τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν την έδρα των σχέσεων τους σε διαφορετικές χώρες κατά τον χρόνο που συμβλήθηκαν.

Λέξεις και Φράσεις — “Δημόσια τάξη” σε Ελληνικά και Αγγλικά νομικά συγγράμματα.

Λέξεις και Φράσεις — “Διεθνής” στο Άρθρο 2(2)(β) του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου του 1987 (Ν. 101/87).

Η εφεσίβλητη τράπεζα (η τράπεζα) είναι αλλοδαπή τράπεζα.  Έχει την έδρα της στην Αυστρία. Το 1975 χρηματοδότησε την κατασκευή και λειτουργία εργοστασίου παραγωγής αμμωνίας στην Κένυα από την εταιρεία Ken Ren Chemicals & Fertilisers Ltd (Ken Ren) που είναι εγγεγραμμένη εκεί.  Η Ken Ren είχε συμβληθεί για τον πιο πάνω σκοπό με την επίσης ξένη εταιρεία Voest Albin A.G.  Τη συμφωνία αυτή εγγυήθηκε η κυβέρνηση της Κένυας.

Το 1978 η Ken Ren χρεωκόπησε.  Διατάχθηκε η διάλυση της.  Η τράπεζα κάλεσε την εγγυήτρια χώρα να τακτοποιήσει το χρέος της σύμφωνα με τους όρους της παραπάνω συμφωνίας.  Στις 24.3.83 καταρτίστηκε συμφωνία επαναχρηματοδότησης του δανείου μεταξύ των διαδίκων.  Τέλη του 1989 η Κένυα σταμάτησε τις πληρωμές προς την τράπεζα, ισχυριζόμενη ότι οι συμφωνίες ήταν άκυρες εξ υπαρχής.  Στη συνέχεια, τον Νοέμβριο του 1990, κίνησε αγωγή της τράπεζας και της Voest Albin A.G. στο Ανώτατο Δικαστήριο της Κένυας για ακύρωση της συμφωνίας και ανάκτηση του ποσού ΑΤS458.403.700,66.  Η τράπεζα πρόβαλε ένσταση αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, η οποία όμως δεν πέτυχε.  Το αλλοδαπό δικαστήριο έκρινε ότι είχε δικαιοδοσία.  Κα[*587]τά της απόφασης αυτής η εφεσίβλητη άσκησε έφεση το 1995, η οποία όμως δεν ορίστηκε ακόμη για ακρόαση.

Στο μεταξύ η τράπεζα κατέφυγε σε διαιτησία όπως επρονοείτο στη σύμβαση του 1983, για επίλυση των αναφυομένων διαφορών από το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο (Δ.Δ.Δ. ή διαιτητές) του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (Δ.Ε.Ε.) που εδρεύει στο Παρίσι.  Η έδρα της διαιτησίας ορίστηκε με διαδικαστική διαταγή να είναι η πόλη της Λάρνακας στην Κύπρο.

Με ενδιάμεση απόφαση ημερ. 29.4.94 το Διαιτητικό Δικαστήριο έκρινε ότι είχε δικαιοδοσία για την απαίτηση της τράπεζας, αλλά μπορούσε να εκδικάσει και την ανταξίωση της Κένυας.  Έτσι η τελευταία κλήθηκε να καταθέσει ποσό $350.000 στα πλαίσια του άρθρου 9(1) και (2) των Κανονισμών Συνδιαλλαγης και Διαιτησίας του Δ.Δ.Δ. του Δ.Ε.Ε. Δεν το έπραξε και το Διαιτητικό Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση.  Η Κένυα εφεσίβαλε την απόφαση.

Λόγοι έφεσης:

1.  Το πρωτόδικο εύρημα ότι η απόφαση των διαιτητών να μην εξετάσουν την ανταπαίτηση ήταν απόλυτα δικαιολογημένη και δεν αντιστρατευόταν τη δημόσια τάξη της Κύπρου, είναι εσφαλμένο.

2.  Υπάρχει εκκρεμοδικία (lis alibi pendens) που αφορά το ίδιο αντικείμενο, την ίδια αιτία και τους αυτούς διαδίκους, όπως ισχυρίσθηκε ο εφεσείων και δέχθηκε ο πρωτόδικος δικαστής, λόγω εκκρεμουσών διαδικασιών στα Δικαστήρια της Κένυας.

Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης παρέθεσε αλλοδαπές αποφάσεις που τονίζουν την ανάγκη για αυτοσυγκράτηση κατά την αναθεώρηση από τα κρατικά δικαστήρια των διαιτητικών αποφάσεων.

Ο εφεσείων υποστήριξε ότι, ενόψη της εκκρεμοδικίας, δεν έπρεπε να προκαταβληθεί η αμοιβή, αλλά να τεθεί όρος ότι τυχόν απόφαση υπέρ του εφεσείοντα να παραμείνει ανενεργός μέχρι την αποπληρωμή της αμοιβής των διαιτητών.  Επίσης ισχυρίσθηκε ότι κακώς ο πρωτόδικος δικαστής αρνήθηκε να επιληφθεί των υπό συζήτηση ζητημάτων υπό το πρίσμα της δημόσιας τάξης της Κύπρου, δηλαδή, να αποφανθεί αν οι χειρισμοί των διαιτητών θίγουν την έννοια αυτή.

Ο πυρήνας της υπόθεσης των εφεσειόντων είναι ότι δεν εξετάστηκε θέμα εκκρεμοδικίας και/ή αναστολή της διαδικασίας. Το δικαστήριο με την παρατήρηση του τόνισε ότι η εκδοχή αυτή έμεινε ανυποστήρικτη.

[*588]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο όρος “δημόσια τάξη” περιλαμβάνει τις θεμελιακές αξίες που μια κοινωνία, σε δεδομένη χρονική περίοδο, αναγνωρίζει ότι διέπουν τις συναλλαγές καθώς και τις εκφάνσεις της ζωής των μελών της, με τις οποίες είναι διαποτισμένη η καθιερωμένη έννομη τάξη. Είναι υπό αυτό το πρίσμα που θα κριθεί κατά πόσο υπάρχει στην προκείμενη περίπτωση αντίθεση προς τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας.

2.  Ενόψει των αυθεντιών που παρατίθενται στην απόφαση, η ενέργεια του Διαιτητικού Δικαστηρίου να εκλάβει σαν αποσυρθείσα την ανταπαίτηση για μη καταβολή των εξόδων, όπως προνοούν οι Καν. 9(1), 14 και 15 και ο Καν. 2 (c) και (d) του παραρτήματος 3 των Κανονισμών, δεν θίγει τη δημόσια τάξη της Κύπρου.  Ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι η μη εξέταση της ανταπαίτησης δεν συνιστά κώλυμα για επαναφορά της.

3.  Η σχετική περικοπή της απόφασης ότι οι θέσεις της εφεσείουσας στην ανταπαίτηση “δεν ανταποκρίνονται απόλυτα στην πραγματικότητα” δεν μπορεί με κανένα τρόπο να εκληφθούν ότι σημαίνουν πλήρη ή έστω μερική αποδοχή τους.  Τούτο προκύπτει τόσο από το γενικότερο περιεχόμενο της απόφασης, όσο και από τα όσα ακολουθούν αμέσως μετά την επίμαχη φράση.

4.  Σύμφωνα με το εδ. 2 του Άρθρου V της Σύμβασης της Νέας Υόρκης (N. 84/79) η αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί αναγνώριση / εκτέλεση διαιτητικής απόφασης αν αυτό θα ήταν αντίθετο προς τη δημόσια τάξη της χώρας.

5.  Με βάση τις πρόνοιες που επικαλέσθηκαν οι εφεσείοντες, δεν υπάρχει ρητή εξουσία αναστολής της απόφασης μέχρι να γνωσθεί η τύχη των δικαστικών διαβημάτων στην Κένυα, που λήφθηκαν από τους εφεσείοντες.

     Είναι γεγονός ότι ο πρωτόδικος δικαστής, παρόλο που έθεσε το θέμα, κατά τη συνοπτική παρουσίαση των εισηγήσεων του εφεσείοντα, δεν το συζήτησε. Όμως δεν υπάρχει απόλυτος κανόνας ότι συζητείται από το δικαστήριο κάθε επιχείρημα που προβάλλεται από τους διαδίκους.  Σημασία έχει ότι εδώ ο πρωτόδικος δικαστής ασχολήθηκε και αποφάσισε όλα τα σημαντικά προβλήματα που τέθηκαν ενώπιον του. Το ότι σχολίασε τις πρόνοιες της συνθήκης της Νέας Υόρκης, που έχουν μια ομοιότητα με το Νόμο αρ. 101/87, αλλά δεν ταυτίζονται με αυτό, δεν μπορεί να έχει επιπτώσεις στην επίδικη απόφαση.

[*589]6.      Το δικαστήριο είχε σύμφυτη εξουσία να αναστείλει την υπόθεση.  Η σύμφυτη εξουσία είναι λογικά απαραίτητη κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.  Ωστόσο η μη αναγνώριση αυτής της εξουσίας από τον πρωτόδικο δικαστή δεν ενέχει επιπτώσεις, αφού στην προκείμενη περίπτωση τίποτε ουσιαστικό δεν τέθηκε ενώπιον του που να δικαιολογούσε επίκληση και εφαρμογή τέτοιας εξουσίας.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Quintette Coal Ltd v. Nippon Steel Corporation et al. του Εφετείου της British Columbia, ημερ. 24/10/90, σελ. 9,

Mirror Group Newspapers plc v. Maxwell a.o., The Times ημερ. 15/7/97,

Schreter v. Gasmac Inc., ημερ. 13/2/92, (Kαναδική υπόθεση)

Hewlett Packard Co. Inc. v. Helge Berg & Others, 61 F.3d σελ. 101, (Aμερικανική υπόθεση)

Abrath v. N.E.R.y. 11 Q.B.D. 440,

Reg. v. Farr, The Times, 10/12/98.

Έφεση.

Έφεση από το Γενικό Eισαγγελέα της Δημοκρατίας της Kένυας, εκ μέρους και για λογαριασμό της Δημοκρατίας της Kένυας, εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Aρέστη, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου, 1997 (Aίτηση Aρ. 38/97) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για ακύρωση της διαιτητικής απόφασης που εκδόθηκε κατά της Kένυας και/ή αναστολή εκτέλεσής της μέχρι πλήρους αποπεράτωσης της δικαστικής διαδικασίας στην Kένυα.

Κ. Μελίδης και Λ. Πισίας, για τους Eφεσείοντες-αιτητές.

Α. Τριανταφυλλίδης, για την Eφεσίβλητη-καθ’ ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δι[*590]καστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ:  Η διαιτησία αποτελεί εναλλακτική διαδικασία επίλυσης διαφορών.  Η μακρά διεξαγωγή της δίκης στα πλαίσια της κρατικής δικαιοσύνης, η χρήση χρονοβόρων ένδικων μέσων που επαυξάνουν τις καθυστερήσεις, η εξοικείωση των διαιτητών με το αντικείμενο τους, η ανελαστικότητα της τακτικής δικαιοσύνης, είναι μερικοί από τους λόγους για τους οποίους έχει ανθίσει και καθιερωθεί ο θεσμός της διαιτησίας για ποικίλης φύσεως διαφορές.  Αποτελεί χαρακτηριστικό συμπλήρωμα κάθε σύγχρονου νομικού συστήματος.  Ο θεσμός επιβιώνει χωρίς ένδικα μέσα.  Μόνο σε καθορισμένες περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν κατά της διαιτητικής απόφασης.  Στο εσωτερικό μας δίκαιο οι κανόνες αυτοί, όπως και οι ευρύτεροι κανόνες που διέπουν τη διαιτησία, θεσμοθετούνται από ειδική νομοθεσία, τον περί Διαιτησίας Νόμο, Κεφ. 4.

Η συχνή και επιτυχής χρήση του θεσμού σε οικουμενική κλίμακα ώθησε τα Ηνωμένα Έθνη να θεσπίσουν, χάριν πληρότητας και ομοιομορφίας, ολοκληρωμένο πρότυπο κώδικα διαιτησίας τον οποίο υιοθέτησε στις 21/6/85 η Επιτροπή Διεθνούς Εμπορικού Δικαίου των Ηνωμένων Εθνών.  Η διαμόρφωση του ήταν απόρροια συστηματικής μελέτης των σχετικών θεσμών διαφόρων χωρών.  Έχει ήδη υιοθετηθεί από αριθμό κρατών είτε στο σύνολο του είτε μερικώς. 

Ο περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμος του 1987 (N. 101/87) αντανακλά πιστά τις κεντρικές ιδέες και το σύνολο των προνοιών του διεθνούς αυτού κώδικα. Μπορεί να λεχθεί ότι η Διεθνής Σύμβαση περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων του 1958, γνωστή ως Σύμβαση της Νέας Υόρκης, η οποία κυρώθηκε με το νόμο 84/79, υπήρξε ο μακρινός προπομπός του παραπάνω κώδικα. Οι διατάξεις του N. 101/87 και σε πολύ μικρότερο βαθμό του N. 84/79 συνάπτονται των θεμάτων της κρινόμενης υπόθεσης.  Η διαιτησία στην προκείμενη περίπτωση έχει διεθνή χαρακτήρα και υπόκειται στις διατάξεις του παραπάνω νόμου (αρ. 101/87) δοθέντος ότι τα μέρη της συμφωνίας, όταν συμβλήθηκαν, είχαν την έδρα των σχέσεων τους σε διαφορετικές χώρες:  βλ. ορισμό της λέξης “διεθνής” στο άρθρ. 2 (2)(β) που περιέχει τις ερμηνευτικές διατάξεις.

Μπορούμε τώρα να αναφερθούμε στα βασικά γεγονότα που οδήγησαν στην κατάθεση αίτησης από τον εφεσείοντα, που εκπροσωπούσε τη Δημοκρατία της Κένυας, στο Επαρχιακό Δικαστήριο [*591]Λάρνακας, για ακύρωση της διαιτητικής απόφασης που εκδόθηκε κατά της χώρας αυτής. Η εφεσίβλητη Bank Fur Arbeit Und Wirtschaft AG,  (εφεξής και τράπεζα ή συντομογραφικά Βawag) είναι αλλοδαπή τράπεζα.  Έχει την έδρα της στην Αυστρία.  Το 1975 χρηματοδότησε την κατασκευή και λειτουργία εργοστασίου παραγωγής αμμωνίας στην Κένυα από την εταιρεία Ken Ren Chemicals & Fertilisers Ltd (εφεξής Ken Ren) που είναι εγγεγραμμένη εκεί.  Η Ken Ren είχε συμβληθεί για τον παραπάνω σκοπό με την επίσης ξένη εταιρεία Voest Albin A.G. Τη συμφωνία αυτή ημερ. 13/8/75 εγγυήθηκε η κυβέρνηση της Κένυας.

Το 1978 η Κen Ren χρεωκόπησε.  Διατάχθηκε η διάλυση της.  Η εγγυήτρια χώρα κλήθηκε από την Τράπεζα να τακτοποιήσει το χρέος σύμφωνα με τους όρους της παραπάνω συμφωνίας.  Τελικά, στις 24/3/83, καταρτίστηκε συμφωνία επαναχρηματοδότησης του δανείου μεταξύ των διαδίκων μερών.  Τέλη του 1989 η Κένυα σταμάτησε τις πληρωμές προς την τράπεζα.  Ισχυρίστηκε πως οι συμφωνίες ήταν, για διάφορους λόγους που πρόβαλε, άκυρες εξ υπαρχής.  Στη συνέχεια, το Νοέμβριο του 1990, κίνησε αγωγή της εφεσίβλητης και της Vοest Albin A.G. στο Ανώτατο Δικαστήριο της Κένυας για ακύρωση της συμφωνίας και ανάκτηση του ποσού ΑΤS 458.403.700,66.  H εφεσίβλητη πρόβαλε ένσταση αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, η οποία όμως δεν ευδοκίμησε.  Το αλλοδαπό δικαστήριο έκρινε ότι είχε δικαιοδοσία.  Κατά της απόφασης αυτής η εφεσίβλητη άσκησε έφεση το 1995, η οποία όμως δεν ορίστηκε ακόμη για ακρόαση.

Στο μεταξύ η τράπεζα, για να αντιμετωπίσει τη δυσμενή αυτή εξέλιξη της αναστολής των πληρωμών, κατέφυγε στο μηχανισμό διαιτησίας.  Η σύμβαση του 1983 της το επέτρεπε.  Περιέχει συμφωνία αποκλειστικής διαιτησίας για λύση των αναφυόμενων διαφορών από το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο (εφεξής Δ.Δ.Δ. ή Δ.Δ. ή διαιτητές) του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (Δ.Ε.Ε.), που εδρεύει στο Παρίσι.  Τα μέρη δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν ως προς την έδρα της διαιτησίας.  Το θέμα ρυθμίστηκε με διαδικαστική διαταγή με την οποία καθορίστηκε για το σκοπό αυτό η πόλη της Λάρνακας στην Κύπρο.

Η διαιτητική δίκη διεπόταν από τους Κανονισμούς Συνδιαλλαγής και Διαιτησίας του Δ.Δ.Δ. του Δ.Ε.Ε.  Για το θέμα αυτό δεν υπήρξε αμφισβήτηση.  Τα άρθρ. 9(1) και  (2) περιέχουν πρόβλεψη για προκαταβολή προς κάλυψη των εξόδων της διαιτησίας. Η υποχρέωση υφίσταται τόσο για την αρχική απαίτηση όσο και την ανταπαίτηση, στην περίπτωση που εγείρεται.  Με ενδιάμεση από[*592]φαση ημερ. 29/4/94 το Διαιτητικό Δικαστήριο έκρινε πως δεν είχε μόνο δικαιοδοσία για την απαίτηση της Bawag, αλλά μπορούσε να εκδικάσει και την ανταξίωση της Κένυας.  Έτσι η τελευταία κλήθηκε να καταθέσει ποσό $350.000 στα πλαίσια της παραπάνω διάταξης.  Δεν υπήρξε συμμόρφωση παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις και παρατάσεις που ζήτησε η χώρα αυτή για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της.  Η τελευταία προθεσμία 30 ημερών που της δόθηκε παρήλθε επίσης άπρακτη (επιστολή ημερ. 27/11/95).  Ας σημειωθεί ότι η προειδοποίηση δόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 14 των Εσωτερικών Κανονισμών του Δικαστηρίου, Παράρτημα ΙΙ των Κανονισμών του Δ.Ε.Ε., που εφαρμόζεται σε περίπτωση, όπως εδώ, που το Δ.Δ.Δ. ζήτησε χωριστή προκαταβολή για τα έξοδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 9(1) και (2).

Η παράλειψη δεν είναι χωρίς συνέπειες.  Συνεπάγεται απόρριψη της ανταπαίτησης γιατί εφόσον δεν καταβλήθηκε η ορισθείσα προκαταβολή θεωρείται ως αποσυρθείσα.  Και αυτό έπραξε το Διαιτητικό Δικαστήριο σε αυτή την περίπτωση.  Αυτό όμως δεν αποτελεί κώλυμα για έγερση της σε μεταγενέστερο χρόνο.  Το άρθρ. 15 των παραπάνω εσωτερικών κανονισμών του δικαστηρίου προβλέπει ότι:

“When a request for an advance on costs has not been complied with, the Secretariat may set a time-limit, which must not be less than 30 days, on the expiry of which the relevant claim, whether principal claim or counter-claim, shall be considered as withdrawn. This does not prevent the party in question from lodging a new claim at a later date.”

H εφεσείουσα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την πρόνοια αυτή.  Άλλωστε προειδοποιήθηκε για τις συνέπειες με την παραπάνω επιστολή καθώς και για το δικαίωμα της να επαναφέρει τις αξιώσεις της.  Όπως προαναφέρθηκε, κατ’ εφαρμογή των δυο παραπάνω εσωτερικών κανονισμών, το Δ.Δ.Δ. θεώρησε αποσυρθείσα την ανταπαίτηση.  Το θέμα συζητήθηκε επίσης και κατά τη διαιτητική διαδικασία.  Δεν υπήρξε ένσταση από πλευράς των δικηγόρων της Κένυας ως προς τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας.  Ωστόσο η κρίση αυτή του δικαστηρίου αποτελεί τον ένα πόλο της έφεσης και έχει συγκεντρώσει τα περισσότερα βέλη της κριτικής του δικηγόρου του εφεσείοντα.  Παρόλο που πρέπει εδώ να υπογραμμισθεί ότι κατά τη διαιτητική δίκη, όταν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ήγειρε ειδικά αυτό το θέμα, δεν υπήρξε παράπονο ή ένσταση από την Κένυα αναφορικά με τον τρόπο διεξαγωγής της, όπως επισημαίνει και η πρωτόδικη απόφαση.

[*593]Το άλλο σημείο αιχμής είναι η εκκρεμοδικία (lis alibi pendens), που αφορά το ίδιο αντικείμενο, την ίδια αιτία και τους αυτούς διαδίκους, όπως ισχυρίστηκε ο εφεσείων και δέχθηκε ο πρωτόδικος δικαστής.  Κατά την εισήγηση του εφεσείοντα η παράλειψη του Δ.Δ.Δ. να αποφασίσει οριστικά το ζήτημα αυτό, όπως υπαγόρευαν άλλωστε οι όροι εντολής του, αποτελεί πρόσθετο και αυτοτελή λόγο ακύρωσης.  Τουλάχιστον ο πρωτόδικος δικαστής όφειλε να ικανοποιήσει το επικουρικό αίτημα θεραπείας του εφεσείοντα, αναστέλλοντας την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης μέχρις ότου γνωσθεί η τύχη των εκκρεμουσών διαδικασιών στα δικαστήρια της Κένυας. 

Το άρθρ. 6 του ν. 101/87 ορίζει ότι χωρεί προσφυγή στο δικαστήριο κατά διεθνούς διαιτητικής απόφασης μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.  Τις περιπτώσεις αυτές απαριθμεί εξαντλητικά, πιστεύουμε, το άρθρ. 34.  Το αντίστοιχο άρθρο του πρότυπου κώδικα είναι το άρθρ. 5 με το οποίο η κυπριακή διάταξη είναι ταυτόσημη.  Την ερμηνευτική μας άποψη υποστηρίζει το σύντομο σχόλιο σχετικά με το άρθρο αυτό, που απαντάται στον Russel on Arbitration, 21η έκδοση (1997), στην παράγραφο Α5-013.  Και αξίζει να το παραθέσουμε:

“Οf all articles, this most clearly illustrates the tensions between international arbitration and the national courts.  Article 5 tries to limit court intervention to specific instances.”

Έτσι η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί, πλην άλλων λόγων που αναφέρει το άρθρ. 34 και αν “η διαιτητική απόφαση προσκρούει σε διατάξεις δημόσιας τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας” (άρθρ. 34(2) (β)(ii)].

Οι αλλοδαπές αποφάσεις, που παρέθεσε ο δικηγόρος της εφεσίβλητης, τονίζουν την ανάγκη για αυτοσυγκράτηση κατά την αναθεώρηση από τα κρατικά δικαστήρια των διαιτητικών αποφάσεων.  Αξίζει να σταθούμε στο παρακάτω απόσπασμα από την απόφαση Quintette Coal Ltd v. Nippon Steel Corporation et al. του Εφετείου της British Columbia, ημερ. 24/10/90 σελ. 9 γιατί περιέχει και τους λόγους που επιβάλλουν αυστηρότητα στο ζήτημα αυτό:

“The reasons advanced in the cases discussed above for restraint in the exercise of judicial review are highly persuasive. The “concerns of international comity, respect for the capacities of foreign and transnational tribunals, and sensitivity to the need of the international commercial system for predictability in the [*594]resolution of disputes” spoken of by Blackmun J. are as compelling in this jurisdiction as they are in the United States or elsewhere.  It is meet therefore, as a matter of policy, to adopt a standard which seeks to preserve the autonomy of the forum selected by the parties and to minimize judicial intervention when reviewing international commercial arbitral awards in British Columbia.  That is the standard to be followed in this case.”

Με βάση και πλαίσιο την παραπάνω διάταξη, ο δικηγόρος του εφεσείοντα επιχειρηματολόγησε και προς τις δύο κατευθύνσεις της εισήγησης του, που, όπως εξηγήσαμε, συνδέεται με την αντιμετώπιση από τους διαιτητές των θεμάτων ανταπαίτησης και εκκρεμοδικίας.  Θα περιορισθούμε προς το παρόν στη συνοπτική παράθεση των αιτιάσεων κατά του πρωτόδικου ευρήματος ότι η ενέργεια των διαιτητών να μην εξετάσουν την ανταπαίτηση ήταν απόλυτα δικαιολογημένη και με κανένα τρόπο δεν αντιστρατευόταν τη δημόσια τάξη της Κύπρου.  Το ζήτημα είναι αντικείμενο του πρώτου λόγου της έφεσης.

Ο εφεσείων υποστήριξε τις θέσεις του ως προς το τι συνιστά τη δημόσια τάξη της χώρας με παραπομπές στον Chitty on Contracts τόμος 1, 23η έκδοση, παράγραφοι 803 και 813 και το βιβλίο του Κ. Σημαντήρα “Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου”, δεύτερη έκδοση (1976) ημίτομος Α, σελ. 66-67, καθώς και δύο αποφάσεις επαρχιακών δικαστηρίων. 

Το βασικό που προβλήθηκε είναι ότι η άρνηση του Διαιτητικού Δικαστηρίου να εξετάσει και αποφανθεί, ως οι όροι εντολής του, για την ανταπαίτηση, προσβάλλει τη δημόσια τάξη της χώρας.  Η μη καταβολή των εξόδων, που ο εφεσείων χαρακτήρισε “υπέρογκα” δε συνιστούσε νόμιμη αιτία για τη συμπεριφορά του αυτή.  Την άποψη του υποστηρίζουν, όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, το άρθρ. 30 του συντάγματος, τα άρθρ. 29 και 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου και τα άρθρ. 2, 18, 34, 35 και 36 του N. 101/87. Θα μπορούσε εδώ παρεμπιπτόντως να αναφερθεί ότι η Bawag κλήθηκε και κατέθεσε ποσό $350.000 αναφορικά με τα έξοδα εκδίκασης της απαίτησης της.  Ο εφεσείων υπέβαλε ότι δε δέχθηκε την κρίση των διαιτητών για απόσυρση της ανταπαίτησης.  Και επομένως κακώς έκρινε ο πρωτόδικος δικαστής ότι υπήρχε παραδοχή που συνιστούσε κώλυμα προς έγερση του θέματος στην αίτηση ακύρωσης.

Περαιτέρω ο εφεσείων υποστήριξε ότι ενόψει της εκκρεμοδικίας δεν έπρεπε να προκαταβληθεί η αμοιβή, αλλά να τεθεί όρος [*595]ότι τυχόν απόφαση υπέρ του εφεσείοντα να παραμείνει ανενεργός μέχρι την αποπληρωμή της αμοιβής των διαιτητών. ότι οι διαιτητές, αποφασίζοντας να αποκλείσουν την ανταπαίτηση, έλαβαν υπόψη, κατά παράβαση των όρων εντολής και των κανόνων δημόσιας τάξης και των συμφωνηθέντων γενικά, την υπόδειξη τρίτου, δηλαδή του Δ.Δ.Δ. του Δ.Ε.Ε.. ότι οι διαιτητές όφειλαν να προχωρήσουν και με την ανταπαίτηση δοθέντος ότι οι όροι εντολής τέθηκαν σε λειτουργία από 4/1/94, όπως αναφέρει και η παράγραφος 20 του Final Award, διότι οι κανονισμοί που προβλέπουν για τα δικαιώματα διαιτησίας δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν μετά την εν λόγω ημερομηνία. ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αναγνώρισε πως οι αιτιάσεις του εφεσείοντα ήταν μέχρις ενός βαθμού βάσιμες εφόσον ανέφερε στην απόφαση του ότι “οι θέσεις της Κένυας ότι οι ανταπαιτήσεις απορρίφθηκαν χωρίς να εξεταστούν” δεν ανταποκρίνονται απόλυτα στην πραγματικότητα. και ότι το παράδειγμα του δικαστηρίου, προς ενίσχυση της κατάληξης του ότι και ενώπιον της κρατικής δικαιοσύνης διάδικος μπορεί να απωλέσει οριστικά τα δικαιώματα του για παράλειψη συμμόρφωσης με διαταγή εξόδων ήταν άστοχο και αντίθετο με την αρχή της υπόθεσης Mirror Group Newspapers plc v. Maxwell and others, The Times ημερ. 15/7/97.

Πρέπει να μας απασχολήσει η έννοια του όρου “δημόσια τάξη” και η εμβέλεια της. Τα παρακάτω αποσπάσματα από τον G.H. Treitel “The Law of Contract”, 8η έκδοση (1991) στις σελ. 424 και 425 διαφωτίζουν όχι μόνο για το νοηματικό περιεχόμενο του δόγματος αυτού και τις παραμέτρους του, αλλά δίνουν και σύγχρονα παραδείγματα σχετικά με την εφαρμογή του:

“Public policy is a variable notion, depending on changing manners, morals and economic conditions. In theory, this flexibility of the doctrine of public policy could provide a judge with an excuse for invalidating any contract which he violently disliked.................................................................................................

On the other hand, the law does adapt itself to changes in economic and social conditions, as can be seen particularly from the development of the rules as to contracts in restraint of trade.  This point has often been recognised judicially ..........................................

The present attitude of the courts represents a compromise between the flexibility inherent in the notion of public policy and the need for certainty in commercial affairs .................................

[*596]Και συνεχίζει στη σελ. 425 με παραδείγματα:

“But in some cases (particularly “where the subject-matter is “lawyers” law”) judicial intervention may still as a last resort be desirable.  The courts may occasionally invalidate a contract even though it is of a kind to which the doctrine of public policy has not been applied before. Such novel applications of the doctrine of public policy are illustrated by decisions to the effect that a moneylending contract is illegal if it imposes quasi-servile obligations on the borrower; that a contract by which a trade journal promises not to comment on the affairs of a company is illegal as it may prevent the journal from exposing frauds perpetrated by the company; that an attempt to contract out of certain statutory provisions governing the liquidation of companies is contrary to public policy; and that the same is true of an attempt to deprive an agricultural tenant of security of tenure where he is entitled to it by statute.”

Η νομολογία του Αρείου Πάγου διαπνέεται από παρόμοιες ιδέες όπως προκύπτει από το παρακάτω απόσπασμα του καθηγητή Σπύρου Βρέλλη στο περιοδικό ΙΔΜΕ “Ερευνητικό Ινστιτούτο Δικονομικών Μελετών” αρ. 9 στη σελ. 424.  Εντοπίζει πότε θίγεται η δημόσια τάξη στην περίπτωση που επιδιώκεται η αναγνώριση/κήρυξη εκτελεστής αλλοδαπής απόφασης:

“.....όταν η ανάπτυξη των συνεπειών της αλλοδαπής αποφάσεως, υπό τις ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες πρόκειται να επέλθει, “αντίκειται ευθέως” προς τις κρατούσες στην Ελλάδα θεμελιώδεις αρχές που συνιστούν την έννοια της δημοσίας τάξεως, έτσι ώστε να υπάρχει κίνδυνος δημιουργίας καταστάσεως που δεν προσαρμόζεται στην ηθική, οικονομική, δικαιολογική και πολιτειακή τάξη της Χώρας.”

Παραπέμπουμε επίσης στο σύγγραμμα “Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο” Γραμματικάκη και άλλων (1997) στις σελ. 80-90, όπου τονίζεται ότι πρόκειται για έννοια που ποικίλλει κατά τόπο και χρόνο. και ότι ως ένα βαθμό αποτελεί, όπως και στο Κυπριακό Δίκαιο, μεταβλητή κατάσταση.  Είναι ενδιαφέρουσα και η σύντομη ιστορική ανασκόπηση του ζητήματος.

Θα μπορούσαμε να συγκεφαλαιώσουμε λέγοντας ότι ο όρος “δημόσια τάξη” περιλαμβάνει τις θεμελιακές αξίες που μια κοινωνία, σε δεδομένη χρονική περίοδο, αναγνωρίζει ότι διέπουν τις συναλλαγές καθώς και άλλες εκφάνσεις της ζωής των μελών της, με [*597]τις οποίες είναι διαποτισμένη η καθιερωμένη έννομη τάξη. Είναι υπό αυτό το πρίσμα που θα κριθεί κατά πόσον υπάρχει στην προκείμενη περίπτωση αντίθεση προς τη  δημόσια τάξη της Δημοκρατίας.

Ιδιαίτερη μνεία μπορεί να γίνει στην Καναδική υπόθεση Schreter v. Gasmac Inc., ημερ. 13/2/92.  Είναι απόφαση του δικαστηρίου του Οντάριο, την οποία παρέθεσε ο δικηγόρος της εφεσίβλητης.  Κι αυτό γιατί είχε τεθεί θέμα προσβολής της δημόσιας τάξης σε υποθέσεις διεθνούς διαιτησίας με βάση νόμο που είχε ως πρότυπο τον κώδικα των Ηνωμένων Εθνών. Υπογραμμίζει επίσης η υπόθεση τις ομοιότητες που εμφανίζει η έννοια στα διάφορα νομικά συστήματα (σελ. 23-24):

“Professor McLeod puts it at p. 621, that the public policy prohibition ought to be invoked only if the judgment involves an act that is illegal in the forum or where the action involves acts repugnant to the orderly functioning of the social or commercial life of the forum.  An obvious example would be the enforcement of a gambling debt which would be illegal in Ontario. No such element is asserted in the case at bar, which as I have said is essentially that the California judgment is wrong or is a breach of natural justice.

The June 1985 Report also gives some guidance on the intended scope of the public policy ground for refusal of recognition (p.63):

296.  In discussing the term “public policy”, it was understood that it was not equivalent to the political stance or international policies of a State but comprised the fundamental notions and principles of justice......

297.  .......It was understood that the term “public policy”, which was used in the 1958 New York Convention and many other treaties, covered fundamental principles of law and justice in substantive as well as procedural respects.  Thus, instances such as corruption, bribery or fraud and similar serious cases would constitute a ground for setting aside. It was noted, in that connection, that the wording “the award is in conflict with the public policy of this State” was not to be interpreted as excluding instances or events relating to the manner in which an award was arrived at.”

[*598]Το όλο ζήτημα της επιβολής δικαιωμάτων και της αναγκαιότητας προκαταβολής τους έγινε μέσα στα πλαίσια της συμφωνίας διαιτησίας και των κανονισμών που υιοθετήθηκαν για τη διεξαγωγή της.  Οι Καν. 9(1), 14 και 15, στους οποίους ήδη αναφερθήκαμε, δεν ήταν το μοναδικό υπόβαθρο. Ο Καν. 2(c) και (d) του παραρτήματος 3 των Κανονισμών παρέχει ρητή εξουσία στο Δ.Δ.Δ. για τον καθορισμό των εξόδων με συγκεκριμενοποιημένο ανώτερο και κατώτερο όριο, ανάλογα με το ύψος της διαφοράς και σύμφωνα με τις κλίμακες που εκτίθενται στη σελ. 37.  Επομένως δεν ευσταθούν οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του εφεσείοντα. Η αρμοδιότητα υπήρχε, ύστερα από τη συμφωνία των μερών, την οποία είχαν κάθε δικαίωμα να συνάψουν.  Τους το επέτρεπε το άρθρ. 2(7) του ν. 101/87, που ορίζει ότι:

“Οποιαδήποτε αναφορά του παρόντος Νόμου σε συμφωνία των μερών θα ερμηνεύεται ως περιλαμβάνουσα και τους μνημονευόμενους στη συμφωνία κανόνες διαιτησίας”.

Πρέπει να λεχθεί ότι, παρά τη σχετική του αναφορά στη στάση των δικηγόρων του εφεσείοντα κατά τη διαιτητική διαδικασία, ο πρωτόδικος δικαστής εξέτασε το τεθέν ζήτημα δημόσιας τάξης.  Και αποφάνθηκε ότι η σχετική απόφαση για τα δικαιώματα δε βρισκόταν σε αντίθεση προς τη δημόσια τάξη της χώρας.  Έδωσε μάλιστα το παράδειγμα, από την εσωτερική νομοθεσία, της απώλειας ουσιαστικών δικαιωμάτων στην περίπτωση, που δεν είναι σπάνια, στην οποία δεν υπάρχει συμμόρφωση διαδίκου με διάταγμα εξασφάλισης εξόδων.

Η υπόθεση Mirror Group Newspapers, ανωτέρω, που παρέθεσε ο εφεσείων, αφορά τα έξοδα παραλήπτη περιουσίας που διόρισε το δικαστήριο, θέμα που ρυθμίζει στην Αγγλία ειδικός διαδικαστικός κανονισμός.  Προκύπτει και από ένα φευγαλέο βλέμμα στο κείμενο της απόφασης ότι δεν προσφέρεται καθόλου για σύγκριση με την κρινόμενη περίπτωση.  Αναφορικά με την εισήγηση για την εκ των υστέρων καταβολή των δικαιωμάτων με πρόβλεψη να μην ενεργοποιηθεί οποιαδήποτε απόφαση υπέρ της Κένυας διερωτώμαστε τι θα συνέβαινε στην περίπτωση που δε θα πετύχαινε η ανταπαίτηση της, οπόταν θα ήταν υπόλογη για τα έξοδα.

Έχοντας υπόψη τις αυθεντίες που παραθέσαμε καταλήγουμε ότι η ενέργεια του Διαιτητικού Δικαστηρίου να εκλάβει σαν αποσυρθείσα την ανταπαίτηση για μη καταβολή των εξόδων δε θίγει τη δημόσια τάξη της Κύπρου.  Ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι η μη εξέταση δεν αποτελεί κώλυμα επαναφοράς της.  Θα μπορούσαμε, [*599]προτού εγκαταλείψουμε το ζήτημα, να παραθέσουμε και απόφαση ελληνικού δικαστηρίου σε όμοια ουσιαστικά περίπτωση (από το σύγγραμμα ΙΔΜΕ - 9 -, ανωτέρω, σελ. 428 και 432):

“Μεγάλος αριθμός ελληνικών αποφάσεων προέβη στην αναγνώριση/κήρυξη εκτελεστών αλλοδαπών αποφάσεων, κρίνοντας ότι δεν δημιουργείται αντίθεση προς την ελληνική δημόσια τάξη.............................................................................................

............................................................................................................

- Από το γεγονός ότι η αλλοδαπή απόφαση κατεδίκασε σε καταβολή ξένου νομίσματος................................................................

.............................................................................................................

 ή

-  Επεδίκασε δικαστική δαπάνη υπέρογκη και πρωτοφανή για τις αντιλήψεις που επικρατούν στην Ελλάδα.”

Μένουν δύο ακόμη σημεία, από την πρώτη ενότητα, που χρειάζεται να εξετάσουμε.  Η σχετική περικοπή της απόφασης ότι οι θέσεις της εφεσείουσας για την ανταπαίτηση “δεν ανταποκρίνονται απόλυτα στην πραγματικότητα” δεν μπορεί με κανένα τρόπο να εκληφθούν ότι σημαίνουν πλήρη ή έστω και μερική αποδοχή τους.  Δεν υπήρχε οποιαδήποτε ταλάντευση από μέρους του πρωτόδικου δικαστή αναφορικά με το εσφαλμένο των θέσεων αυτών.  Τούτο προκύπτει τόσο από το γενικότερο περιεχόμενο της απόφασης του, όσο και απ’ ό,τι ακολουθεί αμέσως μετά την επίμαχη φράση.  Επεξηγεί ο δικαστής ότι “....δεν της εστερήθη (της Κένυας) το δικαίωμα προώθησης των ανταπαιτήσεων της, αλλ’ απλώς εθεωρήθη ότι με τη συμπεριφορά της δεν επιθυμούσε η ίδια προώθηση των ανταπαιτήσεων της.”  Ό,τι ακολουθεί αμέσως μετά επεξηγεί και διαλευκαίνει περαιτέρω το όλο ζήτημα.

Πρέπει να λεχθεί, για το εναπομείναν ζήτημα, ότι δεν υπήρχε υποχρέωση καταβολής εξόδων γιατί οι όροι εντολής κατέστησαν ενεργοί από 4/1/94.  Δεν τέθηκε ούτε συζητήθηκε στην πρωτοβάθμια δίκη.  Προτείνεται για πρώτη φορά με την έφεση.  Επομένως δεν μας είναι δυνατό να το εξετάσουμε είτε να αναφερθούμε στην ουσία υπό το φως των εξηγήσεων που έδωσε η εφεσίβλητη.

Έχουμε ερευνήσει μέχρι τώρα τους λόγους έφεσης 1 και 5, οι οποίοι αφορούσαν αποκλειστικά σε θέματα αναγόμενα στην καταβολή των δικαιωμάτων.  Οι υπόλοιποι λόγοι συνδέονται με την εκκρεμοδικία.  Συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλουμένης, στις οποίες θα αναφερθούμε, σε πραγματικά ή νομικά [*600]σφάλματα του δικαστή.  Είναι γεγονός, που βεβαιώνει και ο πρωτόδικος δικαστής, ότι, σύμφωνα με την παράγραφο ΙΙΙ.2 των όρων εντολής ημερ. 22/10/93, το Δ.Δ.Δ. θα αποφάσιζε κατά πόσον υπάρχει ζήτημα lis alibi pendens “ως αποτέλεσμα του οποίου η διαιτησία πρέπει να ανασταλεί μέχρις ότου συμπληρωθεί η αγωγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κένυας.”.

Η αναστολή φαίνεται πως προωθήθηκε στο προσκήνιο επανειλημμένα και υπήρξε αντικείμενο διαδικαστικών οδηγιών και διαταγών.  Η εκκαλούμενη απόφαση παρέχει, σε κάποια έκταση, το ιστορικό αυτής της πτυχής της υπόθεσης, χρησιμοποιώντας βασικά τις αναφορές στο ζήτημα από την τελική απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, που προσκομίστηκε ως τεκμήριο. Το ζήτημα λοιπόν αφέθηκε να κριθεί υπό το φως της απόφασης που αυτό θα λάμβανε  αναφορικά με την εγκυρότητα της συμφωνίας δανειοδότησης του 1983 (όρος εντολής ΙΙΙ.4) και των συνεπειών της. Θα μπορούσε να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το ίδιο το δικαστήριο ή να εγερθεί από οποιονδήποτε διάδικο και να χορηγηθεί ενδεχόμενα αναστολή αν το μέτρο ήταν προς το συμφέρον της καλής απονομής της δικαιοσύνης.  Είναι σημαντικό ότι η εγκυρότητα συναρτήθηκε με το ερώτημα αν η συμφωνία του 1983 ήταν αυθυπόστατη ή συσχετιζόταν και αποτελούσε μέρος των συμφωνιών του 1975, που προηγήθηκαν.  Έτσι στην περίπτωση που οι συμφωνίες αυτές του 1975 ήταν άκυρες, λόγω δόλου, θα άφηναν ανεπηρέαστη τη συμφωνία του 1983, αν η τελευταία, κατά την κρίση των διαιτητών, ήταν ανεξάρτητη από τις προηγούμενες. Αυτό προκύπτει από τη διαδικαστική διαταγή αρ. 4 ημερ. 14/4/94 που είναι αρκετά αναλυτική (επισυνάφθηκε ως τεκμ. 3 στην ένορκη δήλωση της Bawag).

Στις 10/12/94 το Διαιτητικό Δικαστήριο έδωσε αναστολή την οποία παρέτεινε, με άλλες ενδιάμεσες αποφάσεις του, μέχρι τις 30/6/95.  Η Κένυα είχε υποβάλει τέτοιο αίτημα από 7/11/93.  Δεν ήταν όμως για τους λόγους που πρόβαλε που χορηγήθηκε αναστολή.  Το μέτρο κρίθηκε αναγκαίο γιατί εκκρεμούσε άλλη δίκη μεταξύ των Κen Ren και Voest στην οποία η τελική απόφαση δόθηκε στις 4/8/95. Aφού, κατά την περίοδο μεταξύ Ιουλίου και αρχών Οκτωβρίου, οι διάδικοι υπέβαλαν τις εισηγήσεις τους, το Διαιτητικό Δικαστήριο αποφάσισε άρση της αναστολής και συνέχιση της δίκης η οποία έκλεισε στις 25/4/96 με κατάθεση των γραπτών αγορεύσεων.

Στο μεταξύ στις 2/4/96 το Δ.Δ. εξέδωσε τη 15η - και τελευταία προφανώς - διαταγή του.  Δεν προσκομίστηκε.  Ωστόσο, στην παράγραφο 48 της τελικής απόφασης (που είναι τεκμήριο) δηλώνεται [*601]ότι με αυτή δόθηκαν οδηγίες σχετιζόμενες με την τελική φάση της ακρόασης.  Παράλληλα (με την υποπαράγραφο 3) απορρίφθηκε το αίτημα της Κένυας για αναστολή της διαδικασίας.  Ο πρωτόδικος δικαστής, αφού παρατήρησε πως οι εφεσείοντες δεν έδωσαν στο δικαστήριο καμιά πληροφορία για το θέμα, όπως είχαν καθήκον, προσέτρεξε στην ένορκο δήλωση της Τράπεζας για να διαφωτιστεί στο σημείο αυτό.  Συγκεκριμένα στην παράγραφο 21, το περιεχόμενο της οποίας δε φαίνεται να αμφισβητήθηκε.  Αναφέρεται στην ουσία ότι το Δ.Δ. αποφάσισε πως η συμφωνία χρηματοδότησης του 1975 και η εγγύηση του 1975 ήταν χωριστές και ανεξάρτητες συμφωνίες από εκείνη του 1983.  Γι αυτό και το Δ.Δ. δε θεώρησε αναγκαίο να επανεξετάσει θέμα αναστολής λόγω lis alibi pendens. Ό,τι αναφέρει η ένορκη δήλωση βρίσκει έρεισμα σε διάφορες παραγράφους της διαιτητικής απόφασης.  Η παράγραφος 318 καταγράφει την άποψη του ΔΔ ότι η συμφωνία του 1983 δεν αποτελούσε σύμβαση ανανέωσης (novation) αναφορικά με τις υποχρεώσεις της Κένυας με βάση τις συμφωνίες του 1975. 

Ο πρωτόδικος δικαστής έκρινε ότι, με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 6 σε συνδυασμό με εκείνες του 34, η μόνη θεραπεία που θα μπορούσε να επιδιώξει η Κένυα ήταν η ακύρωση της διαιτητικής απόφασης για το λόγο που προβλήθηκε ότι, δηλαδή, αυτή προσκρούει στις διατάξεις της κυπριακής δημόσιας τάξης.  Το μέτρο της αναστολής, συμπλήρωσε ο δικαστής, είναι εξεταστέο μόνο στην περίπτωση που υποβάλλεται, από το μέρος υπέρ του οποίου εκδόθηκε η απόφαση, αίτηση για αναγνώριση και εκτέλεση της από τα δικαστήρια της Κύπρου, σύμφωνα με τη διαδικασία και με τις προϋποθέσεις που θέτουν τα αρθρ. 35 και 36 του ίδιου νόμου.

Αφού, στη συνέχεια, ο πρωτόδικος δικαστής ασχολήθηκε με την έννοια της δημόσιας τάξης και τους χειρισμούς του ζητήματος της εκκρεμοδικίας από τους διαιτητές, που έχουμε παραπάνω καταγράψει, θεώρησε ότι “αν διαπιστωθεί ότι (οι διαιτητές) επιλήφθηκαν του θέματος της εκκρεμοδικίας και το αποφάσισαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω ενασχόλησης με το θέμα”.  Το συμπέρασμα του δικαστή είναι ότι το εξέτασαν σύμφωνα με την εντολή που είχαν. Περαιτέρω υπογράμμισε πως δεν είχε προσαχθεί από την Κένυα το σκεπτικό της απόφασης για απόρριψη του αιτήματος. Όμως οι βασικές σκέψεις πίσω από την ενέργεια των διαιτητών βγαίνουν από την ίδια την τελική απόφαση.

Ο πρωτόδικος δικαστής διατύπωσε το τελικό του συμπέρασμα ως εξής:

[*602]“Είναι η απόφαση μου ότι με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία και γεγονότα οι Διαιτητές αποφάσισαν κατά πόσον υπήρχε εκκρεμοδικία ή όχι και αποφάσισαν κατά πόσον ασκώντας τη διακριτική τους ευχέρεια έπρεπε ν’ αναστείλουν την ενώπιον τους διαδικασία ή όχι.  Δεν υπάρχει επομένως περιθώριον εξέτασης αν αυτή η απόφαση τους αντίκειται στις διατάξεις δημόσιας τάξης της Κύπρου.”

Είναι από τα ευρήματα που βρίσκονται στο στόχαστρο της έφεσης. Κατακρίνεται η πρωτόδικη απόφαση σαν λανθασμένη στην έκταση που εμφανίζονται οι διαιτητές να έχουν αποφασίσει (α) αν υπήρχε ή όχι εκκρεμοδικία και (β) κατά πόσον η διαδικασία έπρεπε ή δεν έπρεπε να ανασταλεί.  Η κύρια πλημμέλεια που αποδίδεται στην εκκαλούμενη είναι ότι δεν αποφάσισαν οριστικά κανένα από τα δύο αυτά θέματα.

Είναι περαιτέρω η υπόθεση των εφεσειόντων πως δεν προβλήθηκε ισχυρισμός ούτε δόθηκε μαρτυρία από οποιονδήποτε των διαδίκων ότι το Φεβρουάριο του 94, όπως ανέφερε ο πρωτόδικος δικαστής στην απόφαση του, υπήρχε διαδικαστική απόφαση των διαιτητών σχετικά με την εκκρεμοδικία. Επομένως τα ευρήματα που έχουν ως έρεισμα τέτοια απόφαση είναι ανυπόστατα και πρέπει να παραμεριστούν μαζί με την τελική απόφαση των διαιτητών.  Προσβάλλεται συναφώς και η θέση “ότι ήταν καθήκον της Κένυας να θέσει ενώπιον του δικαστηρίου όλα τα στοιχεία που υπήρχαν εφόσον ισχυρίζεται ότι υπάρχει έλλειψη απόφασης”.  Κατά το δικηγόρο της εφεσείουσας η τοποθέτηση του πρωτόδικου δικαστηρίου συνιστά λανθασμένη νομική καθοδήγηση.  Η αντίστροφη πρόταση, σχετικά με το βάρος απόδειξης, είναι η ορθή.

Με άλλο λόγο (αρ. 3) βάλλεται η άρνηση του πρωτόδικου δικαστή να επιληφθεί των υπό συζήτηση ζητημάτων υπό το πρίσμα της δημόσιας τάξης της Κύπρου, δηλαδή, να αποφανθεί αν οι χειρισμοί των διαιτητών θίγουν την έννοια αυτή.  Ήταν επιβεβλημένη η υποχρέωση του να ερευνήσει το θέμα από τις διατάξεις των άρθρ. 34, 36 και 18 του ν. 101/87 και εκείνης του ν. 84/79 ιδιαίτερα των άρθρων V και VI.  Επίκληση έγινε και σε σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου να χορηγεί αναστολή.  Προς ενίσχυση ο συνήγορος μας παρέπεμψε στην αμερικανική εφετειακή απόφαση Hewlett Packard Co. Inc. v. Helge Berg & Others,  61 F.3d  σελ. 101.

Το τελευταίο παράπονο έχει ως βάση το άρθρ. 20(2) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, που καθιστά δυνατή την ακύρωση διαιτητικής απόφασης για παρεκτροπή (misconduct) των διαιτητών ή [*603]της διαδικασίας.  Ο δικηγόρος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε ότι ο πρωτόδικος δικαστής “παρέλειψε και/ή απέτυχε να εύρει ότι στην παρούσα υπόθεση έχει εφαρμογή το άρθρ. 20(2) του Κεφ. 4”.  Φαίνεται πως αυτός είναι νέος ισχυρισμός.  Δεν είχε προταθεί πρωτόδικα.  Είναι συνεπώς απαράδεκτη η επίκληση του από την εκκαλούσα.  Εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να επιτύχει δεδομένου ότι κατά το άρθρ. 3(3) του ν. 101/87 η κυπριακή νομοθεσία “εξακολουθεί να ισχύει προκειμένου περί της διαιτησίας διαφορών που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος Νόμου”.  Κατά τη ρητή διατύπωση και ορθή ερμηνεία του άρθρου αυτού το άρθρ. 20(2) του Κεφ. 4 εφαρμόζεται μόνο σε εγχώριες διαιτησίες.

Το βασικό αντίπαλο επιχείρημα είναι ότι οι διαιτητές αποφάσισαν τα κρίσιμα θέματα.  Κι αυτό γιατί με τη διαδικαστική διαταγή αρ. 4 της 14/4/94 έκριναν ότι θα εγειρόταν θέμα αναστολής μόνο στην περίπτωση που διαφαινόταν ότι όλες οι συμφωνίες ήταν συνδεδεμένες σαν αναπόσπαστο μέρος μιας ευρύτερης συμφωνίας.  Από τη στιγμή που αναγνωρίστηκε η αυτοτέλεια των συμφωνιών “δεν απέμεινε οποιοδήποτε άλλο θέμα να αποφασισθεί σχετικά με την αίτηση δι’ αναστολή”.

Αντικρούοντας τις άλλες εισηγήσεις, ο δικηγόρος της τράπεζας υποστήριξε ότι η αναφορά σε διαταγή Φεβρουαρίου 1994 είναι “τυπογραφικό λάθος” δοθέντος, εκτός άλλων, ότι σε άλλο μέρος της απόφασης μνημονεύεται η διαταγή με τη σωστή ημερομηνία.  Περαιτέρω υποστήριξε ότι ο νόμος αρ. 84/79 δεν περιέχει πρόνοια αναστολής της διαιτητικής απόφασης. Η υπόθεση Hewlett Packard στην οποία παρέπεμψε ο εφεσείων διακρίνεται.  Το δικαστήριο εξέτασε διαφορετικό θέμα. Το εδ. 6 του άρθρ. 2 του ν. 101/87 απέκλεισε την άσκηση σύμφυτης εξουσίας και περιορίζει απόλυτα, σε συνδυασμό με το άρθρ. 34, το πεδίο επέμβασης.

Τέλος, υποστηρίχθηκε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για τη διαπίστωση πως υπήρχε εκκρεμοδικία. Παρατηρούμε εντούτοις ότι ο πρωτόδικος δικαστής θεώρησε σαν υποστατή την εκκρεμοδικία γιατί ήταν θέμα που περιλήφθηκε ρητά στους όρους εντολής.  Η διαπίστωση αυτή δεν προσβλήθηκε με αντέφεση.  Επομένως είναι απαράδεκτη η ανακίνηση της.

Είναι σωστό πως δεν υπάρχει διαδικαστική διαταγή το Φεβρουάριο του 1994.  Έχουμε όμως πεισθεί ότι πρόκειται για λάθος οφειλόμενο σε παραδρομή.  Αυτό φανερώνει και το γεγονός ότι προηγουμένως η πρωτόδικη απόφαση μνημονεύει σωστά τη διαταγή Απριλίου του 1994 και συνοψίζει το ουσιαστικό της περιεχόμε[*604]νο για τη φύση των συμφωνιών χρηματοδότησης. Το επαναλαμβάνει πριν το τέλος της απόφασης με μόνη διαφορά το μήνα έκδοσης της διαδικαστικής διαταγής: αναγράφεται ο Φεβρουάριος αντί του Απριλίου.  Είναι απροσεξία χωρίς καμιά συνέπεια.  Θα μπορούσαμε ίσως να προσθέσουμε ότι η διαπίστωση προκύπτει και από τη διαιτητική απόφαση ιδιαίτερα τις παραγράφους 304 και 318.

Δεν παρατέθηκε ή αντιπαρατέθηκε οτιδήποτε, λ.χ., διαδικαστική διαταγή ή άλλη μαρτυρία κλονιστική των υφισταμένων στοιχείων.  Δεν πρέπει να λησμονείται ο θεμελιώδης κανόνας του δικαίου της απόδειξης ότι η απόδειξη ισχυρισμού που προβάλλει διάδικος είτε καταφατικός είτε αρνητικός, που αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της υπόθεσης, βαρύνει τον ίδιο: Abrath v. N.E.R.Y. 11 Q.B.D 440.  Πράγματι ο πυρήνας της υπόθεσης των εφεσειόντων είναι ότι δεν εξετάστηκε θέμα εκκρεμοδικίας και/ή αναστολής της διαδικασίας.  Το δικαστήριο με την παρατήρηση του τόνισε ότι η εκδοχή αυτή έμεινε ανυποστήρικτη.

Σύμφωνα με το άρθρ. V της Σύμβασης της Νέας Υόρκης (ν. 84/79) η άρνηση αναγνώρισης ή εκτέλεσης διαιτητικής απόφασης επιτρέπεται, ύστερα από αίτηση του μέρους εναντίον του οποίου γίνεται επίκληση της απόφασης, μόνο αν αυτό αποδείξει ενώπιον της αρμόδιας αρχής, από την οποία επιζητείται αναγνώριση εκτέλεσης, ότι η απόφαση:

“.......δεν κατέστη εισέτι δεσμευτική διά τα μέρη, ή ότι αύτη ηκυρώθη ή ανεστάλη υπό τινος αρμοδίας αρχής της χώρας εις την οποίαν, ή δυνάμει της νομοθεσίας της οποίας, εξεδόθη η απόφασις.”

[(άρθρ. V 1 (ε)]

Θα μπορούσε εδώ να σημειωθεί ότι μνημονεύονται ρητά τέσσερεις ακόμη περιπτώσεις (βλέπε υποπαράγραφοι (α), (β), (γ) και (δ)].  Κατά το εδ. 2 του ίδιου άρθρου αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί αναγνώριση/εκτέλεση αν αυτό θα ήταν αντίθετο προς τη δημόσια τάξη της χώρας.

Κατά το άρθρ. VI αν η ακύρωση ή αναστολή της διαιτητικής απόφασης, η προβλεπόμενη από το άρθρ. V(1)(ε), έχει ζητηθεί από την αρμόδια αρχή, η αρχή ενώπιον της οποίας γίνεται επίκληση της απόφασης μπορεί, αν το κρίνει πρέπον (proper), να αναβάλει την απόφαση της περί του θέματος της εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης και να υποχρεώσει το άλλο μέρος να παράσχει, αν ζητηθεί, κατάλληλη εγγύηση στον αιτούμενο την εκτέλεση.

[*605]

Είναι φανερό από το περιεχόμενο των παραπάνω διατάξεων, που επικαλούνται οι εφεσείοντες, ότι δεν εφαρμόζονται στην προκείμενη περίπτωση.  Αφορούν το μεταγενέστερο στάδιο αίτησης για αναγνώριση/εκτέλεση: το άρθρ. 35 του ν. 101/87.  Το δικαστήριο έχει δικαίωμα χορήγησης αναστολής για περιορισμένο χρονικό διάστημα και για τον περιορισμένο λόγο να δοθεί στο Δ.Δ η δυνατότητα να λάβει διορθωτικά μέτρα είτε με την επανάληψη της διαιτητικής διαδικασίας ή τη λήψη μέτρων προς θεραπεία των λόγων ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης.  Αναφορικά με το άρθρ. 18 φαίνεται να είναι παντελώς άσχετο με τα επίδικα θέματα.  Αναφέρεται βασικά στην αρχή της ισότητας των όπλων κατά τη διεξαγωγή της διαιτητικής διαδικασίας.  Τέτοιο παράπονο δεν έχει υποβληθεί ή αναπτυχθεί ενώπιον μας.  Καταλήγουμε ότι, με βάση τις πρόνοιες αυτές, δεν υπάρχει ρητή εξουσία αναστολής της απόφασης μέχρι να γνωσθεί η τύχη των δικαστικών διαβημάτων στην Κένυα, που λήφθηκαν από τους εφεσείοντες.

Είναι γεγονός ότι ο πρωτόδικος δικαστής, παρόλο που έθεσε το θέμα, κατά τη συνοπτική παρουσίαση των εισηγήσεων του εφεσείοντα, δεν το συζήτησε.  Όμως δεν υπάρχει απόλυτος κανόνας ότι συζητείται από το δικαστήριο κάθε επιχείρημα που προβάλλεται από τους διαδίκους. Στην πρόσφατη αγγλική απόφαση Reg. v. Farr, The Times, 10/12/98, τονίστηκε πως δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να ενδιατρίψει σε όλη τη μαρτυρία ή όλα τα επιχειρήματα μιας υπόθεσης.  Εκθειάζεται μάλιστα η συντομία και η οικονομία του δικαστικού λόγου.  Σημασία έχει ότι εδώ ο πρωτόδικος δικαστής ασχολήθηκε και αποφάσισε όλα τα σημαντικά προβλήματα που τέθηκαν ενώπιον του. Το ότι δε σχολίασε τις πρόνοιες της συνθήκης της Νέας Υόρκης, που έχουν μια ομοιότητα με το νόμο αρ. 101/87, αλλά δεν ταυτίζονται με αυτό δεν μπορεί να έχει επιπτώσεις στην επίδικη απόφαση.

Όμως παραμένει το ζήτημα κατά πόσο υπάρχει η σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου, που επικαλέστηκε ο δικηγόρος της Βawag στην πρωτόδικη δίκη, το οποίο επανέθεσε ενώπιον μας, αφού το έθιξε προηγουμένως στο περίγραμμα της αγόρευσης του.  Από τα προεκτεθέντα προκύπτει καθαρά ότι ο πρωτόδικος δικαστής θεώρησε ότι δεν είχε τέτοια δικαιοδοσία, για τους λόγους που ο ίδιος ανέπτυξε στην απόφαση του, που συνοπτικά έχουμε ήδη παραθέσει.

Στο σημείο αυτό χρειάζεται να εγκύψουμε για λίγο στην υπόθεση Ηewlett Packard, ανωτέρω. Τα γεγονότα είναι συγκεντρωμένα [*606]στη σύνοψη που καταγράφει και το αποτέλεσμα της υπόθεσης:

“Αction was brought seeking setoff against an international arbitration award and declaration that award was fully satisfied, and other party moved for confirmation. The United States District Court for the District of Massachusetts, Joseph L. Tauro, Chief Judge, 867 F.Supp. 1126, confirmed award, refused to stay confirmation proceeding pending outcome of second arbitration, and rejected setoff claim, and appeal was taken.  The Court of Appeals, Boudin, Circuit Judge, held that:  (1) order confirming arbitration award was immediately appealable despite lack of final judgment;  (2) claim that confirmation proceeding should have been stayed could be considered at the same time; (3) district court could not allow setoff where that claim was subject to the second arbitration; but (4) district court had power to stay confirmation proceedings pending the second arbitration.

Vacated and remanded.”

Tο Αμερικανικό εφετείο αναγνώρισε, όπως είναι και η περίπτωση εδώ, ότι το άρθρο VI της Συνθήκης της Νέας Υόρκης (Ν. 84/79), δεν μπορούσε να ισχύει.  Οι συνθήκες εφαρμογής του, όπως τις διαγράφει το άρθρ. VI, δεν υπήρχαν.  Έχουμε υποδείξει παραπάνω ότι ούτε στην περίπτωση μας υπάρχουν.  Εντούτοις το δικαστήριο προχώρησε και έθεσε το ερώτημα αν μπορούσε να παραχωρηθεί αναστολή εκτός του πλαισίου της Σύμβασης στηριζόμενο στη σύμφυτη εξουσία των δικαστηρίων για την αναστολή αποφάσεων.  Το απάντησε καταφατικά με αποτέλεσμα να ακυρωθεί το διάταγμα επικύρωσης της διαιτητικής απόφασης και να αναπεμφθεί στη συνέχεια η υπόθεση στο πρωτόδικο δικαστήριο για επανεκδίκαση υπό το φως της καθοδήγησης που έδωσε το Εφετείο.

Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το Εφετείο είχε πλήρη επίγνωση της ανάγκης που εξυπηρετούσε η Συνθήκη για εξωδικαστικούς μηχανισμούς επίλυσης διαφορών, που ανταποκρίνονται στους γοργούς ρυθμούς των σύγχρονων καιρών.  Όμως δε θεωρήθηκε αρκετό για να παροπλίσει τη σχετική εξουσία του δικαστηρίου.  Αξίζει να σταθούμε στο παρακάτω απόσπασμα, από τη σελ. 106, που τονίζει αυτή την πτυχή της υπόθεσης:

“Of course, a stay of confirmation should not be lightly granted.  A central purpose of the Convention - an international agreement to which the United States is only one of approximately one hundred signatories - was to expedite the recognition of foreign [*607]arbitral awards with a minimum of judicial interference.  But the risk that the power to stay could be abused by disgruntled litigants - real though that risk is, see Spier v. Calzatu-rificio, 663 F. Supp. 871, 875 (S.D.N.Y. 1987) - argues more for a cautious and prudent exercise of the power than for its elimination.”

Επομένως εύστοχα μπορεί να παραλληλιστεί η περίπτωση με την οποία καταπιάστηκε η απόφαση Ηewlett-Packard με την άλλη Διεθνή Συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών που ενσωματώθηκε στο εσωτερικό μας δίκαιο. Σαν θέμα αρχής οι δύο περιπτώσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν άσχετες, όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος της Βawag.

Η ύπαρξη σύμφυτης εξουσίας ενισχύεται απ’ ότι αναφέρουν οι Dicey & Morris “The Conflict of Laws” 12η έκδοση, τόμος 1, (1993) σελ. 397:

“English courts have an inherent jurisdiction, re-inforced by statute, to stay or strike out an action or to restrain by injunction the institution or continuance of proceedings in a foreign court or the enforcement of foreign judgments, whenever it is necessary to prevent injustice.”

Για τις καταβολές της σύμφυτης εξουσίας και δικαιοδοσίας του δικαστηρίου στο κοινό δίκαιον παραπέμπουμε στο άρθρο του καθηγητή M.S. Dockray “The Inherent Jurisdiction to Regulate Civil Proceedings” “The Law Quarterly Review” τόμος 113 (Ιανουάριος 1997), σελ. 124-125.  Το άρθρο περιέχει απόσπασμα από άρθρο του Sir Jack I.H. Jacob (1970)  που αναφέρεται στη θεωρητική υποδομή της εξουσίας αυτής (σελ. 125):

“........the jurisdiction to exercise these powers was derived, not from any statute or rule of law, but from the very nature of the court as a superior court of law, and for this reason such jurisdiction has been called “inherent” .... the essential character of a superior court of law necessarily involves that it should be invested with a power to maintain its authority and to prevent its process being obstructed and abused.  Such a power is intrinsic in a superior court; it is its very lifeblood, its very essence, its immanent attribute ...... The jurisdiction which is inherent in a superior court of law is that which enables it to fulfil itself as a court of law.  The juridical basis of this jurisdiction is therefore the authority of the judiciary to uphold, to protect and to fulfil the judicial function of administering justice according to law in a [*608]regular, orderly and effective manner.”

Έχουμε τη γνώμη ότι υπάρχει αυτή η σύμφυτη εξουσία, που είναι λογικά απαραίτητη κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.  Ωστόσο η μη αναγνώριση αυτής της εξουσίας από τον πρωτόδικο δικαστή δεν ενέχει επιπτώσεις, αφού στην προκείμενη περίπτωση τίποτε ουσιαστικό δεν τέθηκε ενώπιον του που να δικαιολογούσε επίκληση και εφαρμογή τέτοιας εξουσίας.

Για τους λόγους που εκθέσαμε η έφεση απορρίπτεται.  Με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο