Cybarco Ltd και Άλλος ν. Rawnsello Trading Company Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 726

(1999) 1 ΑΑΔ 726

[*726]6 Μαΐου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΧATZHΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

1. CYBΑRCO LTD,

2. ΔΗΜΟΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

Εφεσείοντες-Eναγόμενοι 2 και 3,

v.

RAWNSELLO TRADING COMPANY LTD,

Εφεσιβλήτων-Eναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10256)

 

Δίκαιο Επιείκειας — Εξ υποσχέσεως κώλυμα — Κατά πόσο και υπό ποίες περιστάσεις, δύναται να προκύψει από παραστάσεις στις οποίες προβαίνει διάδικος, μέσω του δικηγόρου του, προς τον αντίδικο του στο πλαίσιο της δίκης.

Πολιτική Δικονομία — Προσδιορισμός επιδίκων θεμάτων — Παραδοχή γεγονότων — Μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες ενήγαγαν τους εφεσείοντες-εναγομένους για αποζημιώσεις για ζημία την οποία κατ’ ισχυρισμό, υπέστησαν λόγω αμελείας και/ή παράβασης νομικού καθήκοντος των δεύτερων κατά την εκτέλεση οδικών έργων στην οδό Λήδρας στη Λευκωσία.  Η παράβαση των καθηκόντων αυτών προς τους εφεσίβλητους, προκάλεσε την εισροή όμβριων υδάτων στο κατάστημα τους με αποτέλεσμα την καταστροφή υφασμάτων που εφυλάττοντο σ’ αυτό.

Κατά την ακρόαση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι διάδικοι συμφώνησαν την αξία των εμπορευμάτων που ήταν αποθηκευμένα στο κατάστημα των εφεσιβλήτων.  Η συμφωνία δηλώθηκε στο Δικαστήριο.

Με δεδομένη την αξία των εμπορευμάτων, τα επίδικα θέματα περιορίστηκαν στην (α) ευθύνη των εφεσειόντων και (β) στη ζημία που υπέστησαν οι εφεσίβλητοι.  Η δίκη προχώρησε με την προσαγωγή μαρτυρίας στα αμφισβητούμενα θέματα.  Κατά την αντεξέτα[*727]ση του τελευταίου μάρτυρα, οι εφεσείοντες ζήτησαν όπως ανακληθεί η παραδοχή που έκαμαν για την αξία των εμπορευμάτων.  Αιτία για την αλλαγή στη στάση των εφεσειόντων αποτέλεσε η μαρτυρία του τελευταίου μάρτυρα, ότι στους ισολογισμούς της εταιρείας για τα έτη 1991 και 1992 τα εμπορεύματα κοστολογούνται με ποσό χαμηλότερο από το συμφωνηθέν.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν ήταν δυνατή η ανάκληση της παραδοχής που περιέχεται στη συμφωνία των μερών αναφορικά με την αξία των εμπορευμάτων για δύο βασικά λόγους:

1) Η παραδοχή των σχετικών γεγονότων αφ’ εαυτής επέδρασε στη συμφωνία των εφεσιβλήτων για την επανέναρξη της δίκης ενώπιον άλλου Δικαστή.

2) Οι εφεσίβλητοι προσάρμοσαν τη θέση τους και κατεύθυναν την πορεία και απόδειξη της υπόθεσης τους, βασιζόμενοι στη παραδοχή των σχετικών γεγονότων, έτσι ώστε να καθίσταται άδικο να τους ζητηθεί να επιστρέψουν στην κατάσταση πραγμάτων που επικρατούσε πριν την παραδοχή και συμφωνία με τους αντιδίκους τους.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της ερμηνείας που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη νομολογία και γενικά η ορθότητα της καθοδήγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τις αρχές που διέπουν την ανάκληση παραδοχής γεγονότων η οποία γίνεται κατά την έναρξη ή στην πορεία της δίκης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η παραδοχή γεγονότων αποτελεί θεσμοθετημένο μέσο για τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων (Δ.21) και τον περιορισμό τους προδικαστικά (Δ.24).  Γεγονότα μπορεί να γίνουν παραδεχτά σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας προς εξυπηρέτηση του ίδιου σκοπού.

2.  Η ακρόαση δικαστικής υπόθεσης μέσα σε εύλογο χρόνο αποτελεί θεμελιώδη συνταγματική αρχή και ατομικό δικαίωμα συναρτημένο με την εξασφάλιση δίκαιης δίκης.

3.  Ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η ανάκληση της παραδοχής των γεγονότων, θα επηρέαζε δυσμενώς τα συμφέροντα των εφεσιβλήτων για την εξασφάλιση δίκαιης δίκης ώστε να καθίσταται άδικο να επιτραπεί στους εφεσείοντες να αποστούν [*728]από τη δήλωση τους.

4.  Αποδοχή του αιτήματος των εφεσειόντων θα ισοδυναμούσε με τον επαναπροσδιορισμό του πλαισίου της αντιδικίας σε προχωρημένο στάδιο της δίκης, γεγονός ζημιογόνο τόσο για την απονομή της δικαιοσύνης, όσο και για τα συμφέροντα των εφεσιβλήτων. Ούτε μπορεί να παραγνωριστεί ότι τα στοιχεία τα οποία αποκαλύπτουν την αξία των εμπορευμάτων αποτελούν τεκμήρια και επομένως αναπόσπαστο μέρος της μαρτυρίας.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

H. Clark (Dancaster) Ltd v. Wilkinson [1965] 1 All E.R. 934,

Strauss v. Francis [1866] LR 1, QB 379,

Waugh a.o. v. HB Clifford & Sons Ltd a.o. [1982] 1 All E.R. 1095,

Langdale v. Danby [1982] 3 All E.R. 129,

W.J. Alan & Co. Ltd. v. El Nasr Export & Import Co. [1972] 2 All E.R. 127,

Γεν. Εισαγγελέας v. Ετ. Τεχνικών Έργων Λτδ (1993) 1 Α.Α.Δ. 94,

Σοφοκλέους v. Λαϊκή Σπορτ. Κλαπ κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 69,

Γιουρούκκης v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 402,

Καλαμαράς v. Γενικού Εισαγγελέα (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 343,

Αχιλλέως v. Δημοκρατίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 176,

Stanton v. Callaghan [1998] 4 All E.R. 961,

Βίκτωρος v. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512,

Ευσταθίου v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294,

Μακρή κ.ά. v. Xατζηευαγγέλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 203,

Δημοκρατία v. Ford (1995) 2 A.A.Δ. 232,

[*729]Μαυρομμάτης v. Ε.Δ.Υ., Προσφ. Αρ. 198/92 –13.10.1993.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους 2 και 3 εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Kληρίδης, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 19 Iουνίου, 1998 (Aγωγή Aρ. 11030/92) με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση τους ημερομηνίας 7 Mαΐου, 1998 για άδεια ανάκλησης γενόμενης παραδοχής ως προς την αξία των επιδίκων αντικειμένων που έγινε από το δικηγόρο ο οποίος τους εκπροσώπησε.

Γ. Πελαγίας, για τους Eφεσείοντες.

Στ. Ερωτοκρίτου με Α. Ευσταθίου, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Οι εφεσίβλητοι διατηρούν κατάστημα πώλησης υφασμάτων στην οδό Λήδρας.  Η εφεσείουσα 1, Cybarco Ltd, είναι η κατασκευαστική εταιρεία στην οποία ο εφεσείων 2, ο Δήμος Λευκωσίας, ανέθεσε την πεζοδρόμηση της οδού Λήδρας.  Οι εφεσίβλητοι ενήγαγαν τους εφεσείοντες για αποζημιώσεις για ζημία την οποία κατ’ ισχυρισμό, υπέστησαν λόγω της αμέλειας ή και παράβασης νομικού καθήκοντος των δευτέρων κατά την εκτέλεση του προαναφερθέντος οδικού έργου.  Η παράβαση των καθηκόντων αυτών προς τους εφεσίβλητους, προκάλεσε την εισροή όμβριων υδάτων στα υποστατικά τους με αποτέλεσμα την καταστροφή υφασμάτων που εφυλάττοντο στο κατάστημα.

Κατά την ακρόαση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου οι διάδικοι συμφώνησαν την αξία των εμπορευμάτων που ήταν αποθηκευμένα στο κατάστημα των εφεσιβλήτων.  Η συμφωνία δηλώθηκε στο Δικαστήριο·  έχει ως εξής:

«Χρονολογία             Μέτρα                 Αξία

   1984                                    294.70                        £    1,816.407

   1985                                1,989.30             £  12,831.639

   1986                                3,379.10              £  24,560.471

   1987                     5,637.36              £  46,483.249

[*730]   1988                            3,750.10                   £ 24,300.462

   1989                            3,048.60                  £  21,676.767

   1990                            3,307.50                  £  29,748.85

   1991                            4,949.40                  £  46,029.156

   1992                            5,367.55                 £  48,069.439

                                      _______                ____________

                                    31,723.60                £ 255,516.44

                                    ========                ============

Για όλα τα εμπορεύματα αυτά υπάρχουν τιμολόγια σε 4 box files στα οποία τιμολόγια εμπεριέχονται και τα προαναφερόμενα εμπορεύματα.  Αποδεχόμαστε όπως όλα τα προαναφερόμενα τιμολόγια κατατεθούν σαν τεκμήρια στην παρούσα διαδικασία.»

Πράγματι κατατέθηκαν οι τέσσερεις φάκελλοι με τα τιμολόγια ως τεκμήρια, (Τεκμήρια 17Α, Β, Γ και Δ.)  Τα τιμολόγια επιμαρτυρούν την τιμή κτήσης των εμπορευμάτων.  Ως αποτέλεσμα της συμφωνίας που επιτεύχθηκε, η αξία των εμπορευμάτων, τα οποία ευρίσκοντο στα υποστατικά των εφεσιβλήτων κατά τον κρίσιμο χρόνο, κατέστη παραδεκτό γεγονός και έπαυσε να αποτελεί σημείο αντιδικίας. Η παραδοχή έγινε στις 19 Ιουνίου 1997.  Στο μεταξύ ο κ. Νικολάτος, Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου είχεν αρχίσει η ακρόαση της υπόθεσης, μετατέθηκε από τη Λευκωσία στη Λάρνακα.  Με τη σύμφωνη γνώμη των διαδίκων, η ακρόαση της υπόθεσης επανάρχισε  ενώπιον άλλου Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου του κ. Κληρίδη.  Μικρό μόνο μέρος μαρτυρίας είχε κατατεθεί ενώπιον του κ. Νικολάτου. Η συμφωνία των μερών για την αξία των εμπορευμάτων που ήταν αποθηκευμένα στο κατάστημα των εφεσιβλήτων επαναλήφθηκε και καταγράφηκε από το Δικαστήριο κατά την έναρξη της νέας δίκης,  (10 Νοεμβρίου 1997).

Δεδομένης της συμφωνίας για την αξία των εμπορευμάτων, τα επίδικα θέματα περιορίστηκαν στην, (α) ευθύνη των εφεσειόντων, και (β) τη ζημία που υπέστησαν οι εφεσίβλητοι.  Και έτσι προχώρησε η δίκη με την προσαγωγή μαρτυρίας στα αμφισβητούμενα θέματα.

Κατέθεσαν, κληθέντες από τους εφεσίβλητους (ενάγοντες) οι μάρτυρες, Ιουλία Αυξεντίου, υπάλληλος στο κατάστημα των εφεσιβλήτων ο Michael Baldwin, ο επιμετρητής ποσοτήτων, ο Χρ. Μαυρίδης, ιδιοκτήτης παρακείμενου (προς το κατάστημα των εφεσιβλήτων) καφενείου, ο Αντώνης Θεοδώρου, Υπαστυνό[*731]μος της Πυροσβεστικής και ο Γ. Αυξεντίου, ένας των διευθυντών και μέτοχος των εφεσιβλήτων.  Κατά την αντεξέταση του τελευταίου μάρτυρα, με γραπτή αίτησή τους, οι εφεσείοντες ζήτησαν όπως ανακληθεί η παραδοχή στην οποία προέβησαν για την αξία των εμπορευμάτων. Υποστήριξαν ότι ο δικηγόρος τους προέβη στην παραδοχή χωρίς να έχει πλήρη γνώση των γεγονότων.  Αιτία για την αλλαγή της στάσης των εφεσειόντων αποτέλεσε η μαρτυρία του τελευταίου μάρτυρα, ότι στους ισολογισμούς της εφεσίβλητης εταιρείας  για τα έτη 1991 και 1992 τα εμπορεύματα κοστολογούνται με ποσό χαμηλότερο από το συμφωνηθέν.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνει στην απόφασή του ότι όλα τα στοιχεία που αφορούσαν την αξία των εμπορευμάτων, περιλαμβανομένων και των ισολογισμών των ετών 1991 και 1992 ήταν στη διάθεση των εφεσιβλήτων για αρκετό χρόνο πριν οι εφεσίβλητοι προβούν στη δήλωση της 19ης Ιουνίου 1997, την  οποίαν επανέλαβαν με την ίδια βεβαιότητα μήνες αργότερα κατά την επανέναρξη της ακρόασης ενώπιον του κ. Κληρίδη.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις αρχές που διέπουν την ανάκληση δήλωσης  με την οποία γίνονται παραδεχτά γεγονότα κατά τη δίκη.  Διαφαίνεται από τη νομολογία στην οποία γίνεται παραπομή ότι είναι παραδεκτή η ανάκληση εφόσον δεν προκαλείται αδικία στην άλλη πλευρά.  (Βλ. H. Clark (Dancaster) Ltd v. Wilkinson [1965] 1 All E.R. 934, 936· Strauss v. Francis [1866] LR 1, QB 379· Waugh and Others v. HB Clifford & Sons Ltd and Others [1982] 1 All E.R. 1095· Langdale v. Danby  (1982) 3 All E.R. 129· W.J. Alan & Co. Ltd. v. El Nasr Export & Import Co. [1972] 2 All E.R. 127, 140, στις οποίες γίνεται αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση, όπως και στα συγγράμματα Halsbury’s Laws of England, 3rd Ed. Vol. 15, para. 547. Phipson on Evidence, 11th Ed. para. 738.  The Law Relating to Estoppel by Representations, 3rd Ed. των Spencer Bower and Turner, στα οποία απηχούνται οι αρχές της νομολογίας.)

Η ίδια αρχή αντανακλάται και στην Κυπριακή νομολογία.  Δύο είναι οι αποφάσεις οι οποίες πραγματεύονται άμεσα το θέμα, η Γεν. Εισαγγελέας ν. Ετ. Τεχνικών Έργων Λτδ (1993) 1 Α.Α.Δ. 94 και η Σοφοκλέους ν. Λαϊκή Σπορτ. Κλαπ κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 69, στις οποίες επίσης αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εφόσον στοιχειοθετείται δικαιϊκό κώλυμα, (equitable estoppel), δεν επιτρέπεται η ανάκληση της παραδοχής· τέτοια ενέργεια θεωρείται άδικη.  Οποτεδήποτε ο αντίδικος βασίζεται στην παραδοχή και αναπροσαρμόζει ανάλογα τη θέση του σε βαθμό που θα ήταν άδικο να επανέλθει στην προτεραία του θέ[*732]ση, δεν επιτρέπεται η ανάκληση.

Όπως εξηγήσαμε στην Γενικός Εισαγγελέας (ανωτέρω) (σελ. 100):

«Η αδικία προκύπτει από τη ζημία που θα επροκαλείτο στο δεύτερο διάδικο εάν εκαλείτο να επιστρέψει στην κατάσταση πραγμάτων που υφίστατο πριν να τροποποιήσει τη θέση του.»

Οι ίδιες αρχές υιοθετούνται και στη Σοφοκλέους (ανωτέρω).  Στην απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου γίνεται επίσης αναφορά και στην ευχέρεια που παρέχεται στο δικηγόρο του διαδίκου, τόσο σε πολιτικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις, να χειρίζεται την υπόθεση στο πλαίσιο  της εντολής εκπροσώπησης του διαδίκου.  Το Δικαστήριο παραπέμπει στη Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 402. Εξίσου διαφωτιστικές επί του ιδίου θέματος είναι και οι Καλαμαράς ν. Γενικού Εισαγγελέα (1989) 1 Α.Α.Δ.(Ε) 343· Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1999) 1 A.A.Δ. 176.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν ήταν δυνατή η ανάκληση της παραδοχής που περιέχεται στη συμφωνία των μερών αναφορικά με την αξία των ευρημάτων, για δύο βασικά λόγους.  Πρώτο, η παραδοχή των σχετικών γεγονότων αφ’ εαυτής επέδρασε στη συμφωνία των εφεσιβλήτων για την επανέναρξη  της δίκης ενώπιον άλλου Δικαστή.  Δεύτερο, οι εφεσίβλητοι προσάρμοσαν τη θέση τους και κατεύθυναν την πορεία και απόδειξη της υπόθεσής τους βασιζόμενοι στην παραδοχή των σχετικών γεγονότων,  έτσι ώστε να καθίσταται άδικο να τους ζητηθεί να επιστρέψουν στην προτεραία, της παραδοχής και συμφωνίας με τους αντιδίκους τους, κατάσταση πραγμάτων.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της ερμηνείας που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη νομολογία και γενικά η ορθότητα της καθοδόγησης του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ως προς τις αρχές που διέπουν την ανάκληση παραδοχής γεγονότων, η οποία γίνεται κατά την έναρξη ή στην πορεία της δίκης.  Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή σ’ όλα της τα σημεία.

Η παραδοχή γεγονότων αποτελεί θεσμοθετημένο μέσο για τον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων (Δ.21) και τον περιορισμό τους προδικαστικά (Δ.24). Γεγονότα μπορεί να γίνουν πα[*733]ραδεχτά σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας προς εξυπηρέτηση του ίδιου σκοπού.  Όπως τονίζεται σε πρόσφατη Αγγλική απόφαση, είναι προς το συμφέρον τόσο της δικαιοσύνης όσο και των διαδίκων, (α) όπως η διάρκεια της δίκης δεν είναι μακρύτερη απ’ ότι είναι απαραίτητο για την απονομή της δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη υπόθεση, και (β) ότι δεν πρέπει να αναλώνεται δικαστικός χρόνος σε θέματα τα οποία δεν είναι υπό αμφισβήτηση.  Η απόφαση είναι η Stanton v. Callaghan [1998] 4 All E.R. 961 (CA), και το σχετικό απόσπασμα το ακόλουθο (σελ. 984):

«It is of importance to the administration of justice, and to those members of the public who seek access to justice, that trials should take no longer than is necessary to do justice in the particular case,  and that, to that end, time in court should not be taken up with a consideration of matters which are not truly in issue.»

Στην Κύπρο η ακρόαση δικαστικής υπόθεσης μέσα σε εύλογο χρόνο αποτελεί θεμελιώδη συνταγματική αρχή και ατομικό δικαίωμα συναρτημένο με την εξασφάλιση δίκαιης δίκης - Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.  (Βλ. μεταξύ άλλων Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512· Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294· Μακρή κ.ά. ν. Χ”Ευαγγέλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 203· Δημοκρατία ν. Ford (1995) 2 A.A.Δ. 232.)

Ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η ανάκληση της παραδοχής γεγονότων θα επηρέαζε δυσμενώς τα συμφέροντα των εφεσιβλήτων για την εξασφάλιση δίκαιης δίκης ώστε να καθίσταται άδικο να επιτραπεί στους εφεσείοντες να αποστούν από τη δήλωσή τους. Ούτε θα μπορούσε να παραγνωριστεί το διαρρεύσαν, από την παραδοχή των γεγονότων, χρονικό διάστημα ως παράγοντας ανασταλτικός για την τεκμηρίωση της υπόθεσης των εφεσιβλήτων.  Είναι ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα παραδεχτά γεγονότα αποτέλεσαν την αφετηρία και το βάθρο για την παρουσίαση της υπόθεσης των εφεσιβλήτων ενώπιον του Δικαστηρίου.  Έγκριση του αιτήματος των εφεσειόντων, θα οδηγούσε στην επανακλήτευση ενός ή περισσοτέρων μαρτύρων των εφεσιβλήτων, που θα αποτελούσε αφ’ εαυτού παράγοντα καθυστέρησης στην εκδίκαση της υπόθεσης.  Αναπόδραστα  απόκλιση των εφεσειόντων από την παραδοχή στην οποία προέβησαν θα ανέτρεπε το βάθρο στο οποίο οι εφεσίβλητοι οικοδόμησαν την απόδειξη της υπόθεσής τους ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

[*734]Αποδοχή του αιτήματος των εφεσειόντων θα ισοδυναμούσε με τον επαναπροσδιορισμό του πλαισίου της αντιδικίας σε προχωρημένο στάδιο της δίκης, γεγονός ζημιογόνο τόσο για την απονομή της δικαιοσύνης, όσο και για τα συμφέροντα των εφεσιβλήτων. Ούτε μπορεί να παραγνωριστεί ότι τα στοιχεία τα οποία αποκαλύπτουν την αξία των εμπορευμάτων αποτελούν τεκμήρια και επομένως αναπόσπαστο μέρος της μαρτυρίας που δεν μπορεί να αποσυρθεί.  (Βλ. Μαυρομμάτης ν. Ε.Δ.Υ., Προσφ. αρ. 198/92 - 13.10.1993.)

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο