Γλυκύς Kώστας ν. Iεράς Mονής Mαχαιρά (1999) 1 ΑΑΔ 654

(1999) 1 ΑΑΔ 654

[*654]28 Απριλίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΚΩΣΤΑΣ ΓΛΥΚΥΣ,

Εφεσείων,

v.

ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΜΑΧΑΙΡΑ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9987)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιολόγηση μαρτυρίας —  Σε υπόθεση έξωσης το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι δεν επιδόθηκε στον ενοικιαστή η ισχυριζόμενη επιστολή - ειδοποίηση τερματισμού της ενοικίασης, χωρίς αξιολόγηση της μαρτυρίας —  Διατάχθηκε επανεκδίκαση.

Αστικά αδικήματα — Παράνομη επέμβαση — Συστατικό στοιχείο του αδικήματος είναι η εκ μέρους του ενάγοντα νόμιμη κατοχή του χώρου επί του οποίου γίνεται η παράνομη επέμβαση — Η απόδειξη ιδιοκτησίας αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη κατοχής, εκτός αν προκύπτει από μαρτυρία ότι την κατοχή την έχει άλλος.

Η Ιερά Μονή Μαχαιρά (η Μονή) είναι εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια ενός ακινήτου στη Λεμεσό η οποία αποτελείται από τέσσερα καταστήματα και μια κατοικία στο ισόγειο και ξενώνα δεκαεπτά δωματίων στο ανώγειο. Κεντρική είσοδος στο ισόγειο παρέχει πρόσβαση τόσο στην κατοικία όσο και στον ξενώνα.

Το μεγαλύτερο μέρος του χώρου της εισόδου διαμορφώθηκε ως κατάστημα ειδών ένδυσης ή δώρων και εχρησιμοποιείτο από τον εφεσείοντα.  Το 1985, ο εφεσείων κατέστη ενοικιαστής του ξενώνα, προφανώς από μήνα σε μήνα δυνάμει προφορικής συμφωνίας.  Κατά την εκδοχή του, η ενοικίαση περιλάμβανε και τον χώρο στο ισόγειο τον οποίο χρησιμοποιούσε ως κατάστημα, όπως συνέβαινε και αμέσως προηγουμένως όταν ενοικιαστής ήταν ο πατέρας του.  Η θέση της Μονής ήταν ότι η ενοικίαση αφορούσε μόνο το ξενώνα με το δικαίωμα διάβασης από το χώρο της κεντρικής εισόδου στο ισόγειο αλλά χωρίς άλλο δικαίωμα επί του ισογείου.

[*655]Η Μονή έδωσε γραπτή ειδοποίηση για τερματισμό της ενοικίασης του ξενώνα, την οποία ο εφεσείων θεώρησε αναποτελεσματική και παρέμεινε στο υποστατικό.

Η Μονή κίνησε αγωγή εναντίον του αξιώνοντας διατάγματα για έξωση από τον ξενώνα, άρση της επέμβασης στο ισόγειο, ενδιάμεσα κέρδη και αποζημιώσεις.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση της Μονής για έξωση.  Κατέληξε ότι δεν δόθηκε ειδοποίηση για τερματισμό της ενοικίασης με αποτέλεσμα η ενοικίαση να συνεχίζεται.  Αποδέχθηκε όμως την αξίωση για παράνομη επέμβαση και εξέδωσε απαγορευτικό διάταγμα, όπως εζητείτο, αλλά όχι διάταγμα για παράδοση ελεύθερης κατοχής του χώρου, το οποίο επίσης εζητείτο.  Επίσης επεδίκασε £10 ονομαστικές αποζημιώσεις.

Ο εφεσείων, υποστήριξε κατ’ έφεση, ότι η Μονή δεν διατηρούσε κατοχή ή δικαίωμα κατοχής του χώρου της εισόδου, συστατικό στοιχείο του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης. Η από μέρους του κατοχή του χώρου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την κατοχή του ξενώνα.  Υποστήριξε επίσης ότι το Δικαστήριο εξέδωσε το απαγορευτικό διάταγμα χωρίς προσδιορισμό του μέρους επί του οποίου θέωρησε ότι υπήρχε επέμβαση.

Η Μονή με αντέφεση στρέφεται κατά του πρωτόδικου ευρήματος ότι δεν δόθηκε ειδοποίηση για τερματισμό της ενοικίασης του ξενώνα και ότι ως εκ τούτου απουσίαζε η προϋπόθεση για έξωση.  Επίσης, υποστήριξε ότι, εκτός από το απαγορευτικό διάταγμα, για την παράνομη επέμβαση, το Δικαστήριο θα έπρεπε να εξέδιδε και διάταγμα για παράδοση ελεύθερης κατοχής.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Έφεση

1.  Η απόδειξη ιδιοκτησίας συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη κατοχής, εκτός αν προκύπτει από τη μαρτυρία ότι την κατοχή την έχει άλλος.  Στην προκείμενη περίπτωση η Μονή διεκδίκησε το χώρο. Και η ιδιοκτησία της αποδείχθηκε.  Η έλλειψη αξιόπιστης μαρτυρίας από πλευράς εφεσείοντος για δική του νόμιμη κατοχή σήμαινε ότι κατοχή είχε η Μονή.  Συνεπώς θεμελιωνόταν το αγώγιμο δικαίωμα για παράνομη επέμβαση.

2.  Η έκταση της απαγόρευσης είναι σαφής.  Το διάταγμα αναφέρε[*656]το στο χώρο τον διαμορφωμένο ως κατάστημα, στο οποίο ο εφεσείων επεμβαίνει παράνομα.  Ενόσω θεωρείται ενοικιαστής του ξενώνα, διατηρεί δικαίωμα διάβασης από το χώρο της κεντρικής εισόδου του ισογείου.

Β. Αντέφεση

1.  Η πρωτόδικη κατάληξη ότι δεν επιδόθηκε στον κ. Γλυκύ, στις 27.4.1994, ειδοποίηση τερματισμού της ενοικίασης του ξενώνα, παραμένει μετέωρη.  Επομένως καθίσταται αναγκαία η επέμβαση του Εφετείου.

2.  Το απαγορευτικό διάταγμα ανταποκρινόταν πλήρως στις ανάγκες της περίπτωσης. 

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Η αντέφεση επιτυγχάνει μερικώς.  Εκ της πρωτόδικης απόφασης παραμερίζεται το μέρος που αφορά το κατά πόσο στις 27.4.1994 έγινε στον κ. Γλυκύ προσωπική επίδοση ειδοποίησης τερματισμού.  Διατάσσεται επανεκδίκαση επί αυτού του σημείου και τις επιπτώσεις του.  Επιδικάζονται υπέρ της Μονής τα 2/3 των εξόδων έφεσης και αντέφεσης.

Η έφεση απορρίφθηκε και η αντέφεση επιτράπηκε μερικώς με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Hebbert v. Thomas a.o. [1835] 149 E.R. 1329.

Έφεση και Aντέφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Aναστασίου, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 20 Mαΐου, 1997 (Aγωγή Aρ. 4531/94) ως προς το μέρος της απόφασης που αφορά την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος εναντίον του ενάγοντα-εφεσείοντα σχετικά με παράνομη επέμβαση στο ισόγειο, στο χώρο της εισόδου που διαμορφώθηκε ως κατάστημα ειδών ένδυσης ή δώρων.

Aντέφεση από τους εφεσίβλητους-ενάγοντες εναντίον του μέρους της πιο πάνω απόφασης αναφορικά με το ότι δε δόθηκε ειδοποίηση για τερματισμό της ενοικίασης του ξενώνα και ότι επομένως δεν υπήρχε η προϋπόθεση για έξωση, καθώς και αναφορικά με τη θεραπεία που παρασχέθηκε σχετικά με την παράνομη επέμβαση στο ισόγειο· θεωρούν ότι θα έπρεπε, εκτός από [*657]το απαγορευτικό διάταγμα να εκδιδόταν και διάταγμα για παράδοση ελεύθερης κατοχής.

Α. Αναστασιάδης, για τον Eφεσείοντα.

Σ. Πούγιουρος, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η Ιερά Μονή Μαχαιρά (στα επόμενα η “Μονή”) είναι από 25 Απριλίου 1963 η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ακινήτου με αρ. 35, στην οδό Ανεξαρτησίας στη Λεμεσό.  Το απέκτησε δυνάμει δωρεάς.  Πρόκειται για διόροφο κτίριο, αποτελούμενο από τέσσερα καταστήματα και μια κατοικία στο ισόγειο και ξενώνα δεκαεπτά δωματίων στο ανώγειο. Κεντρική είσοδος στο ισόγειο παρέχει πρόσβαση τόσο στην κατοικία που βρίσκεται στο πίσω μέρος όσο και στον ξενώνα, με κλιμακοστάσιο που είναι στη μια πλευρά του χώρου της εισόδου.

Το μεγαλύτερο μέρος του χώρου της εισόδου διαμορφώθηκε ως κατάστημα ειδών ένδυσης ή δώρων - η περί αυτού διαφωνία δεν ενέχει σημασία - και εχρησιμοποιείτο από τον εφεσείοντα, κ. Κώστα Γλυκύ.  Ο οποίος κατά το 1985 κατέστη ενοικιαστής του ξενώνα, προφανώς από μήνα σε μήνα βάσει προφορικής συμφωνίας.  Κατά την εκδοχή του, η ενοικίαση δεν περιοριζόταν σε μόνο τον ξενώνα αλλά περιλάμβανε και τον χώρο στο ισόγειο τον οποίο χρησιμοποιούσε ως κατάστημα, όπως συνέβαινε και αμέσως προηγουμένως όταν ενοικιαστής ήταν ο πατέρας του.  Ενώ, σύμφωνα με τη θέση της Μονής, η ενοικίαση αφορούσε μόνο τον ξενώνα, με αυτονόητο βέβαια το δικαίωμα διάβασης από το χώρο της κεντρικής εισόδου στο ισόγειο αλλά χωρίς άλλο δικαίωμα επί του ισογείου.

Η Μονή έδωσε στον κ. Γλυκύ γραπτή ειδοποίηση για τερματισμό της ενοικίασης του ξενώνα.  Όμως ο κ. Γλυκύς θεώρησε αναποτελεσματική την ειδοποίηση και  παρέμεινε στο υποστατικό.

Στις 20 Ιουλίου 1994 η Μονή κίνησε εναντίον του αγωγή με την οποία αξίωνε διατάγματα για έξωση από τον ξενώνα, για άρση της επέμβασης στο ισόγειο, για ενδιάμεσα κέρδη και για αποζημιώσεις.  Ας σημειωθεί, σε σχέση με την ενοικίαση, ότι οι ξενοδοχειακές μονάδες εξαιρούνται από το ενοικιοστάσιο: βλ. άρθρο 2 του περί [*658]Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983, Ν. 23/83 όπως τροποποιήθηκε.  Επομένως, για την ενοικίαση του ξενώνα το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία.

Το Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση της Μονής για έξωση.  Κατέληξε ότι η ειδοποίηση την οποία επικαλείτο η Μονή για τερματισμό της ενοικίασης δεν είχε δοθεί. Που σήμαινε ότι η ενοικίαση συνεχιζόταν.  Αποδέχθηκε όμως τη θέση της Μονής για επέμβαση του κ. Γλυκύ στο ισόγειο. Κατ’ ακολουθίαν εξέδωσε, όπως εζητείτο, απαγορευτικό διάταγμα αλλά όχι και διάταγμα για παράδοση ελεύθερης κατοχής του χώρου, το οποίο επίσης εζητείτο.  Ενδιάμεσα κέρδη  το Δικαστήριο δεν επεδίκασε αφού, όπως κατέληξε, τίποτε δεν οφειλόταν ενώ, ως προς τις αποζημιώσεις, επεδίκασε μόνο ονομαστικές, ύψους £10= διότι, καθώς έκρινε, δεν αποδείχθηκε πραγματική ζημιά. 

Ο κ. Γλυκύς καταχώρισε έφεση κατά του μέρους της απόφασης το οποίο αφορούσε το χώρο της κεντρικής εισόδου στο ισόγειο.  Προβάλλει ως κύριο λόγο ότι η Μονή δεν διατηρούσε κατοχή ή δικαίωμα κατοχής του εν λόγω χώρου, συστατικό στοιχείο του αστικού αδικήματος παράνομης επέμβασης, γι’ αυτό η Μονή δεν μπορούσε να επιτύχει.  Πρόκειται για λόγο συναρτημένο με τη θέση του ότι την  κατοχή και αυτού του χώρου την είχε ο ίδιος ως ενοικιαστής.  Πρότεινε ότι η από μέρους του κατοχή του χώρου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την κατοχή του ξενώνα. Επικαλέστηκε προς υποστήριξη (α) τους ισχυρισμούς της Μονής στις παραγράφους 3 και 11 της Έκθεσης Απαίτησης. και (β) επιστολή του δικηγόρου της Μονής, ημερ. 23 Οκτωβρίου 1996.

Σημειώνουμε σε σχέση με το πρώτο ότι η παράγραφος 3 δεν αναφέρεται παρά  μόνο σε ενοικίαση του ξενώνα στο ανώγειο. και ότι στην παράγραφο 11, αφού κατ’ αρχάς εξηγείται ότι ο ενοικιαστής “εδικαιούτο να χρησιμοποιεί την κύρια είσοδο η οποία βρίσκεται στο ισόγειο και στην πρόσοψη του ρηθέντος ακινήτου στην οδό Ανεξαρτησίας η οποία είσοδος ενώνεται με κλιμακοστάσιο το οποίο οδηγεί στο επίδικο ακίνητο” - δηλαδή στον ξενώνα - εν συνεχεία διατυπώνεται το παράπονο ότι ο εναγόμενος “... επενέβη παράνομα στον διάδρομο και/ή μέρος του διαδρόμου μπροστά από την ρηθείσα κυρία είσοδο αποκόπτοντας και/ή μετατρέποντας αυτό σε βιτρίνα και/ή χώρο πώλησης διαφόρων ειδών”.  Ως προς την αναφερθείσα επιστολή, παραθέτουμε ολόκληρο το περιεχόμενο της:

 

[*659]“Κύριε,

Υπό την ιδιότητα μου ως δικηγόρος της Ιεράς Μονής Μαχαιρά, ιδιοκτητών ενός ξενώνα και ενός καταστήματος στο ισόγειο τα οποία κατέχετε επιθυμώ να σας προειδοποιήσω ότι το κτίριο στο οποίο στεγάζεται ο εν λόγω ξενώνας και κατάστημα είναι ετοιμόρροπο και/ή σε επικίνδυνη κατάσταση λόγω των τελευταίων σεισμικών δονήσεων.

Γι’ αυτό με την παρούσα καλείσθε όπως παραδώσετε κατοχή του ρηθέντος ξενώνα και καταστήματος για δική σας ασφάλεια.  Οι ρηθέντες πελάτες μου ουδεμία ευθύνη θα φέρουν σε περίπτωση πρόκλησης ζημιάς σε εσάς ή σε άλλα άτομα ή στην περιουσία σας λόγω της ρηθείσας κατάστασης του κτιρίου.

Η παρούσα αποστέλλεται και στους υπόλοιπους κατόχους του εν λόγω κτιρίου.

Με τιμή”

Είναι προφανές ότι τα όσα επικαλείται ο εφεσείων δεν υποστηρίζουν τη θέση του.  Για τις παραγράφους 3 και 11 της Έκθεσης Απαίτησης δεν  νομίζουμε  ότι  χρειάζεται σχόλιο.  Για την επιστολή της 23 Οκτωβρίου 1996, η οποία στάληκε εκκρεμούσης της αγωγής, παρατηρούμε ότι επρόκειτο περί προειδοποίησης για σκοπούς προστασίας εκείνων που είχαν  σχέση με το κτίριο και η κατοχή του ενός ή του άλλου μέρους του κτιρίου δεν ταξινομείται σε νόμιμη ή παράνομη. Το δικαίωμα διάβασης από το ισόγειο δεν αμφισβητήθηκε. Αλλά δεν καθίστατο λειτουργικά αναγκαία η σύνδεση του χώρου στο ισόγειο, ο οποίος διαμορφώθηκε ως κατάστημα, με τον ξενώνα.  Γι’ αυτό η θέση του εφεσείοντος περί νόμιμης κατοχής εκείνου το χώρου έρεισμα θα μπορούσε να έχει μόνο αν αποτελούσε το αντικείμενο ενοικίασης και όχι απλώς δικαιώματος προσπέλασης στον ξενώνα.  Όμως την περί τούτου μαρτυρία του εφεσείοντος το Δικαστήριο δεν τη θεώρησε αξιόπιστη και δεν την αποδέχθηκε. Ό,τι απέμεινε λοιπόν ήταν το δικαίωμα της  Μονής η οποία, ως ιδιοκτήτρια, διεκδικούσε την κατοχή του μέρους το οποίο ο εφεσείων είχε καταλάβει και διαμορφώσει ως κατάστημα.

Η απόδειξη ιδιοκτησίας αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη κατοχής εκτός αν προκύπτει από μαρτυρία ότι την κατοχή την έχει άλλος: βλ. Hebbert v. Thomas & Another [1835] 149 E.R. 1329, 1330. Στην προκείμενη περίπτωση η Μονή διεκδίκησε το χώρο. Και η ιδιοκτησία της αποδείχθηκε. Η έλλειψη αξιόπιστης μαρτυρίας από πλευράς εφεσείοντος για δική του νόμιμη κατοχή, σήμαι[*660]νε ότι κατοχή είχε η Μονή.  Συνεπώς θεμελιωνόταν το αγώγιμο δικαίωμα για παράνομη επέμβαση.

Επίσης προβάλλεται με την έφεση ότι το Δικαστήριο εξέδωσε το απαγορευτικό διάταγμα χωρίς προηγουμένως να προσδιορίσει το μέρος επί του οποίου θεώρησε ότι υπήρχε επέμβαση έτσι ώστε “να γνωρίζει ο Εφεσείων, διά την ασφάλειαν του, πότε διά της χρήσεως του γίνεται επεμβασίας (tresspasser) και πότε όχι”. Να σημειωθεί, ως προς αυτό, ότι το Δικαστήριο στην απόφαση του για έκδοση του διατάγματος, προσδιόρισε την έκταση της απαγόρευσης με αναφορά σε περιγραφή στην οποία είχε προβεί ενωρίτερα στην απόφαση.  Να σημειωθεί επίσης ότι έπειτα από τη διαπίστωση ότι παρεισέφρησε ανακρίβεια στο συνταγμένο διάταγμα ημερ. 28 Μαΐου 1997, η ανακρίβεια ήρθη με την ετοιμασία αναθεωρημένου την επομένη.  Κατά τη γνώμη μας, είναι σαφής η έκταση της απαγόρευσης: ο εφεσείων, ενόσω θεωρείται ενοικιαστής του ξενώνα, διατηρεί δικαίωμα διάβασης από το χώρο της κεντρικής εισόδου του ισογείου, αλλά στο μέρος το διαμορφωμένο ως κατάστημα, ο εφεσείων επεμβαίνει παράνομα. και σε αυτό το μέρος είναι που αναφέρεται το διάταγμα. 

Η Μονή με αντέφεση στρέφεται κατά του πρωτόδικου ευρήματος ότι δεν δόθηκε ειδοποίηση για τερματισμό της ενοικίασης του ξενώνα και ότι επομένως δεν υπήρχε η προϋπόθεση για έξωση.  Ο επί του θέματος ισχυρισμός της Μονής, όπως διατυπώθηκε στην παράγραφο 6 της Έκθεσης Απαίτησης, ήταν ότι ο τερματισμός έγινε με “επιστολή του δικηγόρου ..... ημερ. 26/4/94 η οποία παραδόθηκε προσωπικά προς τον εναγόμενο στις 27/4/94.” Κατέθεσε προς υποστήριξη η κα Κωνσταντία Παπαδοπούλου. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, την επίδοση τη διενήργησε η ίδια υπό τις ακόλουθες περιστάσεις.  Ο διευθυντής του γραφείου στο οποίο εργαζόταν είχε σχέσεις με τη Μονή.  Γι’αυτό της δόθηκαν οδηγίες να καλέσει τον κ. Γλυκύ, τον οποίο γνώριζε αφού και πριν από λίγες ημέρες είχε επισκεφθεί το γραφείο τους και να του επιδόσει την επιστολή τερματισμού την οποία είχε ετοιμάσει ο δικηγόρος.  Αυτή το έπραξε.  Κάλεσε τον κ. Γλυκύ ο οποίος, στις 27 Απριλίου 1994, την επισκέφθηκε στο γραφείο της, οπότε του παρέδωσε την επιστολή ημερ. 26 Απριλίου 1994, τοποθετημένη σε φάκελο. και αμέσως μετά, σε αντίγραφο της επιστολής το οποίο είχε στην κατοχή της, συμπλήρωσε, σύμφωνα και πάλι με τις οδηγίες που της είχαν δοθεί, μια σημείωση που βεβαίωνε την επίδοση προσωπικά στον κ. Γλυκύ κατ’ εκείνη την ημερομηνία.

Ο κ. Γλυκύς αρνήθηκε ότι του έγινε τέτοια επίδοση.  Ήταν επι[*661]πλέον η θέση του ότι ειδοποίηση για τερματισμό πήρε μόνο με επιστολή ημερ. 26 Απριλίου 1994, ταυτόσημου περιεχομένου, η οποία ταχυδρομήθηκε στις 28 Απριλίου 1994 και την παρέλαβε στις 2 Μαΐου 1994 ή αργότερα αφού μεσολάβησαν οι γιορτές του Πάσχα.  Η σημασία του χρόνου της ειδοποίησης έγκειτο στο ότι, σύμφωνα και με τη θέση της Μονής, η ενοικίαση ήταν από μήνα σε μήνα λήγουσα στο τέλος εκάστου μηνός και ως εκ τούτου χρειαζόταν ειδοποίηση που να κάλυπτε περίοδο τουλάχιστον ενός αυτοτελούς μηνός.  Στην προκείμενη περίπτωση, όπου η Μονή στήριξε την υπόθεση της σε τερματισμό το τέλος Μαΐου, η ειδοποίηση θα έπρεπε να είχε επιδοθεί πριν από το τέλος Απριλίου.  Δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς της Μονής ότι ταχυδρομήθηκε ειδοποίηση που δεν λήφθηκε έγκαιρα.  Η εξήγηση που δόθηκε για την ταχυδρόμηση ήταν ότι η προσπάθεια για επίδοση με δύο τρόπους απέβλεπε σε αύξηση της πιθανότητας έγκαιρης επίδοσης.  Το Δικαστήριο προσέγγισε όμως το θέμα ως εξής:

“Όσον αφορά αυτό το σημείο τα πράγματα φαίνονται να είναι λίγο περίεργα και τούτο για τον ακόλουθο λόγο:  Αφού ο δικηγόρος του Ενάγοντα έκαμε διευθετήσεις και η Μ.Ε.1 Κωνσταντία στις 27/4/94 παρέδωσε ειδοποίηση στον Εναγόμενο κάτι που αυτός θεωρεί ως ικανοποιητική ειδοποίηση, εξ ου και σε αυτή τελικά στηρίχθηκε για να αποδείξει την υπόθεση του τότε γιατί αυτός ο ίδιος απέστειλε στις 28/4/94, δηλαδή μια μέρα μετά τις 27/4/94 άλλη επιστολή και μάλιστα συστημένη;  Με αυτά τα δεδομένα εκείνο που λέγω είναι ότι δημιουργούνται στο μυαλό μου ορισμένες αμφιβολίες, γι’ αυτό και αποφάσισα όπως στο σημείο αυτό δεχθώ τη μαρτυρία του Εναγομένου ότι στις 27/4/97 δεν δόθηκε σ’ αυτόν η ισχυριζόμενη επιστολή-ειδοποίηση, απορρίπτοντας έτσι τη μαρτυρία της Μ.Ε.1 Κωνσταντίας Παπαδοπούλου.”

Ο συνήγορος της Μονής επέκρινε αυτή την προσέγγιση.  Επεσήμανε ότι ο πρωτόδικος συλλογισμός εκλάμβανε ως δεδομένο ότι ο δικηγόρος, που οπωσδήποτε γνώριζε για τη διπλή προσπάθεια επίδοσης αφού εκείνος είχε ετοιμάσει τις ειδοποιήσεις, είχε έγκαιρα πληροφορηθεί ότι είχε γίνει επίδοση από την κα Κωνσταντία Παπαδοπούλου στις 27 Απριλίου, οπότε δεν συνέτρεχε λόγος για την ταχυδρόμηση, με δική του πρωτοβουλία, της ειδοποίησης στις 28 Απριλίου.  Δεν υπήρχε όμως οποιαδήποτε ένδειξη περί τέτοιας πληροφόρησης του.  Πρόσθεσε εξ άλλου ότι το Δικαστήριο φαίνεται να θεώρησε πως οι δύο τρόποι επίδοσης αποφασίστηκαν σε διαφορετικά διαστήματα, δηλαδή, πρώτα η προσωπική επίδοση και μετά η ταχυδρόμηση, ώστε με την επίτευξη [*662]της πρώτης να καθίστατο ανεξήγητη η δεύτερη. Ενώ υπήρχε και το απόλυτα φυσιολογικό ενδεχόμενο της ταυτόχρονης τροχιοδρόμησης των δύο διαφορετικών τρόπων επίδοσης.

Πρόκειται για ευδιάκριτες αδυναμίες.  Οι αμφιβολίες που το Δικαστήριο εξέφρασε εστιάζονταν σε ένα από τα ενδεχόμενα, ενώ, με άλλο από αυτά, τέτοιες αμφιβολίες δεν  είχαν θέση.  Ούτε και αποτελούσαν από μόνες τους λόγο είτε για αποδοχή, στο υπό αναφορά θέμα, της μαρτυρίας του κ. Γλυκύ είτε, ενόψει αυτής της αποδοχής, την εν συνεχεία απόρριψη της μαρτυρίας της κας Κωνσταντίας Παπαδοπούλου, χωρίς οποιαδήποτε άλλη συζήτηση και αξιολόγηση όταν, μάλιστα, σε σχέση με τα άλλα ουσιώδη τον κ. Γλυκύ δεν τον πίστεψε.  Η πρωτόδικη κατάληξη ότι δεν επιδόθηκε στον κ. Γλυκύ, στις 27 Απριλίου 1994, ειδοποίηση τερματισμού της ενοικίασης του ξενώνα, παραμένει μετέωρη.  Επομένως καθίσταται αναγκαία η επέμβαση του Εφετείου. Η υπόθεση θα πρέπει επί αυτού του θέματος να παραπεμφθεί για επανεκδίκαση.

Υπάρχει και δεύτερος λόγος αντέφεσης. Αφορά τη θεραπεία που παρασχέθηκε σχετικά με την παράνομη επέμβαση στο ισόγειο.  Η Μονή θεωρεί ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε, εκτός από το απαγορευτικό διάταγμα να εξέδιδε και διάταγμα για παράδοση ελεύθερης κατοχής.  Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Το απαγορευτικό διάταγμα ανταποκρινόταν πλήρως στις ανάγκες της περίπτωσης.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ενώ η αντέφεση επιτυγχάνει μερικώς.  Εκ της πρωτόδικης απόφασης παραμερίζεται το μέρος που αφορά το κατά πόσο στις 27 Απριλίου 1994 έγινε στον κ. Κ. Γλυκύ προσωπική επίδοση ειδοποίησης τερματισμού.  Διατάσσουμε επανεκδίκαση επί αυτού μόνο του σημείου και τις επιπτώσεις του.  Επιδικάζονται υπέρ της Μονής τα 2/3 των εξόδων της έφεσης και της αντέφεσης.

H έφεση απορρίπτεται και η αντέφεση επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο