Dynacon Limited και Άλλος, Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1999) 1 ΑΑΔ 717

(1999) 1 ΑΑΔ 717

[*717]6 Μαΐου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟ, ΚΕΦ. 4.

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα,

v.

1. DYNACON LIMITED,

2. ΠΑΥΛΟΥ ΠΑΥΛΙΔΗ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9891)

 

Διαιτησία — Απομάκρυνση διαιτητή λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς — Τι συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά — Ο διαιτητής ασκεί οιονεί δικαστικό καθήκον — Το πρέπον της συμπεριφοράς του δεν συσχετίζεται μόνο με τα εχέγγυα αμεροληψίας, αλλά και με τη συμπεριφορά εκείνη που αναμένεται από άτομο το οποίο λειτουργεί δικαστικά.

Λέξεις και Φράσεις — “Misconduct”, ανάρμοστη συμπεριφορά στο Άρθρο 23(1) του αγγλικού περί Διαιτησίας Νόμου του 1950 — Το Άρθρο 20(1) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4 αποτελεί αναπαραγωγή του Άρθρου 23(1) του περί Διαιτησίας Νόμου του 1950.

Ο εφεσίβλητος είναι μέλος της τριμελούς επιτροπής διαιτητών η οποία επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης η οποία παραπέμφθηκε σε διαιτησία.

Η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο για απομάκρυνση του εφεσίβλητου για ανάρμοστη συμπεριφορά.  Η αίτηση βασίστηκε στο Άρθρο 20(1) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4.  Η ενστάσιμη κατά την άποψη της διαγωγή του διαιτητή εκδηλώθηκε, μετά την ολοκλήρωση ακρόασης αίτησης της ενώπιον των διαιτητών για την παροχή περαιτέρω και καλύτερων λεπτομερειών των θέσεων της εφεσίβλητης.  Ο διαιτητής σε συνομιλία που είχε με τον δικηγόρο της εφεσίβλητης προέβη σε σχόλιο αναφορικά με την πορεία της υπόθεσης “χάσιμο χρόνου”, το οποίο η εφεσείουσα θεωρεί ότι καθάπτεται του τρόπου με τον οποίο χειρίστηκε την υπόθεση τους.  Η εφεσείουσα υποστήριξε ότι η διαγωγή του κλόνισε την εμπιστοσύνη της στην αμε[*718]ροληψία του διαιτητή.  Ο διαιτητής υποστήριξε ότι το σχόλιο του δεν αναφερόταν στους χειρισμούς της εφεσείουσας αλλά στη χρησιμότητα της προηγούμενης συνεδρίας των διαιτητών.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε ότι το αντικείμενο της συνομιλίας αφορούσε το επίδικο θέμα της αίτησης, η απόφαση στην οποία επιφυλάχθηκε και ότι ο διαιτητής προέβη στο πιο πάνω σχόλιο.  Διαπίστωσε όμως ότι το πνεύμα της συνομιλίας και τα λεχθέντα δεν ήταν επιλήψιμα ούτε μπορούσαν να δημιουργήσουν ερωτηματικά για την αμεροληψία του διαιτητή.  Με την έφεση επιδιώκεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης και η έκδοση διαταγής για την αποπομπή του διαιτητή.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Στον όρο “misconduct”, ανάρμοστη συμπεριφορά, αποδίδεται ευρεία ερμηνεία, όπως προκύπτει από τις αγγλικές αποφάσεις ερμηνευτικές του Άρθρου 23(1) του περί Διαιτησίας Νόμου του 1950.

2.  Η φύση του δικαστικού λειτουργήματος, καθιστά απαράδεκτη οποιαδήποτε επαφή με οποιοδήποτε από τα μέρη έξω από το πλαίσιο της νενομισμένης διαδικασίας.  Τα ίδια ισχύουν και για τον διαιτητή ο οποίος ασκεί οιονεί δικαστικό καθήκον.  Το πρέπον της συμπεριφοράς των διαιτητών δεν συσχετίζεται μόνο με τα εχέγγυα αμεροληψίας, αλλά και με τη συμπεριφορά εκείνη, η οποία αναμένεται από άτομο που λειτουργεί δικαστικά.

3.  Στην κρινόμενη περίπτωση ήταν εντελώς ανεπίτρεπτο για το διαιτητή μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας και την επιφύλαξη της απόφασης να προβεί σε συζήτηση των εγειρομένων θεμάτων με ένα των διαδίκων και μάλιστα στην απουσία της άλλης πλευράς.  Η συμπεριφορά του διαιτητή αφίστατο από τα δικαστικά θέσμια σε βαθμό που έτεινε να κλονίσει την εμπιστοσύνη για τη διεκπεραίωση του δικαστικού έργου με τον αρμόζοντα χρόνο.  Το σχόλιο στο οποίο προέβη ο διαιτητής, μπορούσε επίσης να εκληφθεί ως ψόγος για τον χειρισμό της υπόθεσης από τους αντιδίκους της πλευράς με την οποία συνομιλούσε και να προκαλέσει τον κλονισμό της εμπιστοσύνης στην αμεροληψία του.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

 

[*719]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Mohamed (1998) 1 A.A.Δ. 1304,

Engineering v. Miskin [1981] 1 Lloyd’s Rep. 135,

“Catalina” Owners v. “Norma” Owners 61 LI.L. Rep. 360,

Regina v. Stratford on Avon Justice, Ex parte Edmonds, Edmonds v. Badham [1973] 1 R.T.R. 356.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Mιχαηλίδου, E.Δ.) που δόθηκε στις 30 Iανουαρίου, 1997 (Aίτηση Aρ. 181/95) με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση τους για απομάκρυνση του εφεσίβλητου 2 για ανάρμοστη συμπεριφορά ως μέλος της τριμελούς επιτροπής διαιτητών η οποία επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ της εφεσείουσας-αιτήτριας και της εφεσίβλητης η οποία παραπέμφθηκε σε διαιτησία.

Π. Πολυβίου, για την Eφεσείουσα.

Γ. Χαραλαμπίδης, για τους Eφεσίβλητους 1.

Ν. Ζωμενής, για τον Eφεσίβλητο 2.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από αίτημα της Τράπεζας Κύπρου Λτδ, της εφεσείουσας, προς απομάκρυνση ενός των διαιτητών, του  Π. Παυλίδη, του εφεσίβλητου 2, μέλους της τριμελούς επιτροπής διαιτητών η οποία επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης η οποία παραπέμφθηκε σε διαιτησία.  Το διαιτητικό σώμα απαρτίζουν δύο διαιτητές, ένας των οποίων είναι ο εφεσίβλητος 2 και επιδιαιτητής.  Με αίτησή της στο Επαρχιακό Δικαστήριο η εφεσείουσα αξίωσε την απομάκρυνση του εφεσίβλητου για ανάρμοστη συμπεριφορά. 

Το άρθρο 20(1) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, παρέχει εξουσία στο Επαρχιακό Δικαστήριο να απομακρύνει διαιτητή ο [*720]οποίος επιδεικνύει κακή (ανάρμοστη) συμπεριφορά ή χειρίζεται κακώς την υπόθεση.  Προβλέπει:

“Οταν ο διαιτητής ή ο επιδιαιτητής επιδεικνύει κακή συμπεριφορά ή χειρίζεται κακώς την υπόθεση, το Δικαστήριο δύναται να τον απομακρύνει.”

Το άρθρο 20(1) αποτελεί μετάφραση του αρχικού κειμένου του άρθρου 20(1) διατυπωμένου στα αγγλικά, το οποίο έχει ως εξής:

“Where an arbitrator or umpire has misconducted himself or the proceedings, the Court may remove him.”

Η αντιπαραβολή των δύο κειμένων γίνεται ώστε να επισημανθεί ότι ο αγγλικός όρος  “misconduct”, στο πλαίσιο που απαντάται καλύτερα αποδίδεται με τον ελληνικό όρο “ανάρμοστη” αντί “κακή” συμπεριφορά. (Βλ. Ν. 67/88 όπως τροποποιήθηκε από τον Ν. 79(1)/97 και απόφαση της Ολομέλειας στην αίτηση Roula Mohamed (1998) 1 A.A.Δ. 1304.

Το άρθρο 20(1) αποτελεί αναπαραγωγή του άρθρου 23(1) του αγγλικού περί Διαιτησίας Νόμου του 1950. 

Η εφεσείουσα βάσισε την αίτησή της στο άρθρο 20(1) του Κεφ. 4.  Η ενστάσιμη κατά την άποψή της διαγωγή του διαιτητή εκδηλώθηκε, μετά την ολοκλήρωση της ακρόασης αίτησής της ενώπιον των διαιτητών για την παροχή περαιτέρω και καλύτερων λεπτομερειών των θέσεων της εφεσίβλητης.  Ευθύς μετά την ολοκλήρωση της ακρόασης της αίτησης και την επιφύλαξη της απόφασης ο εφεσίβλητος, (ο διαιτητής), κατά την έξοδό του από την αίθουσα της συνεδριάσεως  είχε συνομιλία με τον δικηγόρο της εφεσίβλητης στην παρουσία του διευθυντή  της σε σχέση με τα επίδικα θέματα της επιφυλαχθείσας απόφασης και προέβη σε σχόλιο αναφορικά με την πορεία της υπόθεσης “χάσιμο χρόνου”, το οποίο η εφεσείουσα θεωρεί  ότι καθάπτεται του τρόπου με τον οποίο χειρίστηκε την υπόθεσή της.  Η διαγωγή του κλόνισε την εμπιστοσύνη της στην αμεροληψία του διαιτητή.  Υποστήριξε (η εφεσείουσα) ότι η συμπεριφορά την οποία επέδειξε ο εφεσίβλητος δεν αρμόζει σε διαιτητή. 

Προβλήθηκαν διϊστάμενες εκδοχές για το τί ακριβώς λέχθηκε κατά την προαναφερθείσα συνομιλία και το πνεύμα με το οποίο ειπώθηκαν.  Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε ότι το αντικείμενο της συνομιλίας αφορούσε το επίδικο θέμα της αίτησης η από[*721]φαση στην οποία επιφυλάχθηκε και ότι ο διαιτητής προέβη στο σχόλιο το οποίο η εφεσείουσα θεώρησε ως μειωτικό γι’ αυτή “χάσιμο χρόνου”.  Το πνεύμα όμως της συνομιλίας όπως διαπίστωσε και τα λεχθέντα δεν ήταν με οποιοδήποτε τρόπο επιλήψιμα ούτε μπορούσαν να δημιουργήσουν ερωτηματικά για την αμεροληψία του διαιτητή.  Το αντικείμενο της συνομιλίας, όπως ο ίδιος ο διαιτητής το αποκάλυψε στη μαρτυρία του, αφορούσε τη διαδικασία το δε σχόλιο του διαιτητή ότι είναι χάσιμο χρόνου αναφερόταν στην αναγκαιότητα της αμέσως προηγούμενης συνεδρίας των διαιτητών, η οποία αναλώθηκε στη διερεύνηση του κατά πόσο οι φάκελοι που κατέθεσε άτυπα η εφεσίβλητη μπορούσε να ικανοποιήσει το αίτημά της  για περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες. 

Για να γίνει κατανοητή η σημασία της συνομιλίας και να προσδιορισθεί το πλαίσιο στο οποίο έγινε, πρέπει να κάμουμε αναφορά στο ιστορικό της αίτησης της εφεσείουσας.  Η εφεσείουσα ζήτησε με επιστολή της στην εφεσίβλητη περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες των θέσεων της.  Αντί άλλης απάντησης η εφεσίβλητη κατέθεσε μέσω του δικηγόρου της πέντε ογκώδεις, όπως χαρακτηρίστηκαν, φακέλους ενώπιον των διαιτητών, διάβημα το οποίο η εφεσείουσα έκρινε ότι δεν ανταποκρινόταν στο αίτημά της. Ακολούθησε αίτημα της εφεσείουσας ενώπιον των διαιτητών για την έκδοση διαταγής για την παροχή περαιτέρω και καλύτερων λεπτομερειών των θέσεων της εφεσίβλητης και διαγραφή της κατάθεσης των φακέλων ως παραδεκτού μέσου ικανοποίησης του αιτήματός της.  Εξ όσων προκύπτει η αίτηση ορίστηκε, σε πρώτο στάδιο ενώπιον των διαιτητών για μνεία για να διαπιστωθεί αν μπορούσε να επέλθει συμφωνία μεταξύ των μερών ως προς τα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν το αίτημα της εφεσείουσας. Η προσπάθεια απέβη άκαρπη.  Η αίτηση της εφεσείουσας, στην οποία υποβλήθηκε ένσταση εκ μέρους της εφεσίβλητης, ορίστηκε για ακρόαση.  Κατά την ορισθείσα συνεδρία ακούστηκαν τα μέρη και η απόφαση των διαιτητών επιφυλάχθηκε.  Η ανεπίτρεπτη κατά την εφεσείουσα διαγωγή του διαιτητή εκδηλώθηκε ευθύς μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας.  Από την κατάθεση του διαιτητή ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, η μαρτυρία του οποίου έγινε δεκτή, προκύπτει ότι ο ίδιος ο διαιτητής προκάλεσε τη συνομιλία υποβάλλοντας ερώτημα στο δικηγόρο της εφεσίβλητης το οποίο με τα δικά του λόγια καθόρισε ως εξής:

“Πώς θα προχωρούσαμε να βγάζαμε απόφαση, ότι η κατάθεση των 5 ογκωδών φακέλων που είχαν δώσει στην άλλη πλευρά σαν καλύτερες και περισσότερες πληροφορίες θα απορριπτόταν αν δεν γίνονταν δεχτοί οι φάκελοι.”

[*722]Σε απάντηση ο δικηγόρος της εφεσίβλητης του είπε ότι σε τέτοια  περίπτωση θα ήταν αναγκαία η απόσυρση των πέντε φακέλων και η κατάθεση των εγγράφων “ένα-ένα”, διαδικασία χρονοβόρα παρατηρώντας συγχρόνως όπως επανέλαβε ο διαιτητής:

“Ο κ. Χαραλαμπίδης με το συνηθισμένο του τρόπο έκαμνε ορισμένα αστεία, είπε ορισμένα πράγματα.  Οτι η Τράπεζα έχει λεφτά, είπε ότι αν κατατίθεντο τα έγγραφα ένα-ένα ίσως θα καθυστερούσε η διαδικασία γιατί τα έγγραφα ήταν πολλά και ο κ. Χαραλαμπίδης αστειευόμενος είπε ότι η Τράπεζα έχει αρκετά λεφτά ας πληρώσει κλπ.”

Ο διαιτητής παραδέχθηκε ότι προέβη στο σχόλιο ότι πρόκειται για χάσιμο χρόνου, εξηγώντας ότι αυτό αναφερόταν όχι στους χειρισμούς της εφεσείουσας αλλά στη χρησιμότητα της προηγούμενης συνεδρίας των διαιτητών.  Σ’ απάντηση στην ερώτηση του δικηγόρου του σε σχέση με τη διαδικασία προς την οποία σχετιζόταν το σχόλιο του, έδωσε την εξής απάντηση:

“Να κρίνουμε κατά πόσο τα έγγραφα που είχαν κατατεθεί στην προηγούμενη συνεδρία αποτελούν ή όχι καλύτερες και περισσότερες πληροφορίες για την Τράπεζα.”

Με την έφεση επιδιώκεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης και η έκδοση διαταγής για την αποπομπή του διαιτητή.  Στον όρο “misconduct”, ανάρμοστη συμπεριφορά, αποδίδεται ευρεία ερμηνεία, όπως προκύπτει από τις αγγλικές αποφάσεις ερμηνευτικές του άρθρου 23(1) του περί Διαιτησίας Νόμου του 1950.  Αυτό διαφαίνεται από την ανάλυση του όρου “misconduct” στην οποία προέβη ο Λόρδος Denning στην Modern Engineering v. Miskin [1981] 1 Lloyd’s Rep. 135 στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Πολυβίου εκ μέρους της εφεσείουσας.  Περιλαμβάνει κάθε μορφή  συμπεριφοράς, η οποία τείνει να διασαλεύσει και να καταστρέψει την εμπιστοσύνη την οποία οι διάδικοι ή εκάτερος από αυτούς πρέπει να έχει στους διαιτητές, ότι θα προέλθουν σε δίκαιη απόφαση.  Άλλη απόφαση στην οποία μας παρέπεμψε η εφεσείουσα διαφωτιστική της σημασίας του όρου misconduct είναι η “Catalina” Owners v. “Norma” Owners 61 Ll.L. Rep. 360 στην οποία κρίθηκε ότι παρατήρηση κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης μειωτική για τη ροπή προς την αλήθεια μαρτύρων της εθνικής προέλευσης εκείνων που κατέθεσαν, θεωρήθηκε ανάρμοστη συμπεριφορά και αποκαλυπτική προκατάληψης ασυμβίβαστης με την αμεροληψία από την οποία πρέπει να διαπνέεται ο διαιτητής.

[*723]Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως ορθή και αναπόφευκτη υπό το φως των ευρημάτων του.  Δεν υπήρχε οτιδήποτε το επιλήψιμο στη συνομιλία αφενός, ενώ το σχόλιο του διαιτητή δεν μπορούσε να εκληφθεί ως επικριτικό για τους χειρισμούς της υπόθεσης από την εφεσείουσα, αφετέρου. Αναγνώρισε όμως ο κ. Χαραλαμπίδης ότι αν το σχόλιο το οποίο έγινε αναφερόταν στον χειρισμό της υπόθεσης των αντιδίκων τους, θα αποτελούσε βάση για τη στοιχειοθέτηση ανάρμοστης συμπεριφοράς. Ο κ. Χαραλαμπίδης παρέπεμψε στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 4th Ed., Vol. 2, (παρα. 694 και επέκεινα), όπου αναλύεται η έννοια της ανάρμοστης διαγωγής στο πλαίσιο της περί διαιτησίας νομοθεσίας.  Η ενστάσιμη συμπεριφορά του διαιτητή, πρέπει να τείνει να υποσκάψει ουσιωδώς την απονομή της δικαιοσύνης (substantial miscarriage of justice), ώστε να δικαιολογείται η απομάκρυνσή του.  Συμπεριφορά η οποία αντίκειται προς τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης εμφανώς συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά. 

Ο κ. Ζωμενής, εκ μέρους του διαιτητή μας παρέπεμψε εκτός από τον Halsbury’s Laws of England στον Russell on the Law of Arbitration, 18th Ed., και στο Handbook on Arbitration Practice των Ronald Bernstein, Derek Wood, τα οποία επίσης πραγματεύονται τη σημασία του όρου “misconduct” στο σχετικό πλαίσιο, υπό το πρίσμα της αγγλικής νομολογίας. Στο τελευταίο σύγγραμμα εξειδικεύονται τρεις περιπτώσεις ανάρμοστης συμπεριφοράς -  (α) απόδειξη προκατάληψης, (β) ύπαρξη σχέσης μεταξύ του διαιτητή και ενός των μερών ή του επίδικου θέματος της διαφοράς, η οποία δημιουργεί εμφανείς κινδύνους ως προς την εξ αντικειμένου δυνατότητά του να ενεργήσει αμερόληπτα και (γ) όπου η διαγωγή του διαιτητή αφίσταται από το επίπεδο συμπεριφοράς, που οι διάδικοι δικαιούνται να αναμένουν από τους κριτές τους.

Το έργο των διαιτητών είναι οιονεί δικαστικό.  Δικαστική είναι και η αποστολή τους.  Χαρακτηριστική του κλονισμού που μπορεί να επιφέρει ανεπίτρεπτη επαφή διαδίκου με το δικαστήριο είναι η απόφαση στην Regina v. Stratford on Avon Justice, Ex parte Edmonds, Edmonds v. Badham [1973] 1 R.T.R. 356.  Μετά το πέρας της δίκης του κατηγορουμένου για παραβάσεις του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου του 1967 ο κατήγορος, ανώτερος αστυνόμος, εισχώρησε στην αίθουσα όπου είχαν αποσυρθεί οι ειρηνοδίκες και προσεφέρθη να τους εφοδιάσει με αντίγραφα του νόμου στον οποίο θεμελιώνονταν οι κατηγορίες, παρά τις διαμαρτυρίες του δικηγόρου του κατηγορουμένου για το ανεπίτρεπτο της επαφής.  Οι ειρηνοδίκες καταδίκασαν τον κα[*724]τηγορούμενο.  Η καταδίκη του ακυρώθηκε με αίτηση certiorari.  Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η επαφή την οποία είχε ο κατήγορος με το δικαστήριο ήταν ανεπίτρεπτη.  Η παρουσία του κατηγόρου στο ιδιαίτερο γραφείο των δικαστών μπορούσε να δημιουργήσει εύλογα ερωτηματικά για το σκοπό της επίσκεψης και να κλονίσει την πίστη στην αμεροληψία των δικαστών.

Η φύση του δικαστικού λειτουργήματος, καθιστά απαράδεκτη οποιαδήποτε επαφή ή συζήτηση των επιδίκων θεμάτων με οποιοδήποτε από τα μέρη έξω από το πλαίσιο της νενομισμένης διαδικασίας.  Αυτό αποτελεί απόρροια του δικαστικού καθήκοντος και της ευπρέπειας που πρέπει να χαρακτηρίζει την συμπεριφορά του δικαστή, ανεξάρτητα από τον κλονισμό που επιφέρει απόκλιση από το αναμενόμενο επίπεδο συμπεριφοράς στην αμεροληψία του.  Τα ίδια ισχύουν και για τον διαιτητή ο οποίος ασκεί οιονεί δικαστικό καθήκον. Το πρέπον της συμπεριφοράς των διαιτητών δεν συσχετίζεται μόνο με τα εχέγγυα αμεροληψίας, αλλά και με τη συμπεριφορά εκείνη η οποία αναμένεται από άτομο το οποίο λειτουργεί δικαστικά.  Οι διάδικοι αλλά και το κοινό δικαιολογημένα αναμένουν ότι πρόσωπα που αναλαμβάνουν δικαστικά καθήκοντα συμπεριφέρονται κατά τρόπο σύμφωνο με την αποστολή του απρόσωπου και απερίσπαστου κριτή. Απόκλιση από τα θέσμια αυτά, τείνει να κλονίσει την εμπιστοσύνη στους δικαστές και να διασαλεύσει την πίστη στους φορείς της δικαιοσύνης.

Στην προκείμενη περίπτωση ήταν εντελώς ανεπίτρεπτο για τον διαιτητή μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας και την επιφύλαξη της απόφασης  να προβεί σε συζήτηση των εγειρόμενων θεμάτων με ένα των διαδίκων και μάλιστα στην απουσία της άλλης πλευράς.  Ο δικαστής δεν συζητεί μετά την ολοκλήρωση της δίκης την απόφαση με ένα από τους διαδίκους ή ακόμα και με τους δύο παρόντες.  Οι διάδικοι ακούονται στο πλαίσιο της δίκης και ποτέ έξω από αυτή.  Η συμπεριφορά του διαιτητή ήταν άπρεπη. αφίστατο από τα δικαστικά θέσμια σε βαθμό που έτεινε να κλονίσει την εμπιστοσύνη για την διεκπεραίωση του δικαστικού έργου με τον αρμόζοντα τρόπο.  Το σχόλιο στο οποίο προέβη ο διαιτητής “χάσιμο χρόνου”, επίσης  μπορούσε να εκληφθεί ως ψόγος για τον χειρισμό της υπόθεσης από τους αντιδίκους της πλευράς με την οποία συνομιλούσε και να προκαλέσει τον κλονισμό της εμπιστοσύνης στην αμεροληψία του.

Σε αντίθεση προς το πρωτόδικο δικαστήριο κρίνουμε ότι η συμπεριφορά του διαιτητή ήταν ανάρμοστη.  Για τον λόγο αυτό [*725]θα παραμερίσουμε την πρωτόδικη απόφαση και θα αντικαταστήσουμε την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου με απόφαση βάσει της οποίας, ο εφεσίβλητος 2, ο διαιτητής Παυλίδης, απομακρύνεται. 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον αμφότερων των εφεσιβλήτων πρωτοδίκως και κατ’ έφεση.  Η διαταγή δεν περιλαμβάνει τα έξοδα της δίκης στο πλαίσιο της προδικασίας για τον προσδιορισμό της ιδιότητας του διαιτητή στην έφεση, για τα οποία δεν γίνεται διαταγή. Η πρωτόδικη απόφαση υποκαθίσταται με απόφαση ως ανωτέρω.

H έφεση επιτρέπεται με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο