(1999) 1 ΑΑΔ 801
[*801]28 Μαΐου, 1999
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΧATZHΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΡΕΒΕΚΚΑ ΧΡ. ΚΑΝΑΡΑ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΧΡΥΣΟΥΛΛΑΣ ΑΝΤΩΝΗ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ,
Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 9247)
Ακίνητη Ιδιοκτησία — Δουλεία — Εξέταση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος που διέπει το δικαίωμα διόδου, δουλείας κατά το δίκαιο, για να διαπιστωθεί αν η κατάργηση του συνιστά αποξένωση ή περιορισμό ιδιοκτησίας.
Λέξεις και Φράσεις — “Ακίνητη ιδιοκτησία” στο Άρθρο 2(ε) του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224.
Ακίνητη Ιδιοκτησία — Έφεση κατ’ αποφάσεως του Διευθυντή Κτηματολογίου δυνάμει του Άρθρου 80 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 — Εύρος δικαιοδοσίας Δικαστηρίου — Δεν περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας της επίδικης απόφασης του Διευθυντή, αλλά επεκτείνεται και στο θέμα της ορθότητάς της.
Συνταγματικό Δίκαιο — Συνταγματικότητα νόμων — Κατά πόσο το Άρθρο 12(3) του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, αντίκειται προς τις διατάξεις του Άρθρου 26 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει την ελευθερία του συμβάλλεσθαι.
Η εφεσίβλητη παραχώρησε επί του κτήματός της, δικαίωμα διόδου υπέρ του κτήματος της εφεσείουσας. Μετά από ένα χρονικό διάστημα από την εγγραφή της διόδου στο Κτηματολόγιο, ανοίκτηκε δρόμος σε άλλη πλευρά του δεσπόζοντος ακινήτου, ο οποίος παρείχε άμεση πρόσβαση σε δημόσια αρτηρία. Επικαλούμενη τις πρόνοιες του Άρθρου [*802]12(3), η εφεσίβλητη αποτάθηκε στο Διευθυντή του Κτηματολογίου για κατάργηση της διόδου με το αιτιολογικό ότι πλέον δεν υπήρχε ανάγκη για την ύπαρξη της. Ο Διευθυντής αποδέχθηκε το αίτημα.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε ανεπιτυχώς την απόφαση του Διευθυντή στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Η παρούσα έφεση έχει στόχο την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης.
Με την έφεση προσβάλλονται τόσο οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για το παραδεκτό της απόφασης του Διευθυντή στο πλαίσιο των εξουσιών του, δυνάμει του Άρθρου 12(3) του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, όσο και η κρίση του για την συνταγματικότητα του ιδίου άρθρου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Είναι φανερό, από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ότι η ανάγκη για την ύπαρξη της διόδου εξέλιπε. Τούτου δοθέντος, η κατάργησή της αποτελούσε λογική επιλογή, στην οποία ο Διευθυντής εύλογα μπορούσε να καταλήξει, στο πλαίσιο των εξουσιών που του παρέχει το Άρθρο 12(3) του Κεφ. 224.
2. Η θέση της εφεσείουσας ότι συμβατικό δικαίωμα μπορεί να καταργηθεί μόνο με νέα σύμβαση και επομένως το δικαίωμα διαβάσεως εφόσο δημιουργήθηκε με τη συμφωνία των μερών θα μπορούσε να καταργηθεί με ανάλογο τρόπο, δεν είναι ορθή. Η εισήγηση της εφεσείουσας παραγνωρίζει ότι η δουλεία η οποία καταργήθηκε, δεν προέκυψε από σύμβαση αλλά από την εγγραφή στο κτηματολογικό μητρώο. Συμβατικά δικαιώματα δεν απολήγουν σε δικαίωμα ακίνητης ιδιοκτησίας. Τέτοιο δικαίωμα συναρτάται προς την ιδιοκτησία αυτής τούτης της γης. Το δικαίωμα διόδου αποτελεί σύμπτωμα της ιδιοκτησίας του δεσπόζοντος ακινήτου προς το οποίο συναρτάται αποκλειστικά, και βάρος για το δουλεύον ακίνητο. Το δικαίωμα διόδου δεν αποτελεί το αντικείμενο αυτοτελούς ιδιοκτησίας γης.
3. Δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 23.4 του Συντάγματος, μόνο με τη διαδικασία απαλλοτρίωσης, χωρεί αναγκαστική αποξένωση ιδιοκτησίας. Το ερώτημα που χρήζει απαντήσεως είναι κατά πόσο κατάργηση του δικαιώματος διόδου, επάγεται περιορισμό ή αποξένωση ακίνητης ιδιοκτησίας. Όπως έχει επισημανθεί στην απόφαση της Ολομέλειας στη Δημητριάδη & Άλλων v Υπουργικού Συμβουλίου & Άλλων, οι σχετικές με την ιδιοκτησία, διατάξεις του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπί[*803]νων Δικαιωμάτων, ταυτίζονται στην ουσία με τις πρόνοιες του Άρθρου 23.1 του Συντάγματος. Η κατάργηση της διόδου αφήνει άθικτη την ιδιοκτησία ακινήτου προς το οποίο συνάπτεται. Το επακόλουθο της κατάργησης της δουλείας είναι ο περιορισμός χρήσης του ακινήτου. Περιορίζεται η πρόσβαση από το ακίνητο σε δημόσιο δρόμο και αντίστροφα. Η κατάργηση του δικαιώματος διόδου, συνιστά περιορισμό του δικαιώματος ιδιοκτησίας του δεσπόζοντος κτήματος. Περιορισμός που μπορεί να επιβληθεί εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος.
4. Σκοπός του εδαφίου 3 του Άρθρου 12 του Κεφ. 224 είναι η εξισορρόπηση περιουσιακών δικαιωμάτων των ιδιοκτητών όμορων κτημάτων. Προάγεται το δημόσιο συμέρον με την κατάργηση του δικαιώματος διόδου, ο σκοπός για τη δημιουργία του οποίου έπαυσε να υφίσταται.
5. Η δημιουργία δρόμου στην άλλη πλευρά του δεσπόζοντος ακινήτου καθιστούσε την πρόσβαση πλεονασμό, και την κατάργηση της μέτρο εξισορρόπησης των δικαιωμάτων χρήσης των δύο ακινήτων. Αντίθετα με την εισήγηση της εφεσείουσας, η απόφαση του Διευθυντή είναι πλήρως αιτιολογημένη.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Αθανάση κ.ά. v. Xατζημάμα κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 208,
Σολομώντος v. Παπανεοκλή (1992) 1 Α.Α.Δ. 906,
Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 A.A.Δ. 36,
Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33,
Αστυνομία v. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Nικολαΐδης, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 29 Iουλίου, 1994 (Aρ. Aιτ. Έφεσης 9/85) με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση-έφεση της για ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή του [*804]Kτηματολογίου να διαγράψει το δικαίωμα διόδου που υπήρχε υπέρ του ακινήτου της.
Γ. Κορφιώτης, για την Eφεσείουσα.
Ν. Χ”Ιωάννου, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..
ΠΙΚΗΣ, Π.: Οι διάδικοι είναι ιδιοκτήτες όμορων κτημάτων. Το κτήμα της εφεσείουσας δεν είχε πρόσβαση σε δημόσιο δρόμο. Με τη συμφωνία της εφεσίβλητης, παρασχέθηκε δίοδος υπέρ του κτήματος της εφεσείουσας μέσα από το δικό της ακίνητο. Η συμφωνία των ιδιοκτητών αποτέλεσε τη βάση για την εγγραφή της διόδου στο Κτηματολογικό Μητρώο, βάσει των διατάξεων του άρθρου 11 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224. Η παραχώρηση από τον κύριο του δουλεύοντος ακινήτου, δικαιώματος διόδου, αποτελεί ένα από τους τρόπους σύστασης δουλείας. Υπάρχουν και άλλοι, οι οποίοι εξειδικεύονται στο ίδιο άρθρο του νόμου (άρθρο 11).
Μετά από ένα χρονικό διάστημα από την εγγραφή της διόδου ανοίχτηκε δρόμος σε άλλη πλευρά του δεσπόζοντος ακινήτου, ο οποίος παρέχει άμεση πρόσβαση σε δημόσια αρτηρία. Επικαλούμενη τις πρόνοιες του άρθρου 12(3), η εφεσίβλητη αποτάθηκε στο Διευθυντή του Κτηματολογίου και ζήτησε την κατάργηση της διόδου με το αιτιολογητικό ότι δεν υπήρχε πλέον ανάγκη για την ύπαρξή της. Το άρθρο 12(3) προβλέπει:
«(3) όταν το δικαίωμα αυτό είναι δικαίωμα διόδου, αν ένεκα διάνοιξης δημόσιου δρόμου ή άλλης διόδου ή αν ένεκα άλλου λόγου δεν υπάρχει πλέον η ανάγκη αυτού, ο κύριος του δουλεύοντος ή του δεσπόζοντος ακινήτου δικαιούται να απαιτήσει την κατάργησή του, ο δε Διευθυντής ερευνά την υπόθεση, αποφασίζει αν το δικαίωμα αυτό πρέπει να καταργηθεί ή όχι, γνωστοποιεί την απόφασή του σε όλους τους ενδιαφερομένους και, αν η απόφασή του είναι ότι το δικαίωμα πρέπει να καταργηθεί, προχωρεί στην κατάργησή του μετά την πάροδο τριάντα ημερών από την ημερομηνία της γνωστοποίησης που αναφέρθηκε:
Νοείται ότι, αν υποβληθεί οποιαδήποτε αξίωση για την καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης από τον κύριο του δουλεύο[*805]ντος ακινήτου για την κατάργηση του πιο πάνω δικαιώματος, ο Διευθυντής αφού λάβει υπόψη τα γεγονότα κάθε περίπτωσης, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου χρήσης του δικαιώματος καθορίζει την αποζημίωση που τυχόν πρέπει να καταβληθεί και γνωστοποιεί αυτήν σε όλους τους ενδιαφερόμενους και δεν προχωρεί στην κατάργηση του δικαιώματος πριν ικανοποιηθεί ότι η αποζημίωση που εκτιμήθηκε από αυτόν καταβλήθηκε.»
Ο Διευθυντής αποδέχθηκε το αίτημα της εφεσίβλητης και κατάργησε τη δίοδο. Έκρινε ότι το δεσπόζον ακίνητο εξυπηρετείται πλήρως με το δρόμο ο οποίος δημιουργήθηκε ώστε να καθίσταται ευχερής όχι μόνο η πρόσβαση σε δημόσιο δρόμο αλλά και η αξιοποίηση του ακινήτου ως οικοπέδου. Η ιδιοκτήτρια του δεσπόζοντος ακινήτου εφεσίβαλε την απόφασή του Διευθυντή στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Η έφεσή της απορρίφθηκε. Το Δικαστήριο έκρινε την απόφαση του Διευθυντή σύννομη και δικαιολογημένη, ενόψει των νέων οδικών δεδομένων. Απέρριψε τις θέσεις της εφεσείουσας περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 12(3) του Κεφ. 224. Αποφάσισε ότι το άρθρο 12(3) δεν προσκρούει στις διατάξεις του Άρθρου 23 του Συντάγματος, ούτε στις πρόνοιες του άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. (Βλ. τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως δια την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικό) Νόμο του 1962, (Ν.39/62).)
Με την έφεση προσβάλλονται τόσο οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για το παραδεχτό της απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου στο πλαίσιο των εξουσιών του, βάσει του άρθρου 12(3), όσο και η κρίση του για τη συνταγματικότητα του ιδίου άρθρου.
Ως προς το πρώτο σκέλος της έφεσης τα γεγονότα που περιβάλλουν την απόφαση του Διευθυντή, κατά το πλείστο παραδεχτά, κατέδειξαν ότι η δημιουργία δημόσιου δρόμου, ο οποίος εφάπτεται του δεσπόζοντος ακινήτου εξαφάνισε την ανάγκη για πρόσβαση σε δημόσιο δρόμο μέσω του δουλεύοντος ακινήτου. γεγονός πρωταρχικής σημασίας για την άσκηση των εξουσιών του Διευθυντή, βάσει του άρθρου 12(3). Δεν διαπίστωσε (το πρωτόδικο Δικαστήριο) οποιοδήποτε βάσιμο λόγο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει επέμβαση στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Διευθυντή του Κτηματολογίου. Το κριτήριο για την αναθεώρηση των αποφάσεων του Διευθυντή του Κτηματολογίου βάσει του άρθρου 80 του Κεφ. 224, όπως διασαφηνίζει η νομολογία είναι το σύννομο και το δίκαιο της απόφασης που επιτρέπει σε αντίθεση προς την ακυρωτική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διείσδυση στην ουσία [*806]της απόφασης και εφόσον κρίνεται ορθό, την τροποποίησή της. (Βλ., μεταξύ άλλων, Αθανάση κ.ά. ν. Χ” Μάμα κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 208· Σολομώντος ν. Παπανεοκλή (1992) 1 Α.Α.Δ. 906.)
Είναι και η δική μας εκτίμηση ότι η ανάγκη για την ύπαρξη της διόδου εξέλειπε. Τούτου δοθέντος, η κατάργησή της αποτελούσε λογική επιλογή, στην οποία ο Διευθυντής εύλογα μπορούσε να προέλθει, στο πλαίσιο των εξουσιών που του παρέχει το Άρθρο 12(3) του Κεφ. 224. Η επιλογή που παρέχει ο νόμος στο Διευθυντή, επαγόμενη κατά την εισήγηση της εφεσείουσας κατάργηση περιουσιακού δικαιώματος, αντίκειται (υπέβαλε), στα Άρθρα 23 και 26 του Συντάγματος και πρέπει να αποκηρυχθεί ως αντισυνταγματική. Στο θέμα αυτό θα επικεντρωθούμε τώρα.
Κατά την εφεσείουσα, το άρθρο 12(3) είναι ασύμφωνο και αντίθετο τόσο προς τις διατάξεις του Άρθρου 26 του Συντάγματος, που διασφαλίζει την ελευθερία του συμβάλλεσθαι, όσο και προς εκείνες του Άρθρου 23 του Συντάγματος που εξασφαλίζει το δικαίωμα ιδιοκτησίας. Επικαλούμενη την παράγραφο 4, του Άρθρου 23, υπέβαλε ότι η αποξένωση περιουσίας είναι παραδεχτή μόνο με την απαλλοτρίωση ακινήτου. Ο κ. Κορφιώτης έκαμε αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 A.A.Δ. 36, ως προς τη φύση της προστασίας που παρέχει το Άρθρο 26. Η ελευθερία του συμβάλλεσθαι, εκτείνεται, όπως προκύπτει από την απόφασή μας στην υπόθεση εκείνη, σ’ όλο το πεδίο που καλύπτει η προσχώρηση σε σύμβαση και ο καταρτισμός της. Στην απόφαση επαναλαμβάνεται ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του ατόμου επενεργούν και προστατεύονται έναντι πάντων. (Βλ. μεταξύ άλλων Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33. Aστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147.) Η θέση της εφεσείουσας, όπως διαμορφώθηκε ενώπιόν μας, συνοψίζεται ως ακολούθως. Συμβατικό δικαίωμα μπορεί να καταργηθεί μόνο με νέα σύμβαση. Επομένως το δικαίωμα διαβάσεως εφόσο δημιουργήθηκε με τη συμφωνία των μερών θα μπορούσε να καταργηθεί μόνο με ανάλογο τρόπο. Ό,τι παραγνωρίζει η εισήγηση αυτή είναι ότι η δουλεία η οποία καταργήθηκε δεν προέκυψε από τη σύμβαση αλλά από την εγγραφή στο κτηματολογικό μητρώο. Συμβατικά δικαιώματα δεν απολήγουν σε δικαίωμα ακίνητης ιδιοκτησίας. Τέτοιο δικαίωμα συναρτάται προς την ιδιοκτησία αυτής τούτης της γης. Στο άρθρο 2(ε) του Κεφ. 224, ο όρος «ακίνητη ιδιοκτησία», περιλαμβάνει, «προνόμια, ελευθερίες, δουλείες και οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα και πλεονεκτήματα που ανήκουν ή θεωρούνται ότι ανήκουν σε οποιαδήποτε γη ......». Το δικαίωμα διόδου αποτελεί σύμπτωμα της ιδιοκτησίας του δεσπόζο[*807]ντος ακινήτου προς το οποίο συναρτάται αποκλειστικά, (βλ. Άρθρο 11 - Κεφ. 224) και βάρος για το δουλεύον ακίνητο. Το δικαίωμα διόδου δεν αποτελεί το αντικείμενο αυτοτελούς ιδιοκτησίας γης.
Το δικαίωμα διόδου συνιστά δουλεία η οποία διευρύνει τα δικαιώματα ιδιοκτησίας του δεσπόζοντος ακινήτου και περιορίζει το δικαίωμα ιδιοκτησίας του δουλεύοντος ακινήτου. Δεν αποτελεί ανεξάρτητο στοιχείο ιδιοκτησίας αλλά στοιχείο αλληλένδετο με την ιδιοκτησία του δεσπόζοντος ακινήτου και αντίστοιχα βάρος, περιοριστικό της ιδιοκτησίας του δουλεύοντος ακινήτου.
Εξετάσαμε το ιδιοκτησιακό καθεστώς που διέπει το δικαίωμα διόδου, δουλείας κατά το δίκαιο, για να διαπιστώσουμε αν η κατάργησή του συνιστά αποξένωση ή περιορισμό ιδιοκτησίας.
Βάσει των διατάξεων του Άρθρου 23.4 του Συντάγματος δεν χωρεί αναγκαστική αποξένωση ιδιοκτησίας εκτός μέσα από τη διαδικασία απαλλοτρίωσης. Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι κατά πόσο κατάργηση του δικαιώματος διόδου επάγεται περιορισμό ή αποξένωση ακίνητης ιδιοκτησίας. Η διάκριση μεταξύ των δύο, ήταν το αντικείμενο κρίσης σε πολλές δικαστικές αποφάσεις. Αυτές συνοψίζονται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Δημητριάδη και Άλλων ν. Υπουργικού Συμβουλίου και Άλλων (1996) 3 A.A.Δ. 85. Όπως διαπιστώθηκε στην απόφαση μας (σελ. 102):
«Όροι περιοριστικοί της χρήσης ιδιοκτησίας, που αφήνουν άθικτο τον πυρήνα του δικαιώματος ιδιοκτησίας, συνιστούν περιορισμό και όχι στέρηση.
Περιορισμοί στη χρήση ιδιοκτησίας απολήγουν σε στέρησή της, μόνο όταν καθιστούν την ιδιοκτησία αδρανή.»
Σε άλλο σημείο της απόφασης εξηγείται ότι, (σελ. 103):
«Περιορισμοί απολήγουν σε στέρηση της ιδιοκτησίας οποτεδήποτε καθιστούν τη γη αδρανή για το σκοπό για τον οποίο, εξ αντικειμένου προορίζεται.»
Όπως επισημάναμε στην ίδια απόφαση Δημητριάδη, (ανωτέρω), οι σχετικές με την ιδιοκτησία, διατάξεις του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, ταυτίζονται στην ουσία με τις πρόνοιες του Άρθρου 23.1. Η κατάργηση της διόδου αφήνει άθικτη την ιδιοκτησία του [*808]ακινήτου προς το οποίο συνάπτεται. Το επακόλουθο της κατάργησης της δουλείας είναι ο περιορισμός χρήσης του ακινήτου. Περιορίζεται η πρόσβαση από το ακίνητο σε δημόσιο δρόμο και αντίστροφα. Η κατάργηση του δικαιώματος διόδου συνιστά περιορισμό του δικαιώματος ιδιοκτησίας του δεσπόζοντος κτήματος· περιορισμός που μπορεί να επιβληθεί εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος. Διαφωτιστική για την αναμόρφωση των περιουσιακών δικαιωμάτων του ανθρώπου είναι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Case of James and Others, Series A: Judgements and Decisions, Vol. 98. H αρχή η οποία προκύπτει συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα.
« “Ιn the public interest”: private individuals as beneficiaries - a taking of property effected in pursuance of legitimate social, economic or other policies may be “in the public interest”, even if the community at large has no direct use or enjoyment of the property taken.»
Το θέμα εξετάζεται και στο σύγγραμμα, Law of the European Convention on Human Rights, by Ηarris, O’ Boyle and Warbrick.
Σκοπός του εδαφίου (3) του Άρθρου 12 του Κεφ. 224 είναι η εξισορρόπηση περιουσιακών δικαιωμάτων των ιδιοκτητών όμορων κτημάτων. Προάγεται το δημόσιο συμφέρον με την κατάργηση του δικαιώματος διόδου, ο σκοπός για τη δημιουργία του οποίου έπαυσε να υφίσταται.
Στην προκείμενη περίπτωση τα στοιχεία ενώπιον του Διευθυντή καθιστούν δικαία την κατάργηση του δικαιώματος διάβασης εφόσον ο σκοπός για τη δημιουργία του έπαυσε να υπάρχει. Η δημιουργία δρόμου στην άλλη πλευρά του δεσπόζοντος ακινήτου καθιστούσε την πρόσβαση πλεονασμό, και την κατάργησή της μέτρο εξισορρόπησης των δικαιωμάτων χρήσης των δύο ακινήτων. Αντίθετα με την εισήγηση της εφεσείουσας, η απόφαση του Διευθυντή είναι αιτιολογημένη, ώστε να μην αφήνεται αμφιβολία για τους λόγους στους οποίους αυτή θεμελιώνεται.
Η εφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο