Παπασάββας Λεόντιος και Άλλοι ν. Γενικού Eισαγγελέα της Δημοκρατίας (1999) 1 ΑΑΔ 619

(1999) 1 ΑΑΔ 619

[*619]28 Απριλίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

1. ΛΕΟΝΤΙΟΣ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑΣ,

2. ΣΑΒΒΑΣ ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑΣ,

3. ΖΩΗ ΑΝΔΡΕΟΥ ΠΕΤΣΑ,

Εφεσείοντες,

ν.

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου,

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9832)

 

Αναγκαστική απαλλοτρίωση — Ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Τροποποιητικός) Νόμος 1988 (Ν. 84/88), Άρθρο 5(1) — Δεν εφαρμόζεται επί εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων — Ο κρίσιμος χρόνος για καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης, σε τέτοιες υποθέσεις, είναι ο χρόνος δημοσίευσης της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης.

Αναγκαστική απαλλοτρίωση — Καθορισμός αποζημιώσεων —Υπεραξία — Αποφασίζεται με αναφορά στο χρόνο της γνωστοποίησης και λαμβάνεται υπ’ όψη καθ’ όσον είναι το αποτέλεσμα της απαλλοτρίωσης — Το θέμα είναι πραγματικό και αποφασίζεται από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία.

Αναγκαστική απαλλοτρίωση — Αποζημιώσεις — Εκτιμήσεις — Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από αυτές και μπορεί να χρησιμοποιήσει τα ενώπιον του στοιχεία στο σύνολο τους για να καταλήξει στο δικό του υπολογισμό — Η κατάληξη όμως του Δικαστηρίου δεν πρέπει να είναι αυθαίρετη, αναιτιολόγητη ή αόριστα εξαγόμενη.

Η παρούσα έφεση προέρχεται από απόφαση σε παραπομπή για καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης για απαλλοτρίωση εκτάσεως 704 τ.π. του κτήματος των εφεσειόντων ελλείψει συμφωνίας των μερών.  Η θέση της Δημοκρατίας ήταν ότι η αξία της απαλλοτριωθείσας έκτασης ήταν £950, ποσό το οποίο εκμηδενίζετο λόγω της επαύξησης της αξίας της υπόλοιπης ιδιοκτησίας των εφεσειό[*620]ντων ως αποτέλεσμα της απαλλοτρίωσης.  Οι εφεσείοντες ισχυρίζοντο ότι η αξία της απαλλοτριωθείσας έκτασης ήταν £6.276 και ότι δεν προέκυπτε επαύξηση στην αξία της υπόλοιπης ιδιοκτησίας.  Το πρωτόδικο δικαστήριο απεδέχθη τη μαρτυρία του εκτιμητή της Δημοκρατίας πλην του ότι ο εν λόγω εκτιμητής δεν έλαβε υπόψη του ότι απωλέσθησαν χώροι στάθμευσης με την απαλλοτρίωση και ότι για σκοπούς υπολογισμού της αξίας η απαλλοτριωθείσα έκταση έπρεπε να θεωρηθεί ως ανήκουσα στη ζώνη Α αντί στη ζώνη Β της εκτίμησης.  Αναφορικά με το ύψος της επαύξησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε τη γνώμη ότι αυτό ήταν της τάξης του 100%, τελικά όμως λαμβάνοντας υπόψη την απώλεια των χώρων στάθμευσης, το υπολόγισε στο 50%, όπως ήταν και η άποψη του εκτιμητή της Δημοκρατίας, καταλήγοντας σε υπεραξία της τάξης των £7.900, που έτσι εκμηδένιζε την καταβλητέα αποζημίωση.  Ο χρόνος υπολογισμού της καταβλητέας αποζημίωσης, θεωρήθηκε ο χρόνος δημοσίευσης της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης, σύμφωνα με το Νόμο 25/1993 δηλαδή η 9.6.1972 και όχι ο χρόνος ενάρξεως της ισχύος του Νόμου 84/88, σύμφωνα με το Άρθρο 5 του εν λόγω Νόμου, δηλαδή η 17.6.1988, βασιζόμενο στην υπόθεση Θεοσκέπαστη Φαρμ v. Δημοκρατίας.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους έφεσης.

1.  Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε υπεραξία ανερχόμενη σε 50%, είναι εσφαλμένο.

2.  Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αξία της απαλλοτριωθείσας έκτασης ήταν £2.70 κατά τ.π., είναι εσφαλμένο.

3.  Ο χρόνος υπολογισμού της καταβλητέας αποζημίωσης είναι εσφαλμένος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μπορεί να προβεί στη δική του εκτίμηση αναφορικά με την επαύξηση αν δεν είναι ιδιαίτερα ικανοποιημένο από τις ενώπιον του εκτιμήσεις. Όμως αυτό πρέπει να γίνεται μέσα από λεπτομερή και επιμελή εκτίμηση των δεδομένων ώστε η απόφαση του να μην είναι αυθαίρετη ή παράλογη.

     Στην προκείμενη περίπτωση όμως, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επαύξηση ήταν της τάξης του 100%, δεν ήταν αποτέλεσμα ενδελεχούς αξιολόγησης των ενώπιον του στοιχεί[*621]ων.  Απεναντίας η άποψη για επαύξηση 100% ήταν αντίθετη με τα δεδομένα του εκτιμητή, ο οποίος κατέληξε σε επαύξηση 50%.

     Παρά ταύτα το θέμα αυτό δεν επηρεάζει την έφεση, διότι δεν υπάρχει σχετικός λόγος έφεσης αλλά και διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ανεξήγητα μεν αλλά σίγουρα, τελικά δεν βασίστηκε στη δική του άποψη, αλλά στην άποψη του εκτιμητή της Δημοκρατίας του 50%, την οποία και είχε δεχθεί προηγουμένως.

2.  Όσον αφορά τη μαρτυρία του εκτιμητή των εφεσειόντων, ότι η Δημοκρατία κατέβαλε £7,43 κατά τ.π. για απαλλοτρίωση έκτασης παρόμοιας φύσεως κτήματος, η οποία δεν αμφισβητήθηκε, δεν υπήρχαν δεδομένα σύγκρισης που να οδηγούσαν το Δικαστήριο σε κατάλληλη αξιολόγηση.  Όπως προκύπτει από την εν λόγω μαρτυρία, η σχετική αναφορά του μάρτυρος είναι γενική και αόριστη αν όχι και σε μεγάλο βαθμό εξ ακοής και απληροφόρητη.

3.  Ο χρόνος με βάση τον οποίο καθορίστηκε η πληρωτέα αποζημίωση από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ο ορθός.  Με βάση την υπόθεση Θεοσκέπαστη Φαρμ v. Δημοκρατίας, το Άρθρο 5 του Νόμου 84/1988, δεν εφαρμόζεται σε σχέση με υποθέσεις που εκκρεμούσαν στο Δικαστήριο, όπως η παρούσα, το δε σκεπτικό της απόφασης δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις που ήδη εξεδόθη απόφαση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Θεοσκέπαστη Φαρμ v. Δημοκρατίας (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 534,

Θεοδοσίου Λτδ v. Δήμου Λεμεσού, Πρ. 132/90, ημερ. 18.12.93,

Demetriou v. Republic (1985) 1 C.L.R. 217,

D.J. Demades & Sons Ltd v. Republic (1977) 1 C.L.R. 189,

Σεργίδης v. Δημοκρατίας (1993) 1 Α.Α.Δ. 339,

Κυπριανού v. Δημοκρατίας (1995) 1 Α.Α.Δ. 136,

Rashid Ali v. Vasiliko Cement Works Ltd (1971) 1 C.L.R. 146,

[*622]Attorney-General v. Charalambous (1983) 1 C.L.R. 431.

Έφεση.

Έφεση από τους απαιτητές εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Mιχαηλίδης, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου, 1996 (Παραπομπή Aρ. 99/86) με την οποία απορρίφθηκε η παραπομπή τους, για τον καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης για απαλλοτρίωση, λόγω της υπεραξίας που διαπιστώθηκε για το υπόλοιπο μέρος της ιδιοκτησίας τους.

Ντ. Παπαδόπουλος για Λ. Παπαφιλίππου, για τους Eφεσείοντες.

Γ. Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η έφεση αυτή προέρχεται από απόφαση σε παραπομπή για τον καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης για απαλλοτρίωση εκτάσεως 704 τ.π. κτήματος των Εφεσειόντων ελλείψει συμφωνίας των μερών. Η θέση της Δημοκρατίας, η οποία και απευθύνθηκε προς το δικαστήριο για το θέμα, ήταν ότι η αξία της απαλλοτριωθείσας έκτασης ήταν £950, ποσό το οποίο όμως εκμηδενίζετο λόγω της επαύξησης της αξίας της υπόλοιπης ιδιοκτησίας των Εφεσειόντων ως αποτέλεσμα της απαλλοτρίωσης. Οι Εφεσείοντες ισχυρίζοντο ότι η αξία της απαλλοτριωθείσας έκτασης ήταν £6,276 και ότι δεν προέκυπτε επαύξηση στην αξία της υπόλοιπης ιδιοκτησίας.  Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εκτιμητή των Εφεσειόντων και απεδέχθη εκείνη του εκτιμητή της Δημοκρατίας όσον αφορά την αξία της απαλλοτριωθείσας έκτασης, πλην του ότι ο εκτιμητής της Δημοκρατίας δεν έλαβε υπ΄όψη του ότι απωλέσθησαν χώροι στάθμευσης με την απαλλοτρίωση και ότι για σκοπούς υπολογισμού της αξίας η απαλλοτριωθείσα έκταση έπρεπε να θεωρηθεί ως ανήκουσα στη ζώνη Α αντί στη ζώνη Β της εκτίμησης.  Ας σημειωθεί ότι ο εκτιμητής της Δημοκρατίας είχε αναφέρει ως αξία της γης στη ζώνη Α ως £2.70 κατά τ.π., με βάση δε αυτό το πρωτόδικο δικαστήριο υπολόγισε την αξία της απαλλοτριωθείσας έκτασης σε £1,900.  Αλλά και στο θέμα της επαύξησης, το πρωτόδικο δικαστήριο απόρριψε τη μαρτυρία [*623]του εκτιμητή των Εφεσειόντων ότι δεν υπήρξε επαύξηση αλλά δυσμενής επίδραση και απεδέχθη τη μαρτυρία του εκτιμητή της Δημοκρατίας ότι υπήρξε επαύξηση. Όσον αφορά το ύψος της επαύξησης, το πρωτόδικο δικαστήριο είχε τη γνώμη ότι αυτό ήταν της τάξης του 100%, τελικά όμως, λαμβάνοντας υπ’ όψη την απώλεια των χώρων στάθμευσης, το υπολόγισε στο 50%, όπως ήταν και η άποψη του εκτιμητή της Δημοκρατίας, καταλήγοντας σε υπεραξία της τάξης των £7,900, που έτσι εκμηδένιζε την καταβλητέα αποζημίωση.  Όσον αφορά το χρόνο υπολογισμού της καταβλητέας αποζημίωσης, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι αυτός ήταν ο χρόνος δημοσίευσης της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης, σύμφωνα με το Νόμο 25/1993, δηλαδή η 9.6.1972, και όχι ο χρόνος ενάρξεως της ισχύος του Νόμου 87/88, σύμφωνα με το άρθρο 5 του εν λόγω Νόμου, δηλαδή η 17.6.1988, βασιζόμενο στην υπόθεση Θεοσκέπαστη Φαρμ ν. Δημοκρατίας (1989) 1(E) A.A.Δ. 534.

Περνώντας στους λόγους έφεσης όπως διατυπώνονται στην ειδοποίηση έφεσης και αναπτύσσονται στο περίγραμμα, ο πρώτος είναι άνευ σημασίας και δεν θα τον σχολιάσουμε περαιτέρω, αφού είναι πρόδηλο ότι η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου στην απόφαση του ότι η απαίτηση των εφεσειόντων ήταν £1,600 είναι λανθασμένη, χωρίς όμως να επηρεάζεται η ουσία ή το αποτέλεσμα της απόφασης ή των λοιπών λόγων έφεσης.

Ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορούν το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η αξία της απαλλοτριωθείσας έκτασης ήταν £2.70 κατά τ.π.  Προβάλλεται η θέση ότι η μαρτυρία του εκτιμητή της Δημοκρατίας, στην οποία βασίσθηκε το δικαστήριο, ήταν ότι η αξία κυμαίνετο μεταξύ £2.70 και £3.40 κατά τ.π., και αναιτιολόγητα το πρωτόδικο δικαστήριο επέλεξε τη χαμηλότερη αξία, αγνόησε δε και αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του εκτιμητή των Εφεσειόντων ότι για απαλλοτρίωση έκτασης παρόμοιας φύσης κτήματος η Δημοκρατία κατέβαλε £7.43 κατά τ.π.  Επ’ αυτών, η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία στο περίγραμμα της αγόρευσης της απαντά ότι δεν έχει καταδειχθεί λόγος επέμβασης του Εφετείου με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, με γνώμονα το ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί δικό του έργο.  Και ότι, όσον αφορά την καταβολή £7.43 κατά τ.π. στην περίπτωση άλλου κτήματος, αυτό δεν απετέλεσε συγκριτικό του εκτιμητή των Εφεσειόντων ούτε υπήρξε συγκριτική μελέτη ώστε να μπορούσε να αξιολογηθεί από το δικαστήριο.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης προσβάλλει το εύρημα το πρωτόδικου δικαστηρίου ότι υπήρχε υπεραξία ανερχόμενη σε 50%.  Συ[*624]γκεκριμένα, λέγεται, δεν ελήφθη υπ’ όψη ότι, ως εκ της απώλειας του χώρου στάθμευσης του κτήματος με την απαλλοτρίωση και την απαγόρευση της στάθμευσης στη νέα λεωφόρο, μειώθηκε η συνάφεια του κτήματος με το δρόμο και απωλέσθησαν χώροι στάθμευσης, με αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας του.  Αγνοήθηκε επίσης, λέγεται, το ότι το κτήμα είχε ήδη αξιοποιηθεί με την ανέγερση κτιρίου και δεν θα οφελείτο περαιτέρω με τη νέα λεωφόρο, ενώ μάλλον η χρήση των υφιστάμενων κτιρίων δυσχεραίνετο.  Υποστηρίζεται περαιτέρω ότι κακώς το πρωτόδικο δικαστήριο βασίσθηκε στα συγκριτικά του εκτιμητή της Δημοκρατίας για να αχθεί στο συμπέρασμα ότι υπήρξε επαύξηση.  Η θέση της κας. Κυριακίδου επ’ αυτού είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε με πολλή προσοχή τη μαρτυρία για να διαπιστώσει ότι επήλθε επαύξηση, σε συσχετισμό με τις συγκριτικές πωλήσεις στις οποίες ανεφέρθη ο εκτιμητής της Δημοκρατίας και τα εφαρμοζόμενα κριτήρια.  Συναφής είναι και ο πέμπτος λόγος έφεσης ο οποίος αφορά την απόρριψη της μαρτυρίας του εκτιμητή των Εφεσειόντων ότι υπήρξε επιζήμια επίδραση και την αποδοχή του εκτιμητή της Δημοκρατίας ότι υπήρξε επαύξηση.  Η κυρία Κυριακίδου σχολιάζει το θέμα αυτό λέγοντας ότι, αφ’ ης στιγμής το δικαστήριο θεώρησε ως κρίσιμο χρόνο το 1972 και όχι το 1988, δεν θα μπορούσε να βασιζόταν στην εκτίμηση του εκτιμητή των εφεσειόντων η οποία αφορούσε συγκριτικά του 1988, παρά μάλλον στην εκτίμηση του εκτιμητή της Δημοκρατίας η οποία αφορούσε συγκριτικά του 1972.

Τέλος, ο έκτος λόγος έφεσης προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με το χρόνο υπολογισμού της καταβλητέας αποζημίωσης σε σχέση με την απόφαση στην υπόθεση Θεοσκέπαστη Φαρμ ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω.  Ο λόγος αυτός συναρτάται προς τις αντίστοιχες εκτιμήσεις, αφού ο μεν εκτιμητής των εφεσειόντων προέβη στην εκτίμηση του με βάση τις τιμές του 1988, ο δε εκτιμητής της Δημοκρατίας προέβη στην εκτίμηση του με βάση τις τιμές του 1972.  Η κυρία Κυριακίδου εμμένει στη θέση ότι, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, το άρθρο 5 του Νόμου 84/1988 δεν εφαρμόζεται σε υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, περαιτέρω υποδεικνύει δε ότι το εν λόγω άρθρο εκρίθη αντισυνταγματικό στην υπόθεση Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ ν. Δήμου Λεμεσού, Πρ. 132/90, ημερ. 18.2.1993.

Θεωρούμε πρόσφορο να ασχοληθούμε αρχικά με τον τελευταίο αυτό λόγο έφεσης, αφού καθορίζει θέματα τα οποία αφορούν τις εκτιμήσεις.  Η κατάληξη δεν μπορεί παρά να είναι βε[*625]βαία:  Το άρθρο 5 του Νόμου 84/1988 έχει κηρυχθεί αντισυνταγματικό στην υπόθεση Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ ν. Δήμου Λεμεσού, ανωτέρω, με αποτέλεσμα το θέμα να διέπεται εν πάση περιπτώσει από το άρθρο 10 του Νόμου 15/1962, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 6(γ) του Νόμου 25/1983, το οποίο προνοεί ότι:

“Δια τους σκοπούς υπολογισμού της αποζημιώσεως δυνάμει των παραγράφων (στ) και (ζ) του παρόντος άρθρου λαμβάνονται υπ΄όψιν τα κατά τον χρόνον της δημοσιεύσεως της γνωστοποιήσεως απαλλοτριώσεως υφιστάμενα δεδομένα.”

Ο κρίσιμος χρόνος είναι λοιπόν ο χρόνος δημοσίευσης της γνωστοποίησης, δηλαδή η 9.6.1972 στην προκειμένη περίπτωση, και όχι ο χρόνος που προνοείται στο άρθρο 5 του Νόμου 84/1988 (δηλαδή η 17.6.1988).  Ακόμα δε και με βάση την υπόθεση Θεοσκέπαστη Φαρμ ν. Δημοκρατίας, το άρθρο 5 του Νόμου 84/1988 δεν θα είχε εφαρμογή αφού, όπως αποφασίσθηκε, δεν εφαρμόζεται σε σχέση με υποθέσεις που εκκρεμούσαν στο δικαστήριο, όπως η παρούσα, το δε σκεπτικό της απόφασης δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις που ήδη εξεδόθη απόφαση.  Ορθώς επομένως το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε επί του θέματος αυτού, έστω και αν η συλλογιστική του δεν είναι ευθέως στα πιο πάνω πλαίσια και αναζητεί την απάντηση μέσα από μια περίπλοκη ανάλυση των προνοιών του άρθρου 5 του Νόμου 84/1988.

Αυτό μας οδηγά στον τρίτο και στον τέταρτο λόγο έφεσης.  Σημειώνουμε ότι με το λόγο αυτό δεν προσβάλλεται η ίδια η προτίμηση του δικαστηρίου για την εκτίμηση του εκτιμητή της Δημοκρατίας έναντι εκείνης του εκτιμητή των Εφεσειόντων, παρά μόνο ότι, με βάση την εκτίμηση του εκτιμητή της Δημοκρατίας, δεν δικαιολογείτο η υιοθέτηση της αξίας των £2.70 κατά τ.π.  Τα αναφερόμενα όμως σε στήριξη των λόγων έφεσης αυτών δεν ευσταθούν.  Ο εκτιμητής της Δημοκρατίας ανεφέρθη μεν σε τιμή κυμαινόμενη από £2.70 μέχρι £3.40 κατά τ.π., υιοθέτησε όμως την τιμή των £2.70 κατά τ.π. για τους λόγους που εξήγησε, την οποία εδέχθη και το πρωτόδικο δικαστήριο.  Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε στη σχετική συλλογιστική του δικαστηρίου σε συνάρτηση με τα ενώπιον του δεδομένα που να δικαιολογούσε επέμβαση μας.  Συμφωνούμε δε με την κα. Κυριακίδου ότι, όσον αφορά τη μαρτυρία του εκτιμητή των εφεσειόντων, η οποία δεν αμφισβητήθηκε, ότι στην περίπτωση άλλου κτήματος κατεβλήθησαν £7.43 κατά τ.π., δεν υπήρχαν δεδομένα σύγκρισης ενώπιον του δικαστηρίου που να το οδηγούσαν σε κατάλληλη αξιολόγη[*626]ση.  Θα προσθέταμε δε ότι, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία του εκτιμητή των εφεσειόντων, η σχετική αναφορά του είναι γενική και αόριστη, αν όχι και σε μεγάλο βαθμό εξ ακοής και απληροφόρητη.

Απομένουν ο δεύτερος και ο πέμπτος λόγος έφεσης που αφορούν την επαύξηση, στην πραγματικότητα το πιο ουσιαστικό θέμα της έφεσης.  Επ’ αυτού, το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού επεσήμανε το επίδικο ζήτημα, ανάλυσε τις πρόνοιες του νόμου και τις αρχές της νομολογίας ως προς την έννοια της “επαύξησης” ή “μείωσης” της αξίας και τόνισε  ότι η επαύξηση - ή μείωση - τότε μόνο λαμβάνεται υπ’ όψη αν και καθ’ όσον είναι το αποτέλεσμα της απαλλοτρίωσης. Στη συνέχεια, αποφαινόμενο ότι ο κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος της δημοσίευσης, ώστε στον υπολογισμό της επαύξησης να λαμβάνονται υπ΄όψη τα τότε υφιστάμενα δεδομένα, υπέδειξε ότι αυτή καθ΄εαυτή η κατασκευή της νέας λεωφόρου δεν μπορούσε να ληφθεί υπ΄όψη αφού έπετο του κρίσιμου χρόνου.  Αυτή η προσέγγιση ήταν ορθή σε αναφορά με τη νομολογία (ίδε: D.J. Demades & Sons Ltd v. Republic (1977) 1 C.L.R. 189, Demetriou v. Republic (1985) 1 C.L.R. 217, Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 1 A.A.Δ. 339, Κυπριανού ν. Δημοκρατίας, (1995) 1 A.A.Δ. 136).  Κατόπιν τούτου, προχώρησε να εξετάσει ο θέμα της επαύξησης ή μείωσης με βάση το ότι η κάθε υπόθεση εξαρτάται από τα δικά της περιστατικά.  Απόρριψε την εκτίμηση του εκτιμητή των Εφεσειόντων ως βασιζόμενη σε συγκριτικές πωλήσεις του 1988 αντί του 1972, και ως κατ’ επέκταση επηρεασθείσες από την κατασκευή του δρόμου, και απεδέχθη,  με τις προαναφερθείσες επιφυλάξεις, την εκτίμηση του εκτιμητή της Δημοκρατίας, η οποία εβασίσθη στα δεδομένα του 1972, ως πιο τεχνική και θετική.  Επ’ αυτού (το οποίο αφορά ιδιαίτερα τον πέμπτο και εν μέρει και το δεύτερο λόγο έφεσης), δεν θα βλέπαμε λόγο επέμβασης στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ιδιαίτερα αφού η εκτίμηση του εκτιμητή της Δημοκρατίας εβασίζετο σε συγκριτικά και δεδομένα αναγόμενα στον κρίσιμο χρόνο του 1972, ενώ εκείνη του εκτιμητή των εφεσειόντων εβασίζετο σε αντίστοιχα συγκριτικά και δεδομένα του 1988.  Στη συνέχεια, ο πρωτόδικος δικαστής αξιολόγησε τα ενώπιον του δεδομένα ως ακολούθως, στις σελίδες 26-27, αφού σημείωσε ότι δεν δεσμεύεται από τις εκτιμήσεις:

“Είναι γεγονός ότι η λεωφόρος Διγενή Ακρίτα, κατά την ημέρα δημοσίευσης της γνωστοποίησης ήτο στην πραγματικότητα δρόμος χωρίς πεζοδρόμια, με ακάλυπτο αυλάκι ακάθαρτων νερών και κάθε άλλο παρά λεωφόρος μπορούσε να [*627]ονομασθεί. Η γνωστοποίηση που δημοσιεύθηκε δεν μπορεί παρά να επηρέασε θετικά την αξία των ομόρων προς αυτή κτημάτων τα οποία θα επωφελούντο των ευεργετημάτων που θα προέκυπταν με τα βελτιωτικά έργα. ......................................

Είναι επίσης γεγονός, ότι με τη δημοσίευση κατέστη γνωστό ότι η λεωφόρος Διγενή Ακρίτα από ένα δρόμο σχετικά στενό, με εκατέρωθεν χωμάτινα παγκέττα και επίσης με ένα ανοικτό αυλάκι ομβρίων υδάτων το οποίο ήταν γεμάτο ακαθαρσίες, θα μετετρέπετο σε λεωφόρο με τις συνεπαγόμενες βελτιώσεις οι οποίες συνίσταντο σε μετατροπή των παγκέττων σε πεζοδρόμια, ανακατασκευή του ασφάλτινου οδοστρώματος, κάλυψη του αυλακιού και γενικά τη βελτίωση της λεωφόρου.  Η βελτίωση αυτή μπορεί να θεωρηθεί, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου ότι είναι της τάξεως του 100%. Η δημοσίευση ως εκ τούτου δεν μπορεί παρά να είχε ευεργετικά αποτελέσματα και δέχομαι την εισήγηση του δικηγόρου της απαλλοτριούσας αρχής, ότι επήλθε υπεραξία.”

Τελικά, όμως, υπολόγισε την επαύξηση σε 50%, ως ήτο και η εκτίμηση του εκτιμητή της Δημοκρατίας, καταλήγοντας στην επαύξηση των £7,900 που εκμηδένιζε την αποζημίωση. Όσον αφορά την απώλεια των χώρων στάθμευσης, παρατήρησε ότι στον υπολογισμό της αποζημίωσης θα μπορούσε να ληφθεί υπ’ όψη το στοιχείο αυτό,  σημείωσε όμως ότι καμμιά μαρτυρία δεν ετέθη ενώπιον του δικαστηρίου αναφορικά με την αξία των χώρων αυτών.

Αρχίζοντας από το τελευταίο αυτό σημείο, δεν ευσταθεί κατ’ αρχή η θέση των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε το γεγονός ότι απωλέσθησαν χώροι στάθμευσης, αφού το στοιχείο αυτό ελήφθη υπ’ όψη και μάλιστα η αποδοχή από το πρωτόδικο δικαστήριο της εκτίμησης του εκτιμητή της Δημοκρατίας έγινε με την επιφύλαξη ότι κακώς δεν είχε λάβει υπ΄όψη του την απώλεια των χώρων στάθμευσης.  Πλην όμως, ελλείψει μαρτυρίας αναφορικά με την αξία των εν λόγω χώρων για το κτήμα, δεν ήταν δυνατό να γίνει οποιαδήποτε συγκεκριμένη πρόνοια.  Όσον αφορά το άλλο επιχείρημα των Εφεσειόντων ότι δεν ελήφθη υπ΄όψη ότι το κτήμα είχε ήδη αξιοποιηθεί, λίγα χρειάζεται να λεχθούν αφού η επαύξηση, ως εκ της φύσεως της, δεν περιορίζετο σε μη εισέτι αξιοποιηθέντα κτήματα, ούτε περιείχετο τέτοια διάκριση στην εκτίμηση του εκτιμητή της δημοκρατίας την οποία το δικαστήριο απεδέχθη.

[*628]Είναι γεγονός ότι το ίδιο το πρωτόδικο δικαστήριο, αντίθετα με την άποψη του εκτιμητή της Δημοκρατίας για επαύξηση 50%, έκρινε ότι η επαύξηση ήταν της τάξης του 100%, αφού μάλιστα παρατήρησε ότι δεν εδεσμεύετο από τις ενώπιον του εκτιμήσεις.  Η θέση αυτή εμπεριέχει αντίφαση αφού το πρωτόδικο δικαστήριο δέχεται από τη μια τη μαρτυρία του εκτιμητή για επαύξηση 50% και από την άλλη προβαίνει στη δική του εκτίμηση για επαύξηση 100%.  Περαιτέρω, καμμιά αιτιολογία δεν προσφέρεται για την υιοθέτηση από το πρωτόδικο δικαστήριο του ποσοστού επαύξησης σε 100%, γνώμη η οποία φαίνεται να εβασίσθη γενικά και αόριστα σε ασαφή δεδομένα, όπως προκύπτει από το πιο πάνω παρατεθέν απόσπασμα της απόφασης του.  Δεν υπάρχει αμφιβολία, όπως προκύπτει και από τη νομολογία, ότι το δικαστήριο, στον υπολογισμό της καταβλητέας αποζημίωσης, δεν δεσμεύεται από τις ενώπιον του εκτιμήσεις και μπορεί να χρησιμοποιήσει τα ενώπιον του στοιχεία στο σύνολο τους για να καταλήξει στο δικό του υπολογισμό, τοσούτω μάλλον όταν οι εκτιμητές αναφέρονται στη γνώμη και στην εικασία τους παρά σε αντικειμενικά δεδομένα, όπως υπεδείχθη στην υπόθεση Rashid Ali v. Vasiliko Cement Works Ltd (1971) 1 C.L.R. 146.  Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η κατάληξη του δικαστηρίου μπορεί να είναι αυθαίρετη, αναιτιολόγητη ή αόριστα εξαγόμενη.  Στην υπόθεση Attorney-General v. Charalambous (1983) 1 C.L.R. 431 το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένο από οποιαδήποτε από τις ενώπιον του εκτιμήσεις και προχώρησε να κάνει τη δική του εκτίμηση με βάση τις προσαρμογές και υπολογισμούς που ήσαν αναγκαίοι.  Η προσέγγιση αυτή επιδοκιμάσθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο όμως τόνισε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη στη δική του εκτίμηση μέσα από λεπτομερή και επιμελή εκτίμηση των δεδομένων ώστε η απόφαση του να μην ήταν αυθαίρετη ή παράλογη.

Στην προκειμένη περίπτωση όμως, η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η επαύξηση ήταν της τάξης του 100% δεν ήταν το αποτέλεσμα οποιασδήποτε τέτοιας ενδελεχούς αξιολόγησης των ενώπιον του στοιχείων και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την κα. Κυριακίδου ότι η ματρυρία αξιολογήθηκε με πολλή προσοχή και με αναφορά στα συγκριτικά του εκτιμητή της Δημοκρατίας. Απεναντίας, η άποψη για επαύξηση 100% ήταν αντίθετη με τα δεδομένα του εκτιμητή, ο οποίος κατέληξε σε επαύξηση 50%, και προέκυψε, όπως ήδη παρατηρήσαμε, από μια γενική και αόριστη θεώρηση της όλης εικόνας των πραγμάτων.

Παρά ταύτα, δεν βλέπουμε πως το θέμα αυτό θα επηρέαζε την [*629]έφεση, όχι μόνο διότι δεν υπάρχει σχετικός λόγος έφεσης αλλά διότι το πρωτόδικο δικαστήριο, ανεξήγητα μεν αλλά σίγουρα, τελικά δεν βασίσθηκε στη δική του άποψη της επαύξησης του 100% αλλά στην άποψη του εκτιμητή της Δημοκρατίας του 50%, την οποία και είχε δεχθεί προηγουμένως.

Συνοψίζοντας, δεν βλέπουμε να ευσταθεί οποιοσδήποτε από τους λόγους έφεσης.  Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των Εφεσειόντων.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο