(1999) 1 ΑΑΔ 663
[*663]29 Απριλίου, 1999
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]
1. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΧΙΛ. ΔΗΜΗΤΡΗ,
2. ΣΠΥΡΟΣ ΑΧΙΛ. ΔΗΜΗΤΡΗ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
v.
1. PAUL BEVEN,
2. CAROL BEVEN,
Eφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 9689)
Αποζημιώσεις — Παράβαση σύμβασης — Πώληση ακινήτου — Μέτρο αποζημιώσεως είναι η διαφορά μεταξύ του συμφωνηθέντος τιμήματος και της αξίας του ακινήτου κατά το χρόνο της παράβασης.
Συμβάσεις — Χρόνος εκπλήρωσης — Εφόσον δεν καθορίσθηκε χρόνος για εκπλήρωση υποχρέωσης σε γραπτή σύμβαση, η υποχρέωση πρέπει να εκπληρωθεί μέσα σε εύλογο χρόνο — Επίσης ο χρόνος εκπλήρωσης όταν δεν απαιτείται όχληση και δεν ορίζεται χρόνος εκπλήρωσης, είναι ο εύλογος χρόνος — Το τι είναι εύλογος χρόνος, αποτελεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, πραγματικό ζήτημα —Άρθρο 46 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.
Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Έκθεση απαιτήσεως — Αποζημιώσεις — Παράβαση σύμβασης — Πώληση ακινήτου — Κατά πόσο η μη, εξειδίκευση ποσού, καθιστούσε εγγενώς ελαττωματική την έκθεση απαιτήσεως.
Δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 22.8.90, οι εφεσείοντες-εναγόμενοι, πώλησαν στους εφεσίβλητους-ενάγοντες ένα ακίνητο. Οι εφεσίβλητοι πλήρωσαν £2.000 προκαταβολή και το υπόλοιπο που ανήρχετο σε £5.000 θα το κατέβαλλαν στη μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου. Η μεταβίβαση θα πραγματοποιείτο με την εξασφάλιση της άδειας η οποία απαιτείται αναφορικά με την αγορά γης στην Κύπρο από αλλοδαπούς. Η άδεια δεν είχε εκδοθεί μέχρι τις 28.4.93 και οι εφεσείοντες με επιστολή των δικηγόρων τους [*664]“ακύρωσαν” τη σύμβαση. Η άδεια εκδόθηκε στις 14.5.93 και στις 18.9.93, οι εφεσίβλητοι με επιστολή των δικηγόρων τους κάλεσαν τους εφεσείοντες να προσέλθουν για τη μεταβίβαση. Οι εφεσείοντες δεν ανταποκρίθηκαν και καταχωρήθηκε η αγωγη εναντίον τους για παράβαση σύμβασης.
Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι είχε συναφθεί παράλληλη προφορική συμφωνία που προσδιόριζε χρόνο τριών μηνών για την εξασφάλιση της άδειας του Υπουργικού Συμβουλίου. Την μαρτυρία όμως που προσκομίστηκε προς αυτή την κατεύθυνση το πρωτόδικο Δικαστήριο την απέρριψε ως αναξιόπιστη.
Η έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία επιδικάσθηκε υπέρ των εφεσιβλήτων ποσό £3.000 ως αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης πώλησης ακινήτου από τους εναγομένους-εφεσείοντες. Επίσης το ποσό των £2.000 που είχαν προκαταβάλει οι εφεσίβλητοι έναντι του τιμήματος.
Οι εφεσείοντες υποστήριξαν κατ’ έφεση ότι λανθασμένα ακύρωσαν την σύμβαση με την επιστολή τους ημερ. 28.4.93. Αφού όμως οι εφεσίβλητοι, όπως είχαν δικαίωμα, δεν δέκτηκαν την ακύρωση, θα έπρεπε να είχαν ζητήσει τη πραγματοποίηση της μεταβίβασης μέσα σε εύλογο χρόνο από τις 14.5.93, ημερομηνία έκδοσης της άδειας από το Υπουργικό Συμβούλιο. Συναφώς η επιστολή τους ημερ. 28.4.93 θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι είχε καταστήσει ουσιώδη το χρόνο εκτέλεσης της σύμβασης. Οι εφεσίβλητοι απηυθύνθηκαν για μεταβίβαση του ακινήτου μόλις στις 18.9.93, οι τέσσερις μήνες που είχαν παρέλθει θα πρέπει να θεωρηθεί ότι υπερβαίνουν ότι θα μπορούσε να προσδιοριστεί ως εύλογος χρόνος στην περίπτωση και, συνεπώς ορθά αρνήθηκαν όταν τους ζητήθηκε εκπλήρωση.
Οι εφεσείοντες προσβάλλουν επίσης τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα όσα διαμείφθηκαν μεταξύ του εφεσείοντα 1 και του Μ.Ε. 2 μεταξύ Απριλίου 1993 και Σεπτεμβρίου 1993 και διατείνονται ότι στηρίχτηκαν σε αντιφατική μαρτυρία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η πάροδος των 4 μηνών οφειλόταν στη στάση των ίδιων των εφεσειόντων οι οποίοι ζητούσαν την παρουσία των εφεσιβλήτων κατά τη μεταβίβαση παρά το γεγονός ότι ο αντιπρόσωπος των εφεσιβλήτων τους πληροφόρησε πως κατείχε γραπτό πληρεξούσιο. Σύμφωνα δε με την αποδεκτή μαρτυρία υπήρξαν επαφές μεταξύ του εφεσείοντα 1 και του αντιπροσώπου των εφεσι[*665]βλήτων για το θέμα της μεταβίβασης, ο εφεσείων εξακολούθησε να είναι αναβλητικός και η εκκρεμότητα παρατάθηκε ως τον Σεπτέμβριο.
2. Το τι είναι εύλογος χρόνος, είναι ζήτημα πραγματικό και εξαρτάται από το σύνολο των περιστατικών σε κάθε υπόθεση. Το παράλογο εν προκειμένω είναι η επίκληση από τους εφεσείοντες της παρόδου του χρόνου που οι ίδιοι ζήτησαν.
3. Το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι δεν εξειδίκευσαν το ποσό των γενικών αποζημιώσεων στην έκθεση απαιτήσεως, δεν καθιστούσε την έκθεση απαιτήσεως εγγενώς ελαττωματική, όπως εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες. Περιλαμβάνετο σ’ αυτή βασικός ισχυρισμός αναφορικά με το είδος της αποζημίωσης που διεκδικήθηκε. Το τίμημα ήταν δεδομένο και η αξία του ακινήτου κατά τον ορισμένο χρόνο δεν ήταν συνάρτηση στοιχείων στα οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι εφεσίβλητοι και όχι οι εφεσείοντες είχαν πρόσβαση. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως δεν εφαρμοζόταν στην περίπτωση η υπόθεση Perestrello. Ήταν αντιληπτό πως το μέρος της έκθεσης απαίτησης που συζητείται, αφορούσε στη διεκδίκηση της διαφοράς μεταξύ του συμφωνηθέντος τιμήματος και της αξίας του ακινήτου κατά τον χρόνο της παράβασης. Αυτό είναι το κλασσικό μέτρο αποζημίωσης σε περιπτώσεις αυτής της φύσης.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Xenophontos v. Tyrimou (1984) 1 C.L.R. 23,
Admiralty Commissioners v. S. S. Susquehanna [1926] A.C. 655,
Perstrello v. United Paint Co Ltd [1969] 1 W.L.R. 570,
AngloCyprian Agencies v. Paphos Industries [1951] 1 All E.R. 873,
Saab v. Monastery of Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499,
Charalambous v. Vakana (1982) 1 C.L.R. 310,
Κουρσουμά v. Κοσμά (1991) 1 Α.Α.Δ. 973,
Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44.
[*666]Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Kαλλής, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 22 Mαρτίου, 1996 (Aγωγή Aρ. 9333/93) υπέρ των εναγόντων-εφεσιβλήτων για το ποσό των £3.000 σαν αποζημίωση για παράβαση σύμβασης πώλησης ακινήτου (£10.000-αγοραία αξία κατά τον Iούνιο του 1993 πλην £7.000 η οποία είναι η τιμή που αναφέρεται στη σύμβαση) καθώς και το ποσό των £2.000 που είχαν προκαταβάλει οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι έναντι του τιμήματος.
Π. Πετράκης, για τους Eφεσείοντες.
Γ. Ερωτοκρίτου, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες αξίωσαν από τους εφεσείοντες (εναγομένους) αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης πώλησης ακινήτου. Το πρωτόδικο δικαστήριο τους επιδίκασε το ποσό των £3.000 που δέχθηκε ότι αντιπροσώπευε τη διαφορά μεταξύ του συμφωνηθέντος τιμήματος (£7.000) και της αξίας του ακινήτου στην ανοικτή αγορά κατά το χρόνο της παράβασης (£10.000). Επίσης, το ποσό των £2,000 που είχαν προκαταβάλει οι εφεσίβλητοι έναντι του τιμήματος. Άλλες αξιώσεις των εφεσιβλήτων για επιπλέον αποζημιώσεις, απορρίφθηκαν.
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν (α) την ευθύνη τους για καταβολή αποζημίωσης και, ανεξάρτητα από αυτό, (β) την ύπαρξη δυνατότητας επιδίκασης οποιουδήποτε ποσού πέραν των £2,000 της προκαταβολής. Ο λόγος έφεσης που αφορούσε στο τελευταίο ποσό, αποσύρθηκε.
Η ευθύνη
Οι εφεσίβλητοι είναι αλλοδαποί. Η πραγμάτωση απόκτησης από αλλοδαπούς ακίνητης ιδιοκτησίας στην Κύπρο προϋποθέτει άδεια από το Υπουργικό Συμβούλιο. Οι διάδικοι το εγνώριζαν και περιέλαβαν στη γραπτή σύμβασή τους ειδικές πρόνοιες. Οι εφεσίβλητοι θα κατέβαλλαν αμέσως, ως προκαταβολή, το πο[*667]σό των £2.000. Το υπόλοιπο θα το κατέβαλλαν κατά τη μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου. Η δε μεταβίβαση θα πραγματοποιόταν με την εξασφάλιση της αναγκαίας άδειας (upon official approval). Το γεγονός της εξασφάλισης της άδειας θα το γνωστοποιούσαν οι εφεσίβλητοι με γραπτή ειδοποίηση, με την οποία ταυτόχρονα θα ζητούσαν μεταβίβαση. Άλλες ρυθμίσεις δεν υπήρξαν. Κυρίως, δεν προβλέφθηκε χρόνος εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων. Ορίστηκε, όμως, πως η κατοχή του ακινήτου θα περιερχόταν στους εφεσίβλητους κατά την υπογραφή της σύμβασης. Επίσης, πως όλοι οι όροι της σύμβασης ήταν ουσιώδεις. Παράβαση οποιουδήποτε όρου, όπως αναφέρεται, θα παρείχε δικαίωμα για αποζημιώσεις και έξοδα.
Η σύμβαση υπεγράφη στις 22.8.90. Κάτω από περιστάσεις σε σχέση με τις οποίες προσάχθηκε το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας, αλλά όπως θα δούμε δεν θα χρειαστεί να μας απασχολήσουν, δεν είχε εκδοθεί η άδεια ως στις 28.4.93 και οι εφεσείοντες, με επιστολή των δικηγόρων τους, “ακύρωσαν” τη σύμβαση.
Όσα ακολούθησαν επίσης αποτέλεσαν αντικείμενο αμφισβήτησης. Τα σταθερά ήταν πως στις 14.5.93 εκδόθηκε η άδεια από το Υπουργικό Συμβούλιο και πως στις 18.9.93, με επιστολή των δικών τους δικηγόρων, οι εφεσίβλητοι δήλωσαν έτοιμοι για την εκτέλεση της σύμβασης και κάλεσαν τους εφεσείοντες να προσέλθουν για μεταβίβαση του ακινήτου. Οι εφεσείοντες δεν ανταποκρίθηκαν και καταχωρίστηκε η αγωγή. Κατά τους εφεσίβλητους, οι εφεσείοντες είχαν παραβεί τη σύμβαση.
Ήταν η βασική θέση των εφεσειόντων πως είχε συναφθεί παράλληλη προφορική συμφωνία που προσδιόριζε χρόνο τριών μηνών για την εξασφάλιση από τους εφεσείοντες της άδειας του Υπουργικού Συμβουλίου. Τη μαρτυρία όμως που προσήγαγαν προς αυτή την κατεύθυνση, το πρωτόδικο δικαστήριο την απέρριψε ως αναξιόπιστη. Διαπίστωσε, μάλιστα, πως όσο και αν οι εφεσίβλητοι δεν είχαν ενεργήσει “με τη δέουσα επιμέλεια”, αντιμετώπισαν και την απροθυμία των εφεσειόντων να συνεργαστούν όταν χρειάστηκε να κατατεθεί νέος τίτλος ιδιοκτησίας ως προϋπόθεση για εξέταση της αίτησης για άδεια που είχαν υποβάλει.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά στη Xenophontos v. Tyrimou (1984) 1 C.L.R. 23, τους Halsbury’s Laws of England 4η έκδοση Τόμος 9 § 479 και τον Chitty on Contracts 25η εκδοση § 1394 και 27η έκδοση § 24-001, έκρινε πως, εφόσον δεν είχε καθοριστεί στη γραπτή σύμβαση χρόνος μέσα στον οποίο θα έπρεπε οι εφεσίβλητοι να εκπληρώσουν την υποχρέωση τους για εξασφάλιση άδει[*668]ας από το Υπουργικό Συμβούλιο, αυτή θα έπρεπε να είχε εξασφαλιστεί μεσα σε εύλογο χρόνο. Θα σημειώναμε εδώ και την πρόνοια του άρθρου 46 του περι Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149. Για να είχαν όμως οι εφεσείοντες τη δυνατότητα επίκλησης της παρόδου εύλογου χρόνου θα έπρεπε να είχαν αποστείλει στους εφεσίβλητους ειδοποίηση “καλώντας τους να εκτελέσουν τη σχετική υποχρέωσή τους, για την εξασφάλιση της άδειας του Υπουργικού Συμβουλίου μέσα σε εύλογο χρόνο, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστατικών της υπόθεσης”. Δεν απέστειλαν τέτοια ειδοποίηση, οι εφεσίβλητοι “δεν μπορούσαν τον Απρίλιο 1993 να κριθούν υπαίτιοι για διάρρηξη της σύμβασης” και, συνεπώς, δεν δικαιολογούνταν οι εφεσείοντες “να θεωρήσουν τους εαυτούς τους απαλλαγμένους από τις ευθύνες τους δυνάμει της σύμβασης”. Αφού δε οι εφεσίβλητοι δεν είχαν δεχτεί την ακύρωση αλλά επέμειναν στην εκτέλεση της σύμβασης, οι εφεσείοντες ήταν ένοχοι παράβασής της εφόσον αρνήθηκαν να μεταβιβάσουν, όπως τους καλούσε να κάμουν η επιστολή της 18.9.93.
Οι λόγοι έφεσης που αφορούν στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τα διαμειφθέντα μεταξύ των διαδίκων ενόσω εκκρεμούσε η αίτηση για άδεια και, κατ’ επέκταση, στην ταξινόμηση σε σχέση με την επενέργεια του γεγονότος ότι δεν προσδιοριζόταν στη σύμβαση χρόνος εκτέλεσης, αποσύρθηκαν. Δεν αμφισβητείται, δηλαδή, πως η επιστολή των εφεσειόντων της 28.4.93 δεν συνιστούσε ακύρωση που απάλλαξε τους εφεσείοντες απο τη συμβατική υποχρέωση που είχαν αναλάβει. Έθεσαν, όμως, οι εφεσείοντες θέμα τέτοιας απαλλαγής τους κατ’ επίκληση των όσων ακολούθησαν την επιστολή εκείνη. Συνοψίζουμε το επιχείρημά τους.
Πράγματι, λανθασμένα ακύρωσαν τη σύμβαση με την επιστολή τους ημερομηνίας 28.4.93. Αφού όμως οι εφεσίβλητοι, όπως είχαν δικαίωμα, δεν δέκτηκαν την ακύρωση, θα έπρεπε να είχαν ζητήσει την πραγματοποίηση της μεταβίβασης μέσα σε εύλογο χρόνο από τις 14.5.93, ημερομηνία κατά την οποία είχε εκδοθεί η άδεια από το Υπουργικό Συμβούλιο. Συναφώς, η επιστολή τους ημερομηνίας 28.4.93 θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι είχε καταστήσει ουσιώδη το χρόνο εκτέλεσης της σύμβασης. Οι εφεσίβλητοι απευθύνθηκαν για μεταβίβαση του ακινήτου μόλις στις 18.9.93, οι τέσσερις μήνες που είχαν παρέλθει θα πρέπει να θεωρηθεί ότι υπερβαίνουν ό,τι θα μπορούσε να προσδιοριστεί ως εύλογος χρόνος στην περίπτωση και, συνεπώς, ορθά αρνήθηκαν όταν τους ζητήθηκε εκπλήρωση.
Στην υπεράσπιση γίνεται αναφορά στην πιο πάνω κατ΄ισχυρι[*669]σμό καθυστέρηση αλλά παρεπιμπτόντως, κατά τρόπο που δημιουργεί ερώτημα ως προς το αν πράγματι κατευθύνεται προς ή επιφέρει τη στοιχειοθέτηση τέτοιου ζητήματος, ως επίδικου. Δεν έχει όμως εγερθεί τέτοιο ζήτημα από τους εφεσίβλητους και είναι γεγονός ότι και το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως θα δούμε, δεν αρνήθηκε την εξέταση των επιπτώσεων από την πάροδο των 4 μηνών που αναφέρθηκαν. Οι διαπιστώσεις εν τούτοις στις οποίες κατέληξε, μας φαίνεται πως θα αφαιρούσαν κάθε υπόβαθρο από το επιχείρημα των εφεσειόντων. Ακόμα και αν θα ήταν δυνατό να γίνεται συζήτηση ως προς τις επιπτώσεις από την πάροδο χρόνου, που σε καμιά περίπτωση δεν είχε καθοριστεί ως εύλογος κατά την κρίση των εφεσειόντων, και, πάντως, χωρίς να είχε προηγηθεί αποδοχή της υποτιθέμενης παράβασης της σύμβασης για τέτοιο λόγο και συνακολούθως τερματισμός της από τους εφεσείοντες. (βλ. συναφώς Chitty on Contracts 27η έκδοση §24-011.).
Η πάροδος των 4 μηνών, όπως κρίθηκε, οφειλόταν στη στάση των ίδιων των εφεσειόντων. Ο αντιπρόσωπος των εφεσιβλήτων τους ενημέρωσε αμέσως για το γεγονός της εξασφάλισης της άδειας και ζήτησε τον ορισμό ημερομηνίας για τη μεταβίβαση. Ο εφεσείων 1 του απάντησε πως θα έπρεπε να παρευρίσκονται οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι και επέμεινε σ΄αυτό, παρά το γεγονός ότι ο αντιπρόσωπος των εφεσιβλήτων τον πληροφόρησε πως κατείχε γραπτό πληρεξούσιο. Θα το σκεφτόταν, όπως του είπε, και θα του απαντούσε. Δεν του απάντησε, με πρωτοβουλία του αντιπροσώπου των εφεσιβλήτων ακολούθησαν και άλλες επαφές, ο εφεσείων εξακολούθησε να είναι αναβλητικός και η εκκρεμότητα παρατάθηκε ως το Σεπτέμβριο. Σε κάποιο στάδιο ο εφεσείων 1 ανέφερε στον αντιπρόσωπο των εφεσιβλήτων “ας τον άνθρωπο (τον εφεσίβλητο 1) ν΄αρθει και θα δούμε”. Πράγματι το Σεπτέμβριο ήλθε στην Κύπρο από την Αγγλία ο εφεσίβλητος 1. Ούτε και τότε όμως έληξε το θέμα. Ο εφεσείων 1 θεώρησε τότε αναγκαίο να συνεννοηθεί και με τον εφεσίβλητο 2 και ήταν τότε που στάληκε πλέον η επιστολή ημερομηνίας 18.9.93.
Αυτά ήταν όσα διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο ως γεγονότα. Τη διαφορετική εκδοχή του εφεσείοντα 1, πως δεν πραγματοποιήθηκε επαφή μεταξύ τους ως το Σεπτέμβριο, την απέρριψε ως αναξιόπιστη. Κατέληξε, λοιπόν, το πρωτόδικο δικαστήριο ως εξής:
“Τα όσα έχουν διαμειφθεί μεταξύ του εναγομένου 1 και του Μ.Ε.2 μεταξύ του Απριλίου 1993 και του Σεπτεμβρίου 1993 - τα οποία βρίσκουμε ότι έχουν όπως τα έχει εξιστορήσει ο [*670]Μ.Ε.2. - δεν ισοδυναμούν με διάρρηξη της σύμβασης γιατί ο εναγόμενος 1 περίμενε την άφιξη του ενάγοντα 1 για να καθορίσει την τελική του θέση”.
Οι εφεσείοντες προσβάλλουν αυτές τις διαπιστώσεις, όχι όμως για βάσιμους λόγους. Θεωρούν ότι στηρίκτηκαν σε “αντιφατική μαρτυρία”, χωρίς όμως να εξειδικεύουν τί ακριβώς έχουν υπόψη τους. Όταν, μάλιστα, απέσυραν τους λόγους έφεσης που αφορούσαν στην κρίση πως ο εφεσίβλητος 1 ήταν αναξιόπιστος σε σχέση με τα διαμειφθέντα ως τον Απρίλιο 1993. Ισχυρίζονται μετά πως ήταν αναιτιολόγητες ενώ είναι σαφές πως το δικαστήριο οδηγήθηκε σε αυτές ενόψει της κρίσης του ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Τελικά, ότι στηρίκτηκαν σε εξωγενή, μή αποδεκτή μαρτυρία. Εννοούν το εξής: Κατά τη γραπτή σύμβαση η ειδοποίηση για μεταβίβαση μετά την εξασφάλιση της άδειας, θα έπρεπε να ήταν γραπτή. Οι κλήσεις για μεταβίβαση, αμέσως μετά την έκδοση της άδειας και αργότερα ως το Σεπτέμβριο, κατά την εκδοχή των ίδιων των εφεσιβλήτων, ήταν προφορικές. Επομένως, δεν είχαν αξία και δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη. Εκείνο που μπορούσε να μετρήσει ήταν η επιστολή ημερομηνίας 18.9.93 και, κατ΄ακολουθίαν, πράγματι θα έπρεπε να αναγνωριστεί ως καθυστέρηση η περίοδος των 4 μηνών που παρήλθε.
Δεν θα μπορoύσαμε να συμφωνήσουμε με αυτή την προσέγγιση. Όσα προφορικά προηγήθηκαν δεν προτάθηκαν ως κλήση για εκτέλεση κατά τους όρους της σύμβασης και ως παράβασή της, έκτοτε. Το δε πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ως χρόνο παράβασης της σύμβασης την 18.9.93. Εισάχθηκαν ως η εξήγηση των περιστάσεων που οδήγησαν ως στις 18.9.93 και δεν θα ήταν νοητή η αφαίρεσή τους από την εικόνα σε σχέση με το ζήτημα που θέτουν οι ίδιοι οι εφεσείοντες ως προς το πότε ήταν εύλογο να σταλεί η γραπτή κλήση για μεταβίβαση. Σε κάθε περίπτωση το τί είναι εύλογος χρόνος είναι ζήτημα πραγματικό και εξαρτάται από το σύνολο των περιστατικών. Το παράλογο εν προκειμένω είναι η επίκληση από τους εφεσείοντες της παρόδου του χρόνου που οι ίδιοι ζήτησαν.
Οι αποζημιώσεις
Οι εφεσίβλητοι κάλεσαν ειδικό εκτιμητή με δηλωμένο στόχο τον προσδιορισμό της αξίας του ακινήτου κατά τον ουσιώδη χρόνο. Οι εφεσείοντες ενέστησαν γιατί δεν υπήρχε στην έκθεση απαίτησης οποιοσδήποτε ισχυρισμός για ζημία που προκλήθηκε από την παράβαση της σύμβασης. Το πρωτόδικο δικαστήριο δέκτηκε την ένσταση και υποβλήθηκε αίτηση για τροποποίηση της Έκθεσης [*671]Απαίτησης. Η Έκθεση Απαίτησης τροποποιήθηκε, χωρίς ένσταση από τους εφεσείοντες, και επαναλήφθηκε η προσπάθεια για προσαγωγή της μαρτυρίας. Οι εφεσείοντες, όμως, υπέβαλαν νέα ένσταση. Η τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης, όπως υποστήριξαν, δεν περιείχε τις λεπτομέρειες, ιδίως το ύψος της διεκδικούμενης αποζημίωσης, που θα επέτρεπαν στους εφεσίβλητους να προσάξουν μαρτυρία. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την ένσταση. Όπως έκρινε, οι εφεσείοντες είχαν επαρκή ειδοποίηση για τις ζημιές. Στηρίκτηκε στην υπόθεση Αdmiralty Commissioners v. S. S. Susquehanna [1926] A.C. 655· από τη σελίδα 661 της οποίας και παρέθεσε το πιο κάτω απόσπασμα:
“Αν οι ζημιές είναι γενικές τότε πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο ότι οι ενάγοντες έχουν υποστεί τέτοια ζημιά αλλά ο καθορισμός τους είναι ζήτημα των ενόρκων”.
(If the damage be general, then it must be averred that such damage has been suffered, but the quantification of such damage is a jury question)”
H υπόθεση Perestrello v. United Paint Co Ltd [1969] 1 W.L.R. 570 που είχαν επικαλεστεί οι εφεσείοντες, δεν εφαρμοζόταν στην περίπτωση αφού αναφέρεται στην ανάγκη εξειδίκευσης όταν διεκδικείται συγκεκριμένο είδος απώλειας (particular kind of loss). Αν οι εφεσείοντες θεωρούσαν ότι χρειάζονταν λεπτομέρειες, θα μπορούσαν να τις ζητήσουν.
Οι εφεσείοντες δέχονται την ταξινόμηση των αποζημιώσεων που διεκδικήθηκαν ως γενικών. Θεωρούν όμως ότι, ανεξάρτητα από αυτό, ήταν εφαρμόσιμη η Perestrello. Παρέπεμψαν στην αναφορά στην πιο πάνω υπόθεση στον Βullen & Leake 13η έκδοση σελ. 304 και επίσης στο Αnnual Practice (1976) στις σελ. 282 - 284 και 285. (Βλ. επίσης McGregor on Damages 15η έκδοση σελ. 15 κ. επ).
Όπως υποστήριξαν, δεν ήταν δυνατή η θεραπεία μιας εγγενώς ελαττωματικής έκθεσης απαίτησης, με την παροχή λεπτομερειών. Η αποζημίωση ήταν επιδεκτική καθορισμού και οι εφεσίβλητοι όφειλαν να την είχαν καθορίσει. Αναφέρθηκαν τελικά στην ΑngloCyprian Agencies v. Paphos Industries [1951] 1 All ER 873 η οποία όμως δεν αντιλαμβανόμαστε να αφορά ειδικά στο θέμα. Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση.
Η Έκθεση Απαίτησης περιλαμβάνει ειδική αναφορά και αξιώσεις για συγκεκριμένο ποσό που διεκδικούνταν ως ειδική αποζη[*672]μίωση. Επίσης, για παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις. Ήταν αντιληπτό πως το μέρος της που συζητούμε αφορούσε στη διεκδίκηση της διαφοράς μεταξύ του συμφωνηθέντος τιμήματος και της αξίας του ακινήτου κατά το χρόνο της παράβασης. Αυτό είναι το κλασσικό μέτρο σε περιπτώσεις αυτής της φύσης. (Βλ. Saab v. Monastery of Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499 και Charalambous v. Vakana (1982) 1 C.L.R. 310). Άλλωστε, όπως είδαμε, ήταν η προσπάθεια προσαγωγής μαρτυρίας προς αυτή την κατεύθυνση που προκάλεσε την ένσταση και ακολούθησε η τροποποίηση, ακριβώς με στόχο να καταστεί επιτρεπτή η προσαγωγή τέτοιας μαρτυρίας. Δεν υπήρχε, λοιπόν, οτιδήποτε που δεν αποκαλυπτόταν ως προς τη φύση ή το είδος της αποζημίωσης και ως προς την υπόθεση που θα αντιμετώπιζαν οι εφεσείοντες κατά τη δίκη. Ορθά, επομένως, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως δεν εφαρμοζόταν στην περίπτωση η Perestrello. Λέχθηκε στην πιο πάνω υπόθεση:
“Accordingly, if a plaintiff has suffered damage of a kind which is not the necessary and immediate consequence of the wrongful act, he must warn the defendant in the pleadings that the compenstation claimed will extend to this damage, thus showing the defendant the case he has to meet and assisting him in computing a payment into court.
The limits of this requirement are not dictated by any preconceived notions of what is general or special damage but by the circumstances of the particular case. “The question to be decided does not depend on words, but is one of substance” (per Bowen L.J. in Ratcliff v. Evans [1892] 2 Q.B. 524, 529).”
“Συνεπώς, αν ο ενάγων έχει υποστεί ζημιά κάποιου είδους που δεν είναι η αναγκαία και άμεση συνέπεια της αδικοπραξίας, θα πρέπει να προειδοποιήσει τον εναγόμενο με τις γραπτές του προτάσεις ότι η αποζημίωση που διεκδικεί θα επεκταθεί και σ΄αυτή τη ζημιά, δείχνοντας έτσι στον εναγόμενο την υπόθεση που θα πρέπει να αντιμετωπίσει και βοηθώντας τον να υπολογίσει πληρωμή στο Δικαστήριο. Τα όρια αυτής της απαίτησης δεν υπαγορεύονται από οποιεσδήποτε εκ των προτέρων διαμορφωμένες αντιλήψεις αναφορικά με το τί είναι γενική ή ειδική αποζημίωση αλλά από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης. ‘Το προς απόφαση θέμα δεν στηρίζεται πάνω σε λέξεις αλλα είναι ουσίας’ per Bowen L.J. in Ratcliffe v. Evans [1892] 2 Q.B. 524, 529”.
[*673]Aλλά και στη συνέχεια, η ίδια υπόθεση, κατά την αναφορά στην ανάγκη για εξειδίκευση ειδικής ζημιάς, με την έννοια ότι αυτή επιδέχεται ακριβή υπολογισμό, εξηγεί:
“Τhe obligation to particularise in this latter case arises not because the nature of the loss is necessarily unusual, but because a plaintiff who has the advantage of being able to base his claim upon a precise calculation must give the defendant access to the facts which make such calculation possible.”
Σε μετάφραση:
“Η υποχρέωση για εξειδίκευση στην τελευταία περίπτωση πηγάζει όχι επειδή η φύση της απώλειας είναι κατ’ ανάγκην ασυνήθιστη αλλά επειδή ο ενάγων ο οποίος έχει το πλεονέκτημα να μπορεί να βασίσει την αξίωσή του πάνω σε επακριβή υπολογισμό πρέπει να δώσει στον εναγόμενο πρόσβαση στα γεγονότα που καθιστούν τέτοιο υπολογισμό δυνατό”.
Εν προκειμένω, με δοσμένο το είδος της αποζημίωσης που διεκδικήθηκε οι δυο πλευρές ήταν ακριβώς στην ίδια θέση. Δεν υπήρχαν ιδιαίτερα γεγονότα στην κατοχή των εφεσειόντων. Το τίμημα ήταν δεδομένο και η αξία του ακινήτου κατά τον ορισμένο χρόνο δεν ήταν συνάρτηση στοιχείων στα οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι εφεσίβλητοι και όχι οι εφεσείοντες είχαν πρόσβαση. Μπορεί πράγματι η εξειδίκευση του ποσού να ήταν χρήσιμη. Εν πάση περιπτώσει, αποτελούσε λεπτομέρεια την οποία οι εφεσείοντες δικαιολογημένα θα μπορούσαν να διεκδικήσουν. Δεν την διεκδίκησαν όμως και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως έχουμε εδώ εγγενώς ελαττωματική Έκθεση Απαίτησης. Περιλαμβάνει το βασικό ισχυρισμό και μπορούσαν οι εφεσίβλητοι να προσάξουν μαρτυρία προς απόδειξή του. (Βλ. συναφώς Κουρσουμά ν. Κοσμά (1991) 1 Α.Α.Δ. 973 και Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) ν. Νίκου Κ. Σιακόλα (1999) 1 A.A.Δ. 44.)
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο